Η καταγγελία της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής παρενόχλησης απαιτεί μεγάλο ψυχικό σθένος από τα θύματα είτε γιατί είναι εξαιρετικά δύσκολο για τα ίδια να διαχειριστούν τα σωματικά και τα ψυχικά τραύματα είτε γιατί η κοινωνία αντιμετωπίζει αυτά τα ζητήματα ως ταμπού ακόμη και τον 21ο αιώνα. Κάποιοι αισθάνονται άβολα κι ενοχλούνται ακόμη και ν’ ακούν τις καταγγελίες γυναικών (και όχι μόνο) που έπεσαν θύματα παρενόχλησης ή κακοποίησης, ενώ υπάρχουν και οι ηλίθιοι που από την άνεση του καναπέ τους και με πλήρη απουσία ενσυναίσθησης διερωτώνται γιατί τα θύματα μιλούν μετά από χρόνια. Φανταζόμαστε ότι θα ήταν ακόμη πιο δύσκολο για μια γυναίκα να καταγγείλει την απρεπή συμπεριφορά ενός ισχυρού -σε κάθε περίπτωση ισχυρότερου από την ίδια- άνδρα πολλές δεκαετίες νωρίτερα, στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν οι γυναίκες δεν είχαν καν δικαίωμα στην εργασία, αλλά ζούσαν πιο περιορισμένα κι απ’ όσο θυμούνταν οι γιαγιάδες μας.
Το 1904 ωστόσο υπήρξε μια νεαρή φοιτήτρια, η οποία είχε το θάρρος και την τόλμη να καταγγείλει τον τότε διευθυντή («έφορο») της Εθνικής Βιβλιοθήκης για παρενόχληση. Το γεγονός βέβαια πέρασε απαρατήρητο από τη συντριπτική πλειοψηφία του αθηναϊκού τύπου της εποχής. Ασχολήθηκε μόνο η εφημερίδα Αθήναι, η οποία δεν κράτησε ιδιαίτερα αμερόληπτη στάση απέναντι στην καταγγελία, υπερασπιζόμενη –ποιόν άλλον;– τον καταγγελλόμενο! Ό,τι μεταφέρεται εδώ βασίζεται στα δύο δημοσιεύματα της συγκεκριμένης εφημερίδας και μόνο.