Ο Καλέμπ Ντανίλοφ γεννήθηκε το 1969 στην Ουάσινγκτον. Σε ηλικία 12 ετών βρέθηκε στη Σοβιετική Ένωση, όπου μετακόμισε η οικογένεια του, ενώ πεντέμισι χρόνια αργότερα συνελήφθη από την KGB ως ύποπτος για κατασκοπεία και η οικογένεια του απελάθηκε από τη χώρα επιστρέφοντας στις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πρώην ΕΣΣΔ, ο Καλέμπ απέκτησε κάποιες κακές συνήθεις, όπως ο ίδιος παραδέχεται, μία εκ των οποίων ήταν το πάθος του για το αλκοόλ. Στο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο "Running Ransom Road" ("Τρέχοντας το Λυτρωτικό Δρόμο") που κυκλοφορεί αυτήν την περίοδο στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας περιγράφει πώς το αλκοόλ καταδυνάστευε τη ζωή του για 14 ολόκληρα χρόνια, αλλά και πώς τελικά κατάφερε ν' απεξαρτηθεί από αυτό... τρέχοντας.
Σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Runner's το 2009, ο Καλέμπ έκανε μια πρώτη αναφορά στην πάλη με τους προσωπικούς του δαίμονες: "Τις περισσότερες μέρες μεταξύ 15 και 29 ετών ήμουν μεθυσμένος ή είχα χανγκόβερ, συνήθως και τα δύο. Το μεθύσι ήταν το επίτευγμα μου και δούλευα σκληρά γι' αυτό". Τότε, περιέγραφε πώς ξυπνούσε ακόμη στοιχειωμένος από τους δαίμονες του παρελθόντος, παρόλο που είχαν περάσει ήδη 9 χρόνια από τότε που ήπιε το τελευταίο του ποτήρι αλκοόλ.
Πρόσφατα, εν όψει και της κυκλοφορίας του νέου του βιβλίου, ο Καλέμπ δημοσίευσε πρόσφατα στην ιστοσελίδα Askmen μία σύνοψη, περιγράφοντας πώς το τρέξιμο άλλαξε τη ζωή του ολοκληρωτικά και τον απελευθέρωσε από το ποτό. Όπως θυμάται, πολλές φορές η μέρα του ξεκινούσε κυριολεκτικά μ' ένα μπουκάλι ποτό, όποιο βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι του - "πριν ακόμη πάω για το πρωινό κατούρημα" γράφει χαρακτηριστικά.
Όταν συνειδητοποίησε την ανάγκη ν' αλλάξει πορεία ζωής και ενώ δεν τολμούσε να παρουσιαστεί σε κάποια συνάντηση των Ανώνυμων Αλκοολικών και να παραδεχτεί δημόσια την εξάρτηση του, πήρε μια αυθόρμητη πρωτοβουλία που θα του άλλαζε τη ζωή. Αφού έριξε νερό στο πρόσωπο του, έπλυνε τα δόντια και βούρτσισε τη γλώσσα του, έφαγε μήλο, μπανάνα και γιαούρτι που τα θεωρούσε υγιεινά και ξεκίνησε την περιπλάνηση του στους δρόμους μιας μικρής πόλης του Βερμόντ, όπου εργαζόταν ως ρεπόρτερ εκείνη την περίοδο.
"Δεν ήταν μια γαλήνια βόλτα στο λιβάδι" υπογραμμίζει στο άρθρο του. "Δεν υπήρχε πεζοδρόμιο, μόνο ένα ραγισμένο κράσπεδο και κάποιες χλοώδεις πλαγιές που έδιναν τη θέση του σε βιομηχανικά πάρκα και μια μπυραρία. Μπούκωνα από τον αέρα που άφηναν τα ρυμουλκά των τρακτέρ, οι αγκώνες μου ψεκάζονταν από κομμάτια χαλικιών". Μέσα στη μοναξιά της νύχτας, συλλογιζόταν την ζωή του, αν έκανε κάτι που να εκνεύρισε τους άλλους ανθρώπους, αν έπρεπε να ζητήσει συγγνώμη από την κοπέλα, γενικότερα τι πήγαινε στραβά και πώς θα μπορούσε να το διορθώσει.
"Στο μυαλό μου, τα χέρια μου που αιωρούνταν και οι δρασκελιές μου που μεγάλωναν μεγάλωναν χρονικά περισσότερο την απόσταση ανάμεσα σε μένα και την Περασμένη Νύχτα". Κάθε φορά που επέστρεφε στο διαμέρισμα του ύστερα από έναν τέτοιον περίπατο διάρκειας 90 λεπτών, ένιωθε ότι ο κόσμος γύρω του ήταν λιγότερο θολός: "Μπορούσα να σχηματίσω κατανοητές προτάσεις, το τρέμουλο στα μάτια μου υποχωρούσε. Αν και δεν το ήξερα τότε, αυτός ο θεραπευτικός περίπατος θα μετασχηματιζόταν στο σχέδιο που θα με βοηθούσε, όταν θα ξεκινούσα τη μακρά πορεία προς τη νηφαλιότητα".
Τη στιγμή εκείνη, ο Καλέμπ Ντανίλοφ βίωσε το μεγαλύτερο χανγκόβερ της ζωής του. "Το ερώτημα δεν ήταν τι έκανα την περασμένη νύχτα, αλλά ποιος ήμουν την τελευταία δεκαετία. Το τελευταίο πράγμα που θυμόμουν ήταν ένα ντροπαλό, αστείο παιδί από την Ουάσιγκτον με λίγα κολλήματα και παράξενους γονείς. Τώρα ήμουν ένας σπασμένος σάκος γεμάτος ντροπή, σύγχυση και χωρίς χαρά. Δεν υπήρχε πάτος ούτε πλευρές, μόνο δόντια και μια αναπνοή σαν υψικάμινος. Υπήρχε μεγάλη ποσότητα θυμού και κατάθλιψης και τρόμου και κάρμα".
Συνέπεια της κατάθλιψης ήταν να πάρει περισσότερα από 13 κιλά βάρος. Ο λεπτός, αθλητικός νέος του παρελθόντος αποτελούσε μακρινή ανάμνηση και ο Καλέμπ ντρεπόταν για την εικόνα του. Μια μέρα, έβγαλε από τη ντουλάπα μια σκονισμένη ρακέτα και άρχισε να κυνηγάει μια μπάλα μέσα στο διαμέρισμα του. Μετά, σκέφτηκε να κάνει μια επίσκεψη στη δημοτική πισίνα για να κολυμπήσει την ώρα που δεν είχε κόσμο και τελικά πήρε τη μεγάλη απόφαση να γραφτεί σ' ένα τοπικό γυμναστήριο, όπου κόλλησε με τον διάδρομο, "ένα κομμάτι της τεχνολογίας της γυμναστικής, που πάντα έμοιαζε σαν ένα βασανιστικό σχόλιο για την κοινωνία"
Όσο με τον καιρό έχανε τα παραπανίσια κιλά, τόσο ανέβαινε η αυτοεκτίμηση του Καλέμπ: "Δε στάθηκα στο πώς έγινα μέθυσος. Οι λόγοι μου φαίνονταν λιγότερο σημαντικοί απέναντι στο σκηνικό καταστροφής, που ήταν αδύνατο να συμμαζέψω σε μια ουσιαστική αφήγηση". Όπως ο ίδιος θυμάται, νηφάλιος πια, δεν υπήρξε κάποιο συγκεκριμένο τραυματικό γεγονός που τον οδήγησε στο διέξοδο του αλκοόλ, αλλά η συσσώρευση πολλών μικρών τραυμάτων: από τον εκπατρισμό σε μια άγνωστη χώρα μέχρι τη σφοδρή επιθυμία που ένιωθε μέσα του για να ανήκει κάπου. Καθώς, όμως, άρχισε να ξαναβρίσκει την ισορροπία του, μέσα του άρχισαν πλέον να συσσωρεύονται κίνητρα για ν' αλλάξει την πορεία του.
Στη διαδικασία της απεξάρτησης από το αλκοόλ είχε συμπαραστάτες τη σύζυγο και το παιδί του. Όμως, εξίσου σημαντικό ρόλο έπαιξε το καθημερινό πρωινό τρέξιμο: "εμπότιζε τη ζωή μου, τουλάχιστον για μια ώρα, με μια αναγκαία απλότητα, ένα "πρέπει" που εξισορροπούσε τα "δεν πρέπει" της νηφαλιότητας". Όσο περισσότερο έτρεχε, τόσο περισσότερο καθάριζαν όλα μέσα του. Άρχισε να κάνει ένα ηθικό ξεκαθάρισμα μέσα του, να ψάχνει να βρει ανθρώπους που τους πλήγωσε στο παρελθόν, για να τους ζητήσει συγγνώμη.
Έχουν περάσει 14 χρόνια που ο Καλέμπ Ντανίλοφ έχει απεξαρτηθεί και 9 χρόνια από τότε που ανακάλυψε τη θεραπευτική δύναμη του τρεξίματος, ενώ εν τω μεταξύ έχει συμμετάσχει σε 12 Μαραθώνιους και, όπως παραδέχεται ο ίδιος, ακόμη διδάσκεται πολλά: "Δεν άφησα πίσω μου το παρελθόν, ούτε έτρεξα να ξεφύγω από αυτό. Άρχισα να μαλακώνω. Η στάση σ' ένα συντριβάνι, σ' ένα φανάρι ή σε μια γέφυρα και να προσέχω το νερό δε με έτρωγε μέσα μου. Είχα λίγα πράγματα να αποδείξω. Μου πήρε χρόνια τρεξίματος, όμως επιτέλους έμαθα να περπατώ" καταλήγει το άρθρο του Καλέμπ Ντανίλοφ στο AskMen.
Όταν συνειδητοποίησε την ανάγκη ν' αλλάξει πορεία ζωής και ενώ δεν τολμούσε να παρουσιαστεί σε κάποια συνάντηση των Ανώνυμων Αλκοολικών και να παραδεχτεί δημόσια την εξάρτηση του, πήρε μια αυθόρμητη πρωτοβουλία που θα του άλλαζε τη ζωή. Αφού έριξε νερό στο πρόσωπο του, έπλυνε τα δόντια και βούρτσισε τη γλώσσα του, έφαγε μήλο, μπανάνα και γιαούρτι που τα θεωρούσε υγιεινά και ξεκίνησε την περιπλάνηση του στους δρόμους μιας μικρής πόλης του Βερμόντ, όπου εργαζόταν ως ρεπόρτερ εκείνη την περίοδο.
"Δεν ήταν μια γαλήνια βόλτα στο λιβάδι" υπογραμμίζει στο άρθρο του. "Δεν υπήρχε πεζοδρόμιο, μόνο ένα ραγισμένο κράσπεδο και κάποιες χλοώδεις πλαγιές που έδιναν τη θέση του σε βιομηχανικά πάρκα και μια μπυραρία. Μπούκωνα από τον αέρα που άφηναν τα ρυμουλκά των τρακτέρ, οι αγκώνες μου ψεκάζονταν από κομμάτια χαλικιών". Μέσα στη μοναξιά της νύχτας, συλλογιζόταν την ζωή του, αν έκανε κάτι που να εκνεύρισε τους άλλους ανθρώπους, αν έπρεπε να ζητήσει συγγνώμη από την κοπέλα, γενικότερα τι πήγαινε στραβά και πώς θα μπορούσε να το διορθώσει.
"Στο μυαλό μου, τα χέρια μου που αιωρούνταν και οι δρασκελιές μου που μεγάλωναν μεγάλωναν χρονικά περισσότερο την απόσταση ανάμεσα σε μένα και την Περασμένη Νύχτα". Κάθε φορά που επέστρεφε στο διαμέρισμα του ύστερα από έναν τέτοιον περίπατο διάρκειας 90 λεπτών, ένιωθε ότι ο κόσμος γύρω του ήταν λιγότερο θολός: "Μπορούσα να σχηματίσω κατανοητές προτάσεις, το τρέμουλο στα μάτια μου υποχωρούσε. Αν και δεν το ήξερα τότε, αυτός ο θεραπευτικός περίπατος θα μετασχηματιζόταν στο σχέδιο που θα με βοηθούσε, όταν θα ξεκινούσα τη μακρά πορεία προς τη νηφαλιότητα".
Τη στιγμή εκείνη, ο Καλέμπ Ντανίλοφ βίωσε το μεγαλύτερο χανγκόβερ της ζωής του. "Το ερώτημα δεν ήταν τι έκανα την περασμένη νύχτα, αλλά ποιος ήμουν την τελευταία δεκαετία. Το τελευταίο πράγμα που θυμόμουν ήταν ένα ντροπαλό, αστείο παιδί από την Ουάσιγκτον με λίγα κολλήματα και παράξενους γονείς. Τώρα ήμουν ένας σπασμένος σάκος γεμάτος ντροπή, σύγχυση και χωρίς χαρά. Δεν υπήρχε πάτος ούτε πλευρές, μόνο δόντια και μια αναπνοή σαν υψικάμινος. Υπήρχε μεγάλη ποσότητα θυμού και κατάθλιψης και τρόμου και κάρμα".
Συνέπεια της κατάθλιψης ήταν να πάρει περισσότερα από 13 κιλά βάρος. Ο λεπτός, αθλητικός νέος του παρελθόντος αποτελούσε μακρινή ανάμνηση και ο Καλέμπ ντρεπόταν για την εικόνα του. Μια μέρα, έβγαλε από τη ντουλάπα μια σκονισμένη ρακέτα και άρχισε να κυνηγάει μια μπάλα μέσα στο διαμέρισμα του. Μετά, σκέφτηκε να κάνει μια επίσκεψη στη δημοτική πισίνα για να κολυμπήσει την ώρα που δεν είχε κόσμο και τελικά πήρε τη μεγάλη απόφαση να γραφτεί σ' ένα τοπικό γυμναστήριο, όπου κόλλησε με τον διάδρομο, "ένα κομμάτι της τεχνολογίας της γυμναστικής, που πάντα έμοιαζε σαν ένα βασανιστικό σχόλιο για την κοινωνία"
Όσο με τον καιρό έχανε τα παραπανίσια κιλά, τόσο ανέβαινε η αυτοεκτίμηση του Καλέμπ: "Δε στάθηκα στο πώς έγινα μέθυσος. Οι λόγοι μου φαίνονταν λιγότερο σημαντικοί απέναντι στο σκηνικό καταστροφής, που ήταν αδύνατο να συμμαζέψω σε μια ουσιαστική αφήγηση". Όπως ο ίδιος θυμάται, νηφάλιος πια, δεν υπήρξε κάποιο συγκεκριμένο τραυματικό γεγονός που τον οδήγησε στο διέξοδο του αλκοόλ, αλλά η συσσώρευση πολλών μικρών τραυμάτων: από τον εκπατρισμό σε μια άγνωστη χώρα μέχρι τη σφοδρή επιθυμία που ένιωθε μέσα του για να ανήκει κάπου. Καθώς, όμως, άρχισε να ξαναβρίσκει την ισορροπία του, μέσα του άρχισαν πλέον να συσσωρεύονται κίνητρα για ν' αλλάξει την πορεία του.
Στη διαδικασία της απεξάρτησης από το αλκοόλ είχε συμπαραστάτες τη σύζυγο και το παιδί του. Όμως, εξίσου σημαντικό ρόλο έπαιξε το καθημερινό πρωινό τρέξιμο: "εμπότιζε τη ζωή μου, τουλάχιστον για μια ώρα, με μια αναγκαία απλότητα, ένα "πρέπει" που εξισορροπούσε τα "δεν πρέπει" της νηφαλιότητας". Όσο περισσότερο έτρεχε, τόσο περισσότερο καθάριζαν όλα μέσα του. Άρχισε να κάνει ένα ηθικό ξεκαθάρισμα μέσα του, να ψάχνει να βρει ανθρώπους που τους πλήγωσε στο παρελθόν, για να τους ζητήσει συγγνώμη.
Έχουν περάσει 14 χρόνια που ο Καλέμπ Ντανίλοφ έχει απεξαρτηθεί και 9 χρόνια από τότε που ανακάλυψε τη θεραπευτική δύναμη του τρεξίματος, ενώ εν τω μεταξύ έχει συμμετάσχει σε 12 Μαραθώνιους και, όπως παραδέχεται ο ίδιος, ακόμη διδάσκεται πολλά: "Δεν άφησα πίσω μου το παρελθόν, ούτε έτρεξα να ξεφύγω από αυτό. Άρχισα να μαλακώνω. Η στάση σ' ένα συντριβάνι, σ' ένα φανάρι ή σε μια γέφυρα και να προσέχω το νερό δε με έτρωγε μέσα μου. Είχα λίγα πράγματα να αποδείξω. Μου πήρε χρόνια τρεξίματος, όμως επιτέλους έμαθα να περπατώ" καταλήγει το άρθρο του Καλέμπ Ντανίλοφ στο AskMen.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου