23 Ιανουαρίου 2013

Μια συνέντευξη του Γρηγόρη Μπιθικώτση για το Μίκη Θεοδωράκη και το λαϊκό τραγούδι το Μάρτιο του 1963


"Λεπτός, μελαχροινός, ευκίνητος, με μάτια που λάμπουν και πρόσωπο με αδρή γραμμή. Μια φυσιογνωμία καθαρά λαϊκή, χωρίς όμως να'χει τίποτα το πρόστυχο απάνω της. Θυμίζει φιγούρες, κείνες τις γεμάτες ευγένεια φιγούρες του Θεόφιλου". Έτσι περιέγραφε ο δημοσιογράφος Κυριάκος Κορόβηλας το Γρηγόρη Μπιθικώτση, στη συνέντευξη που του παραχώρησε ο τελευταίος και  δημοσιεύτηκε στις 18 Μαρτίου 1961 στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ. 

Στη συνέντευξη εκείνη, ο Μπιθικώτσης αναφέρθηκε στη συνεργασία του με το Μίκη Θεοδωράκη, στην αγάπη του κόσμου και πώς την εισέπραττε ο ίδιος, αλλά και στο πώς έμαθε να παίζει μπουζούκι χάρη στη... βασίλισσα Φρειδερίκη. Η περιγραφή ανήκει στον ίδιο:
"Είχαμε κάμει μια μικρή ομάδα με όργανα και τις Κυριακές μαζευόμαστε στο "Καψό" και τραγουδάγαμε. Έλεγα τότε ελαφρά τραγούδια. Υπήρχε τότε κι ένα μπουζούκι. Αλλ' εγώ δεν ήξερα να το παίζω. Κάπου-κάπου μονάχα το 'παιρνα και το γρατζούνιζα, έτσι για πλάκα. Κάποια φορά ήρθε η βασίλισσα... Εγώ δεν ήθελα να παίξω και να τραγουδήσω με το μπουζούκι. Οι άλλοι όμως επιμένανε. Και τραγούδησα. Όταν τελείωσα, η βασίλισσα με φώναξε και με συγχάρηκε. Εγώ τα 'χασα. "Ξέρεις, βασίλισσα μου, της είπα. Αν είχα πιο καλό μπουζούκι, θα ευχαριστιόσουνα πιο πολύ. Κοίταξε το, είναι σαράβαλο". Η βασίλισσα γέλασε και μου 'πε ότι θα μου στείλει ένα καινούριο για να παίζω καλά. Ε, λοιπόν, μου το έστειλε. Μ' αυτό έμαθα. Τώρα δεν το χρησιμοποιώ, βέβαια. Το 'χω στο σπίτι μου, κρεμασμένο στην πιο καλή γωνία. Και το προσέχω σαν τα μάτια μου".
Στη συνέχεια, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης περιέγραψε πώς ο Μίκης Θεοδωράκης τον επέλεξε να τραγουδήσει στον "Επιτάφιο", που κυκλοφόρησε λίγους μήνες πριν τη συνέντευξη εκείνη και σημείωσε τεράστια επιτυχία. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο "σερ" του ελληνικού τραγουδιού, ο Θεοδωράκης βρισκόταν στο Παρίσι. "Άκουσε εκεί κάτι δίσκους μου και τ' άρεσε η φωνή μου. Αργότερα, όταν ήλθε στην Ελλάδα, με ζήτησε να του τραγουδήσω τον "Επιτάφιο"".
Βέβαια, ο Μπιθικώτσης και ο Θεοδωράκης είχαν πρωτογνωριστεί πολλά χρόνια πριν, όταν και οι δύο βρίσκονταν εξόριστοι στη Μακρόνησο, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Ωστόσο, στη συνέντευξη του στο ΕΜΠΡΟΣ, ο ερμηνευτής περιορίστηκε απλά να αναφέρει ότι "είχαμε κάνει μαζί στρατιώτες". Οι λέξεις "εξορία" και "Μακρόνησος" ήταν σχεδόν απαγορευμένες εκείνη την εποχή λόγω του πολιτικού κλίματος.
Στην ερώτηση του δημοσιογράφου πώς έβρισκε τον "Επιτάφιο", ο Μπιθικώτσης ήταν κατενθουσιασμένος: "Αυτό είναι άλλο πράγμα. Αυτό είναι γνήσια λαϊκή μουσική και δύσκολη, μάλιστα, μουσική. Από τον "Επιτάφιο", τη "Μυρτιά", το "Είχα φυτέψει μια καρδιά", τη "Δραπετσώνα" το "Μάνα μου και Παναγιά", που θα τραγουδιούνται για πάρα πολλά χρόνια, αρχίζει η ανανέωση του λαϊκού τραγουδιού, που χρειάστηκε χρόνια για να βρει τον άνθρωπο του, το Θεοδωράκη. Τώρα, όμως, γίνεται καλή δουλειά. Το λαϊκό τραγούδι έπαψε να είναι τούρκικος ή αιγυπτιακός αμανές. Έγινε ελληνικό τραγούδι, που μιλάει ίσια στην καρδιά σου και το νιώθεις, το καταλαβαίνεις. Ο Θεοδωράκης είναι μεγάλος συνθέτης. Μακάρι να είχαμε κι άλλους σαν κι αυτόν. Και να δεις τι υπομονή που έχει, όταν μου τα μαθαίνει....
... Κλεινόμαστε ώρες ολόκληρες μαζί. Αυτός στο πιάνο κι εγώ με το μπουζούκι. Μου το σιγοτραγουδάει, νότα-νότα, και πού να πιάσω το σωστό τόνο. Ξέρεις τι δύσκολη μουσική που είναι; Αλλά έχει μεγάλη υπομονή ο Θεοδωράκης, πιο μεγάλη κι από τον Χατζηδάκη", τον οποίο ο Μπιθικώτσης χαρακτήρισε ως τον "πρώτο αναμορφωτή του λαϊκού τραγουδιού". Μαζί συνεργάστηκαν για ορισμένο διάστημα ("Γαρύφαλλο στ' αφτί", "Είμαι άντρας"), όμως στη συνέχεια ο Χατζηδάκης "άρχισε να γράφει ελαφρότερα τραγούδια, που δεν πήγαιναν στη φωνή μου". 
Εκτός από τις συνεργασίες του με τους μεγάλους συνθέτες, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης έγραψε κι ο ίδιος ορισμένα τραγούδια μόνος του, αν και δεν είχε φοιτήσει ποτέ σε ωδείο, ούτε γνώριζε τις νότες του πενταγράμμου. Πώς, λοιπόν, συνέθετε τα τραγούδια του; Το εξηγούσε στην ίδια συνέντευξη:
"Τα γράφω πρώτα στο μυαλό μου και τα τραγουδάω για τον εαυτό μου. Σιγά-σιγά κι από μέσα μου, η μουσική τους δένεται και παίρνει μορφή. Έχω ακούσει πως κάτι τέτοιο έκανε κι ο Μπετόβεν να πούμε. Βέβαια, εκείνος σε πολύ μεγάλη κλίμακα. Δεν είμαστε το ίδιο. Μετά βρίσκω κάποιον που ξέρει να γράφει νότες, του το τραγουδάω και το παίζω στο μπουζούκι μου κι εκείνος το γράφει με νότες στο πεντάγραμμο".
Άνθρωπος μετρημένος, ταπεινός, χωρίς να έχουν πάρει τα μυαλά του αέρα, ο Μπιθικώτσης περιέγραψε με αυθεντικό τρόπο τα συναισθήματα που του προκαλούσε η μεγάλη αγάπη του κόσμου, που συνέρρεε στο μαγαζί, όπου τραγουδούσε, για να τον ακούσει: 
"Είναι πολύ μεγάλη συγκίνηση και σε κάνει να φοβάσαι λίγο. Να νιώθεις τον εαυτό σου υπεύθυνο. Αλήθεια, είναι πολύ παράξενος ο κόσμος! Κάθε βράδυ, εδώ που τραγουδάω γεμίζει από κόσμο, από ανθρώπους καλούς, μορφωμένους, που όλοι ζητούν να τους πω κάτι, να τους μιλήσω. Γιατί; Τι να τους πω εγώ, αφού βλέπω πως οι πιο πολλοί απ' αυτούς είναι ανώτεροι από μένα...".
Όσον αφορά τα σχέδια του για το μέλλον, ο μεγάλος ερμηνευτής εμφανιζόταν επίσης προσγειωμένος: "Όσο μπορώ να τραγουδάω, θα τραγουδάω, γιατί πιστεύω πως με τη μουσική ο κόσμος γίνεται καλύτερος. Με όλη τη μουσική - και τη κλασσική που λένε και το μπουζούκι. Μαλακώνει η ψυχή του και γίνεται σαν αρνάκι. Έχω δει πολλούς να δακρύζουν, όταν ακούνε μουσική. Γι' αυτό θέλω να τραγουδάω όλο για πολλούς".


Σχετικά θέματα:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου