Σύμφωνα με τον Frank Roselieb, επικεφαλής του Ινστιτούτου του Κιέλου για τις Κρίσεις, ο Νοέμβριος είναι ο πιο επικίνδυνος μήνας για το ξέσπασμα μιας σοβαρής κρίσης - από την αύξηση των αυτοκτονιών μέχρι την πτώση των αεροπλάνων. Αν και ο Γερμανός επιστήμονας συνδέει στη μελέτη του την έξαρση των τραγικών συμβάντων με το κλίμα, η αλήθεια είναι ότι στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, ο Νοέμβριος ήταν πάντα ένας μήνας εξεγέρσεων και αναταραχών, που στιγμάτισαν την πορεία της χώρας. Από τα Ευαγγελικά, τα Σανιδικά και τα Ορεστειακά των αρχών του 20ου αιώνα μέχρι τα Νοεμβριανά του 1916, τη Δίκη των Εξ και, πιο πρόσφατα, την εξέγερση του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου 1973.
Τα "Ευαγγελικά" ήταν μια φοιτητική εξέγερση, που ξέσπασε το Νοέμβριο του 1901 και, παραδόξως, το αίτημα της δεν ήταν η ανατροπή, αλλά η συντήρηση ενός από τα πιο οπισθοδρομικά χαρακτηριστικά του ελληνικού κράτους, η καθαρεύουσα. Αφορμή αποτέλεσε η δημοσίευση αποσπασμάτων του Ευαγγελίου στη δημοτική (την καθομιλουμένη) γλώσσα από την εφημερίδα Ακρόπολη.
Το ζήτημα της μετάφρασης των ιερών κειμένων σε μια γλώσσα περισσότερο κατανοητή από τον λαό ήταν παλιό και είχε ξεκινήσει από τη βασίλισσα Όλγα το 1898. Τότε, υπό τη σθεναρή αντίδραση της Ιεράς Συνόδου και των Πατριαρχείων, το ζήτημα φάνηκε να διευθετείται, όμως επανήλθε στο προσκήνιο με αφορμή τη δημοσίευση στην εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ μιας νέας μετάφρασης του Ευαγγελίου από τον Αλέξανδρο Πάλλη.
Στις 5 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε η πρώτη φοιτητική διαδήλωση εναντίον της μετάφρασης. Όπως διαβάζουμε στις εφημερίδες της εποχής, η πρωτοβουλία ανήκε στους φοιτητές της Ιατρικής (!) Σχολής. Ένας τελειόφοιτος ονόματι Ηλίας Πυλαρινός, παρότρυνε τους συμφοιτητές του να μεταβούν στα γραφεία των εφημερίδων ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ και ΑΣΤΥ για να διαμαρτυρηθούν. Μαζί τους ενώθηκαν και οι φοιτητές της Φιλολογικής και της Νομικής και όλοι μαζί μετέβησαν στα γραφεία των δύο εφημερίδων, στα οποία και εισέβαλαν αποδοκιμάζοντας με πάθος τους "βέβηλους", ενώ έβαλαν φωτιά στα γραφεία της εφημερίδα ΑΣΤΥ, παρόλο που και οι δύο εφημερίδες είχαν ήδη σταματήσει τη δημοσίευση της μετάφρασης μετά τις διαμαρτυρίες της Ιεράς Συνόδου.
Ωστόσο, την πρώτη ημέρα των διαδηλώσεων η Ιερά Σύνοδος δε γλίτωσε από το στόχαστρο των φοιτητών. Η εφημερίδα ΑΣΤΥ περιέγραφε την επόμενη μέρα: "Από των γραφείων μας οι φοιτηταί διηυθύνθησαν εις το Μητροπολιτικόν Μέγαρον. Συγκεντρωθέντες προ της θύρας, εξετράπησαν εις γιουχαϊσμούς κατά του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου και των Συνοδικών, εζήτουν δε να ίδωσιν την Α. Σεβασμιότητα. Αρκετοί εκ των φοιτητών, διασπάσαντες την ζώνην των αστυφυλάκων, εισήλθον εις το Μητροπολιτικόν Μέγαρον, όπου παρουσιασθείς ο γραμματεύς τους διαβεβαίωσεν ότι ο Μητροπολίτης ήθελε φροντίσει.
- Δεν θέλομεν να φροντίση. Θέλομεν να μας δηλώση τι φρονεί, απαντούν κραυγάζοντες οι φοιτηταί.
Ο Μητροπολίτης ηναγκάσθη τότε να εξέλθη και να κάμη την δήλωσιν ότι αυτός και ως άτομον και ως αρχή είναι κατά των μεταφράσεων του Ευαγγελίου. Ευχαριστηθέντες εκ της δηλώσεως ταύτης οι φοιτηταί, διευθυνθέντες εις τα προπύλαια του Πανεπιστημίου διελύθησαν".
Η 6η Νοεμβρίου ήταν μία ακόμη ταραχώδης μέρα με νέες διαδηλώσεις στα γραφεία των δύο εφημερίδων, με πύρινους λόγους και συνθήματα κατά όσων έθεταν υποτίθεται σε κίνδυνο τη χριστιανική πίστη και τον Ελληνισμό! "Καλβινιστές", "Ευαγγελιστές", "Λουθηρανοί", "Βούλγαροι", "Σλάβοι" κι ένα σωρό αντίστοιχα επίθετα χρησιμοποιούνταν από το μάλλον μπερδεμένο πλήθος - οι Σλάβοι είχαν τόσο σχέση με τους Λουθηρανούς όση ο φάντης με το ρετσινόλαδο. Μάλιστα, οι εφημερίδες περιγράφουν σκηνές έντασης και στη Θεολογική Σχολή με τους φοιτητές να επιβάλλουν στον καθηγητή Χατζηδάκη την πρόωρη λήξη των παραδόσεων από τις πρωινές ακόμη ώρες, ώστε να μπορέσουν οι σπουδαστές να συμμετάσχουν στις διαδηλώσεις.
Ήταν φανερό ότι τα πράγματα είχαν αρχίσει να ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο. Οι φοιτητές κατέλαβαν το Πανεπιστήμιο, ενώ τις επόμενες ημέρες τα επεισόδια γενικεύτηκαν με συγκρούσεις διαδηλωτών και αστυνομικών. Οι φοιτητές της Θεολογίας που είχαν τη φήμη των "ήσυχων" απέκτησαν τη φήμη των "ανυπότακτων". Στις 8 Νοεμβρίου έγιναν τα σοβαρότερα επεισόδια με 8 νεκρούς και αρκετούς (περίπου 30) τραυματίες.
Οι συντηρητικές εφημερίδες της εποχής ήταν εκείνες που ξεκίνησαν εξ αρχής τη σταυροφορία εναντίον της ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ και του μεταφρασμένου Ευαγγελίου. Στα άρθρα τους καυτηρίαζαν τη μετάφραση του Πάλλη, εκτόξευαν κατηγορίες για "προδότες" και για "Σλάβους", μια έμμεση νύξη στην καταγωγή της βασίλισσας, και γενικότερα δημιουργούσαν ένα συγκρουσιακό κλίμα στην κοινωνία. Είναι χαρακτηριστικό ένα ανέκδοτο που δημοσιεύθηκε στην πρώτη σελίδα του ΣΚΡΙΠ στις 10 Σεπτεμβρίου 1901:
- Εδιάβασες εις την Ακρόπολιν την παραχάραξιν...
- Ποίαν παραχάραξιν;
- Των γραμματίων της Εθνικής Τραπέζης.
- Εδιάβασα μόνον του Ευαγγελίου.
Στις 6 Νοεμβρίου η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ έγραφε στο κύριο άρθρο της: "..το λάθος δεν είναι ούτε των φοιτητών, ούτε του άλλου λαού, όστις συνεμερίσθη το κίνημα των.... Ουδείς ισχυρίζεται ότι η ελευθεροτυπία δύναται να υφίσταται καταπιέσεις... το ζήτημα όμως της μεταφράσεως είναι εξ εκείνων, εις τα οποία ο λαός δεν επιτρέπει συγκαταβάσεις.. Αλλ' η λαϊκή ορμή δεν έχει νόμους, όταν δε η κοινή γνώμη εξανίσταται, ας σκέπτονται τας συνεπείας της, εκείνοι οίτινες την υποκινούν. Ας ήσαν μετριοπαθέστεροι, λογικώτεροι, σκεπτικώτεροι οι θελήσαντες να μεταβάλουν τας εκκλησιαστικάς συνηθείας του Ελληνικού λαού, ας ήσαν προ παντός περισσότερο Έλληνες εις το ζήτημα των", ενώ παράλληλα χαρακτήριζε τις βίαιες πράξεις των φοιτητών "φυσικές και επιβεβλημένες".
"Τα βίαια μέτρα υποδεικνύει και επιβάλλει η ανάγκη", έγραφε η ΑΣΤΡΑΠΗ. "Η χρήσις μέτρων βιαίων υπήρξε πάντοτε και πανταχού επιβεβλημένον καθήκον προς καταστολήν συστηματικής και υπόπτου αντιδράσεως κατά των ιερωτέρων της θρησκείας και του έθνους και εξυπηρετήσεως σκοπών θολάς προελεύσεως".
Διά τους βαθύτερον ανατομούντας την ψυχολογίαν των ημερών αυτών, αιτία υπήρξεν η δυσπιστία, η κατέχουσα τας καρδίας, η απογοήτευσις, η βασιλεύουσα πανταχού, αι συσσωρευθείσαι δυσαρέσκειαι. Όταν η πεφωτισμένη κοινή γνώμη διά των οργάνων της καταγγέλη την κατάστασιν, οι συνειθίσαντες να μη προσέχουν εις εκδηλώσεις, αλλά μόνον εις εκρήξεις, τα όργανα ταύτα θεωρούν άξια πάσης περιφρονήσεως. Δεν ειξεύρουν τι λέγουν. Είνε αι συνήθεις δημοσιογραφικαί υπερβολαί, ακόμη και όταν αι υπερβολαί αύται είνε γραμμέναι με την μετριοπάθειαν και την επιφυλακτικότητα του "Άστεως"[...]".
Ο Γεώργιος Σουρής καυτηρίαζε από τις στήλες του σατιρικού περιοδικού Ο ΡΩΜΗΟΣ στις 10.11.1901:
"Για τούτο, κόσμε δύστυχε, κατάκοπος ιδρόνεις,
και ντροπιασμένος τρώγεσαι κι αμίλητος πληρόνεις,
για να σωριάζεσαι νεκρός σαν σκούζης πως κουρέλια
δεν θέλεις να σου κάνουνε και τα χρυσά Βαγγέλια.
Στων σκοτωμένων τα κορμιά τη νίκη σας στηλώσετε
πατήσετε σε πτώματα για να παραψηλώσετε.
Μάτια σας βλέπουν αδελφών, που κλαίνε σκλαβωμένα,
σας βλέπουνε και τα παιδιά τ' αδικοσκοτωμένα,
κι η μάνναις που τ' ανάθρεψαν με βόγγο και λαχτάρα
στηθοκοπιούνται και βογγούν: "ανάθεμα, κατάρα"".
Στις 11 Νοεμβρίου η κυβέρνηση Θεοτόκη παραιτήθηκε υπό το βάρος των νεκρών φοιτητών, μαθητών και απλών πολιτών από τις συγκρούσεις με την αστυνομία και νέος πρωθυπουργός ορίστηκε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Και ενώ οι ξένοι απορούσαν για την πραγματική αιτία των επεισοδίων, η χώρα έκανε ένα μεγάλο βήμα προς τα πίσω, επειδή ορισμένοι θεωρούσαν ότι ο λαός δεν δικαιούταν να γνωρίζει τι έγραφαν τα ιερά Ευαγγέλια, ότι το Έθνος θα έπαυε να υπάρχει αν επικρατούσε επίσημα η δημοτική γλώσσα, η γλώσσα που ούτως ή άλλως μιλούσε ο λαός.
Ένα χρόνο μετά τα "Ευαγγελικά" η χώρα έζησε στο ρυθμό των "Σανιδικών", τα οποία ήταν κατά κάποια έννοια απότοκος των "Ευαγγελικών". Η κυβέρνηση Ζαΐμη που διορίστηκε το Νοέμβριο του 1901 αντιμετώπιζε έντονες επικρίσεις από το δηλιγιαννικό κόμμα, επειδή το κόμμα του πρωθυπουργού διέθετε μικρό αριθμό βουλευτών και στηριζόταν ουσιαστικά από την ψήφο των βουλευτών του παραιτηθέντα Γεωργίου Θεοτόκη.
Στο Κοινοβούλιο διαδραματίζονταν σκηνές απείρου κάλλους, η ένταση βρισκόταν στα ύψη και τελικά αποφασίστηκε η πρόωρη διάλυση της Βουλής και η διενέργεια εκλογών στις 17 Νοεμβρίου 1902. Ωστόσο, το αποτέλεσμα των εκλογών αντί να εξομαλύνει περιέπλεξε την κατάσταση, καθώς τα δύο πρώτα σε δύναμη κόμματα, το δηλιγιαννικό ("Εθνικό") και το θεοτοκικό ("Νεωτερικό"), εξέλεξαν αμφότερα από 102 βουλευτές.
Ήδη από το βράδυ των εκλογών, οι οπαδοί του Δηλιγιάννη, οι αποκαλούμενοι και "κορδονικοί" από το σύμβολο του κόμματος, ξεχύθηκαν στους δρόμους της Αθήνας διαδηλώνοντας υπέρ της... νίκης του κόμματος τους, χωρίς να έχουν καν οριστικοποιηθεί τα εκλογικά αποτελέσματα. Επί της ουσίας απλά εκβίαζαν τον διορισμό του Δηλιγιάννη ως πρωθυπουργού, καθώς στην πραγματικότητα αυτός δεν διέθετε την πλειοψηφία - κανένα κόμμα δεν είχε καταφέρει να εκλέξει τον απαιτούμενο αριθμό βουλευτών για το σχηματισμό κυβέρνησης. Το κλίμα πόλωσης επέτεινε και η καθυστέρηση ανακοίνωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων από τις επαρχίες, με αποτέλεσμα αυτά να προκαταλαμβάνονται από τις πολιτικές παρατάξεις κατά το δοκούν.
Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο δημοσίευμα της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ της 18.11.1902 (σελ.4):
"Ολίγον δε κατ' ολίγον περιεργοτάτη και πρωτοφανής δια τον πολιτισμόν διαδήλωσις κατηρτίσθη. Όλος εκείνος ο συρφετός περιελθών τα διάφορα μέρη της πόλεως ωπλίσθη με τεραστίας σανίδας τας οποίας ήρπαζε από τα διάφορα γιαπιά. Από το υπουργείον των Οικονομικών εξεκαρφώθησαν πολλαί σανίδες. ... Εκτός των χιλιάδων σανίδων τας οποίας ύψωνον εις τας χείρας, είχον ανημμένα κηρία, εκράτουν ένα μαδημένο γάλλο και ετέλουν ένα είδος κηδείας... Μέχρι βαθυτάτης νυκτός εξηκολούθουν περιφερόμενοι οι διαδηλωταί ούτοι θορυβούντες αποδοκιμάζοντες και υβρίζοντες τους; αποτυχόντας.
Αλλά το φρικαλεότερον γεγονός, το οποίον δεν δύναται κανείς να χαρακτηρίση δια λέξεων, είναι ότι οι Κανίβαλοι προέβησαν εις καταστροφάς πλέον παντός ό,τι εύρισκον ενώπιόν των. Διερχόμενοι από τας οδούς Αιόλου, Ερμού και Σταδίου, επιτίθεντο κατά των καταστημάτων, τας θύρας των οποίων έθραυον μετά πατάγου. Αι λεηλασίαι μόνον απεσοβήθησαν προλαβούσης της εξουσίας".
"Δεν γνωρίζομεν τίνα ιδέα περί θεσμών έχουσιν οι ψηφίσαντες εν Αθήναις το κορδόνι. Αλλ' αναμφιβόλως περί δημοσίας τάξεως και περί αρχιτεκτονικής ολίγας έχουν να επιδείξωσι γνώσεις. Όλα τα κτιζόμενα οικήματα των Αθηνών διηρπάγησαν. Και οι κορδονικοί εχθές εθεώρησαν επάναγκες να σύρουν επί των ώμων και μίαν τάβλαν ή μίαν δοκόν", καυτηρίαζε στις 18 Νοεμβρίου η εφημερίδα ΑΘΗΝΑΙ.
Η ίδια εφημερίδα περιέγραψε πώς η πολιτική ένταση της εκλογικής βραδιάς είχε συμπαρασύρει και τις γυναίκες, παρόλο που δεν είχαν τότε δικαίωμα ψήφου. Αν και κατά τη διάρκεια της ημέρας πολλές ήταν οι γυναίκες που ξεχύθηκαν στα ζαχαροπλαστεία του κέντρου της Αθήνας μάλλον αδιάφορες "προς το μέγα ζήτημα όπερ διήρει τους άνδρας εις δύο κόμματα", στις λαϊκές γειτονιές (Ψυρρή), η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική. Οι γυναίκες είχαν βγει στα παράθυρα, τις πόρτες και τα πεζοδρόμια και φώναζαν συνθήματα υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος, απαντώντας οι μεν στις δε. Άλλες εποχές, άλλα ήθη!
Αντίστοιχες διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν και τις επόμενες ημέρες και μάλιστα με τις ευλογίες του δηλιγιαννικού κόμματος. Άλλωστε, η κατοικία του Θεόδωρου Δηλιγιάννη αποτελούσε καθημερινά τόπο συγκεντρώσεων των οπαδών του. Οι ταραχές ονομάστηκαν "Σανιδικά" από τις σανίδες με τις οποίες ήταν οπλισμένοι οι διαδηλωτές καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμα τους. Το ΣΚΡΙΠ που ένα χρόνο νωρίτερα υποκινούσε τις ταραχές των "Ευαγγελικών" δεχόταν τώρα την οργή των "Σανιδάδων", οι οποίοι επιτέθηκαν στα γραφεία του, όπως και στα γραφεία άλλων εφημερίδων της εποχής. Στις 21.11 η εφημερίδα έγραφε οργισμένα στην πρώτη σελίδα:
"Νέα λέξις προσετέθη στη νεοελληνική γλώσσα: Σανιδάς. .... θα πη λοιπόν κάτι από αποσπασματάρχην, από αρχαίον καπετάνον, από κομματάρχην, από θεσιθήραν, από ταραχοποιόν, από άμυαλον νεοέλληνα, από ταρταρίνον αερολόγον, από Δηλιγιάννην, από αρθρογράφον κοκκινόσκουφον, από πεντοφραγκάν ψηφοφόρον, από φιλοπόλεμον απαλλαγέντα, από άνθρωπον τέλος μετέχοντα του πιθήκου και του βατράχου"
Την ίδια μέρα, το κύριο άρθρο της εφημερίδας "ΤΟ ΑΣΤΥ", ίσως η πλέον φανατική, αντικορδονική εφημερίδα, είχε τίτλο "Κυβέρνησις δι' εκβιάσεως" αφήνοντας αιχμές για το ρόλο του βασιλιά: "... προορισμός του Στέμματος εν κοινοβουλευτικώ κράτει δεν είναι να ασκή προτιμήσεις και να εκλέγη αυτό, αλλά να κυροί την λαϊκήν εκλογήν. Ουδείς δε δύναται να αξιώση παρά του Στέμματος να γίνη κομματάρχης είτε του κ. Θεοτόκη είτε του κ. Δηλιγιάννη... Οι κοπτόμενοι δε υπέρ των θεσμών και προσποιούμενοι ότι θέλουν το Στέμμα υπέρτερον των κομμάτων, ουδέν έχουν δικαίωμα να ζητούν να καταστήσουν αυτό υπηρέτην της αρχομανίας των. Κορυφούται δε η αηδία, όταν την αξίωσιν ταύτην εννοούν να την επιβάλλουν διά της απειλής της Αναρχίας".
Εντελώς διαφορετική ήταν η εικόνα που μετέφερε η εφημερίδα ΠΡΩΪΑ, που αποτελούσε κάτι σαν το γραφείο τύπου του δηλιγιαννικού κόμματος. Οι διαδηλώσεις περιγράφονταν ως αυθόρμητες και μεγαλειώδεις, ενώ παραλειπόταν οποιαδήποτε αναφορά στις περίφημες σανίδες που κρατούσαν στα χέρια τους και στα επεισόδια που προκαλούσαν. Στις 22 Νοεμβρίου, όταν η κρίση έβαινε άρχισε να εκτονώνεται, η ΠΡΩΙΑ δικαιολογούσε τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας: "Και Λαός αγγέλων και κορασίων αν ήτο, θα ησθάνετο το αίμα αυτού αναβαίνον εις το πρόσωπο και τα νεύρα του εντεινόμενα ενώπιον τοιούτων προκλήσεων, ούτως αυθάδους προσπαθείας των αντιπάλων, οι οποίοι τόσον είναι αληθές ότι ευρίσκονται εις οικειότητα μετά της εμπιστοσύνης του Λαού, ώστε ισχυρά στρατιωτική δύναμις αναγκάζεται να φρουρή αυτούς ημέρας και νυκτός από της εσπέρας της παρελθούσης Κυριακής".
Γεγονός, πάντως, είναι ότι oi διαδηλωτές με τις σανίδες πέτυχαν τον στόχο τους και τελικά ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ ανάθεσε την εντολή για το σχηματισμό κυβέρνησης στον Θεόδωρο Δηλιγιάννη στις 23 Νοεμβρίου και - ως εκ του θαύματος - η κατάσταση ηρέμησε στην πρωτεύουσα, παρόλο που υπήρχε πολιτική συμφωνία μεταξύ Θεοτόκη και Ζαΐμη που εξασφάλιζε κοινοβουλευτική πλειοψηφία στο Νεωτερικό κόμμα.
Στις 23 Νοεμβρίου, ο Σουρής σχολίαζε από το περιοδικό του (πρώτα η αριστερή στήλη και μετά η δεξιά):
Ο εικοστός αιώνας δεν είχε ξεκινήσει καλά για το ελληνικό κράτος. Ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος που είχε επιβληθεί μετά την ήττα στον πόλεμο του 1897, ο παραπαίων δικομματισμός της εποχής και τα μεγάλα διλήμματα της ελληνικής κοινωνίας, που έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στην ανανέωση και στη συντήρηση, εκφράζονταν μέσα από κοινωνικές ταραχές για ασήμαντα θέματα. Το Νοέμβριο του 1903, τρίτος ταραχώδης Νοέμβριος στην σειρά, αφορμή για μια ακόμη φοιτητική εξέγερση έδωσε το ζήτημα της γλώσσας, όπως και δύο χρόνια νωρίτερα με τα Ευαγγελικά.
Αφορμή αποτέλεσε το ανέβασμα της τριλογίας του Αισχύλου "Ορέστεια", αλλά και της "Αντιγόνης" του Σοφοκλή από το Βασιλικό και το Δημοτικό Θέατρο στη δημοτική γλώσσα, την οποία η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ αποκαλούσε ως "γλώσσης διαστρεβλωμένης, πολυμόρφου, ούτε δημοτικής, πολύ ολιγώτερον καθαρευούσης, κατωτέρας δε παντός κανόνος καλαισθησίας" (5.11.1903). Μάλιστα, το ίδιο δημοσίευμα χαρακτήριζε "πραξικόπημα πρωτάκουστον" το ανέβασμα των παραστάσεων από τα δύο αυτά θέατρα, επειδή υποτίθεται ότι ήταν μια κίνηση αντίθεση με το λαϊκό αίσθημα(!).
Το πρόβλημα αφορούσε την "Ορέστεια" - εξ ου και η ονομασία "Ορεστειακά" που αποδόθηκε στις ταραχές εκείνης της εποχής. Σίγουρα, οι επίμαχες μεταφράσεις είχαν περιπέσει και σε ορισμένες υπερβολές. Για παράδειγμα, στη μετάφραση της "Αντιγόνης" από τον Χρηστομάνο η λέξη "άγος" έγινε "λέρα", το "γυμνό" μεταφράστηκε ως "τζίτζιδο" κλπ, όμως αυτά ήταν κάποια ακραία παραδείγματα, που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως επιχειρήματα κατά της μετάφρασης των αρχαίων τραγωδιών σε μια γλώσσα κατανοητή από τον κόσμο. Ωστόσο, όπως διαβάζουμε στο ΕΜΠΡΟΣ (4.11.1903), η παράσταση της Αντιγόνης στο δημοτικό θέατρο ολοκληρώθηκε "εν μέσω παντοίων αποδοκιμασιών και ποδοκροτημάτων", προάγγελος των βίαιων επεισοδίων που θα επακολουθούσαν τις επόμενες ημέρες.
Τα επιχειρήματα των πολέμιων της δημοτικής γλώσσας ήταν αντίστοιχα με αυτά των σημερινών συνωμοσιολόγων: για όλα έφταιγαν οι δυτικοί που ήθελαν δήθεν να μας αφελληνίσουν και να μην μας δουν να προκόβουμε σαν λαός! Βέβαια, οι ξένες εφημερίδες ασχολήθηκαν με τα Ορεστειακά, μόνο όταν υπήρξαν θύματα και μάλιστα αναρωτιόντουσαν τι ακριβώς συνέβαινε στην Ελλάδα, αλλά αυτό αποτελούσε μια ασήμαντη λεπτομέρεια για τους λάτρεις των θεωριών συνωμοσίας. Εξίσου ως ασήμαντη λεπτομέρεια εκλαμβανόταν και το επιχείρημα ότι τόσοι και τόσοι λαοί στον κόσμο ανανέωσαν τη γλώσσα τους: από τους Ιταλούς και τους Γάλλους μέχρι τους Ρώσους. Ο καθηγητής γλωσσολογίας Γ. Χατζηδάκις, αν και σε συνέντευξη του έβγαζε φιλιππικούς εναντίον των.. κακών ξένων, το μόνο που είχε να απαντήσει στο τελευταίο επιχείρημα ήταν ότι οι λαοί αυτοί έζησαν "υπό άλλους ιστορικούς και γλωσσικούς παράγοντας".
Ο εθνικός ποιητής Κωστής Παλαμάς, που από τις στήλες της ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ υπερασπιζόταν τη δημοτική γλώσσα, λοιδορήθηκε από τους υπέρμαχους της καθαρεύουσας. Οι φοιτητές βγήκαν και πάλι στους δρόμους υπερασπιζόμενοι την... οπισθοδρόμηση υπό τις παραινέσεις του καθηγητή γλωσσολογίας Γεώργιου Μιστριώτη. Διαβάζουμε στην εφημερίδα ΑΘΗΝΑΙ (με ημερομηνία 16.11.1903), ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από ομιλία του Μιστριώτη σε φοιτητές του Εθνικού Πανεπιστημίου:
"Κύριοι φοιτηταί, καθώς γνωρίζετε παντός Έθνους δύο είνε αι κυριώτεραι υποστάσεις, η γλώσσα και η θρησκεία. Εάν δε ημείς την πρώτην απεμπολήσωμεν δεν είμεθα άξιοι του σήματος το οποίον φέρομεν. Εγώ είμαι πρόθυμος να παραιτηθώ και από της έδρας ταύτης. Ας έλθη να διδάσκη ο κ. Παλαμάς". Την ίδια ώρα οι μαινόμενοι φοιτητές που τον άκουγαν, χειροκροτούσαν και κραύγαζαν: "Κάτω ο Παλαμάς!".
Αυτή τη φορά, οι ταραχές δεν πήραν αντικυβερνητικό χαρακτήρα, όπως δύο χρόνια νωρίτερα, και η κρίση έληξε με το κατέβασμα των επίμαχων θεατρικών παραστάσεων. Ωστόσο, οι δρόμοι της πρωτεύουσας είχαν εν τω μεταξύ γίνει πεδίο μάχης ανάμεσα σε φοιτητές και αστυνομικούς, με συνολικό απολογισμό 3 νεκρούς και πολλούς τραυματίες.
Τα αιματηρά επεισόδια έλαβαν χώρα στις 16 Νοεμβρίου 1903. Απ' ότι φαίνεται, λάδι στη φωτιά είχε ρίξει η απόφαση του Βασιλικού θεάτρου να μην αναβάλλει τις παραστάσεις της Ορέστειας, όπως ήταν αρχικά συμφωνημένο. Διαμαρτυρόμενοι φοιτητές συγκεντρώθηκαν γύρω στις 3 το μεσημέρι στο καφενείο "Γαμβέτας". Από εκεί, οι φοιτητές αποφάσισαν να κινηθούν προς τη Νομική Σχολή, την οποία και κατέλαβαν δια εφόδου διακόπτοντας το μάθημα. Χτυπώντας τα πόδια στο πάτωμα προκάλεσαν αναστάτωση και υποχρέωσαν τον καθηγητή Αντωνόπουλο, που έκανε κανονικά παράδοση, να συντομεύει το μάθημα.
Φοιτητές της Νομικής προστέθηκαν στους διαδηλωτές, οι οποίοι μετέβησαν στα Προπύλαια, όπου αποφασίστηκε η διοργάνωση πορείας προς το Βασιλικό Θέατρο, όπου επιθυμούσαν να συναντηθούν με τον διευθυντή του, κ. Στεφάνου. Στη διαδρομή φώναζαν διάφορα συνθήματα, όπως "Ζήτω το Πανεπιστήμιο!", "Κάτω οι χυδισταί!" και "Κάτω οι μαλλιαροί!". Η πρώτη φάση των επεισοδίων έγινε έξω από το Υπουργείο Οικονομικών, όπου οι φοιτητές ξέσκισαν τα προγράμματα της θεατρικής παράστασης.
Ωστόσο, έξω από το θέατρο ήταν συγκεντρωμένη αστυνομική δύναμη, ενώ λίγη ώρα αργότερα κατέφθασε ο αντιεισαγγελέας Δαμασκηνός, ο οποίος συνέστησε τη συγκρότηση ειδικής επιτροπής που θα εκπροσωπούσε τους φοιτητές και θα διαμαρτυρόταν επίσημα εκ μέρους τους. Οι φοιτητές το αρνήθηκαν, ενώ παρέμειναν στο χώρο αναμένοντας τον Στεφάνου, ο οποίος δεν βρισκόταν στο θέατρο, ενώ σχεδίαζαν ν' απαγορεύσουν την είσοδο και να εμποδίσουν τους θεατές να παρακολουθήσουν την παράσταση.
Κάποια στιγμή επενέβη η αστυνομία, με αποτέλεσμα να σημειωθούν συμπλοκές, οι οποίες επεκτάθηκαν και στους γύρω δρόμους. Αν και τα πράγματα έμοιαζαν να εξομαλύνονται, η κατάσταση επιδεινώθηκε δραματικά τις βραδινές ώρες. Στις 9 το βράδυ πραγματοποιήθηκε νέα συγκέντρωση φοιτητών στο Πανεπιστήμιο, οι οποίοι αποφάσισαν να κινηθούν και πάλι προς το Βασιλικό Θέατρο. Οι διαθέσεις τους ήταν ακόμη πιο άγριες, καθώς φώναζαν συνθήματα, όπως "Θα τους κάψουμε!".
Από το σκοπευτήριο που βρισκόταν απέναντι του Υπουργείου Εσωτερικών αφαίρεσαν την ελληνική σημαία, ενώ ορισμένοι οπλίστηκαν με σανίδες για ν' αποκρούσουν τυχόν αστυνομική επέμβαση. Στο Εθνικό Τυπογραφείο, μία ίλη του ιππικού απέκλεισε τη δίοδο στους διαδηλωτές, ενώ κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες για το ποιος ξεκίνησε πρώτος, έπεσαν και πυροβολισμοί.
Νεκρός έπεσε ο Γεώργιος Μαντάς, καταγόμενος από το Καστρί της Κυνουρίας. Οι αρχικές πληροφορίες ήταν αντικρουόμενες για το αν ήταν φοιτητής ή αν διέμενε προσωρινά στην Αθήνα ετοιμαζόμενος να μεταναστεύσει στην Αμερική. Το ξενοδοχείο έγινε έξω από το ξενοδοχείο "Πριγκίπισσα Ελένη", που βρισκόταν στην οδό Σταδίου.
Αν και το Βασιλικό Θέατρο ήταν αστυνομοκρατούμενο από το φόβο επέκτασης των επεισοδίων, τελικά όλα κύλησαν ομαλά εκεί και η παράσταση ολοκληρώθηκε κανονικά. Παρών ήταν και ο πρωθυπουργός Ράλλης, ενώ δεν μετέβη τελικά στο θέατρο ο βασιλιάς Γεώργιος, όπως είχε αρχικά ενημερώσει. Άλλωστε, με δική του εντολή είχε αποφασιστεί η σύλληψη των φοιτητών που είχαν πρωτοστατήσει στα μεσημβρινά επεισόδια.
Τελικά, τις επόμενες ημέρες οι "βλάσφημες" και "αντεθνικές" παραστάσεις κατέβηκαν. Ο σκοταδισμός είχε νικήσει για ακόμη μία φορά. Η πένα του Σουρή έχει και πάλι τον λόγο ("Ο Ρωμηός", 22.11.1903):
Δεν πίστευα, δεν τόλεγα πως πόλεμος θα γίνη
σε τούτο το καμίνι,
και πως θα πέσουν πιστολιαίς και κοντακιαίς και ξύλο
μόνο για τον Αισχύλο.
Ακούς εκεί να γίνεται τέτοιο κακό, κουτέ,
γι' άνθρωπο, που δεν γνώρισε κανένας μας ποτέ;
Να σηκωθής για την Εληά, να πας για το Κορδόνι
να σπάσης το κεφάλι σου,
να πω κι εγώ χαλάλι σου,
δεν είσαι κουφαηδόνι.
Αλλά να ξεσβερκώνεσαι
και μ' όλους να τσακώνεσαι
γι' αυτόν τον μακαρίτη,
και μπαμ και μπουμ ν' ακούς βρονταίς,
θαρρώ πως είσαι κουτεντές,
φιλόμουσε ψωρίτη.
Με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, τα γεγονότα του Νοεμβρίου του 1916 ήταν το επιστέγασμα του Εθνικού Διχασμού, δηλαδή της διαφωνίας ανάμεσα στον εκλεγμένο πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και στον βασιλιά Κωνσταντίνο Α' ως προς τη στάση που θα έπρεπε να κρατήσει η χώρα σε σχέση με τον πόλεμο. Ο πρώτος πίστευε ότι η Ελλάδα έπρεπε να συμμαχήσει με τις χώρες της Αντάντ, ενώ ο γερμανόφιλος βασιλιάς διακήρυττε ότι η χώρα έπρεπε να παραμείνει ουδέτερη - επί της ουσίας να μην στραφεί κατά της συμμαχίας των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανία και Αυστροουγγαρία).
Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε τον Φεβρουάριο του 1915, όμως κέρδισε τις εκλογές που προκηρύχθηκαν το Μάιο, για να παραιτηθεί εκ νέου τον Οκτώβριο. Προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 6 Δεκεμβρίου, στις οποίες το κόμμα των Φιλελευθέρων δεν συμμετείχε, ούτε αναγνώρισε το αποτέλεσμα τους. Με την πολιτική κατάσταση στη χώρα να είναι τεταμένη, η αποσύνθεση έτρωγε την υπόσταση του κράτους.
Άγγλοι και Γάλλοι κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, ενώ βουλγαρικά και γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας. Φιλοβενιζελικοί που υφίσταντο διώξεις έβρισκαν καταφύγιο στη Θεσσαλονίκη, όπου εκδηλώθηκε το Κίνημα Εθνικής Αμύνης στις 16 Αυγούστου 1916, οδηγώντας στο διορισμό της Προσωρινής Κυβέρνησης υπό την προεδρία του Ελευθέριου Βενιζέλου, παρά την αρχική διστακτικότητα του για το βεβιασμένο της κίνησης αυτής.
Ουσιαστικά, η Ελλάδα είχε χωριστεί σε δύο τμήματα: η Μακεδονία, η Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου υπάγονταν στο "κράτος της Θεσσαλονίκης" και από την άλλη η "Παλαιά Ελλάδα" υπό τον Κωνσταντίνο Α' και τις διορισμένες από αυτόν κυβερνήσεις, οι οποίες διαμαρτύρονταν για τις πιέσεις των χωρών της Αντάντ, όμως αδιαφορούσαν για την κατάσταση στη Μακεδονία και την γερμανο-βουλγαρική εισβολή.
Η εφημερίδα ΕΘΝΟΣ κατήγγειλε με το κύριο άρθρο της στις 17 Νοεμβρίου 1916:
"Δεν εξηγείται άλλως το γεγονός αυτό της επιδοθείσης διαμαρτυρίας προς τους ουδετέρους. Εν τη διαμαρτυρία ταύτη απαριθμούνται καταλεπτώς και τονίζονται ισχυρώς αι παρεμβάσεις των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως. Αλλ' ουδείς απολύτως γίνεται λόγος διά τας γερμανικάς απαισιότητας. Φαίνεται η Ελλάς ως αγνοούσα ότι η Βουλγαρία και η Γερμανία εισέβαλον εις το έδαφος της. Ότι παρά τας ρητάς εγγυήσεις των κατέλαβον την ανατολικήν Μακεδονίαν. Ότι ήρπασαν τα φρούρια μας. Ότι ήρπασαν απειρίαν όπλων και πυροβόλων. Ότι ηχμαλώτισαν ολόκληρον σώμα στρατού. Ότι τορπιλλίζουν τα ελληνικά σκάφη. Ότι ερημώνουν την Μακεδονίαν δι' εφαρμογής του ίδιου, ως εν Βελγίω, σχεδίου. Όλ' αυτά ουδεμίαν έχουν σημασίαν. Τα λησμονούμεν. Δι' όλας τας γερμανικάς και βουλγαρικάς επιθέσεις και εχθρικάς ενεργείας επιβάλλομεν σιγήν εις την εθνικήν αξιοπρέπειαν και τας επιταγάς της κυριαρχίας του Κράτους. Αλλ' εξεγειρόμεθα και οργιζόμεθα και είμεθα έτοιμοι, όπως αντιμετωπίσωμεν πάσαν βεβαίαν καταστροφήν, ως η Αντάντ προβάλλει αξιώσεις".
Ήταν εμφανές, ότι η φαινομενική "ουδετερότητα" της βασιλιά Κωνσταντίνου και της διορισμένης από αυτόν ελληνικής κυβέρνησης ήταν στην ουσία φιλογερμανική στάση - παρότι απέβαινε σε βάρος των εθνικών συμφερόντων. Μία μέρα μετά, στις 18 Νοεμβρίου 1916, έγινε η "μάχη της Αθήνας", μετά την κατάληψη του Πειραιά από μικρή, γαλλική, στρατιωτική δύναμη υπό τον αντιναύαρχο Νταρτίζ ντυ Φουρνέ. Επρόκειτο για μέσο πίεσης προκειμένου να καμφθεί η αδιαλλαξία του Κωνσταντίνου, ο οποίος όμως δεν κάμφθηκε. Στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν 194 από τους Συμμάχους και 82 Έλληνες, χωρίς να περιλαμβάνονται στοιχεία για τον άμαχο πληθυσμό. Λίγες ώρες αργότερα, οι δυνάμεις του Φουρνέ υποχώρησαν, καθώς ουσιαστικά δεν περίμεναν ότι τα πράγματα θα έφταναν σε τόσο ακραίο σημείο.
Αμέσως, επακολούθησαν βιαιότητες στους δρόμους της πρωτεύουσας. Χαρακτηριστικός είναι ο αποκαλυπτικός πρωτοσέλιδος τίτλος της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ στις 20 Νοεμβρίου: "Η ΧΘΕΣΙΝΗ ΕΚΔΙΚΗΤΗΡΙΟΣ ΗΜΕΡΑ- ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ ΘΕΑΤΡΟΝ ΠΟΛΕΜΟΥ - ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ ΠΡΟΔΟΤΩΝ", ενώ στο ρεπορτάζ της φανατικής αντιβενιζελικής εφημερίδας γινόταν λόγος για εύρεση δήθεν προδοτικού και συνωμοτικού υλικού στην κατοικία του πρώην πρωθυπουργού στην πρωτεύουσα - παρόλο που αυτός βρισκόταν τους τελευταίους μήνες στη Θεσσαλονίκη.
Η νίκη των φιλοβασιλικών ήταν πύρρειος. Στα τέλη Νοεμβρίου ξεκίνησε ο ναυτικός αποκλεισμός της πρωτεύουσας και ολόκληρης της χώρας, που οδήγησε τελικά στην παραίτηση και εξορία του Κωνσταντίνου το Ιούνιο του 1817. Η πολιτική ενότητα της χώρας αποκαταστάθηκε, αναβίωσε η βουλή των εκλογών του Μαΐου 1915 (που γι' αυτόν τον λόγο έμεινε στην ιστορία και ως η "Βουλή των Λαζάρων").
Ωστόσο, δεν αποκαταστάθηκε η ψυχική ενότητα στον πληθυσμό της χώρας. Οι βίαιες συγκρούσεις "βενιζελικών" και "κωνσταντινικών" αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο, παρά τη δικαίωση των επιλογών του Ελευθέριου Βενιζέλου με την επικράτηση των δυνάμεων της Αντάντ και την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών τον Ιούλιο του 1920. Λίγες ημέρες μετά ακολούθησε η απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου στη γαλλική πόλη Λυόν, η βίαιη απάντηση ορισμένων οπαδών του στην Αθήνα κατά πολιτικών αντιπάλων και τελικά, στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 επικράτησε - χάρη στον εκλογικό νόμο - η Ηνωμένη Αντιπολίτευση.
Δύο μήνες πριν τα γεγονότα που έμειναν στην ιστορία ως "Νοεμβριανά", ο Γεώργιος Σουρής περιέγραφε το ζοφερό κλίμα της εποχής (πρώτα η αριστερή στήλη και μετά η δεξιά):
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ
Από την εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, 10.11.1901 |
Τα "Ευαγγελικά" ήταν μια φοιτητική εξέγερση, που ξέσπασε το Νοέμβριο του 1901 και, παραδόξως, το αίτημα της δεν ήταν η ανατροπή, αλλά η συντήρηση ενός από τα πιο οπισθοδρομικά χαρακτηριστικά του ελληνικού κράτους, η καθαρεύουσα. Αφορμή αποτέλεσε η δημοσίευση αποσπασμάτων του Ευαγγελίου στη δημοτική (την καθομιλουμένη) γλώσσα από την εφημερίδα Ακρόπολη.
Το ζήτημα της μετάφρασης των ιερών κειμένων σε μια γλώσσα περισσότερο κατανοητή από τον λαό ήταν παλιό και είχε ξεκινήσει από τη βασίλισσα Όλγα το 1898. Τότε, υπό τη σθεναρή αντίδραση της Ιεράς Συνόδου και των Πατριαρχείων, το ζήτημα φάνηκε να διευθετείται, όμως επανήλθε στο προσκήνιο με αφορμή τη δημοσίευση στην εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ μιας νέας μετάφρασης του Ευαγγελίου από τον Αλέξανδρο Πάλλη.
Στις 5 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε η πρώτη φοιτητική διαδήλωση εναντίον της μετάφρασης. Όπως διαβάζουμε στις εφημερίδες της εποχής, η πρωτοβουλία ανήκε στους φοιτητές της Ιατρικής (!) Σχολής. Ένας τελειόφοιτος ονόματι Ηλίας Πυλαρινός, παρότρυνε τους συμφοιτητές του να μεταβούν στα γραφεία των εφημερίδων ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ και ΑΣΤΥ για να διαμαρτυρηθούν. Μαζί τους ενώθηκαν και οι φοιτητές της Φιλολογικής και της Νομικής και όλοι μαζί μετέβησαν στα γραφεία των δύο εφημερίδων, στα οποία και εισέβαλαν αποδοκιμάζοντας με πάθος τους "βέβηλους", ενώ έβαλαν φωτιά στα γραφεία της εφημερίδα ΑΣΤΥ, παρόλο που και οι δύο εφημερίδες είχαν ήδη σταματήσει τη δημοσίευση της μετάφρασης μετά τις διαμαρτυρίες της Ιεράς Συνόδου.
Ωστόσο, την πρώτη ημέρα των διαδηλώσεων η Ιερά Σύνοδος δε γλίτωσε από το στόχαστρο των φοιτητών. Η εφημερίδα ΑΣΤΥ περιέγραφε την επόμενη μέρα: "Από των γραφείων μας οι φοιτηταί διηυθύνθησαν εις το Μητροπολιτικόν Μέγαρον. Συγκεντρωθέντες προ της θύρας, εξετράπησαν εις γιουχαϊσμούς κατά του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου και των Συνοδικών, εζήτουν δε να ίδωσιν την Α. Σεβασμιότητα. Αρκετοί εκ των φοιτητών, διασπάσαντες την ζώνην των αστυφυλάκων, εισήλθον εις το Μητροπολιτικόν Μέγαρον, όπου παρουσιασθείς ο γραμματεύς τους διαβεβαίωσεν ότι ο Μητροπολίτης ήθελε φροντίσει.
- Δεν θέλομεν να φροντίση. Θέλομεν να μας δηλώση τι φρονεί, απαντούν κραυγάζοντες οι φοιτηταί.
Ο Μητροπολίτης ηναγκάσθη τότε να εξέλθη και να κάμη την δήλωσιν ότι αυτός και ως άτομον και ως αρχή είναι κατά των μεταφράσεων του Ευαγγελίου. Ευχαριστηθέντες εκ της δηλώσεως ταύτης οι φοιτηταί, διευθυνθέντες εις τα προπύλαια του Πανεπιστημίου διελύθησαν".
Η 6η Νοεμβρίου ήταν μία ακόμη ταραχώδης μέρα με νέες διαδηλώσεις στα γραφεία των δύο εφημερίδων, με πύρινους λόγους και συνθήματα κατά όσων έθεταν υποτίθεται σε κίνδυνο τη χριστιανική πίστη και τον Ελληνισμό! "Καλβινιστές", "Ευαγγελιστές", "Λουθηρανοί", "Βούλγαροι", "Σλάβοι" κι ένα σωρό αντίστοιχα επίθετα χρησιμοποιούνταν από το μάλλον μπερδεμένο πλήθος - οι Σλάβοι είχαν τόσο σχέση με τους Λουθηρανούς όση ο φάντης με το ρετσινόλαδο. Μάλιστα, οι εφημερίδες περιγράφουν σκηνές έντασης και στη Θεολογική Σχολή με τους φοιτητές να επιβάλλουν στον καθηγητή Χατζηδάκη την πρόωρη λήξη των παραδόσεων από τις πρωινές ακόμη ώρες, ώστε να μπορέσουν οι σπουδαστές να συμμετάσχουν στις διαδηλώσεις.
Ήταν φανερό ότι τα πράγματα είχαν αρχίσει να ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο. Οι φοιτητές κατέλαβαν το Πανεπιστήμιο, ενώ τις επόμενες ημέρες τα επεισόδια γενικεύτηκαν με συγκρούσεις διαδηλωτών και αστυνομικών. Οι φοιτητές της Θεολογίας που είχαν τη φήμη των "ήσυχων" απέκτησαν τη φήμη των "ανυπότακτων". Στις 8 Νοεμβρίου έγιναν τα σοβαρότερα επεισόδια με 8 νεκρούς και αρκετούς (περίπου 30) τραυματίες.
Οι συντηρητικές εφημερίδες της εποχής ήταν εκείνες που ξεκίνησαν εξ αρχής τη σταυροφορία εναντίον της ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ και του μεταφρασμένου Ευαγγελίου. Στα άρθρα τους καυτηρίαζαν τη μετάφραση του Πάλλη, εκτόξευαν κατηγορίες για "προδότες" και για "Σλάβους", μια έμμεση νύξη στην καταγωγή της βασίλισσας, και γενικότερα δημιουργούσαν ένα συγκρουσιακό κλίμα στην κοινωνία. Είναι χαρακτηριστικό ένα ανέκδοτο που δημοσιεύθηκε στην πρώτη σελίδα του ΣΚΡΙΠ στις 10 Σεπτεμβρίου 1901:
- Εδιάβασες εις την Ακρόπολιν την παραχάραξιν...
- Ποίαν παραχάραξιν;
- Των γραμματίων της Εθνικής Τραπέζης.
- Εδιάβασα μόνον του Ευαγγελίου.
Στις 6 Νοεμβρίου η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ έγραφε στο κύριο άρθρο της: "..το λάθος δεν είναι ούτε των φοιτητών, ούτε του άλλου λαού, όστις συνεμερίσθη το κίνημα των.... Ουδείς ισχυρίζεται ότι η ελευθεροτυπία δύναται να υφίσταται καταπιέσεις... το ζήτημα όμως της μεταφράσεως είναι εξ εκείνων, εις τα οποία ο λαός δεν επιτρέπει συγκαταβάσεις.. Αλλ' η λαϊκή ορμή δεν έχει νόμους, όταν δε η κοινή γνώμη εξανίσταται, ας σκέπτονται τας συνεπείας της, εκείνοι οίτινες την υποκινούν. Ας ήσαν μετριοπαθέστεροι, λογικώτεροι, σκεπτικώτεροι οι θελήσαντες να μεταβάλουν τας εκκλησιαστικάς συνηθείας του Ελληνικού λαού, ας ήσαν προ παντός περισσότερο Έλληνες εις το ζήτημα των", ενώ παράλληλα χαρακτήριζε τις βίαιες πράξεις των φοιτητών "φυσικές και επιβεβλημένες".
"Τα βίαια μέτρα υποδεικνύει και επιβάλλει η ανάγκη", έγραφε η ΑΣΤΡΑΠΗ. "Η χρήσις μέτρων βιαίων υπήρξε πάντοτε και πανταχού επιβεβλημένον καθήκον προς καταστολήν συστηματικής και υπόπτου αντιδράσεως κατά των ιερωτέρων της θρησκείας και του έθνους και εξυπηρετήσεως σκοπών θολάς προελεύσεως".
Ωστόσο, τη μεγαλύτερη επίθεση εξαπέλυαν οι "ΚΑΙΡΟΙ, που με την αρθρογραφία τους ουσιαστικά παρακινούσαν σε πράξεις βίας. "ΚΑΥΣΑΤΕ ΤΑΣ!" ήταν ο τίτλος του κύριου άρθρου της εφημερίδας στις 06.11, την επόμενη μέρα του πρώτου συλλαλητηρίου. "Έπρεπε να φθάσουν τα πράγματα εκεί που έφθασαν χθες, έπρεπε να εξαντληθή η υπομονή του λαού, έπρεπε να εξεγερθή ως εις ανήρ ολόκληρον το Πανεπιστήμιον, διά να αισθανθούν εκείνοι οίτινες ετόλμησαν να συλλάβουν την ιδέαν, ότι ήτο ποτέ δυνατόν να δολιευθούν τα ιερά μας και τραυματίσουν τον εθνισμόν μας υποκλέπτοντας το Ευαγγέλιον διά της σλαυικής παραφθοράς..... Εις το πυρ λοιπόν την φυλλάδα σας, εις το πυρ τα καταχθόνια σχέδιά σας", έγραφε η εφημερίδα.
Στις 8 του μηνός, τη μέρα που σημειώθηκαν τα αιματηρά επεισόδια, οι "ΚΑΙΡΟΙ είχαν τίτλο "ΠΥΡΠΟΛΗΣΑΤΕ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΝ ΤΗΣ ΣΛΑΥΑΣ": "... Όλη η νεολαία, όλος ο λαός της Ελλάδος απ' άκρου έως άκρον να πεισθή πρέπει, ότι το έργον της είνε έργον Σλαυικόν. Ότι έχει ύποπτον την προέλευσιν της αφ' ενός. Ότι έχει επ' αυτήν την μισαράν συναίνεσίν της η πρωταγωνιστούσα της Εκκλησίας μας Αρχή.... Όλον το Έθνος, όλη η νεολαία του "Και όμως η μετάφρασίς του δεν θα γείνη", πρέπει ν' απαντήση σύσσωμος προς τα σλαυολογήματα εκείνα, όθεν δήποτε και αν εξεστομίσθησαν".
Αλλά και στις 12 Νοεμβρίου, μετά και την παραίτηση της κυβέρνησης Θεοτόκη, οπότε εξομαλύνθηκε πλήρως η κατάσταση, οι ΚΑΙΡΟΙ έγραφαν: "Την "Ακρόπολιν" παρείσαν υπό τας άκρας ενός ολόκληρου λαού και σπασμωδούσαν τους σπασμούς του θανάτου της ασφυξίας, πας τις δικαιούται να την περιφρονεί και την αποφεύγει ως τι επικατάρατον και θεοστιγές μίασμα".
Σε όλα αυτά, η ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ απαντούσε δημοσιεύοντας καθημερινά τα σχόλια καθηγητών Θεολογίας, οι οποίοι εκφράζονταν με θετικά λόγια για τη μετάφραση του Ευαγγελίου, όπως ο καθηγητής Ζολώτας: "Ο κ. Ζολώτας, ο κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής, ο συντάξας το υπόμνημα της προς το υπουργείον και την Ιεράν Σύνοδον μ' εβεβαίωσεν ότι επί του προκειμένου δεν χωρεί αφορισμός, διότι οιαδήποτε και οποιουδήποτε είνε η μετάφρασις, είνε πάντοτε μετάφρασις του Ευαγγελίου και αφοριζομένης της μεταφράσεως, αφορίζεται και αυτό το Ευαγγέλιον".
Τις ισορροπίες επιχειρούσε να κρατήσει και το ΑΣΤΥ, που έριχνε κυρίως την ευθύνη για την εκτράχυνση των διαδηλώσεων στη στάση της κυβέρνησης και της Ιεράς Συνόδου, αλλά και στις δημοσιογραφικές υπερβολές. Έγραφε στις 10.11: "Ο Λαός δεν ήθελε την μετάφρασίν του (σ.σ. του Ευαγγελίου). Δικαίωμά του. Επεβάλλετο εις αυτόν να συνέλθη, να διαμαρτυρθή, να παύσουν κυκλοφορούσαι αι μεταφράσεις. Εάν αι νόμιμοι εξουσίαι του Κράτους ελειτούργουν ομαλά, χωρίς τους τριγμούς της σκωρίας και των παρεντιθεμένων ξένων ουσιών, το ζήτημα θα ελύετο εντός εικοσιτεσσάρων ωρών, αγνότατα, χριστιανικώτατα, λευκότατα, άνευ αίματος.Διά τους βαθύτερον ανατομούντας την ψυχολογίαν των ημερών αυτών, αιτία υπήρξεν η δυσπιστία, η κατέχουσα τας καρδίας, η απογοήτευσις, η βασιλεύουσα πανταχού, αι συσσωρευθείσαι δυσαρέσκειαι. Όταν η πεφωτισμένη κοινή γνώμη διά των οργάνων της καταγγέλη την κατάστασιν, οι συνειθίσαντες να μη προσέχουν εις εκδηλώσεις, αλλά μόνον εις εκρήξεις, τα όργανα ταύτα θεωρούν άξια πάσης περιφρονήσεως. Δεν ειξεύρουν τι λέγουν. Είνε αι συνήθεις δημοσιογραφικαί υπερβολαί, ακόμη και όταν αι υπερβολαί αύται είνε γραμμέναι με την μετριοπάθειαν και την επιφυλακτικότητα του "Άστεως"[...]".
Ο Γεώργιος Σουρής καυτηρίαζε από τις στήλες του σατιρικού περιοδικού Ο ΡΩΜΗΟΣ στις 10.11.1901:
"Για τούτο, κόσμε δύστυχε, κατάκοπος ιδρόνεις,
και ντροπιασμένος τρώγεσαι κι αμίλητος πληρόνεις,
για να σωριάζεσαι νεκρός σαν σκούζης πως κουρέλια
δεν θέλεις να σου κάνουνε και τα χρυσά Βαγγέλια.
Στων σκοτωμένων τα κορμιά τη νίκη σας στηλώσετε
πατήσετε σε πτώματα για να παραψηλώσετε.
Μάτια σας βλέπουν αδελφών, που κλαίνε σκλαβωμένα,
σας βλέπουνε και τα παιδιά τ' αδικοσκοτωμένα,
κι η μάνναις που τ' ανάθρεψαν με βόγγο και λαχτάρα
στηθοκοπιούνται και βογγούν: "ανάθεμα, κατάρα"".
Στις 11 Νοεμβρίου η κυβέρνηση Θεοτόκη παραιτήθηκε υπό το βάρος των νεκρών φοιτητών, μαθητών και απλών πολιτών από τις συγκρούσεις με την αστυνομία και νέος πρωθυπουργός ορίστηκε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Και ενώ οι ξένοι απορούσαν για την πραγματική αιτία των επεισοδίων, η χώρα έκανε ένα μεγάλο βήμα προς τα πίσω, επειδή ορισμένοι θεωρούσαν ότι ο λαός δεν δικαιούταν να γνωρίζει τι έγραφαν τα ιερά Ευαγγέλια, ότι το Έθνος θα έπαυε να υπάρχει αν επικρατούσε επίσημα η δημοτική γλώσσα, η γλώσσα που ούτως ή άλλως μιλούσε ο λαός.
ΣΑΝΙΔΙΚΑ
Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη που προέκυψε μετά τις ταραχές των Σανιδικών. Από την εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, 24.11.1902 |
Ένα χρόνο μετά τα "Ευαγγελικά" η χώρα έζησε στο ρυθμό των "Σανιδικών", τα οποία ήταν κατά κάποια έννοια απότοκος των "Ευαγγελικών". Η κυβέρνηση Ζαΐμη που διορίστηκε το Νοέμβριο του 1901 αντιμετώπιζε έντονες επικρίσεις από το δηλιγιαννικό κόμμα, επειδή το κόμμα του πρωθυπουργού διέθετε μικρό αριθμό βουλευτών και στηριζόταν ουσιαστικά από την ψήφο των βουλευτών του παραιτηθέντα Γεωργίου Θεοτόκη.
Στο Κοινοβούλιο διαδραματίζονταν σκηνές απείρου κάλλους, η ένταση βρισκόταν στα ύψη και τελικά αποφασίστηκε η πρόωρη διάλυση της Βουλής και η διενέργεια εκλογών στις 17 Νοεμβρίου 1902. Ωστόσο, το αποτέλεσμα των εκλογών αντί να εξομαλύνει περιέπλεξε την κατάσταση, καθώς τα δύο πρώτα σε δύναμη κόμματα, το δηλιγιαννικό ("Εθνικό") και το θεοτοκικό ("Νεωτερικό"), εξέλεξαν αμφότερα από 102 βουλευτές.
Ήδη από το βράδυ των εκλογών, οι οπαδοί του Δηλιγιάννη, οι αποκαλούμενοι και "κορδονικοί" από το σύμβολο του κόμματος, ξεχύθηκαν στους δρόμους της Αθήνας διαδηλώνοντας υπέρ της... νίκης του κόμματος τους, χωρίς να έχουν καν οριστικοποιηθεί τα εκλογικά αποτελέσματα. Επί της ουσίας απλά εκβίαζαν τον διορισμό του Δηλιγιάννη ως πρωθυπουργού, καθώς στην πραγματικότητα αυτός δεν διέθετε την πλειοψηφία - κανένα κόμμα δεν είχε καταφέρει να εκλέξει τον απαιτούμενο αριθμό βουλευτών για το σχηματισμό κυβέρνησης. Το κλίμα πόλωσης επέτεινε και η καθυστέρηση ανακοίνωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων από τις επαρχίες, με αποτέλεσμα αυτά να προκαταλαμβάνονται από τις πολιτικές παρατάξεις κατά το δοκούν.
Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο δημοσίευμα της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ της 18.11.1902 (σελ.4):
"Ολίγον δε κατ' ολίγον περιεργοτάτη και πρωτοφανής δια τον πολιτισμόν διαδήλωσις κατηρτίσθη. Όλος εκείνος ο συρφετός περιελθών τα διάφορα μέρη της πόλεως ωπλίσθη με τεραστίας σανίδας τας οποίας ήρπαζε από τα διάφορα γιαπιά. Από το υπουργείον των Οικονομικών εξεκαρφώθησαν πολλαί σανίδες. ... Εκτός των χιλιάδων σανίδων τας οποίας ύψωνον εις τας χείρας, είχον ανημμένα κηρία, εκράτουν ένα μαδημένο γάλλο και ετέλουν ένα είδος κηδείας... Μέχρι βαθυτάτης νυκτός εξηκολούθουν περιφερόμενοι οι διαδηλωταί ούτοι θορυβούντες αποδοκιμάζοντες και υβρίζοντες τους; αποτυχόντας.
Αλλά το φρικαλεότερον γεγονός, το οποίον δεν δύναται κανείς να χαρακτηρίση δια λέξεων, είναι ότι οι Κανίβαλοι προέβησαν εις καταστροφάς πλέον παντός ό,τι εύρισκον ενώπιόν των. Διερχόμενοι από τας οδούς Αιόλου, Ερμού και Σταδίου, επιτίθεντο κατά των καταστημάτων, τας θύρας των οποίων έθραυον μετά πατάγου. Αι λεηλασίαι μόνον απεσοβήθησαν προλαβούσης της εξουσίας".
"Δεν γνωρίζομεν τίνα ιδέα περί θεσμών έχουσιν οι ψηφίσαντες εν Αθήναις το κορδόνι. Αλλ' αναμφιβόλως περί δημοσίας τάξεως και περί αρχιτεκτονικής ολίγας έχουν να επιδείξωσι γνώσεις. Όλα τα κτιζόμενα οικήματα των Αθηνών διηρπάγησαν. Και οι κορδονικοί εχθές εθεώρησαν επάναγκες να σύρουν επί των ώμων και μίαν τάβλαν ή μίαν δοκόν", καυτηρίαζε στις 18 Νοεμβρίου η εφημερίδα ΑΘΗΝΑΙ.
Η ίδια εφημερίδα περιέγραψε πώς η πολιτική ένταση της εκλογικής βραδιάς είχε συμπαρασύρει και τις γυναίκες, παρόλο που δεν είχαν τότε δικαίωμα ψήφου. Αν και κατά τη διάρκεια της ημέρας πολλές ήταν οι γυναίκες που ξεχύθηκαν στα ζαχαροπλαστεία του κέντρου της Αθήνας μάλλον αδιάφορες "προς το μέγα ζήτημα όπερ διήρει τους άνδρας εις δύο κόμματα", στις λαϊκές γειτονιές (Ψυρρή), η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική. Οι γυναίκες είχαν βγει στα παράθυρα, τις πόρτες και τα πεζοδρόμια και φώναζαν συνθήματα υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος, απαντώντας οι μεν στις δε. Άλλες εποχές, άλλα ήθη!
Αντίστοιχες διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν και τις επόμενες ημέρες και μάλιστα με τις ευλογίες του δηλιγιαννικού κόμματος. Άλλωστε, η κατοικία του Θεόδωρου Δηλιγιάννη αποτελούσε καθημερινά τόπο συγκεντρώσεων των οπαδών του. Οι ταραχές ονομάστηκαν "Σανιδικά" από τις σανίδες με τις οποίες ήταν οπλισμένοι οι διαδηλωτές καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμα τους. Το ΣΚΡΙΠ που ένα χρόνο νωρίτερα υποκινούσε τις ταραχές των "Ευαγγελικών" δεχόταν τώρα την οργή των "Σανιδάδων", οι οποίοι επιτέθηκαν στα γραφεία του, όπως και στα γραφεία άλλων εφημερίδων της εποχής. Στις 21.11 η εφημερίδα έγραφε οργισμένα στην πρώτη σελίδα:
"Νέα λέξις προσετέθη στη νεοελληνική γλώσσα: Σανιδάς. .... θα πη λοιπόν κάτι από αποσπασματάρχην, από αρχαίον καπετάνον, από κομματάρχην, από θεσιθήραν, από ταραχοποιόν, από άμυαλον νεοέλληνα, από ταρταρίνον αερολόγον, από Δηλιγιάννην, από αρθρογράφον κοκκινόσκουφον, από πεντοφραγκάν ψηφοφόρον, από φιλοπόλεμον απαλλαγέντα, από άνθρωπον τέλος μετέχοντα του πιθήκου και του βατράχου"
Την ίδια μέρα, το κύριο άρθρο της εφημερίδας "ΤΟ ΑΣΤΥ", ίσως η πλέον φανατική, αντικορδονική εφημερίδα, είχε τίτλο "Κυβέρνησις δι' εκβιάσεως" αφήνοντας αιχμές για το ρόλο του βασιλιά: "... προορισμός του Στέμματος εν κοινοβουλευτικώ κράτει δεν είναι να ασκή προτιμήσεις και να εκλέγη αυτό, αλλά να κυροί την λαϊκήν εκλογήν. Ουδείς δε δύναται να αξιώση παρά του Στέμματος να γίνη κομματάρχης είτε του κ. Θεοτόκη είτε του κ. Δηλιγιάννη... Οι κοπτόμενοι δε υπέρ των θεσμών και προσποιούμενοι ότι θέλουν το Στέμμα υπέρτερον των κομμάτων, ουδέν έχουν δικαίωμα να ζητούν να καταστήσουν αυτό υπηρέτην της αρχομανίας των. Κορυφούται δε η αηδία, όταν την αξίωσιν ταύτην εννοούν να την επιβάλλουν διά της απειλής της Αναρχίας".
Εντελώς διαφορετική ήταν η εικόνα που μετέφερε η εφημερίδα ΠΡΩΪΑ, που αποτελούσε κάτι σαν το γραφείο τύπου του δηλιγιαννικού κόμματος. Οι διαδηλώσεις περιγράφονταν ως αυθόρμητες και μεγαλειώδεις, ενώ παραλειπόταν οποιαδήποτε αναφορά στις περίφημες σανίδες που κρατούσαν στα χέρια τους και στα επεισόδια που προκαλούσαν. Στις 22 Νοεμβρίου, όταν η κρίση έβαινε άρχισε να εκτονώνεται, η ΠΡΩΙΑ δικαιολογούσε τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας: "Και Λαός αγγέλων και κορασίων αν ήτο, θα ησθάνετο το αίμα αυτού αναβαίνον εις το πρόσωπο και τα νεύρα του εντεινόμενα ενώπιον τοιούτων προκλήσεων, ούτως αυθάδους προσπαθείας των αντιπάλων, οι οποίοι τόσον είναι αληθές ότι ευρίσκονται εις οικειότητα μετά της εμπιστοσύνης του Λαού, ώστε ισχυρά στρατιωτική δύναμις αναγκάζεται να φρουρή αυτούς ημέρας και νυκτός από της εσπέρας της παρελθούσης Κυριακής".
Γεγονός, πάντως, είναι ότι oi διαδηλωτές με τις σανίδες πέτυχαν τον στόχο τους και τελικά ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ ανάθεσε την εντολή για το σχηματισμό κυβέρνησης στον Θεόδωρο Δηλιγιάννη στις 23 Νοεμβρίου και - ως εκ του θαύματος - η κατάσταση ηρέμησε στην πρωτεύουσα, παρόλο που υπήρχε πολιτική συμφωνία μεταξύ Θεοτόκη και Ζαΐμη που εξασφάλιζε κοινοβουλευτική πλειοψηφία στο Νεωτερικό κόμμα.
Στις 23 Νοεμβρίου, ο Σουρής σχολίαζε από το περιοδικό του (πρώτα η αριστερή στήλη και μετά η δεξιά):
Πώς και ποιούς να πρωτοψάλης; αναμνήσωμεν τα κλέη νέας εκλογής μεγάλης, που καθείς γελά και κλαίει. |
Τρόμος και φρίκη και συμφορά!... πέφτουν σανίδες και πατερά, και σκούζουν ούρρα και τραλαρό, και κολοκύθα στο πατερό. |
Ανασταίνει την πατρίδα σανιδάδων εκλογή... δεν απέμεινε σανίδα και κουδούνι σε τραγί. |
Σπάζουν καρέκλες του Ζαχαράτου κι εκείνος κλαίει τη συμφορά του, σπάζουν και τζάμια του κυρ Ζαμίχα, και των ιππέων κόβουν τον βήχα. |
Σε πλατείαις, σε καντούνια, τίγκι τάγκα τα κουδούνια, κι οι νικώντες Κορδονάτοι τρέχουν τραγοκουδουνάτοι. |
Κυλιούνται κάτω καββαλαρέοι, κι ιππέων αίμα κοχλάζον ρέει, γιαπιά, τραπέζια, κουδούνια τράγων, γίνονται λεία των θεσμοφάγων. |
ΟΡΕΣΤΕΙΑΚΑ
Ένα από τα θύματα των συγκρούσεων στα Ορεστειακά. Από την εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, 18.11.1903 |
Ο εικοστός αιώνας δεν είχε ξεκινήσει καλά για το ελληνικό κράτος. Ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος που είχε επιβληθεί μετά την ήττα στον πόλεμο του 1897, ο παραπαίων δικομματισμός της εποχής και τα μεγάλα διλήμματα της ελληνικής κοινωνίας, που έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στην ανανέωση και στη συντήρηση, εκφράζονταν μέσα από κοινωνικές ταραχές για ασήμαντα θέματα. Το Νοέμβριο του 1903, τρίτος ταραχώδης Νοέμβριος στην σειρά, αφορμή για μια ακόμη φοιτητική εξέγερση έδωσε το ζήτημα της γλώσσας, όπως και δύο χρόνια νωρίτερα με τα Ευαγγελικά.
Αφορμή αποτέλεσε το ανέβασμα της τριλογίας του Αισχύλου "Ορέστεια", αλλά και της "Αντιγόνης" του Σοφοκλή από το Βασιλικό και το Δημοτικό Θέατρο στη δημοτική γλώσσα, την οποία η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ αποκαλούσε ως "γλώσσης διαστρεβλωμένης, πολυμόρφου, ούτε δημοτικής, πολύ ολιγώτερον καθαρευούσης, κατωτέρας δε παντός κανόνος καλαισθησίας" (5.11.1903). Μάλιστα, το ίδιο δημοσίευμα χαρακτήριζε "πραξικόπημα πρωτάκουστον" το ανέβασμα των παραστάσεων από τα δύο αυτά θέατρα, επειδή υποτίθεται ότι ήταν μια κίνηση αντίθεση με το λαϊκό αίσθημα(!).
Το πρόβλημα αφορούσε την "Ορέστεια" - εξ ου και η ονομασία "Ορεστειακά" που αποδόθηκε στις ταραχές εκείνης της εποχής. Σίγουρα, οι επίμαχες μεταφράσεις είχαν περιπέσει και σε ορισμένες υπερβολές. Για παράδειγμα, στη μετάφραση της "Αντιγόνης" από τον Χρηστομάνο η λέξη "άγος" έγινε "λέρα", το "γυμνό" μεταφράστηκε ως "τζίτζιδο" κλπ, όμως αυτά ήταν κάποια ακραία παραδείγματα, που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως επιχειρήματα κατά της μετάφρασης των αρχαίων τραγωδιών σε μια γλώσσα κατανοητή από τον κόσμο. Ωστόσο, όπως διαβάζουμε στο ΕΜΠΡΟΣ (4.11.1903), η παράσταση της Αντιγόνης στο δημοτικό θέατρο ολοκληρώθηκε "εν μέσω παντοίων αποδοκιμασιών και ποδοκροτημάτων", προάγγελος των βίαιων επεισοδίων που θα επακολουθούσαν τις επόμενες ημέρες.
Τα επιχειρήματα των πολέμιων της δημοτικής γλώσσας ήταν αντίστοιχα με αυτά των σημερινών συνωμοσιολόγων: για όλα έφταιγαν οι δυτικοί που ήθελαν δήθεν να μας αφελληνίσουν και να μην μας δουν να προκόβουμε σαν λαός! Βέβαια, οι ξένες εφημερίδες ασχολήθηκαν με τα Ορεστειακά, μόνο όταν υπήρξαν θύματα και μάλιστα αναρωτιόντουσαν τι ακριβώς συνέβαινε στην Ελλάδα, αλλά αυτό αποτελούσε μια ασήμαντη λεπτομέρεια για τους λάτρεις των θεωριών συνωμοσίας. Εξίσου ως ασήμαντη λεπτομέρεια εκλαμβανόταν και το επιχείρημα ότι τόσοι και τόσοι λαοί στον κόσμο ανανέωσαν τη γλώσσα τους: από τους Ιταλούς και τους Γάλλους μέχρι τους Ρώσους. Ο καθηγητής γλωσσολογίας Γ. Χατζηδάκις, αν και σε συνέντευξη του έβγαζε φιλιππικούς εναντίον των.. κακών ξένων, το μόνο που είχε να απαντήσει στο τελευταίο επιχείρημα ήταν ότι οι λαοί αυτοί έζησαν "υπό άλλους ιστορικούς και γλωσσικούς παράγοντας".
Ο εθνικός ποιητής Κωστής Παλαμάς, που από τις στήλες της ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ υπερασπιζόταν τη δημοτική γλώσσα, λοιδορήθηκε από τους υπέρμαχους της καθαρεύουσας. Οι φοιτητές βγήκαν και πάλι στους δρόμους υπερασπιζόμενοι την... οπισθοδρόμηση υπό τις παραινέσεις του καθηγητή γλωσσολογίας Γεώργιου Μιστριώτη. Διαβάζουμε στην εφημερίδα ΑΘΗΝΑΙ (με ημερομηνία 16.11.1903), ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από ομιλία του Μιστριώτη σε φοιτητές του Εθνικού Πανεπιστημίου:
"Κύριοι φοιτηταί, καθώς γνωρίζετε παντός Έθνους δύο είνε αι κυριώτεραι υποστάσεις, η γλώσσα και η θρησκεία. Εάν δε ημείς την πρώτην απεμπολήσωμεν δεν είμεθα άξιοι του σήματος το οποίον φέρομεν. Εγώ είμαι πρόθυμος να παραιτηθώ και από της έδρας ταύτης. Ας έλθη να διδάσκη ο κ. Παλαμάς". Την ίδια ώρα οι μαινόμενοι φοιτητές που τον άκουγαν, χειροκροτούσαν και κραύγαζαν: "Κάτω ο Παλαμάς!".
Αυτή τη φορά, οι ταραχές δεν πήραν αντικυβερνητικό χαρακτήρα, όπως δύο χρόνια νωρίτερα, και η κρίση έληξε με το κατέβασμα των επίμαχων θεατρικών παραστάσεων. Ωστόσο, οι δρόμοι της πρωτεύουσας είχαν εν τω μεταξύ γίνει πεδίο μάχης ανάμεσα σε φοιτητές και αστυνομικούς, με συνολικό απολογισμό 3 νεκρούς και πολλούς τραυματίες.
Τα αιματηρά επεισόδια έλαβαν χώρα στις 16 Νοεμβρίου 1903. Απ' ότι φαίνεται, λάδι στη φωτιά είχε ρίξει η απόφαση του Βασιλικού θεάτρου να μην αναβάλλει τις παραστάσεις της Ορέστειας, όπως ήταν αρχικά συμφωνημένο. Διαμαρτυρόμενοι φοιτητές συγκεντρώθηκαν γύρω στις 3 το μεσημέρι στο καφενείο "Γαμβέτας". Από εκεί, οι φοιτητές αποφάσισαν να κινηθούν προς τη Νομική Σχολή, την οποία και κατέλαβαν δια εφόδου διακόπτοντας το μάθημα. Χτυπώντας τα πόδια στο πάτωμα προκάλεσαν αναστάτωση και υποχρέωσαν τον καθηγητή Αντωνόπουλο, που έκανε κανονικά παράδοση, να συντομεύει το μάθημα.
Φοιτητές της Νομικής προστέθηκαν στους διαδηλωτές, οι οποίοι μετέβησαν στα Προπύλαια, όπου αποφασίστηκε η διοργάνωση πορείας προς το Βασιλικό Θέατρο, όπου επιθυμούσαν να συναντηθούν με τον διευθυντή του, κ. Στεφάνου. Στη διαδρομή φώναζαν διάφορα συνθήματα, όπως "Ζήτω το Πανεπιστήμιο!", "Κάτω οι χυδισταί!" και "Κάτω οι μαλλιαροί!". Η πρώτη φάση των επεισοδίων έγινε έξω από το Υπουργείο Οικονομικών, όπου οι φοιτητές ξέσκισαν τα προγράμματα της θεατρικής παράστασης.
Ωστόσο, έξω από το θέατρο ήταν συγκεντρωμένη αστυνομική δύναμη, ενώ λίγη ώρα αργότερα κατέφθασε ο αντιεισαγγελέας Δαμασκηνός, ο οποίος συνέστησε τη συγκρότηση ειδικής επιτροπής που θα εκπροσωπούσε τους φοιτητές και θα διαμαρτυρόταν επίσημα εκ μέρους τους. Οι φοιτητές το αρνήθηκαν, ενώ παρέμειναν στο χώρο αναμένοντας τον Στεφάνου, ο οποίος δεν βρισκόταν στο θέατρο, ενώ σχεδίαζαν ν' απαγορεύσουν την είσοδο και να εμποδίσουν τους θεατές να παρακολουθήσουν την παράσταση.
Κάποια στιγμή επενέβη η αστυνομία, με αποτέλεσμα να σημειωθούν συμπλοκές, οι οποίες επεκτάθηκαν και στους γύρω δρόμους. Αν και τα πράγματα έμοιαζαν να εξομαλύνονται, η κατάσταση επιδεινώθηκε δραματικά τις βραδινές ώρες. Στις 9 το βράδυ πραγματοποιήθηκε νέα συγκέντρωση φοιτητών στο Πανεπιστήμιο, οι οποίοι αποφάσισαν να κινηθούν και πάλι προς το Βασιλικό Θέατρο. Οι διαθέσεις τους ήταν ακόμη πιο άγριες, καθώς φώναζαν συνθήματα, όπως "Θα τους κάψουμε!".
Από το σκοπευτήριο που βρισκόταν απέναντι του Υπουργείου Εσωτερικών αφαίρεσαν την ελληνική σημαία, ενώ ορισμένοι οπλίστηκαν με σανίδες για ν' αποκρούσουν τυχόν αστυνομική επέμβαση. Στο Εθνικό Τυπογραφείο, μία ίλη του ιππικού απέκλεισε τη δίοδο στους διαδηλωτές, ενώ κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες για το ποιος ξεκίνησε πρώτος, έπεσαν και πυροβολισμοί.
Νεκρός έπεσε ο Γεώργιος Μαντάς, καταγόμενος από το Καστρί της Κυνουρίας. Οι αρχικές πληροφορίες ήταν αντικρουόμενες για το αν ήταν φοιτητής ή αν διέμενε προσωρινά στην Αθήνα ετοιμαζόμενος να μεταναστεύσει στην Αμερική. Το ξενοδοχείο έγινε έξω από το ξενοδοχείο "Πριγκίπισσα Ελένη", που βρισκόταν στην οδό Σταδίου.
Αν και το Βασιλικό Θέατρο ήταν αστυνομοκρατούμενο από το φόβο επέκτασης των επεισοδίων, τελικά όλα κύλησαν ομαλά εκεί και η παράσταση ολοκληρώθηκε κανονικά. Παρών ήταν και ο πρωθυπουργός Ράλλης, ενώ δεν μετέβη τελικά στο θέατρο ο βασιλιάς Γεώργιος, όπως είχε αρχικά ενημερώσει. Άλλωστε, με δική του εντολή είχε αποφασιστεί η σύλληψη των φοιτητών που είχαν πρωτοστατήσει στα μεσημβρινά επεισόδια.
Τελικά, τις επόμενες ημέρες οι "βλάσφημες" και "αντεθνικές" παραστάσεις κατέβηκαν. Ο σκοταδισμός είχε νικήσει για ακόμη μία φορά. Η πένα του Σουρή έχει και πάλι τον λόγο ("Ο Ρωμηός", 22.11.1903):
Δεν πίστευα, δεν τόλεγα πως πόλεμος θα γίνη
σε τούτο το καμίνι,
και πως θα πέσουν πιστολιαίς και κοντακιαίς και ξύλο
μόνο για τον Αισχύλο.
Ακούς εκεί να γίνεται τέτοιο κακό, κουτέ,
γι' άνθρωπο, που δεν γνώρισε κανένας μας ποτέ;
Να σηκωθής για την Εληά, να πας για το Κορδόνι
να σπάσης το κεφάλι σου,
να πω κι εγώ χαλάλι σου,
δεν είσαι κουφαηδόνι.
Αλλά να ξεσβερκώνεσαι
και μ' όλους να τσακώνεσαι
γι' αυτόν τον μακαρίτη,
και μπαμ και μπουμ ν' ακούς βρονταίς,
θαρρώ πως είσαι κουτεντές,
φιλόμουσε ψωρίτη.
ΤΑ ΝΟΕΜΒΡΙΑΝΑ
Με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, τα γεγονότα του Νοεμβρίου του 1916 ήταν το επιστέγασμα του Εθνικού Διχασμού, δηλαδή της διαφωνίας ανάμεσα στον εκλεγμένο πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και στον βασιλιά Κωνσταντίνο Α' ως προς τη στάση που θα έπρεπε να κρατήσει η χώρα σε σχέση με τον πόλεμο. Ο πρώτος πίστευε ότι η Ελλάδα έπρεπε να συμμαχήσει με τις χώρες της Αντάντ, ενώ ο γερμανόφιλος βασιλιάς διακήρυττε ότι η χώρα έπρεπε να παραμείνει ουδέτερη - επί της ουσίας να μην στραφεί κατά της συμμαχίας των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανία και Αυστροουγγαρία).
Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε τον Φεβρουάριο του 1915, όμως κέρδισε τις εκλογές που προκηρύχθηκαν το Μάιο, για να παραιτηθεί εκ νέου τον Οκτώβριο. Προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 6 Δεκεμβρίου, στις οποίες το κόμμα των Φιλελευθέρων δεν συμμετείχε, ούτε αναγνώρισε το αποτέλεσμα τους. Με την πολιτική κατάσταση στη χώρα να είναι τεταμένη, η αποσύνθεση έτρωγε την υπόσταση του κράτους.
Άγγλοι και Γάλλοι κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, ενώ βουλγαρικά και γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας. Φιλοβενιζελικοί που υφίσταντο διώξεις έβρισκαν καταφύγιο στη Θεσσαλονίκη, όπου εκδηλώθηκε το Κίνημα Εθνικής Αμύνης στις 16 Αυγούστου 1916, οδηγώντας στο διορισμό της Προσωρινής Κυβέρνησης υπό την προεδρία του Ελευθέριου Βενιζέλου, παρά την αρχική διστακτικότητα του για το βεβιασμένο της κίνησης αυτής.
Ουσιαστικά, η Ελλάδα είχε χωριστεί σε δύο τμήματα: η Μακεδονία, η Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου υπάγονταν στο "κράτος της Θεσσαλονίκης" και από την άλλη η "Παλαιά Ελλάδα" υπό τον Κωνσταντίνο Α' και τις διορισμένες από αυτόν κυβερνήσεις, οι οποίες διαμαρτύρονταν για τις πιέσεις των χωρών της Αντάντ, όμως αδιαφορούσαν για την κατάσταση στη Μακεδονία και την γερμανο-βουλγαρική εισβολή.
Η εφημερίδα ΕΘΝΟΣ κατήγγειλε με το κύριο άρθρο της στις 17 Νοεμβρίου 1916:
"Δεν εξηγείται άλλως το γεγονός αυτό της επιδοθείσης διαμαρτυρίας προς τους ουδετέρους. Εν τη διαμαρτυρία ταύτη απαριθμούνται καταλεπτώς και τονίζονται ισχυρώς αι παρεμβάσεις των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως. Αλλ' ουδείς απολύτως γίνεται λόγος διά τας γερμανικάς απαισιότητας. Φαίνεται η Ελλάς ως αγνοούσα ότι η Βουλγαρία και η Γερμανία εισέβαλον εις το έδαφος της. Ότι παρά τας ρητάς εγγυήσεις των κατέλαβον την ανατολικήν Μακεδονίαν. Ότι ήρπασαν τα φρούρια μας. Ότι ήρπασαν απειρίαν όπλων και πυροβόλων. Ότι ηχμαλώτισαν ολόκληρον σώμα στρατού. Ότι τορπιλλίζουν τα ελληνικά σκάφη. Ότι ερημώνουν την Μακεδονίαν δι' εφαρμογής του ίδιου, ως εν Βελγίω, σχεδίου. Όλ' αυτά ουδεμίαν έχουν σημασίαν. Τα λησμονούμεν. Δι' όλας τας γερμανικάς και βουλγαρικάς επιθέσεις και εχθρικάς ενεργείας επιβάλλομεν σιγήν εις την εθνικήν αξιοπρέπειαν και τας επιταγάς της κυριαρχίας του Κράτους. Αλλ' εξεγειρόμεθα και οργιζόμεθα και είμεθα έτοιμοι, όπως αντιμετωπίσωμεν πάσαν βεβαίαν καταστροφήν, ως η Αντάντ προβάλλει αξιώσεις".
Ήταν εμφανές, ότι η φαινομενική "ουδετερότητα" της βασιλιά Κωνσταντίνου και της διορισμένης από αυτόν ελληνικής κυβέρνησης ήταν στην ουσία φιλογερμανική στάση - παρότι απέβαινε σε βάρος των εθνικών συμφερόντων. Μία μέρα μετά, στις 18 Νοεμβρίου 1916, έγινε η "μάχη της Αθήνας", μετά την κατάληψη του Πειραιά από μικρή, γαλλική, στρατιωτική δύναμη υπό τον αντιναύαρχο Νταρτίζ ντυ Φουρνέ. Επρόκειτο για μέσο πίεσης προκειμένου να καμφθεί η αδιαλλαξία του Κωνσταντίνου, ο οποίος όμως δεν κάμφθηκε. Στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν 194 από τους Συμμάχους και 82 Έλληνες, χωρίς να περιλαμβάνονται στοιχεία για τον άμαχο πληθυσμό. Λίγες ώρες αργότερα, οι δυνάμεις του Φουρνέ υποχώρησαν, καθώς ουσιαστικά δεν περίμεναν ότι τα πράγματα θα έφταναν σε τόσο ακραίο σημείο.
Αμέσως, επακολούθησαν βιαιότητες στους δρόμους της πρωτεύουσας. Χαρακτηριστικός είναι ο αποκαλυπτικός πρωτοσέλιδος τίτλος της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ στις 20 Νοεμβρίου: "Η ΧΘΕΣΙΝΗ ΕΚΔΙΚΗΤΗΡΙΟΣ ΗΜΕΡΑ- ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ ΘΕΑΤΡΟΝ ΠΟΛΕΜΟΥ - ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ ΠΡΟΔΟΤΩΝ", ενώ στο ρεπορτάζ της φανατικής αντιβενιζελικής εφημερίδας γινόταν λόγος για εύρεση δήθεν προδοτικού και συνωμοτικού υλικού στην κατοικία του πρώην πρωθυπουργού στην πρωτεύουσα - παρόλο που αυτός βρισκόταν τους τελευταίους μήνες στη Θεσσαλονίκη.
Η νίκη των φιλοβασιλικών ήταν πύρρειος. Στα τέλη Νοεμβρίου ξεκίνησε ο ναυτικός αποκλεισμός της πρωτεύουσας και ολόκληρης της χώρας, που οδήγησε τελικά στην παραίτηση και εξορία του Κωνσταντίνου το Ιούνιο του 1817. Η πολιτική ενότητα της χώρας αποκαταστάθηκε, αναβίωσε η βουλή των εκλογών του Μαΐου 1915 (που γι' αυτόν τον λόγο έμεινε στην ιστορία και ως η "Βουλή των Λαζάρων").
Ωστόσο, δεν αποκαταστάθηκε η ψυχική ενότητα στον πληθυσμό της χώρας. Οι βίαιες συγκρούσεις "βενιζελικών" και "κωνσταντινικών" αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο, παρά τη δικαίωση των επιλογών του Ελευθέριου Βενιζέλου με την επικράτηση των δυνάμεων της Αντάντ και την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών τον Ιούλιο του 1920. Λίγες ημέρες μετά ακολούθησε η απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου στη γαλλική πόλη Λυόν, η βίαιη απάντηση ορισμένων οπαδών του στην Αθήνα κατά πολιτικών αντιπάλων και τελικά, στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 επικράτησε - χάρη στον εκλογικό νόμο - η Ηνωμένη Αντιπολίτευση.
Δύο μήνες πριν τα γεγονότα που έμειναν στην ιστορία ως "Νοεμβριανά", ο Γεώργιος Σουρής περιέγραφε το ζοφερό κλίμα της εποχής (πρώτα η αριστερή στήλη και μετά η δεξιά):
Ελλάς, Πατρίς μεγάλη, ποιος ειμπορεί να ψάλη το τωρινό σου χάλι; |
Φτύνεσ’ εδώ κι εκεί, και με ξετσιπωσιά κυττάζεις κυνική την κοσμοχαλασιά. |
Πολλά τα ξαφνικά σου, κρώζουν για σε κοράκια, και τρων τα σωθικά σου λογής λογής σαράκια. |
Φυλών επιδρομάς βλέπεις στα χώματα σου, και ξένοιαστη κρεμάς στον τοίχο τάρματά σου. |
Που ξεμαλλιάρα τρέχεις; τι γίνεσαι; πού νάσαι; Βασίλειο δεν έχεις κι αδέσποτη πλανάσαι |
Δεν φέγγει φως κανένα την σκοτεινή βραδειά σου, και ξανασκορπισμένα, σπαράζουν τα παιδιά σου. |
Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ ΕΞΙ
Έξι χρόνια μετά τα Νοεμβριανά και δύο χρόνια μετά τις εκλογές του 1920, η Ελλάδα ζούσε και πάλι μια από τις κρισιμότερες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας της. Η Μικρασιατική καταστροφή (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1922) οδήγησε στο Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου και στην ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης, ενώ ο λαός διαδήλωνε υπέρ της σύλληψης και εκτέλεσης των υπευθύνων για την τραγωδία.
Ως; υπεύθυνοι συνελήφθησαν και δικάστηκαν: οι πρώην πρωθυπουργοί Δημήτριος Γούναρης, Νικόλαος Στράτος και Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, ο Γεώργιος Χατζανέστης, διοικητής της στρατιάς της Μικράς Ασίας, ο υποναύαρχος και πρώην υπουργός Μιχαήλ Γούδας, ο υποστράτηγος και πρώην υπουργός Ξενοφών Στρατηγός και οι υπουργοί Νικόλαος Θεοτόκης και Γεώργιος Μπαλτατζής. Όπως ανέφερε το διάγγελμα της Εκτελεστικής Επιτροπής της Επανάστασης, σκοπός της δίκης ήταν "παραδειγματικής ποινικής τιμωρίας των εχθρών της Πατρίδος, εις τους οποίους οφείλεται η κατάρρευσις του Μικρασιατικού Μετώπου και ή διεθνής καταδίκη της Θράκης, η οποία, δυστυχώς, είχε προηγηθεί της Επαναστάσεως».
Η δίκη των οκτώ ξεκίνησε στις 31 Οκτωβρίου στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής. Η απόφαση ανακοινώθηκε στις 15 Νοεμβρίου. Εξαιρουμένων του Μ. Γούδα και του Ξ. Στρατηγού, οι υπόλοιποι έξι καταδικάστηκαν "εις την ποινήν του Θανάτου". Μεγάλες ήταν οι διεθνείς αντιδράσεις για τη σκοπιμότητα υλοποίησης μιας τέτοιας ποινής, ενώ τηλεγράφημα απέστειλε από το εξωτερικό, όπου διέμενε, και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μόνο που αυτό άργησε να φτάσει στους παραλήπτες. Όλα έγιναν με συνοπτικές διαδικασίες. Οι κατηγορούμενοι έμαθαν την απόφαση του έκτακτου στρατοδικείου στις 9 το πρωί και οι εκτελέσεις έγιναν μιάμιση ώρα αργότερα στο Γουδή.
Μία ώρα μετά την εκτέλεση των έξι, στις 11.30΄, έφτασε τηλεγράφημα του Ελευθέριου Βενιζέλου από τη Λωζάνη, με το οποίο ο πρώην πρωθυπουργός επιχειρούσε να την αποτρέψει αγνοώντας τις συνοπτικότατες διαδικασίες που είχαν ήδη ακολουθηθεί:
"Λωζάνη, 15 Νοεμβρίου 1922
Επαναστατικήν Επιτροπήν, Αθήνας.
Σήμερον ο Λόρδος Κώρζον βαθύτατα συγκεκινημένος με πλησίασε και μοι επέδειξε τηλεγράφημα αγγέλον την απόφασιν του Στρατοδικείου δι' ης καταδικάζονται εις θάνατον οι κατηγορούμενοι. Μοι ετόνισεν την φρικαλέαν εντύπωσιν, η οποία θα εδημιουργείτο όχι μόνον μεταξύ των κυβερνητικών κύκλων εν Αγγλία, αν υπεύθυνοι υπουργοί της χώρας, οίτινες κατά τρόπον έκδηλον είχον υπέρ αυτών την υποστήριξιν της κοινής γνώμης ότε ανέλαβον την αρχήν, εξετελούντο. Και προσέθηκεν ότι αν πραγματοποιηθή η εκτέλεσις, η βρετανική κυβέρνησις θα προβή εις ανάκλησιν του πρεσβευτού της. Καίτοι, όπως γνωρίζετε, μετά προσοχής αποφεύγω να επέμβω εις τας εσωτερικάς υποθέσεις της χώρας. Θεωρώ καθήκον μου να σας βεβαιώσω ότι η εντύπωσις θα είναι πράγματι ως την παριστά ο Λόρδος Κώρζον και να επισύρω την προσοχήν σας επί του γεγονότος ότι η θέσις μου ενταύθα θα καταστή δυσχερής.
ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ"
Μία ώρα μετά την εκτέλεση των έξι, στις 11.30΄, έφτασε τηλεγράφημα του Ελευθέριου Βενιζέλου από τη Λωζάνη, με το οποίο ο πρώην πρωθυπουργός επιχειρούσε να την αποτρέψει αγνοώντας τις συνοπτικότατες διαδικασίες που είχαν ήδη ακολουθηθεί:
"Λωζάνη, 15 Νοεμβρίου 1922
Επαναστατικήν Επιτροπήν, Αθήνας.
Σήμερον ο Λόρδος Κώρζον βαθύτατα συγκεκινημένος με πλησίασε και μοι επέδειξε τηλεγράφημα αγγέλον την απόφασιν του Στρατοδικείου δι' ης καταδικάζονται εις θάνατον οι κατηγορούμενοι. Μοι ετόνισεν την φρικαλέαν εντύπωσιν, η οποία θα εδημιουργείτο όχι μόνον μεταξύ των κυβερνητικών κύκλων εν Αγγλία, αν υπεύθυνοι υπουργοί της χώρας, οίτινες κατά τρόπον έκδηλον είχον υπέρ αυτών την υποστήριξιν της κοινής γνώμης ότε ανέλαβον την αρχήν, εξετελούντο. Και προσέθηκεν ότι αν πραγματοποιηθή η εκτέλεσις, η βρετανική κυβέρνησις θα προβή εις ανάκλησιν του πρεσβευτού της. Καίτοι, όπως γνωρίζετε, μετά προσοχής αποφεύγω να επέμβω εις τας εσωτερικάς υποθέσεις της χώρας. Θεωρώ καθήκον μου να σας βεβαιώσω ότι η εντύπωσις θα είναι πράγματι ως την παριστά ο Λόρδος Κώρζον και να επισύρω την προσοχήν σας επί του γεγονότος ότι η θέσις μου ενταύθα θα καταστή δυσχερής.
ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ"
Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ
Το 1973 ήταν το έτος της εξέγερσης των Ελλήνων φοιτητών. Ύστερα από 6 χρόνια ανελέητης στρατιωτικής χούντας, με τις συλλήψεις αντιφρονούντων, τους εκτοπισμούς και τα βασανιστήρια να συνθέτουν ένα σκηνικό σιωπηλού τρόμου, ήρθε η ώρα της νεολαίας να εκφράσει τη λαϊκή αντίδραση.
Η κατάληψη της Νομικής στην Αθήνα το Φεβρουάριο και το Μάρτιο του 1973 ήταν απλά ο προπομπός. Στις 14 Νοεμβρίου φοιτητές κατέλαβαν το Πολυτεχνείο. Τα συνθήματα στρέφονταν απροκάλυπτα κατά του καθεστώτος: "Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία", "Κάτω η χούντα", "Σήμερα πεθαίνει ο φασισμός" κλπ.
Μέσα σε λίγες ώρες οι φοιτητές κατασκεύασαν ραδιοφωνικό πομπό καλώντας τον λαό να ξεσηκωθεί: "Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλά ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων". Ο λαός της Αθήνας ανταποκρίνεται και χιλιάδες συρρέουν γύρω από το χώρο του Πολυτεχνείου. Η εξέγερση εξαπλώθηκε στα Πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης και των Πατρών.
Παρά τις αρχικές του διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου, το αιφνιδιασμένο καθεστώς αποφάσισε τη βίαιη καταστολή της φοιτητικής εξέγερσης. Στις 2.15΄ τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου τα τανκ περικύκλωσαν το χώρο του Πολυτεχνείου. Η επιχείρηση εκκένωσης είχε ξεκινήσει από τις 8.30' το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου, όταν έπεσαν τα πρώτα δακρυγόνα. Στις 3 ακριβώς "ένα από τα άρματα μάχης έπεσε πάνω στην κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου, την γκρέμισε, έκανε πίσω και άφησε ελεύθερο τον χώρο, για να εισβάλλουν αστυνομικοί και άντρες των ΛΟΚ, ενώ συγχρόνως ερρίπτοντο ριπές πολυβόλων στον αέρα", όπως περιέγραφε το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ, στο φύλλο της 17.11.1973. Η επιχείρηση κράτησε μισή ώρα.
Την ώρα που οι φοιτητές ήταν ανεβασμένοι στα κάγκελα έχοντας ξεκουμπώσει τα πουκάμισα και ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο, από τον ερασιτεχνικό σταθμό του ιδρύματος ακούγονταν τα τελευταία λόγια του εκφωνητή:
"Είμαστε άοπλοι, είμαστε άοπλοι. Οι φοιτητές βρίσκονται απέναντι στα τανκς. Δεν πρέπει να χυθεί ελληνικό αίμα. Παρόλο που είμαστε νεαροί, γνωρίζουμε πόσο έχει στοιχίσει το αίμα στη χώρα μας. Οι φαντάροι είναι αδέλφια μας, δεν θα μας πυροβολήσουν. Αγωνιζόμαστε για μια καλύτερη κι ελεύθερη Ελλάδα. Να καθορίζουμε μόνοι μας τις τύχες του λαού μας. Αγωνιζόμαστε για τη λευτεριά αυτού του τόπου.
Όλος ο λαός, ο στρατός, οι φοιτητές είμαστε αδέλφια. Δε θα σηκώσει όπλο ο φαντάρος εναντίον του αδελφού του. Οι φαντάροι δεν θα τολμήσουν να σκοτώσουν τα άοπλα παιδιά. Δεν θα τολμήσουν να επιτεθούν με σφαίρες πολυβόλων για να σκοτώσουν τ' αδέλφια τους. Ελληνικά στρατευμένα νιάτα, ξέρετε πολύ καλά πως ο λαός είναι μαζί σας. Ξέρουμε πολύ καλά πως οι καρδιές σας είναι μαζί μας.
Ελληνικέ λαέ, έξω από το Πολυτεχνείο βρίσκονται τανκς κι έχουν στραμμένες τις μπούκες των κανονιών τους στα παιδιά σου. Αυτή τη στιγμή, ελληνικέ λαέ, μπορείς να δεις πώς μας κατάντησαν οι Αμερικάνοι. Δεν πρέπει να χυθεί ελληνικό αίμα".
Πολλή μελάνη χύθηκε άδικα για το εάν οι φοιτητές σκοτώθηκαν εντός ή εκτός του κτιρίου ή του αύλιου χώρου του Πολυτεχνείου. Δηλαδή τι; Δικαιολογείται η επέμβαση ολόκληρου τανκ(!) για τη λήξη της κατάληψης; Δικαιολογούνται οι νεκροί; Δεν πειράζει ή είναι μικρότερο το κακό, όταν διαδηλωτές/φοιτητές/πολίτες σκοτώνονται από τις αρχές ενός κράτους στους δρόμους; Αστεία πράγματα...
Στις 9 Νοεμβρίου 2003, η εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ δημοσίευσε αποκλειστική συνέντευξη με τον οδηγό του τανκ που γκρέμισε την πύλη του Πολυτεχνείου. Ο Α. Σκευοφύλαξ ήταν εκπαιδευτής στο Κέντρο Τεθωρακισμένων στο Γουδί εκείνη την περίοδο. Ακολουθούν ορισμένα αποσπάσματα από τη συνέντευξη του στο ΒΗΜΑ και στο δημοσιογράφο Κώστα Χατζίδη:
"Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 16ης Νοεμβρίου, η ίλη μου πήρε εντολή να ετοιμαστεί για έξοδο... Εγώ ήμουν οδηγός στο πρώτο άρμα που βγήκε στο δρόμο. Στις 1.15 το πρωί της 17ης Νοεμβρίου φτάσαμε στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Λίγο αργότερα διασχίζαμε την Αλεξάνδρας, όταν στο ύψος του ΙΚΑ, στη στάση Σόνια, σταματήσαμε γιατί ο δρόμος ήταν κλειστός. Υπήρχαν οδοφράγματα, φωτιές και ακινητοποιημένα λεωφορεία... στην πλατεία Αιγύπτου μείναμε περίπου μία ώρα. Ο κόσμος θυμάμαι ότι μας φώναζε "είμαστε αδέλφια, είμαστε αδέλφια". Εγώ ήθελα να τους φάω. Τους έβλεπα σαν παράσιτα... Φτάνοντας μπροστά στην πόρτα, έστριψα το άρμα προς το Πολυτεχνείο με γυρισμένο το πυροβόλο προς τα πίσω.... Δεκάδες φοιτητές κρέμονταν από τα κάγκελα, ενώ εκατοντάδες βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο. Έδειχναν πανικόβλητοι."
Εντυπωσιακή ήταν η περιγραφή του για τη στιγμή που εισέβαλε με το τανκ στο χώρο του Πολυτεχνείου: "Η καγκελόπορτα έπεσε αμέσως. Πίσω από τη σιδερένια πύλη ήταν σταθμευμένο το Μερσεντές, το οποίο είχαν βάλει εκεί οι φοιτητές για να φράξουν την είσοδο. Το έκανα αλοιφή. Η αριστερή ερπύστρια το έλιωσε. Με το που έπεσε η πύλη του Πολυτεχνείου εισέβαλαν οι αστυνομικοί για να συλλάβουν τους φοιτητές. Λίγο αργότερα κατέβηκα και εγώ από το άρμα και μπήκα στο χώρο του Πολυτεχνείου. Δεν υπήρχε νεκρός. Θα μπορούσε όμως και να υπάρχουν νεκροί.
... Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου ήταν πολύ χτυπημένοι, θυμάμαι ότι είδα πολλούς τραυματίες, ενώ τρεις-τέσσερις ήταν σωριασμένοι κάτω, ακίνητοι. Δεν ξέρω αν ήταν νεκροί. Δεν κοίταξα να δω. Κάποια στιγμή ένας φοιτητής όρμησε κατά πάνω μου και μου είπε: "Τι κατάλαβες τώρα που μπήκες;". Αφηνίασα. Έβγαλα το πιστόλι και προτάσσοντας το γύρισα και του είπα ουρλιάζοντας: "Σκάσε, ρε κωλόπαιδο, μη σε καθαρίσω". Αυτός ο φοιτητής δεν ήξερε πόσο τυχερός στάθηκε εκείνη τη στιγμή... Αν έλεγε μια κουβέντα παραπάνω, θα τον σκότωνα! Τέτοιος ήμουν. Ένας φασίστας", εξομολογούνταν ο Α. Σκευοφύλαξ, ο οποίος παραδεχόταν ότι αργότερα άλλαξε τελείως πολιτικές απόψεις.
"Ντρέπομαι γι' αυτό που ήμουν, γι' αυτό που έκανα. Στη θέση μου θα μπορούσε να βρεθεί ο καθένας, έφεδρος στρατιώτης ήμουν άλλωστε. Δεν με απαλλάσσει όμως αυτό. Μέχρι που μπήκα μέσα, πίστευα αυτό που έκανα. Στη συνέχεια έγινε ο εφιάλτης της ζωής μου" προσέθετε, ενώ ζητούσε δημοσίως συγγνώμη από τους φοιτητές εκείνης της εποχής, έστω και με τριάντα χρόνια καθυστέρησης..
Διαβάστε κι αυτό:
Οι 6 "καυτοί" Ιούλιοι της ελληνικής ιστορίας
Διαβάστε κι αυτό:
Οι 6 "καυτοί" Ιούλιοι της ελληνικής ιστορίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου