17 Μαΐου 2025

Αθανασία Μουστάκα: Ποια ήταν η κινηματογραφική «γιαγιά» της Αλίκης Βουγιουκλάκη στην ταινία «Μοντέρνα Σταχτοπούτα»;

Φωτογραφία της Αθανασίας Μουστάκα στο περιοδικό
Μηνιαίος Εικονογραφημένος Εθνικός Κήρυξ, Ιανουάριος 1932

Βλέποντας και ξαναβλέποντας τις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες περασμένων δεκαετιών κρατάμε ζωντανή τη μνήμη των ηθοποιών εκείνης της εποχής, οι οποίοι κατάφεραν να νικήσουν το μεγαλύτερο εχθρό της τέχνης τους, που είναι η λήθη εξαιτίας του χρόνου που κυλάει αδυσώπητος. Η αλήθεια είναι ότι σε αντίθεση με τη λογοτεχνία και τις ονομαζόμενες «καλές τέχνες» το θέατρο ήταν και είναι η μοναδική των τεχνών που δεν έχει περιθώρια επιβίωσης στο πέρασμα των χρόνων ως κατεξοχήν θνησιγενής, η οποία μάλιστα επί αιώνες ήταν αδύνατο να καταγραφεί και να μείνει στην αιωνιότητα. Όμως ακόμη και σήμερα δεν μπορεί ν’ αποτυπωθεί σε όλο της το μεγαλείο από μια κάμερα ως μια τέχνη καθαρά βιωματική, η άμεση επικοινωνία του ηθοποιού που βρίσκεται στο σανίδι με τους θεατές που κάθονται στην πλατεία του θεάτρου.  

Ήρθε λοιπόν ο κινηματογράφος –άλλη μορφή τέχνης με εκείνη του θεάτρου, πλην όμως συναφής– και κατάφερε να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη ταλαντούχων ηθοποιών, των οποίων τα ονόματα σήμερα ίσως και να αγνοούσαμε. Όμως εστιάζουμε κυρίως στους πρωταγωνιστές, σ’ εκείνους που έπαιζαν τους μεγάλους ρόλους, τους πιο προβεβλημένους, και σπανιότερα σε μικρά αστεράκια που είχαν το πηγαίο ταλέντο –κάποιοι απλά την καλή τύχη της έξυπνης ατάκας χάρη στη γραφίδα ταλαντούχων σεναριογράφων– και άφησαν το δικό τους στίγμα.

Αντίθετα έχουν ξεχαστεί δευτερορολίστες του ελληνικού κινηματογράφου, οι οποίοι είχαν μια μακρά και επιτυχημένη πορεία στο θέατρο, τύγχαναν του σεβασμού των συναδέλφων τους τα χρόνια εκείνα, όμως ήταν πολύ μεγάλοι σε ηλικία για να γίνουν πρωταγωνιστές ή δεν είχαν την απαιτούμενη εξοικείωση με την κινηματογραφική κάμερα, αλλιώς μαθημένοι επί δεκαετίες.

Βλέπουμε για παράδειγμα την κινηματογραφική γιαγιά της Αλίκης Βουγιουκλάκη στη «Μοντέρνα Σταχτοπούτα», ταινία του 1965. Ο ρόλος της δεν είναι απαιτητικός, δεν λέει πολλές ατάκες, βλέποντάς την όμως αισθανόμαστε ότι είναι μια συνηθισμένη γιαγιά του λαού, την οποία θαρρείς και διάλεξε ο σκηνοθέτης από κάποια φτωχογειτονιά της Αθήνας και την έβαλε απλά να πει δυο κουβέντες με την πρωταγωνίστρια και τα μικρά κινηματογραφικά αδερφάκια της. Μόνο που αυτή η τόσο πειστική γιαγιά του λαού ήταν μια ηθοποιός με μακρά εμπειρία στο θέατρο –και μάλιστα σε πολλά κλασικά έργα– η Αθανασία Μουστάκα. Ας τη γνωρίσουμε λίγο καλύτερα...

9 Μαΐου 2025

Κίτσα Κορίνα: Η παρ' ολίγον βεντέτα του γαλλικού κινηματογράφου, που έγινε ρεμπέτισσα, κατέκτησε τα κοσμικά αθηναϊκά σαλόνια και κατηγορήθηκε ως η Ελληνίδα «μαντάμ ντε Πομπαδούρ»


Όσοι αγαπάτε το προπολεμικό ελληνικό τραγούδι ή όσοι ενδιαφέρεστε να το ανακαλύψετε αναζητώντας σπάνιες ηχογραφήσεις εκείνης της περιόδου, σίγουρα εντοπίσατε στο Youtube κάποια ενδιαφέροντα τραγούδια με ερμηνεύτρια –όχι ιδιαίτερα μεγάλων φωνητικών ικανοτήτων είναι η αλήθεια– την Κίτσα Κορίνα (η οποία ουδεμία σχέση με τη συνονόματή της Κορίνα Θεσσαλονικιά, με την οποία ορισμένοι την συγχέουν) με λίγες ηχογραφήσεις, όλες τη διετία 1945-35, αλλά με ευρεία γκάμα τραγουδιών που ξεκινούσαν από κλασικά ταγκό και έφταναν μέχρι πρωτοποριακά χασικλίδικα ρεμπέτικα! Αν πάλι ψάξετε περισσότερες πληροφορίες για το όνομα της καλλιτέχνιδας, ιδίως στα γαλλικά ως «Kitsa Corinne», θα διαπιστώσετε ότι επρόκειτο για μια υποψήφια στάρλετ του γαλλικού σινεμά των αρχών της δεκαετίας του ’30 με πολλές και εντυπωσιακές φωτογραφήσεις. Ποια ήταν τελικά η μυστηριώδης Κίτσα Κορίννα και τι απέγινε; Γιατί παραλληλίστηκε με τη μαντάμ ντε Πομπαδούρ στις αρχές της δεκαετίας του ’50;

8 Μαΐου 2025

Πέντε τραγούδια της Γιουροβίζιον για τη γιορτή της μητέρας!

Θέλεις να ετοιμάσεις μια πρωτότυπη playlist για τη μητέρα σου με αφορμή τη γιορτή της μητέρας; Αν έχετε κοινό πάθος τη Γιουροβίζιον, μπορείς να τις υπενθυμίσεις κάποιες χαρακτηριστικές συμμετοχές χωρών με ύμνους προς τη μάνα, το πιο αγαπημένο πρόσωπο των παιδιών σ’ όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου.

Στο 14ο διαγωνισμό τραγουδιού, που φιλοξενήθηκε στη Μαδρίτη στις 29 Μαρτίου 1969, το Μονακό εκπροσωπήθηκε από το 12χρονο Ζαν-Ζακ. Ήταν το πρώτο παιδί που εμφανίστηκε στη σκηνή της Γιουροβίζιον και ο πρώτος καλλιτέχνης μ’ ένα τραγούδι αφιερωμένο στη μεγάλη αγάπη ενός παιδιού για τη μητέρα του. Το «Maman, Maman» χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μισό, ο Ζαν-Ζακ αφηγείται στη μητέρα του ένα θαυμάσιο όνειρο που είχε δει, ότι είχε μεγαλώσει, είχε γίνει στρατιώτης και ετοιμαζόταν να φύγει μ’ ένα μεγάλο πλοίο κάνοντας τη μητέρα του περήφανη. Στο δεύτερο μισό όμως συνειδητοποιεί ότι αυτό ήταν ένα όνειρο, το οποίο δεν βιάζεται να ζήσει. «Θέλω να ξεχάσω το στρατιώτη και το μεγάλο πλοίο/ Θέλω να μείνω κοντά σου και είθε ο Θεός να σε κρατήσει για πολύ καιρό/ Εσένα, την πιο όμορφη απ’ όλες τις μαμάδες./ Μαμά, μαμά, θέλω να παραμείνω παιδί/ Κράτησέ με κοντά σου, μαμά». 

Το χαριτωμένο αυτό τραγουδάκι συγκέντρωσε 11 βαθμούς και κατέκτησε την έκτη θέση σε σύνολο 16 συμμετοχών.

5 Μαΐου 2025

Πότε και πώς γιορτάστηκε για πρώτη φορά η Ημέρα της Μητέρας στην Ελλάδα. Πότε μετατέθηκε στις 2 Φεβρουαρίου, πότε (και γιατί) τη δεύτερη Κυριακή του Μαΐου

 

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΟ 1929

Πότε πρέπει να γιορτάζεται η Γιορτή της Μητέρας; Στις 2 Φεβρουαρίου, ημέρα της Υπαπαντής, με ανάδειξη περισσότερο της θρησκευτικής διάστασης ή τη δεύτερη Κυριακή του Μαΐου, όπως έχει επικρατήσει εδώ και πολλές δεκαετίες, με χαρακτήρα περισσότερο εμπορικό;

Οι περισσότεροι το αγνοούν, όμως αρχικά στην Ελλάδα η «Ημέρα της Μητέρας», όπως ονομαζόταν επίσημα, γιορταζόταν στα τέλη του χρόνου, στο πλαίσιο της Εβδομάδας του Παιδιού. Πιο συγκεκριμένα ο πρώτος εορτασμός έγινε στις 29 Δεκεμβρίου 1929, ημέρα Κυριακή.

Η ιδέα ανήκε στη Σερραία παιδαγωγό Άννα Τριανταφυλλίδου (1867-1960), αντιπρόεδρος τότε του Λυκείου Ελληνίδων και έφορος του τμήματος Μητέρων και Παιδαγωγών του Πατριωτικού Ιδρύματος Προστασίας του Παιδιού, η οποία πολλές φορές τιμήθηκε για την εκπαιδευτική και εθνική της δράση, ήταν μάλιστα η πρώτη Ελληνίδα στην οποία απονεμήθηκε το παράσημο του Ταξιάρχου Γεωργίου Α΄. Η πρότασή της υιοθετήθηκε στις 19.12.1929 σε συνεδρίαση του Λυκείου των Ελληνίδων, οπότε και επισήμως ο εορτασμός της Ημέρας της Μητέρας εντάχθηκε στο πρόγραμμα της Εβδομάδας του Παιδιού, που είχε ήδη καθιερωθεί από το Πατριωτικό Ίδρυμα το 1925 και γιορταζόταν την περίοδο μεταξύ της δεύτερης μέρας των Χριστουγέννων και της παραμονής Πρωτοχρονιάς (π.χ. το 1929, μεταξύ 26 και 30 Δεκεμβρίου).

4 Μαΐου 2025

Ο Θανάσης Βέγγος περιγράφει την πορεία και το μυστικό της επιτυχίας του σε τρεις σπάνιες συνεντεύξεις του τη δεκαετία του '60.


Δεκατέσσερα χρόνια από το θάνατό του στις 3 Μαΐου 2011, ο Θανάσης Βέγγος εξακολουθεί να αποτελεί ένα σπάνιο παράδειγμα λαϊκού κωμικού, που όχι απλά δεν έχει ξεπεραστεί από τον αδυσώπητο χρόνο και τα νέα καλλιτεχνικά ρεύματα που αυτός φέρνει (αλλάζοντας κατά κανόνα το περιεχόμενο της λαϊκότητας στην τέχνη), αλλά εξακολουθεί να αγαπιέται από όλες τις ηλικίες, μικρούς και μεγάλους. Και οι τηλεθεατές που επιστρέφουν ξανά και ξανά στις ταινίες του, δεν επιλέγουν απλά ένα σενάριο (πολλές ταινίες του άλλωστε έχουν ένα σενάριο υποτυπώδες, που μεγαλώνει σε αξία από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή), αλλά επιλέγουν να δουν την όποια «ταινία με τον Βέγγο» και το μοναδικό, πηγαίο παίξιμό του, που χαρίζει πηγαίο άφθονο γέλιο.

«Χρωστάω τα πάντα στον κόσμο και στο Νίκο Κούνδουρο, που είναι ο άνθρωπος που άλλαξε τη ζωή μου... Τι θα ήμουνα, αν δεν μ’ εύρισκε; Ένας μικροβιοτέχνης...» παραδεχόταν σε συνέντευξή του, που δημοσίευσε η εφημερίδα Έθνος στις 10 Μαρτίου 1966.

27 Απριλίου 2025

Ποιοι ήταν οι πρώτοι λιμοκοντόροι; Μια ιστορία διαφθοράς με πρωταγωνιστές φαντάρους, «ξαδέρφες» και «κουζίνες»

Ο «λιμοκοντόρος» είναι μια από τις λέξεις που δεν χρησιμοποιούμε πολύ στην καθημερινότητά μας, όμως μας είναι κάπως οικεία. Όλοι την έχουμε ακούσει είτε σε παλιές ελληνικές ταινίες είτε από συγγενείς και γνωστούς μεγαλύτερης ηλικίας είτε σπανιότερα από νεότερους, που έχουν μια εξοικείωση με την παλιά αργκό, απομεινάρι της οποίας είναι και ο «λιμοκοντόρος». Πολλοί δεν ξέρουν και τι ακριβώς σημαίνει η λέξη, πέραν του ότι πρόκειται για έναν προφανώς μειωτικό χαρακτηρισμό, αντίστοιχο του «τζιτζιφιόγκου» -άλλο απομεινάρι της παλιάς αργκό.

Σύμφωνα με μία εκδοχή, που οφείλεται και στην ετυμολογία της λέξης, ο «λιμοκοντόρος» προήλθε από τα Επτάνησα –πιθανόν από την Κεφαλλονιά. Η λέξη είναι σύνθετη, προερχόμενη από τον «λιμό» (δηλαδή την πείνα»), τον «κόντε» (δηλαδή τον αριστοκράτη) και μια κατάληξη πολύ συνηθισμένη εκείνη την εποχή («-όρος», «-άρος»), υποδηλωτική της υπερβολής, όπως σήμερα χρησιμοποιούμε το «-άρας».

Το σίγουρο είναι ότι στην ηπειρωτική Ελλάδα η λέξη έγινε γνωστή γύρω στα 1885-85, την περίοδο της υποχρεωτικής επιστράτευσης διαρκείας που είχε κηρύξει η κυβέρνηση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη δημιουργώντας μια περίεργη κατάσταση «ειρηνοπολέμου» με την Οθωμανική αυτοκρατορία μετά την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στη Βουλγαρία.

12 Απριλίου 2025

Ποιο ήταν αρχικά το τέλος του θεατρικού «Στρίγγλου που έγινε αρνάκι» και γιατί άλλαξε μετά την πρώτη παράσταση;

Πολλά ελληνικά θεατρικά έργα, κωμωδίες κατά κύριο λόγο, πέρασαν στην αθανασία χάρη σε κινηματογραφικές διασκευές με τη συμμετοχή αγαπημένων πρωταγωνιστών, οι οποίες γνώρισαν μεγάλη εμπορική επιτυχία και συνεχίζουν να προβάλλονται μέχρι σήμερα.

Ένα από αυτά τα θεατρικά έργα ήταν και το «Μια κυρία ατυχήσασα» των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου, που μας είναι περισσότερο γνωστό με τον τίτλο της κινηματογραφικής του διασκευής, «Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι», με βασικούς πρωταγωνιστές το Λάμπρο Κωνσταντάρα και τη Μάρω Κοντού, αλλά και με τη Μήτση Κωνσταντάρα να κλέβει τις εντυπώσεις ως η «αυθεντική» ατυχήσασα.

11 Απριλίου 2025

Τηλεοπτικά τοπ10 της δεκαετίας του '80: Η κυριαρχία των ταινιών



Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η αλλαγή που συντελέστηκε στην κρατική τηλεόραση μετά την πολιτική «Αλλαγή» τον Οκτώβριο του 1981, με λιγότερα και λιγότερο εύπεπτα ελληνικά σίριαλ, είχε τον αντίκτυπό της και στα νούμερα τηλεθέασης, όπως τα ανακοίνωνε η εταιρία ICAP HELLAS, που πραγματοποιούσε σχετικές έρευνες στην περιοχή Αθήνας και Πειραιά. Ενδεικτικά κάποια νούμερα:


Την εβδομάδα 4 – 10 Σεπτεμβρίου 1982, πρώτη σε τηλεθέαση με ποσοστό 59% ήταν αναμενόμενα η ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση των πανευρωπαϊκών αγώνων στίβου, οι οποίοι φιλοξενήθηκαν στην Αθήνα και εγκαινίασαν το Ολυμπιακό Στάδιο της Καλογρέζας.

Υψηλά νούμερα τηλεθέασης, που κυμαίνονταν από 23 έως 48 %, είχαν οι κινηματογραφικές ταινίες της εβδομάδας, ενώ αντίστοιχα ήταν τα νούμερα και των δελτίων ειδήσεων της ΕΡΤ (23 - 48%), ενδεχομένως λόγω και των αγώνων.

Δημοφιλέστερο ελληνικό σίριαλ της εβδομάδας με τηλεθέαση 38% αναδείχτηκε η «Κούρσα του θανάτου», αστυνομική σειρά με πρωταγωνιστή το Γιώργο Φούντα, που προβαλλόταν στην ΕΡΤ. Μακράν δεύτερο στην ίδια κατηγορία με τηλεθέαση μόλις 17% ο «Φονιάς» (τηλεοπτική διασκευή του διηγήματος του Γεώργιου Βιζυηνού «Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου» στην ΥΕΝΕΔ), ενώ μόλις το 14% του τηλεοπτικού κοινού παρακολούθησε το πρώτο επεισόδιο του «Ζητιάνου» στην ΥΕΝΕΔ, τηλεοπτική μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ανδρέα Καρκαβίτσα.

1 Απριλίου 2025

Τηλεοπτικά τοπ10 της περιόδου 1977 - 1981: Η απόλυτη κυριαρχία των ελληνικών σίριαλ



Τη δεκαετία του ’70, η μέτρηση της τηλεθέασης των προγραμμάτων των δύο καναλιών (ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ) γινόταν από την εταιρία σφυγμομετρήσεων ICAP ανά μήνα και μόνο –ή κατά κύριο λόγο– στην Αθήνα, δείχνοντας μάλλον τις γενικές τάσεις στις προτιμήσεις, χωρία να εξετάζεται αναλυτικά η επιτυχία μιας εκπομπής σε συγκεκριμένη ημερομηνία (π.χ. το κάθε επεισόδιο ενός σίριαλ).

Μια ενδεικτική ματιά στα προγράμματα που αγαπούσαν να παρακολουθούν οι Έλληνες τηλεθεατές στο δεύτερο μισό της δεκαετίας αυτής και στις αρχές της επόμενης (συμπτωματικά μέχρι τις εκλογές του 1981), όπως τα αλίευσα σε διάφορες εφημερίδες της εποχής:

 

30 Μαρτίου 2025

Αλέκος Αλεξανδράκης, Τζένη Καρέζη, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος: Τι δήλωναν για την τηλεόραση οι πρωταγωνιστές του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, που δεν δίστασαν ν' αγκαλιάσουν τη μικρή οθόνη στα πρώτα της βήματα

Τη δεκαετία του 1970, δεν υπήρχαν πολλοί τηλεοπτικοί δέκτες στην Αθήνα. Πολλές οικογένειες δεν είχαν τηλεόραση στα σπίτια τους και έκαναν επισκέψεις σε φίλους, συγγενείς, λατρεμένους ή αχώνευτους γείτονες που διέθεταν τις «μαγικές» συσκευές. Όμως ακόμα και μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες (της σχετικά χαμηλής διείσδυσης στον πληθυσμό), η τηλεόραση έδειξε από νωρίς τη δύναμή της, χαρίζοντας μια άνευ προηγουμένου δημοτικότητα σε ήδη καταξιωμένους και αγαπημένους πρωταγωνιστές του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου!

Χαρακτηριστικό ήταν το παράδειγμα του Αλέκου Αλεξανδράκη, ο οποίος τον Ιούνιο του 1972 άρχισε να εισβάλλει στα σπίτια των Ελλήνων τηλεθεατών υποδυόμενος τον «Παράξενο Ταξιδιώτη» στην ομώνυμη σειρά του μυστηρίου του Γιάννη Φίλιππα, που προβαλλόταν τρεις φορές την εβδομάδα με πολύ μεγάλη επιτυχία. Μάλιστα, σ’ ένα γκάλοπ τον Οκτώβριο του 1972, το σίριαλ φερόταν να έχει τηλεθέαση 80% και βρισκόταν στη δεύτερη θέση πίσω από τον «Άγνωστο Πόλεμο».