Συμπληρώνονται εβδομήντα χρόνια από το θάνατο του σπουδαίου Έλληνα ποιητή Κωστή Παλαμά, στις 27 Φεβρουαρίου 1943. Ο θάνατος του αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία για τους κατοίκους της πρωτεύουσας, παρόλο που ο ποιητής ήταν από καιρό άρρωστος και είχε αποσυρθεί από το προσκήνιο, ενώ έδωσε το έναυσμα για μια μαζική αντιφασιστική εκδήλωση διαμαρτυρίας κάτω από τα μάτια των αιφνιδιασμένων κατοχικών δυνάμεων, στην οποία ενώθηκαν πολίτες όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων και τον κοινωνικών τάξεως. αφού ο Παλαμάς αποτελούσε εθνικό σύμβολο ενότητας.
Οι εφημερίδες της εποχής αφιέρωσαν ελάχιστες μόνο γραμμές στο γεγονός, παραλείποντας φυσικά την εκδήλωση της λαϊκής δυσαρέσκειας, ενώ τις επόμενες μέρες περιορίζοντας σε αστεία δημοσιεύματα περί δήθεν αντιδικίας Πατρινών και Μεσολογγιτών για την καταγωγή του ποιητή. Η πιο ενδιαφέρουσα περιγραφή που έχουμε τόσο για την ημέρα του θανάτου όσο και για την κηδεία του εθνικού ποιητή, προέρχεται από το συγγραφέα Γιώργο Θεοτοκά, όπως περιλαμβάνεται στο βιβλίο του "Πνευματική Πορεία", που εκδόθηκε το 1961 από τον εκδοτικό οίκο ΕΣΤΙΑ.
"Ένα γεγονός που ξαφνικά, μέσα στον ζόφο της διπλής εχθρικής κατοχής, ηλέκτρισε την ατμόσφαιρα της Αθήνας και ξεσήκωσε την ψυχή της σ' ένα θαυμάσιο ξέσπασμα ομαδικής έξαρσης και πίστης ήταν η κηδεία του Κωστή Παλαμά. Ο θάνατος του ήταν φυσιολογικός. Δεν είχε καμιά συνάρτηση με την πολεμική κατάσταση. Και, ωστόσο, το λείψανο του εθνικού ποιητή φάνταζε τότε, στα μάτια μας, σαν εντονότατο έμβλημα της εθνικής μας αντίστασης και της μεγάλης κοινής μας λαχτάρας της ελευθερίας.
Στις 27 Φεβρουαρίου 1943, το πρωί, μάθαμε πως ο Παλαμάς είχε πεθάνει την προηγούμενη νύχτα, σε ηλικία ογδόντα τεσσάρω χρονών. Το μεσημέρι πήγα στο σπίτι του, στην Πλάκα, κι είδα το νεκρό που τον είχαν ξαπλωμένο σ' ένα ντιβάνι, στη μικρή του βιβλιοθήκη. Ήταν ντυμένος στα μαύρα και σκεπασμένος με ανθισμένα κλαδιά αμυγδαλιάς. Ήταν, θα έλεγε κανείς, ακόμα μικρότερος απ' ό,τι ξέραμε, σαν τα λείψανα των αγίων. Στην κάμαρα αυτή στεκόταν μόνος του ο Στρατής Μυριβήλης που, μόλις μπήκα, γύρισε και μου είπε: "Κοίτα τι γλύκα που έχει αυτό το πρόσωπο"! Κι ήταν πράγματι εξαιρετικά γλυκιά η μορφή του, γεμάτη απέραντη πατρική αγάπη. Το απόγευμα ένιωσα την ανάγκη να ξαναπάω να τον ξαναδώ. Έμεινα τότε κάμποση ώρα, με τον Κατσίμπαλη και άλλους φίλους. Είχαν ανάψει κεριά κοντά στο νεκρό, χωρίς άλλο φως. Νόμιζες πως έβλεπες μπροστά σου πεθαμένο μισόν αιώνα ελληνικής ζωής.
Εκεί, ο Παλαμάς, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, μου φάνηκε Βυζαντινός, βγαλμένος από τα βάθη του βυζαντινού Μεσαίωνα, άνθρωπος της μεγάλης, της πολύδοξης και σοφής Ρωμανίας, βαθύτατα βυζαντινός στο αίμα του και στην ψυχή του, στη φυλετική και στην πνευματική του αγωγή. Το πιστεύω σταθερά πως ανεξάρτητα από την πολυμέρεια και και τις αντιφάσεις του πνεύματος του, ο κεντρικός, ο βαθύτερος πυρήνας της πνευματικής του δημιουργίας ήταν βυζαντινός. Το ίδιο απόγευμα, η Ναυσικά Παλαμά μου διηγήθηκε ένα επεισόδιο που μου φαίνεται τώρα χαρακτηριστικό. Δυο ώρες πριν από το θάνατο, δηλαδή κατά τη μία μετά τα μεσάνυχτα άκουσε, μέσα στον ύπνο της, μια βυζαντινή μελωδία. Ξύπνησε, πήγε στην κάμαρα του πατέρα της και τον ήβρε να ψέλνει κοιμισμένος. Του μίλησε, μα δεν την άκουσε κι εξακολούθησε να ψέλνει.
Η κηδεία έγινε την Κυριακή 28 Φεβρουαρίου, στις 11 το πρωί, στην εκκλησία του Α΄ Νεκροταφείου, όπου μαζεύτηκε πλήθος πολύ. Χοροστάτησε ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός που μίλησε ωραία, με πατριωτική συγκίνηση. Ύστερα, στάθηκε κοντά στο φέρετρο ο Άγγελος Σικελιανός και απάγγειλε το γνωστό ποίημα: "Ηχήστε οι σάλπιγγες", που το είχε γράψει την προηγούμενη νύχτα. Το είπε με φωνή βροντερή, μέσα σε λυγμούς που έβγαιναν από το πλήθος. Ήταν σοβαρά άρρωστος και οι γιατροί του του είχαν απαγορέψει αυστηρά κάθε κούραση και κάθε έξοδο, μα κανείς δεν μπόρεσε να τον πείσει να πειθαρχήσει στη σύσταση του. Ένιωθε πως κάποιο ανώτερο χρέος τον καλούσε εκεί. Τρίτος μίλησε ο Σωτήρης Σκίπης, απαγγέλοντας ένα ποίημα που περιείχε στίχους πολύ τολμηρούς και επικίνδυνους για τον ποιητή του τη στιγμή εκείνη. Αξίζει να σημειωθεί πως παρακολουθούσαν την κηδεία αντιπρόσωποι των πρεσβειών της Γερμανίας και της Ιταλίας.
Σαν τελείωσε η ακολουθία, ο Σικελιανός απομάκρυνε τους νεκροθάφτες και κάλεσε όσους ήταν κοντύτερα να σηκώσουν το φέρετρο, σηκώνοντας αυτός πρώτος. Τον είδα να περνά κοντά μου άσπρος και ονειροπαρμένος, σαν υπνοβάτης. Άκουσα τότε τη Μαρίκα Κοτοπούλη να λέει: "Είναι ο Σικελιανός που θάβει τον Παλαμά"! Κι αυτή η ιδέα την τάραζε, σαν να περιείχε ένα συγκλονιστικό συμβολισμό.
Ο τάφος, καθώς είναι γνωστό, βρίσκεται έξω από το παλαιό νεκροταφείο, σε ανοιχτό μέρος, με θέα προς την Αθήνα και την Ακρόπολη. Ήταν όμορφη μέρα, ηλιόλουστη. Μαζεύτηκε εκεί όλο το πλήθος που ήταν στην εκκλησία, καθώς και το πλήθος που είχε μείνει απ' έξω, σε διάφορα επίπεδα, ανάμεσα στα μάρμαρα και στις πρασινάδες, γιατί το κοιμητήριο στο σημείο εκείνο είναι σαν κήποι κρεμαστοί. Όταν τελείωσε η ταφή, ήρθαν στρατιώτες Γερμανοί και Ιταλοί και κατάθεσαν στεφάνους, ενώ οι αντιπρόσωποι των πρεσβειών τους χαιρετούσαν με τρόπο φασιστικό. Τότε, χωρίς κανένα σύνθημα, καμιά προηγούμενη συνεννόηση, όλο εκείνο το πλήθος άρχισε να τραγουδά τον εθνικό ύμνο μ' ένα πάθος και μιαν ένταση, που δεν φαντάζομαι κανείς που ήταν εκεί να τον άκουσε άλλη φορά στη ζωή του να τραγουδιέται έτσι. Και σαν τελείωσε κι ο ύμνος, από παντού ακούστηκαν οι φωνές, "Ζήτω η Ελλάδα! Ζήτω η Ελευθερία!" Κι όλες αυτές οι αυθόρμητες πράξεις θαρρούσε κανείς πως υπακούανε σ' έναν ποιητικό ρυθμό.
Κατεβήκαμε προς τη σκλαβωμένη Αθήνα μας, που τη σκίαζαν απ' την Ακρόπολη οι σημαίες των κατακτητών, με ψυχή περήφανη και χαρούμενη. Νιώθαμε την Ελλάδα ελεύθερη και νικηφόρα, μέσα στη συμφορά της. Τέτοια ήταν η δύναμη του ποιητή που είχαμε κηδέψει και που μας φαινότανε τώρα περισσότερο από πάντα ζωντανός".
Όπως σημείωνε ο λογοτέχνης Πέτρος Χάρης σε άρθρο του στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ στις 27 Φεβρουαρίου 1945 - δεύτερη επέτειος από το θάνατο του Παλαμά και η πρώτη μετά την απελευθέρωση της χώρας - εκείνος που ξεκίνησε να τραγουδάει τον εθνικό ύμνο ήταν ο συγγραφέας Γιώργος Κατσίμπαλης, ο οποίος παρέσυρε αμέσως και το υπόλοιπο πλήθος:
"Όταν ο ένας από τους καταχτητές, ο Γερμανός αντιπρόσωπος, πλησίασε για να καταθέσει το στεφάνι του και να ασεβήσει με τη μισητή φωνή του, στην ιερότητα της ώρας, η Μαρίκα Κοτοπούλη έριξε βαρύ προκλητικό λόγο κι ο Γιώργος Κατσίμπαλης δεν κρατήθηκε κι άρχισε να ψάλλει σε τόνο κραυγής την πρώτη στροφή του Εθνικού Ύμνου. Κανείς δεν κιότεψε και κανείς δεν κράτησε κλειστά τα χείλη μπροστά στον κατάπληκτο καταχτητή. Ο λαός όλος δεν ήταν πια σε κηδεία, ήταν σε εθνική εκδήλωση και έψαλλε τον Εθνικό Ύμνο. Κι ο Ποιητής περίμενε στον ανοιχτό τάφο του. Ακούστηκε πρώτα ο Ύμνος σαν πολεμική ιαχή, ύψωσε πρώτα ο λαός ολόκληρο το ανάστημα του στον καταχτητή κι έπειτα κατέβηκε ο Ποιητής στον τάφο του".
Σχετικά θέματα:
Ο θάνατος του Άλκη Παλαμά και ο "Τάφος"
Σχετικά θέματα:
Ο θάνατος του Άλκη Παλαμά και ο "Τάφος"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου