Ένα εξαιρετικό αφιέρωμα στον "Άγνωστο Σολωμό" του λογοτέχνη Κ. Καιροφύλα δημοσιεύτηκε σε συνέχειες από την εβδομαδιαία εφημερίδα "Η Κυριακή του Ελευθέρου Βήματος" από το πρώτο φύλλο έκδοσής της στις 12 Δεκεμβρίου 1926 μέχρι και τις 20 Μαρτίου 1927. Από το πλουσιότατο και εξαιρετικό αφιέρωμα προς τον εθνικό ποιητή, ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η μαρτυρία της 82χρονης - τότε - Ελένης Σολωμού (δεύτερη σύζυγος του αδερφού του ποιητή και θεία του Καιροφύλα), η οποία μοιράστηκε τις αναμνήσεις που είχε προηγουμένως μοιραστεί μαζί της ο σύζυγος της και αδελφός του Διονυσίου Σολωμού, Δημήτρης.
Πρόκειται για αφηγήσεις από την προσωπική και όχι από τη συγγραφική ζωή του ποιητή: οι ανθρώπινες αδυναμίες του, οι φίλοι του, οι γυναίκες της ζωής του, γιατί δεν επισκέφτηκε ποτέ την ελεύθερη Ελλάδα, η δίκη με τη μητέρα του, ο θάνατος του. Αν και ορισμένες από τις μαρτυρίες αυτές διαπνέονται από μεροληψία και ελέγχονται για την ορθότητα τους, όπως η κατηγορία ότι ο υπηρέτης του ποιητή έκλεψε τα χειρόγραφα του, πρόκειται για ένα σημαντικό ντοκουμέντο, όσον αφορά την άγνωστη, προσωπική ζωή του Διονυσίου Σολωμού και κυρίως οι σχέσεις του με τον αδερφό του Δημήτρη.
(Η μαρτυρία της Ελένης Σολωμού δημοσιεύτηκε σε συνέχειες από τις 12.12.1926 μέχρι τις 09.01.1927. Το υλικό προέρχεται από το αρχείο της εφημερίδας "Η Κυριακή του Ελευθέρου Βήματος", που φιλοξενείται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων)
Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΤΟΥ ΗΛΙΚΙΑ
Από μικρός ο ποιητής ήταν ατίθασος, παράξενος, ανυπόφορος, δεν άκουγε κανένα και ήθελε να επιβάλλει τη θέληση του στους άλλους. Ιδίως είχε πείσμα. Δεν του άλλαζες γνώμη με κανένα τρόπου. Ο αδελφός του Δημήτρης μου διηγήθηκε ότι κατά την εκλογή επισκόπου Ζακύνθου, η οποία έγινε με μεγάλο πείσμα, ο ποιητής ήταν ενάντιος στον υποψήφιο Δενάζη, τον οποίο υποστήριζε ο αδελφός του Δημήτρης. Μετά την επιτυχία του Δενάζη, σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής, έγινε μεγαλοπρεπής διαδήλωση στους δρόμους της Ζακύνθου. Οι φίλοι το Δενάζη έριχναν στα παράθυρα, ενώ περνούσε η διαδήλωση, άνθη, κουφέτα, περιστέρια και κολονάτα. Ο ποιητής, για να κάμει πείσμα στον αδελφό του, ενώ πλησίαζε η διαδήλωση να περάσει από το σπίτι του, διότι κατοικούσε χωριστά από τον αδελφό του, διέταξε τους υπηρέτες του κι έκλεισαν θορυβωδώς κι επιδεικτικά όλα τα παράθυρα του σπιτιού του.
ΤΟ ΠΕΙΣΜΑ
Το πείσμα του όμως αυτό δεν ήταν από κακία, απεναντίας όλη η ζωή του ήταν γεμάτη από επεισόδια καλοσύνης, αλτρουϊσμού και φιλανθρωπίας. Συγκινούταν με το παραμικρότερο πράγμα. Γι' αυτό, η μητέρα του, όταν ήθελε να τον δαμάσει, τον έπιανε με το καλό. Και αυτό ήταν το καλύτερο μέσο για να τον κάμει ό,τι ήθελε. Πολλές φορές τα έβαζε με τον αδελφό του, αλλ' ο Δημήτρης, όπως μου διηγήθηκε αργότερα, δεν του έδινε απάντηση, τον άφηνε να ξεθυμάνει, γιατί ήξερε ότι γρήγορα θα ξαναγύριζε για να του ζητήσει συγγνώμη, να ξαναφιλιωθούν. Μια καρδιά αιώνια παιδική... Γκρινιάρης. Αφού έφθανε να θυμώνει και να παραπονείται, διότι ο Δημήτρης δεν του έστειλε εγκαίρως τα σπιτικά παξιμάδια, τα οποία του άρεσαν φοβερά και τα οποία είχε αναλάβει να του στέλλει τακτικά από την Ζάκυνθο όλο το διάστημα που έζησε στην Κέρκυρα. Αλίμονο αν αργούσε να του στείλει το βαρέλι με την Βερντέα, το εκλεκτό ζακυνθινό κρασί. Τον έπιανε απελπισία και θυμός.
ΤΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΤΟΥ
Γράφτηκε πολλές φορές ότι έφυγε από την Ζάκυνθο, γιατί μάλωσε με τον αδελφό του. Η αφορμή δεν ήταν αυτή. Η αλήθεια είναι, όπως μου διηγήθηκε πολλές φορές ο Δημήτρης, ότι ο ποιητής δεν "σύγκανε" με την πρώτη γυναίκα του Δημήτρη. Θυμάμαι μάλιστα ότι ένα βράδυ ο Δημήτρης μου είπε εμπιστευτικά:
- Η πρώτη μου γυναίκα είχε επιτακτικό χαρακτήρα και εξ αιτίας της δεν έμεινε εδώ ο αδελφός μου. Είμαι βέβαιος ότι αν είχα τότε εσένα, θα κατόρθωνες με τους τρόπους σου να κατακτήσεις τον παράξενο αυτό αγριάνθρωπο, τόσο ώστε χωρίς άλλο θ' άφηνε εσένα κληρονόμο του.
Μερικοί είπαν ότι ο ποιητής έφυγε από την Ζάκυνθο, διότι ντρεπόταν να μείνει έπειτα από τη δίκη εναντίον της μητέρας του. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Διότι έφυγε το 1828 για την Κέρκυρα, ενώ η δίκη άρχισε το 1833 και τελείωσε το 1838.
Κατά βάθος ποτέ δεν έπαψε ν' αγαπάει τον αδελφό του ο ποιητής. Από τότε που πήγε στην Κέρκυρα ως την ημέρα του θανάτου του, δεν έπαυε να γράφει στο Δημήτρη τα γλυκότερα και ευγενικότερα γράμματα. Αυτό δείχνει ότι κατά βάθος ο ποιητής ήταν ένας γκρινιάρης, ο οποίος με παραμικρές αφορμές μάλωνε όταν ήταν σιμά, αλλ' από μακριά έμενε πάντα ο καλόκαρδος και ευγενικός άρχοντας που πράγματι ήταν.
Στον αδελφό του μάλιστα είχε και κάποιο αίσθημα σεβασμού και φανερής εκτίμησης. Γι' αυτό πάντα του έγραφε με τον τίτλο του, όταν ο Δημήτρης έγινε πρίγκηψ πρόεδρος της Ιονίου γερουσίας. Τον τιτλοφορούσε πάντοτε "Υψηλότατε", τόσο στα γράμματα του όσο και μπροστά σ' άλλους.
Ήταν, όπως είπα, υπερβολικά νευρικός. Γι' αυτό, όταν ήταν πανηγύρια, τόσο όταν έμενε στην Ζάκυνθο, όσο όταν ζούσε στην Κέρκυρα, όσες φορές ήταν πανηγυρικές εκδηλώσεις, έφευγε από την πόλη και πήγαινε στην εξοχή για ν' αποφύγει την ενόχληση. Το Μεγάλο Σάββατο και το Πάσχα, που συνήθιζαν στην Ζάκυνθο και στην Κέρκυρα να ρίχνουν πυροβολισμούς, για κανένα λόγο δεν έμενε στην πόλη.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ
Σαν ποιητής που ήταν, δεν είχε καμιά απολύτως ιδέα για την αξία του χρήματος. Διαρκώς γύρευε και νέα κολονάτα από τον αδελφό του. Όσα δε και αν του έστελνε ποτέ δεν ήταν ευχαριστημένος, γιατί πραγματικά βρισκόταν πάντα χωρίς λεπτό... αφού όσα είχε τα μοίραζε. Όταν ήταν στην Ζάκυνθο είχε πολλούς αρχοντοξεπεσμένους, σαν τον Ντοτόρ Ροΐδη, που τους συντηρούσε κρυφά, χωρίς κανένας να ξέρει τίποτε. Το ίδιο έκανε και στην Κέρκυρα.
ΕΝΑ ΕΙΔΥΛΛΙΟ
Ένα από τα γεγονότα που τον λύπησαν περισσότερο στην ζωή του ήταν και ο θάνατος της Μαρίας Παπαγεωργοπούλου - της περίφημης "Φαρμακωμένης" του. Και όχι τόσο για το θάνατο (καίτοι πολύ τη λυπήθηκε) όσο για τα λόγια τ' άδικα, με τα οποία ο κόσμος προσπάθησε να τη μολύνει. Ο αδελφός του μου βεβαίωνε συχνά ότι ο ποιητής του ορκίστηκε με δάκρυα στα μάτια ότι όσα ο κόσμος έλεγε ήταν ψέματα, ότι δεν είχε ποτέ καμιά σχέση παράνομη με την όμορφη αυτή κοπέλα, με την οποία μόνο ψυχικός και διανοητικός δεσμός τους ένωνε και η οποία τον ευχαριστούσε, όταν του απήγγειλε τα τραγούδια του ή του τραγουδούσε απαλά, γλυκά, νανουριστικά.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΝΕΥΡΙΚΟΣ
Εκείνο που τον έβλαπτε φοβερά και πολλές φορές τον έκανε αντιπαθητικό, όπως και πάλι είπα, ήταν τα νεύρα του. Μια φορά στην Κέρκυρα, ενώ περπατούσε στη Σπιανάδα, ένας πολύ καλός Άγγλος τον κοίταζε με περίεργη επιμονή. Ίσως του είχαν μιλήσει για το ποιητικό του έργο και ήθελε να τον δει καλά. Ο ποιητής όμως κακοφανίσθηκε για το επίμονο εκείνο κοίταγμα, αγρίεψε, το πλησίασε και του έδωσε ένα μπάτσο δυνατό. Φαντάζεσαι τη σκηνή μέσ' στο κεντρικότερο μέρος και στην ώρα που τόσος κόσμος περπατούσε. Σημείωσε δε ότι ήταν ένα εξαιρετικό πρόσωπο ο Άγγλος αυτός - δε θυμούμαι τώρα ακριβώς ποιο αξίωμα μου είπε ο Δημήτρης ότι είχε ο Άγγλος αυτός στην Κέρκυρα. Ευτυχώς την εποχή εκείνη ήταν ο αδελφός του στην Κέρκυρα πρίγκηψ πρόεδρος της γερουσίας. Μεσίτευσε λοιπόν αυτός προσωπικά στο δαρμένο Άγγλο, του εξήγησε ότι ο αδελφός του υπέφερε από νευρική έξαψη κι έτσι κατόρθωσε να τελειώσει φιλικά το επεισόδιο αυτό. Το οποίο άλλωστε δεν ήταν το μοναδικό του στην Κέρκυρα. Αλλά οι Κερκυραίοι που τον γνώριζαν και τον σέβονταν, έδιναν τόπο στην οργή πολλές φορές, υπομένοντες την κάθε περίεργη παραξενιά του. Στο πείσμα του οφείλεται επίσης η δίκη που έκαμε εναντίον του αδελφού του, ζητώντας να μοιράσουν την περιουσία τους.
Τον ποιητή σέβονταν και αυτοί οι Άγγλοι που ήταν στην Κέρκυρα, ακόμη και οι αρμοστές και οι ανώτεροι στρατιωτικοί, οι οποίοι κάθε φορά που τον συναντούσαν, σταματούσαν για να τον χαιρετήσουν. Ο αρμοστής σταματούσε την άμαξα τυ πολλές φορές για να τον χαιρετήσει από κοντά. Οι χωριάτες ακόμη του βγάζαν το καπέλο με σεβασμό. Κι αυτός, με το ψηλό του καπέλο, με τα άσπρα του γάντια και τη μακριά μαύρη ρεντιγκότα, σοβαρός, αλλά γλυκός και καταδεκτικός, τους χαιρετούσε με το καπέλο του ευγενικά. Κι έτσι ο "Κόντες" ήταν μια από τις διαλεχτές κι αγαπημένες μορφές της Κέρκυρας.
ΤΟ ΠΙΟΤΟ
Από νέος είχε το ελάττωμα να πίνει. Στην αρχή, όμως, όταν ήταν στην Ζάκυνθο, δεν έπινε παρά μονάχα κρασί. Μια μέρα όμως αποφάσισε να τ' αφήσει. Πήγε λοιπόν στην Τσίμα του Πόρτσα ένα βράδυ κρατώντας ένα μπουκάλι γεμάτο κρασί. Ήταν μοναχός του. Στάθηκε πάνω σ' ένα βράχο και αφού απάγγειλε ένα αυτοσχέδιο ποίημά του προς το κρασί, πέταξε την μπουκάλα στη θάλασσα. Για αρκετό έπειτα καιρό δεν έβαζε στο στόμα του κρασί, ούτε κανένα πιοτό. Αργότερα όμως ήλθε η χολέρα. Η κοινή πρόληψη υποστήριζε ότι το κρασί ωφελούσε και ότι όσοι έπιναν δεν τους έπιανε η αρρώστια. Και ο ποιητής, είτε πραγματικά φοβήθηκε την αρρώστια και πίστεψε τη λαϊκή πρόληψη, είτε το βρήκε πρόφαση, ξανάρχισε από την εποχή εκείνη να πίνει. Κι από τότε δεν το ξανάφησε. Σιγά-σιγά μάλιστα το κακό χειροτέρευε, κι ήλθε εποχή που το κρασί δεν του έφθανε. Κατέφυγε τότε σε δυνατά πιοτά και στο τέλους, αφού ούτε το ουίσκι και τα δυνατότερα αγγλικά πιοτά δεν τον ικανοποιούσαν, κατάντησε να πίνει και κολόνια.
Στο φαγητό του ήταν λιτότατος. Περισσότερο έπινε παρά έτρωγε. Του έφταναν το βράδυ δυο φρέσκα αυγά. Το μεσημέρι όμως έτρωγε καλύτερα και περισσότερα.
ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ
Τρεις ήταν οι καλύτεροι και αχώριστοι φίλοι του στην Κέρκυρα: ο Πολυλάς, ο Κουαρτάνος και ο Κοντούρης. Με αυτούς έβγαινε τις περισσότερες φορές περίπατο. Ο πλέον αγαπημένος περίπατος του ήταν προς τη λιμνοθάλασσα του Χαλκιόπουλου. Του άρεσε να σαματά και να μιλά με παιδάκια που συναντούσε ή ν' αυτοσχεδιάζει τραγούδια και σάτιρες πάνω σε πράγματα που έβλεπε ή μάθαινε εκείνη την ώρα. Το βράδυ, οι ίδιοι φίλοι και μερικοί άλλοι μαζεύονταν στο σπίτι του, όπου δεν γινόταν άλλα ομιλία εκτός από φιλολογική.
ΟΙ ΕΡΩΤΕΣ ΤΟΥ
Του άρεσαν πολύ οι γυναίκες. Το όνομα του, η προσωπική του αξία, έκαναν ώστε να τον κυνηγούν οι γυναίκες. Και εκείνος δεν τις περιφρονούσε. Προτιμούσε τις ξανθές, χωρίς όμως να περιφρονεί και τις άλλες. Δεν ήταν όμως καθόλου πιστός στους έρωτες του. Του άρεσε να διατηρεί πολύ λίγο κάθε ερωτική του σχέση. Και στην Ζάκυνθο, καθώς και στην Κέρκυρα, είχε τις ωραιότερες γυναίκες. Ο Δημήτρης μου είχε μετρήσει πολλές απ' αυτές. Του άρεσε η ομορφιά και τη γυναίκα την έπαιρνε σαν ένα ωραίο αντικείμενο... τίποτε άλλο. Όταν χόρταινε από τη μια ομορφιά, έτρεχε στην άλλη, σαν πεταλούδα πετώντας από το ένα πουλί στο άλλο.
Εξ αιτίας της λατρείας του αυτής προς το ωραίο ήθελε να έχει πάντα δύο καμαριέρες στο σπίτι του. Και όταν τα δύο ωραία αυτά πλάσματα τον σερβίριζαν, συνήθιζε να λέει στους φίλους του που ποτέ δεν έλειπαν από το τραπέζι του:
- Είναι κι αυτό ποίηση και μάλιστα από την εκλεκτότερη και αληθινότερη. Γιατί εδώ πλέον συνδυάζεται η ποίηση με την πραγματικότητα και η ιδέα με την ύλη!
ΤΟ ΗΘΟΣ ΤΟΥ
Θυμάμαι ένα γεγονός που μου είχε διηγηθεί ο Δημήτρης και το οποίο αποδεικνύει πόσο πιστός και ειλικρινής φίλος ήταν ο ποιητής.
Ένας από τους Ζακυθινούς οικογενειακούς φίλους του, παλιός φίλος των παιδικών του χρόνων, ο Ράινεκ, του ανήγγειλε ότι είχε αρραβωνιάσει την κόρη του. Ο ποιητής έσπευσε να γράψει στον αδελφό του Δημήτρη να της κάμει ένα λαμπρό δώρο, τέτοιο, ώστε να ευχαριστηθεί ο φίλος του Ράινεκ. Και ο Δημήτρης χάρισε στη νύφη ένα σπίτι, που ανήκε στον ποιητή. Όταν ο ποιητής το έμαθε χάρηκε, διότι το δώρο αυτό ευχαρίστησε το φίλο του.
ΤΟ ΙΔΑΝΙΚΟ ΤΟΥ
Με κανέναν τρόπο δεν κατόρθωσαν ποτέ οι στενότεροι φίλοι του να τον πείσουν να πάει στην Αθήνα και εν γένει "στην Ελλάδα", όπως έλεγαν τότε οι Επτανήσιοι για την ελεύθερη Ελλάδα. Ο Σολωμός πάντα αρνείτο λέγοντας μονάχα:
- Δεν θα πάω ποτέ. Φοβούμαι!
Δεν εξηγούσε δε ποτέ τι σήμαινε η λέξη "φοβούμαι". Φυσικά θα φοβόταν μήπως χάσει το ιδανικό, το οποίο είχε σχηματισμένο στην ψυχή του για την Ελλάδα, βλέποντας από κοντά και διακρίνοντας τα ελαττώματα της και τα ψεγάδια της. Και έτσι πέθανε χωρίς να δει την Αθήνα, την ελεύθερη Ελλάδα. Δεν έβγαλε το πόδι του ποτέ έξω από την Επτάνησο και την Ιταλία.
Μια άλλη φορά αγαπούσε ένα ωραίο κορίτσι. Οι φίλοι του είχαν αντιληφθεί ότι προσπαθούσε με κάθε τρόπο να μην πλησιάζει το κορίτσι αυτό που αγαπούσε, να μην της μιλά και να την βλέπει μονάχα από μακριά. Ένας που είχε περισσότερο θάρρος τον ρώτησε, γιατί απέφευγε τη νέα που αγαπούσε. Και εκείνος του αποκρίθηκε:
- Μόνο από μακριά μπορεί κανένας να διατηρήσει τα ιδανικά! Τα φτερά της πεταλούδας λιώνουν μόλις αγγιχθούν από βέβηλο χέρι!
Το ίδιο αίσθημα δοκίμαζε και για την πατρίδα.
ΟΙ ΜΟΧΘΗΡΟΙ
Είχε μίσος κατά των αναξίως υπερηφανευόμενων. Φοβόταν τρομερά τους ραδιούργους και τους μοχθηρούς. Αλλά περισσότερο από όλους απέφευγε και σιχαινόταν τους κόλακες. Ήταν οι μεγαλύτεροι εχθροί του. Είχε μεγάλη αντιπάθεια στα κοπλιμέντα κι έκανε εχθρό του εκείνον που τον χάιδευε με την υστεροβουλία να τον εκμεταλλευθεί. Σ' αυτούς τους ανθρώπους καταντούσε να φαίνεται και πρόστυχος ακόμη, τόσο απότομα τους απομάκρυνε από σιμά του.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΤΟΥ ΣΤΙΧΟΙ
Οι φιλολογικές συναναστροφές στην Ζάκυνθο, όπου ο Σολωμός του άρεσε να αυτοσχεδιάζει ποιήματα, γίνονταν στα σπίτια στενών του φίλων, όπως του συγγενή του Ν. Λούντζη, του γιατρού Ταγιαπιέρα, του Π. Λερκάτη, του ιατροφιλοσόφου Δ. Πελεκάση και λίγων ακόμη. Εκείνη την εποχή ήταν της μόδας οι αυτοσχέδιοι στίχοι. Ένας από τη συναναστροφή έδινε ένα θέμα και οι παρόντες προσπαθούσαν πάνω σ' αυτό να γράψουν το καλύτερο ποίημα που μπορούσαν. Είναι τάχα ανάγκη να πω ότι στη συναναστροφή ήταν ο Σολωμός αυτός που νικούσε στο διαγωνισμό; Συχνά έκαναν ένα άλλο ποιητικό παιχνίδι. Έδιναν στο Σολωμό την ομοιοκαταληξία των στίχων και αυτός έφτιαχνε πάνω στις τελευταίες αυτές λέξεις εκάστου στίχου ολόκληρο το ποίημα. Φυσικά τέτοια ποιήματα δεν μπορούσαν να έχουν φιλολογική αξία. Ήταν, όπως τα έλεγε η παρέα, "παιχνιδίσματα με τη Μούσα".
ΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Δεν ήθελε να του δίνει κανένας ενόχληση. Ήθελε να είναι νοικοκύρης του εαυτού του. Σε σημείο ώστε όταν περπατούσε είχε απαγορεύσει στους φίλους του να τον χαιρετούν εκείνοι πρώτο. Όταν ήθελε να τους πλησιάσει, τότε τους πρωτοχαιρετούσε εκείνος. Αγρίευε δε τρομερά, όταν στο δρόμο τον σταματούσαν πρώτοι οι άλλοι - έστω και οι φίλοι του. Το αίσθημα της ελευθερίας και ανεξαρτησίας ήταν ανεπτυγμένο μέσα του σε υπέρτατο βαθμό.
ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΞΙΩΜΑΤΑ
Μια φορά άλωσε με τον Άγγλο αρμοστή στην Κέρκυρα. Συνήθως είχε πολύ καλές σχέσεις μ' αυτούς και συχνά μάλιστα τον καλούσαν στο παλάτι. Μετά το μάλωμα όμως απέφευγε να πάει πλέον. Ο αρμοστής, άνθρωπος μορφωμένος, εκτιμούσε πολύ τον ποιητή και δεν ήθελε να χάσει τη συναναστροφή του. Σοφίστηκε λοιπόν να στείλει κάποιον στο σπίτι του για να του πει ότι ο αρμοστής είχε κάποια σπουδαία υπόθεση να του ανακοινώσει. Φυσικά ο Σολωμός δεν μπορούσε να κάμει αλλιώς. Σαν έφθασε στο παλάτι, είπε στον αξιωματικό της φρουράς να ειδοποιήσει τον εξοχώτατο ότι ήταν εκεί. Ο αρμοστής παρουσιάστηκε αμέσως και τον κάλεσε ν' ανέβει επάνω. Αλλά ο ποιητής δεν ήθελε με κανένα τρόπο ν' ανέβει. Κι έτσι η ομιλία έγινε στο χολ που ήταν μπροστά από την εσωτερική σκάλα του παλατιού.
Δεν ήθελε δημόσια αξιώματα και τίτλους. Ήθελε την απομονωμένη ησυχία του. Ήθελε να είναι νοικοκύρης του εαυτού του. Όταν ο αδελφός του ήταν πρόεδρος της γερουσίας, ο ποιητής με ειρωνεία του έλεγε, ότι "τον λυπόταν γιατί κατοικούσε μες στα χρυσωμένα σίδερα του κλουβιού του".
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Δεν άκουσα ποτέ από το Δημήτρη ότι ο ποιητής σχεδίασε ποτέ να πάρει γυναίκα. Δεν μπορώ όμως να το βεβαιώσω αυτό. Οπωσδήποτε ποτέ δεν έφθασε σε σημείο ώστε να κλείσει αρραβώνα με καμία, όπως ξέρω καλά. Είχε αποκτήσει όμως μία νόθο κόρη, που δεν ξέρω τι απέγινε.
Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΟΥ
Ο μεγαλύτερος αδελφός του ποιητή και του Δημήτρη, Ροβέρτος, είχε γεννηθεί από την πρώτη γυναίκα του Νικολάου Σολωμού, τη Μαρνέττα Κάκνη, αρχοντοπούλα γνωστή και όπως πρέπει. Ο Ροβέρτος ήταν ένας πολύ περίεργος άνθρωπος. Είχε μια θρησκοληψία καταπληκτική. Μάλιστα το είχαν πάρει μυρωδιά διάφοροι και του πήγαιναν δήθεν κόκαλα αγίων, τα οποία αγόραζε κι έδινε έπειτα σε διάφορες εκκλησίες. Μια φορά του πήγε ένας κατεργάρης ένα κόκαλο ποδιού. αλλ' ο Ροβέρτος είτε διότι είχε νεύρα είτε διότι ήταν τη στιγμή εκείνη στενοχωρημένος από χρήματα, αρνήθηκε να τ' αγοράσει. Ο κατεργάρης τότε σίμωσε στο παραθύρι για να πετάξει δήθεν το άγιο λείψανο. Τρομαγμένος ο Ροβέρτος τον κράτησε και του έδωσε τα λεφτά που ζητούσε.
Τα περισσότερα από τα κόκαλα αυτά [τα] τοποθετούσε στην Αγιά Παρασκευή των Τσιγγάνων, όπως λεγόταν μια γειτονική του εκκλησία, την οποία εκείνος συντηρούσε. Άφησε μεγάλη περιουσία. Στη διαθήκη του άφηνε να προικιστούν με πεντακόσια κολονάτα, καθ' ένα, πολλά κορίτσια οικογενειών αρχοντοξεπεσμένων.
Ήταν μάλλον πτωχός τω πνεύματι, γι' αυτός πολλές φορές ο πατέρας του έλεγε στους φίλους του. "Θέλω ν' αποκτήσω άλλα αρσενικά παιδιά, γιατί δεν μπορώ ν' αφήσω τ' όνομα μου σ' ένα τέτοιο χαριτωμένο γιο".
Είχε όμως ευγενική καρδιά και πατριωτικότατα αισθήματα και ανακατεύτηκε σ' όλα τα κινήματα της εποχής του, που σκόπευαν να βοηθήσουν την ελληνική επανάσταση και να συντελέσουν στην ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα.
Αν έκαμε αγωγή του ποιητή και του Δημήτρη για να τους βγάλει νόθους και να τους πάρει την περιουσία τους, αυτό δεν το έκαμε από δική του πρωτοβουλία, αλλ' από συμβουλές του συγγενή του, του Κυβετού, ο οποίος είχε επιρροή πάνω του και κατόρθωσε να τον παραπλανήσει, εξ αιτίας της αδυναμίας του χαρακτήρα του, ώστε να κάμει αυτό.
Ο Κυβετός ήταν ένας από τους κληρονόμους του Ροβέρτου και κατά συνέπεια είχε όλο το συμφέρον ώστε ο Ροβέρτος να κληρονομήσει όλη την περιουσία του πατέρα του Νικολάου. Και η απλοϊκότητα του Ροβέρτου νικήθηκε από τις πονηρές συμβουλές του Κυβετού. Στη δίκη όμως βγήκαν κερδισμένοι ο ποιητής και ο Δημήτρης, γιατί τους είχε νομιμοποιήσει ο πατέρας τους.
ΗΤΑΝ ΕΥΠΙΣΤΟΣ
Στις συμπάθειες και αντιπάθειες του επέμενε αμετάπειστα. Όταν σχημάτιζε καλή ή κακή ιδέα για έναν άνθρωπο, κανείς δεν μπορούσε πλέον να του αλλάξει γνώμη. Κι ένα από τα περιεργότερα φαινόμενα της επιμονής του ήταν η μανία του για τον περίφημο καμαριέρη του που είχε στην Κέρκυρα. Ο περίεργος αυτός άνθρωπος κατόρθωσε με πονηριά να κατακτήσει τη συμπάθεια του ποιητή, σε σημείο ώστε να είναι αυτός κατ' ουσίαν πραγματικός νοικοκύρης. Τον έστελνε συχνά στην Ζάκυνθο για δουλειές του κι έγραφε στον αδελφό του Δημήτρη, όπως με αυτόν του στέλλει όταν θα γύριζε, τα χρήματα που κάθε μήνα του έμβαζε. Ο Δημήτρης, μυαλό πρακτικό και οικονόμος, στενοχωριόταν για την τυφλή εμπιστοσύνη που ο αδελφός του είχε σ' έναν άνθρωπο, που αυτός δεν θεωρούσε τίμιο. Του έγραφε λοιπόν και τον συμβούλευε να μην έχει τόση εμπιστοσύνη σ' αυτόν τον άνθρωπο.
"Έχε το νου σου, γιατί θα έλθει μέρα που θα σε κλέψει και θα το μετανιώσεις", του έγραφε ο Δημήτρης. Και πραγματικά η προφητεία πραγματοποιήθηκε γρήγορα.
Μια φορά τον έκλεψε και χάθηκε για κάμποσο καιρό. είχε κρυφτεί στο Μοριά. Στην αρχή ο ποιητής θύμωσε. Αλλ' ο πονηρός καμαριέρης - του οποίου το παλιό επάγγελμα ήταν μπαρμπέρης - ήξερε πολύ καλά το χαρακτήρα του ποιητή και τη συμπάθεια που είχε σ' αυτόν. Και αφού άφησε να περάσει αρκετός καιρός, ώστε να ξεθυμώσει, ένα πρωί ξαναπαρουσιάστηκε στο σπίτι του ποιητή στην Κέρκυρα. Και ο Σολωμός, αφού του έκαμε ένα μάθημα ηθικής, τον ξαναπήρε στην υπηρεσία του. Το μάθημα όμως πήγε χαμένο, όπως θα δούμε παρακάτω.
Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ
Για να ξαναγυρίσουμε στο Νικόλαο Σολωμό, δεν είναι διόλου δύσκολο να σχετίστηκε με την Αγγελική Νίκλη σπρωγμένος από την επιθυμία ν' αποκτήσει άλλα παιδιά. Η γυναίκα αυτή, η οποία τόσο ρόλο έπαιξε αργότερα στο βίο του ποιητή (η μητέρα του) ήταν υπηρέτρια στο σπίτι του Νικολάου Σολωμού. Ήταν πάρα πολύ ωραία. Ο ποιητής και ο Δημήτρης έμοιαζαν της μητέρας τους. Αλλά πολύ περισσότερο της έμοιαζε ο Γιάννης ο νόθος.
Ο Νικόλαος Σολωμός είχε σχέσεις μαζί της, ενώ ακόμη ζούσε η πρώτη του γυναίκα, η Μαρνέττα Κάκνη. Εξ αιτίας της εξαιρετικής ομορφιάς της, ίσως δε και για την ελαφρότητα του χαρακτήρα της, ο Νικόλας την ζήλευε και την υποπτευόταν. Όταν εκείνος έβγαινε από το σπίτι, την κλείδωνε μέσα για να μη βγει. Ήταν γέρος πολύ, κατά τα τελευταία του δε πέντε χρόνια ήταν άρρωστος και ακίνητος, με το πόδι του πληγιασμένο. Ο ποιητής και ο Δημήτρης γεννήθηκαν ενώ ακόμη ζούσε η πρώτη γυναίκα του Νικολάου, γι' αυτό αναγκάστηκε την παραμονή του θανάτου του να στεφανωθεί την Αγγελική Νίκλη, για να μη βρεθούν νόθα τα δυο παιδιά του. Και γι' αυτό αργότερα ο πρωτότοκος και νόμιμος γιος του, ο Ροβέρτος, έκαμε αγωγή για να βγάλει τον ποιητή και το Δημήτρη νόθους και να μην πάρουν μερίδιο κληρονομικό. Αλλά έχασε τη δίκη αυτή, όπως είπαμε πρωτύτερα.
Η ΔΙΚΗ
Η Αγγελική Νίκλη, έπειτα από το θάνατο του Νικολάου Σολωμού, γέννησε τρίτο παιδί, το οποίο ήταν νόθο, διότι γεννήθηκε έπειτα από τους νόμιμους εννιά μήνες. Αυτό το παιδί γίνηκε αφορμή μεγάλης δίκης. Ο Μανώλης Λεονταράκης, καλός αλλά πτωχός, ήταν του σπιτιού του Νικολάου Σολωμού. Οι κακές γλώσσες λένε πως είχε σχέσεις με την Αγγελική Νίκλη κι όταν ακόμη ζούσε ο Νικόλαος Σολωμός, ο οποίος ήταν παράλυτος τα στερνά του πέντε χρόνια. Το γεγονός είναι ότι η Αγγελική γίνηκε έπειτα νόμιμος γυναίκα του Μανώλη Λεονταράκη. Αλλά στο διάστημα που πέρασε μεταξύ του θανάτου του Νικολάου Σολωμού και του γάμου της με τον Λεονταράκη, γεννήθηκε το τρίτο παιδί, το οποίο πήρε το όνομα του Λεονταράκη και ονομάστηκε Γιάννης. Ο ποιητής και ο Δημήτρης, από σεβασμό στη μάνα τους και στη μνήμη του πατέρα τους, δε θέλησαν να ξεσκεπάσουν τις λεπτομέρειες της γέννησης τους, αλλ' ανέλαβαν να αναστήσουν και σπουδάσουν το Γιάννη, τον ομομήτριο αδελφό τους, επειδή ο Λεονταράκης δεν είχε τα μέσα. Με χρήματα τους πήγε και σπούδασε. Κι ο Γιάννης τους εκτιμούσε και τους αγαπούσε. Αλλ' άλλοι του έβαλαν στο κεφάλι να κάμει δίκη και να ζητήσει να λέγεται κι αυτός Σολωμός και να πάρει και νόμιμο μερίδιο. Αυτή ήταν η αιτία που άρχισε μια σπουδαία δίκη.
Τόσο πείσμα είχαν ο ποιητής και ο αδελφός του Δημήτρης, ώστε δαπάνησαν σημαντικά ποσά. Ο Δημήτρης μόνο πλήρωσε στο δικηγόρο που μίλησε στη δίκη, το Διονύσιο Φλαμπουριάρη, χίλια πεντακόσια κολονάτα και άλλα πεντακόσια έδωσε στο βοηθό του δικηγόρου, εκτός από εκείνα που έδωσε στο φίλο του και δικηγόρο της οικογένειας του Γαλβάνη, ο οποίος για πέντε χρόνια δούλεψε για τη δίκη αυτή σαν τακτικός δικηγόρος του.
Η ΑΓΓΛΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Ο Γιάννης αυτός είχε πολλές φιλίες με τη γυναίκα του Άγγλου διοικητή της Ζακύνθου. Και ήταν τόση η επιρροή που η γυναίκα αυτή είχε στον άνδρα της, ώστε ο διοικητής κούνησε όλη την Ζάκυνθο και τρομοκράτησε και τους καλύτερους δικηγόρους για να μην υπερασπισθούν τον ποιητή και τον αδελφό του στη δίκη αυτή. Και στην κοινή γνώμη επίσης είχε επιρροή ο διοικητής, διασπείροντας με κάθε τρόπο συκοφαντίες κατά του ποιητή και του αδελφού του. Και ήταν εύκολο να σύρει με το μέρος του την κοινή γνώμη, ιδίως κατά την εποχή εκείνη που τα ήθη ήταν αυστηρότερα, διότι δεν τους συγχωρούσε ότι έσυραν τη μητέρα τους στο δικαστήριο και τη διαπόμπευσαν μόνο και μόνο για να γλιτώσουν το μερίδιο που θα έπαιρνε ο Γιάννης. Ο Δημήτρης όμως μου είχε πει πολλές φορές ότι δεν το έκαμαν για τα λεφτά, αλλά διότι δεν μπορούσαν να δεχθούν να φέρει το πατρικό όνομα τους το παιδί ενός άλλου. Φάνηκαν μάλιστα πολύ καλοί, από αγάπη στη μητέρα τους, ώστε να της συγχωρήσουν το γεγονός ότι ένα-δυο μήνες έπειτα από το θάνατο του πατέρα τους, η Αγγελική Νίκλη έμεινε έγκυος από κλεψιγαμία! Και τόση ήταν η καλοσύνη τους και η υπομονή τους, ώστε και τη μητέρα τους εξακολούθησαν και μετά τη γέννηση του Γιάννη να συντηρούν και το Γιάννη ανέθρεψαν και σπούδασαν και έστειλαν και στην Ευρώπη με δικά τους λεφτά.
Πέντε χρόνια βάστηξε η δίκη αυτή και κράτησε σε μεγάλο ενδιαφέρον την κοινωνία της Ζακύνθου. Στο τέλος έληξε με νίκη του ποιητή και του αδελφού του. Προτού να τελειώσει, ο Γιάννης κατάλαβε πως θα έχανε και έβαλε μεσίτες γυρεύοντας συμβιβασμό. Αλλ' οι δυο αδελφοί τον απόρριψαν και του αποκρίθηκαν.
- Προτιμότερο να χάσουμε όλη την περιουσία μας, παρά να δεχθούμε ένα συμβιβασμό, ο οποίος δεν θα μας απέδιδε το δίκιο μας, εκείνο δηλαδή για το οποίο κάμαμε αυτήν τη δίκη.
Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ
Από τότε ο ποιητής και ο Δημήτρης ποτέ πλέον δεν μίλησαν με το Γιάννη, ούτε με τη μητέρα τους. Ήλθε όμως στιγμή που η καρδιά του Δημήτρη ραγίστηκε. Η μητέρα του είχε καταντήσει σε μεγάλη φτώχεια, δεν είχε πλέον να φάει στα γεράματα της. Μια μέρα λοιπόν πήγε στην κόρη του Σολωμού και της παράστησε την άθλια κατάσταση που βρισκόταν. Η ευγενική και αγαθή κόρη συγκινήθηκε πολύ και είπε στη δυστυχισμένη γριά να την πάει στον πατέρα της. Και οι δύο λοιπόν ένα απόγευμα ξαφνικά παρουσιάστηκαν στο Δημήτρη, ο οποίος μόλις τις είδε ταράχτηκε, αλλ' αγαπούσε πολύ τη μοναχοκόρη του, ώστε να σταθεί ν' ακούσει. Και η γριά μητέρα του, με δάκρυα του διηγήθηκε τη δυστυχία της, την πείνα της. Ο Δημήτρης συγκινήθηκε. Τη στιγμή μάλιστα που η μητέρα του, στην απελπισία της, ήθελε να γονατίσει μπροστά του, εκείνος σηκώθηκε, την άρπαξε και δεν την άφησε να γονατίσει. Βαθιά συγκινημένος της έβγαλε μηνιαία σύνταξη, με την οποία συντηρήθηκε έως που πέθανε. Έσπευσε μάλιστα να γράψει και στον ποιητή στην Κέρκυρα.
"Μάθε, Διονύσιε μου, του έγραφε - όπως μου διηγήθηκε αργότερα - ότι ήλθε η μάνα μας σε άθλια κατάσταση, κουρελιασμένη και πεινασμένη, και με παρακάλεσε να τη συνδράμω. Εγώ της έδωσα τόσο το μήνα. Βγάλε και συ ένα μηνιάτικο γι' αυτό το δυστυχισμένο πλάσμα, που με όλα της τα σφάλματα δεν παύει όμως να είναι η μάνα μας". Ο ποιητής στο γράμμα αυτό απάντησε ξηρά:
"Δεν της δίνω, Δημήτρη μου, ούτε λεπτό. Ρώτησα τη συνείδησή μου, πάλεψα μέσα μου, αλλά δεν μπόρεσα να τη συγχωρέσω τη μάνα αυτή, που για να πλουτίσει άνομα ένα από τα παιδιά της, ζημιώνοντας τα άλλα, μας ανάγκασε να μπερδευτούμε σε μια δίκη, που μου λαβώνει την καρδιά κάθε πού θα τη συλλογιστώ, και σήμερα ακόμη που πέρασαν τόσα χρόνια. Δεν δίνω λοιπόν ούτε λεπτό".
ΤΑ ΣΤΕΡΝΑ ΤΟΥ
Στα τελευταία δυο χρόνια της ζωής του ποιητή φαίνεται ότι το μυαλό του δεν ήταν σαν πρώτα ξάστερο. Η σωματική αρρώστια, που από καιρό τον πείραζε, τον έκανε να πίνει όλο και περισσότερο. Και το πιοτό του θόλωνε όλο περισσότερο το νου. Στο τέλος είχε παραδοθεί τέλεια στο φρικτό αυτό πάθος. Οι γιατροί, οι καλύτεροι της Κέρκυρας, δεν συμφώνησαν για το είδος της αρρώστιας. Άλλοι έλεγαν πως ήταν του κεφαλιού κι άλλοι της καρδιάς. Το γεγονός είναι πως στο τέλος προσβλήθηκε από συμφόρηση του εγκεφάλου. Από τότε κρεβατώθηκε. Στενοχώρια, αϋπνία, νευρική εξάντληση έδειχναν ότι το τέλος δεν θ 'αργούσε.
Εν τούτοις έρχονταν στιγμές που έδειχνε καλυτέρευση. Αλλ' ήταν σύντομα τα φωτεινά αυτά διαλείμματα. Λίγο πριν πεθάνει τον έπιασε παραλήρημα, μέσα στο οποίο απάγγειλε ένα ποίημα του. Και έπειτα αμέσως, ξαφνικά, με το λόγο στο στόμα, ο ποιητής έσβησε. Ο αδελφός του Δημήτρης ήταν τη στιγμή εκείνη στη Γερουσία και άργησαν να τον ειδοποιήσουν. Ο Δημήτρης μου είχε πει ότι ήταν βέβαιος ότι επίτηδες δεν τον ειδοποίησαν αμέσως για να του κλέψουν τα πράγματα προτού εκείνος πάει... Και η υποψία του έπεφτε στον περίφημο μπαρμπέρη-υπηρέτη του ποιητή, τον οποίο, με όλες τις κατεργαριές που του έκανε, τον είχε κρατήσει έως την ημέρα του θανάτου του ο ποιητής νοικοκύρης στο σπίτι του. Ο Δημήτρης μου είπε ότι αυτός έκλεψε, προτού να τον ειδοποιήσει στη γερουσία, ό,τι μπορούσε. Ακόμη και τα χειρόγραφα των ποιημάτων του, τα οποία θα σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να τα πουλήσει αργότερα. Αλλ' έπειτα κατάλαβε, φαίνεται, ότι δεν ήταν δυνατόν να πωληθούν, διότι έτσι θα αποκαλυπτόταν η κλοπή και θα τα κατέστρεψε. Έτσι τουλάχιστο μου εξηγούσε ο Δημήτρης το πώς χάθηκαν τα χειρόγραφα τραγούδια που διάφοροι φίλοι του ποιητή βεβαίωναν ότι είχαν δει στην κάμαρα του πριν πεθάνει. Όσον αφορά εκείνο που γράφτηκε, ότι δηλαδή ο αδελφός του επίτηδες τα έκαψε, ο ίδιος ο Δημήτρης μου ορκίστηκε πως δεν ήταν αλήθεια, γιατί δεν ήταν τόσο ανόητος ώστε να καταστρέψεις τους διανοητικούς θησαυρούς του αδελφού του, των οποίων γνώριζε την αξία. Όταν έφτασε στο σπίτι από τη γερουσία ο Δημήτρης και είδε ότι έλειπαν τόσα πράγματα που ήξερε ότι υπήρχαν άλλοτε εκεί μέσα, θύμωσε και είπε στον μπαρμπέρη-καμαριέρη: "Τι γίνηκαν τόσα πράγματα που λείπουν; Εσύ μόνος ήσουν εδώ και εσύ χωρίς άλλο τα πήρες!". Ο μπαρμπέρης κιτρίνισε και δεν ήξερε τι ν' αποκριθεί στην τέτοια απότομη επίθεση. Έπειτα από την κηδεία του ποιητή μάλιστα, εξαφανίστηκε για πολύ καιρό.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ
Η Ιόνιος Βουλή συνεδρίαζε τη στιγμή που γίνηκε γνωστός ο θάνατος του ποιητή. Η δημοτική εξουσία διέταξε να πάψει κάθε διασκέδαση ως την ημέρα της ταφής. Η κηδεία του ήταν πρωτοφανής για την Κέρκυρα, γιατί, σιμά στο μεγαλείο της επισημότητας, έβλεπε κανείς όλο τον Κερκυραϊκό λαό να ακολουθεί εκείνον που αγάπησε και εκτίμησε σαν ποιητή και ακόμη περισσότερο σαν άνθρωπο. Γιατί μ' όλα τα ελαττώματα του - ανθρώπινα και αναπόφευκτα για κάθε πλάσμα, οσοδήποτε κι αν είναι εξαιρετικό - ο Διονύσιος Σολωμός ήταν μια εξαιρετική ύπαρξη τόσο στο πνεύμα όσο και στην καρδιά.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου