Όταν η Μάργκαρετ Μίτσελ έγραφε το βιβλίο "Όσα παίρνει ο άνεμος" κι έβαζε στο στόμα της κεντρικής ηρωίδας της την περίφημη πλέον φράση "Κι αύριο μέρα είναι" (ή "Αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα") δε φανταζόταν πόσο θα μπορούσε να παρερμηνευθεί η φράση αυτή και ν' αποτελέσει την παντιέρα των απανταχού βαριεστημένων. "Κι αύριο μέρα είναι μωρέ, βαριέμαι τώρα...", είναι μια φράση που λέμε κι ακούμε συχνά στην καθημερινότητα μας. Γιατί, όμως, βαριόμαστε εξ αρχής;
Το 1903, ο Γερμανός ψυχολόγος Theodor Lipps έδωσε το δικό του ορισμό στην έννοια της βαρεμάρας, την οποία προσδιόρισε ως "ένα συναίσθημα δυσαρέσκειας που απορρέει από τη σύγκρουση της ανάγκης για έντονη πνευματική δραστηριότητα με την έλλειψη ή την αδυναμία παρότρυνσης αυτής της δραστηριότητας". Σε γενικές γραμμές, σ΄αυτό το πλαίσιο κινούνται και οι περισσότερες επιστημονικές προσεγγίσεις της έννοιας. Βαριόμαστε όχι γιατί είμαστε απαθείς, αλλά γιατί δεν υπάρχει η κατάλληλη εξωτερική ώθηση που να μας παρακινήσει να εκτελέσουμε μια δραστηριότητα, που κατά τ' άλλα θα θέλαμε να εκτελέσουμε.
Ο ψυχολόγος Τζον Ίστγουντ που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Γιορκ του Οντάριο του Καναδά, δίνει το δικό του ορισμό στα πλαίσια έρευνας του σχετικά με το θέμα και χαρακτηρίζει τη βαρεμάρα ως "μια απωθητική κατάσταση επιθυμίας, αλλά ανικανότητας ν' ασχοληθούμε με μια ικανοποιητική δραστηριότητα". Ουσιαστικά, δηλαδή, και ο ορισμός του Ίστγουντ επιμένει σ' αυτήν την αντίθεση επιθυμίας και έλλειψης ικανοποιητικού εξωτερικού ερεθίσματος. Δεν είναι τεμπελιά... είναι βαρεμάρα.
Ουσιαστικά, αυτό που συμβαίνει είναι ότι όποτε βαριόμαστε δυσκολευόμαστε να δώσουμε προσοχή στις εσωτερικές μας πληροφορίες (τις σκέψεις ή τα συναισθήματα μας) ή σε εξωτερικές ερεθίσματα που δεχόμαστε και τα οποία προϋποθέτουν τη συμμετοχή σε μια δραστηριότητα που να μας ικανοποιεί. Στην πραγματικότητα γνωρίζουμε ότι δυσκολευόμαστε να συγκεντρωθούμε στα ερεθίσματα αυτά και καταφεύγουμε στην εύκολη λύση να κατηγορήσουμε το περιβάλλον μας ("είναι βαρετό" , "δεν έχει τίποτε το ενδιαφέρον" κλπ.).
Τα συμπεράσματα της έρευνας του Ίστγουντ δημοσιεύτηκαν στο τεύχος Σεπτεμβρίου του περιοδικού Perspectives on Psychological Science. Σύμφωνα με αυτά, περίπου οι 2 στους 3 Αμερικανούς μαθητές δήλωσαν ότι βαριούνται καθημερινά την ώρα του μαθήματος. Φαντάζομαι, ότι σε γενικές γραμμές παρόμοια θα ήταν η τάση και μεταξύ των Ελλήνων μαθητών, δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία τους - ενδεχομένως σε άλλα ποσοτικά μεγέθη - να βαριέται κατά το μάθημα.
Κατά πόσο, όμως, είναι σημαντικό να δώσουμε έναν ορισμό ή να πραγματοποιούνται ολόκληρες έρευνες σχετικά με τη βαρεμάρα; Αν επρόκειτο απλά για μια πρόσκαιρη ψυχολογική κατάσταση χωρίς περαιτέρω επιδράσεις στην καθημερινότητα, ίσως και να μη χρειαζόταν ν' ασχοληθούμε καν. Ωστόσο, ορισμένες φορές η βαρεμάρα μπορεί να μετατραπεί σε χρόνια κατάσταση και να εκδηλωθεί με καταστρεπτικές μορφές, όπως βουλιμία, ναρκωτικά, κατάχρηση αλκοόλ, τζόγος κλπ.
Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές φορές οι γόνοι των καλύτερων οικογενειών, άνθρωποι που δε χρειάζεται να μοχθήσουν στη ζωή του, άρα δεν έχουν κίνητρα για να γίνουν πιο ενεργοί, καταλήγουν να εκδηλώνουν περιθωριακές συμπεριφορές. Αν κατανοήσουμε την έννοια της βαρεμάρας, τι είναι αυτό που μας κάνει να αισθανόμαστε κάθε τόσο ότι βαριόμαστε, ίσως να μπορέσουμε τελικά ν' αναπτύξουμε και τις κατάλληλες στρατηγικές για να το αντιμετωπίσουμε ή, έστω, να το περιορίσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου