Την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, στο διηρημένο από το τείχος Βερολίνο, πολλοί ήταν οι κάτοικοι της ανατολικής πλευράς που επιχείρησαν ή και κατάφεραν να αποδράσουν στη Δύση. Όμως υπήρχαν και σαφέστατα λιγότερες περιπτώσεις ανθρώπων που ήθελαν το ακριβώς αντίθετο: στρατιώτες του ΝΑΤΟ που λιποτάκτησαν περνώντας στην ανατολική πλευρά του τείχους είτε για ιδεολογικούς λόγους είτε απλά για να παντρευτούν τη γυναίκα των ονείρων τους. Για ορισμένους, η ελευθερία ή η ευτυχία βρισκόταν στο ανατολικό Βερολίνο.
Οι περιπτώσεις αυτές καταγράφονται στο βιβλίο του Γερμανού συγγραφέα Peter Köpf με τίτλο "Wo ist Lieutenant Adkins? Das Schicksal desertierter Nato-Soldaten in der DDR" ("Πού είναι ο στρατιώτης Άντκινς; Η τύχη των λιποτακτών του ΝΑΤΟ στη ΛΔΓ"). Ουσιαστικά πρόκειται για περιπτώσεις λιποταξίας πριν την ανέγερση του τείχους, κατά την τριετία 1953-1956, όταν το ανατολικό και το δυτικό Βερολίνο ήταν χωρισμένα με ένα συρματόπλεγμα, ενώ οι περιπτώσεις που καταγράφονται στο συγκεκριμένο βιβλίο αφορούν κυρίως έγχρωμους Αμερικανούς στρατιώτες.
Το ενδιαφέρον του Köpf κινήθηκε από μια συνέντευξη, που διάβασε τυχαία σε παλιά ανατολικογερμανική εφημερίδα, ενός Αμερικανού στρατιώτη ονόματι Καρλ Λούκας, ο οποίος είχε δραπέτευσε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ο Köpf ήθελε να μάθει περισσότερα για αυτόν τον Καρλ Λούκας και απευθύνθηκε στα αρχεία της Στάζι, από τα οποία άντλησε πάρα πολλές πληροφορίες - το αρχείο περιείχε 220 σελίδες!
Ο λόγος που ο συγκεκριμένος στρατιώτης λιποτάκτησε δεν ήταν ιδεολογικός, αλλά καθαρά συναισθηματικού περιεχομένου. Είχε γνωρίσει στην Κολωνία μια κοπέλα, την οποία και ήθελε να παντρευτεί. Τα μεγάλα εμπόδια ήταν το μαύρο χρώμα δέρματος του στρατιώτη και η απόλυτη άρνηση των ανωτέρων του να επιτρέψουν αυτόν το γάμο. Έτσι, το ερωτευμένο ζευγάρι "κλέφτηκε" και μετακόμισε στην Ανατολική Γερμανία, όπου δεν φαίνεται να υπήρχε ρατσιστική αντιμετώπιση - τουλάχιστον σε επίπεδο πολιτείας.
Όπως ήταν φυσικό, ο Καρλ Λούκας έγινε ένα είδος διασημότητας της εποχής στο ανατολικογερμανικό κράτος, κάτι που όμως δεν ήταν ικανό να αντισταθμίσει τα προβλήματα του έγγαμου βίου. Η κοπέλα του σύντομα τον εγκατέλειψε και γύρισε στην πατρίδα της, ενώ ο Λούκας έπεσε σε κατάθλιψη. Εξάλλου, άρχισε σιγά σιγά να νιώθει και ο ίδιος νοσταλγία για την πατρίδα του, όμως δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω, καθώς θα τον συνελάμβαναν ως λιποτάκτη, και τελικά το 1956 έδωσε ο ίδιος τέλος στην ζωή του.
Αντίθετα, για ιδεολογικούς λόγους αποφάσισε να εγκαταλείψει το δυτικό Βερολίνο ο Στίβεν Βέτσλερ το 1952. Έχοντας αριστερές ιδεολογικές καταβολές, η υποχρεωτική κατάταξη του στον αμερικανικό στρατό κατά τον πόλεμο της Κορέας δεν ήταν ό,τι καλύτερο για εκείνον. Εξάλλου, ο μακαρθισμός είχε γίνει ένα είδος "θρησκείας" στις ΗΠΑ την περίοδο εκείνη, όπου στο στόχαστρο του FBI έμπαινε όποιος ήταν απλά γραμμένος σε αριστερές οργανώσεις.
Το 1952, η μονάδα του Βέτσλερ έκανε στάση στη Νυρεμβέργη και εκείνος πήρε τη μεγάλη απόφαση να λιποτακτήσει και να φύγει στην ανατολική Γερμανία μέσω Αυστρίας, η οποία ήταν ουδέτερη ζώνη. Πέρασε από τον αμερικανικό στο σοβιετικό τομέα κολυμπώντας στον ποταμό Δούναβη. Όταν βγήκε στην όχθη, περιπλανήθηκε λίγη ώρα μέχρι που τον συνέλαβαν αυστριακοί αστυνομικοί και τον οδήγησαν στις σοβιετικές δυνάμεις κατοχής, οι οποίες αρχικά ήταν δύσπιστες για τα πραγματικά κίνητρα του, καθώς πολλοί ήταν οι στρατιώτες που περνούσαν στον σοβιετικό τομέα απλά και μόνο για να λιποτακτήσουν.
Τελικά, μεταφέρθηκε στη Γερμανία, όπου άλλαξε το όνομα του σε Βίκτορ Γκρόσμαν, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να προστατέψει την οικογένεια του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εν τω μεταξύ, γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγο του, ενώ σπούδασε δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο Καρλ Μαρξ, το σημερινό Πανεπιστήμιο του Λέιπζινγκ.
Δεν εντάχθηκε ποτέ στο Κομμουνιστικό Κόμμα, όμως παρέμεινε πιστός στην αριστερή του ιδεολογία - αν και με εποικοδομητική κριτική διάθεση, σύμφωνα με τον ίδιο. Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, ο Γκρόσμαν, όπως ήταν πλέον το όνομα του, δίσταζε να ταξιδέψει προς τη Δύση, καθώς εκκρεμούσε εις βάρος του η κατηγορία της λιποταξίας από τον αμερικανικό στρατό, που τελικά ήρθη το 1994.
Ωστόσο, ο τίτλος του βιβλίου του Peter Köpf οφείλεται στην ιστορία του Ουίλιαμ Άντκινς, ο οποίος πήρε την παράτολμη απόφαση να λιποτακτήσει μόλις 17 μέρες πριν την απόλυση του από τον αμερικανικό στρατό και μία εβδομάδα πριν τα γενέθλια του, στις 12 Ιανουαρίου 1954, μέσω Αυστρίας.. Κίνητρο του φαινόταν ότι ήταν κατ' αρχήν μια ερωτική απογοήτευση. Πάντως, στα γράμματα που έστελνε στη μητέρα του μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για το κομμουνιστικό καθεστώς, ενώ ονειρευόταν τη στιγμή που ως αξιωματικός του σοβιετικού στρατού θα απελευθέρωνε τις ΗΠΑ. "Αν και δεν καταλαβαίνω πλήρως τον κομμουνισμό", έγραφε, "αισθάνομαι ότι αυτή είναι η μορφή διακυβέρνησης που θα φέρει την ειρήνη στον κόσμο".
Αν και η αρχική του επιθυμία ήταν να πάει στη Μόσχα, - δεν ήθελε να μείνει σε γερμανικό έδαφος, επειδή φοβόταν την έκδοση του - τελικά οδηγήθηκε στη Δρέσδη. Όπως συνέβη και με την περίπτωση του Βέτσλερ, ο Άντκινς άλλαξε το όνομα του σε Τζακ Φόρστερ, ενώ συνεργάστηκε με τη Στάζι προσφέροντας πληροφορίες "υψηλής επιχειρησιακής αξίας" για τη δομή και οργάνωση του αμερικανικού στρατού, αλλά και για τον αμερικανικό τρόπο ζωής. Επίσης, συνεργάστηκε με τις μυστικές υπηρεσίες της ΛΔΓ και σε περιπτώσεις σύλληψης Αμερικανών κατασκόπων, στους οποίους εμφανιζόταν ως φίλος αποσπώντας πολύτιμες πληροφορίες.
Σύντομα, ο Άντκινς ή Φόρστερ μετακόμισε στο Λέιπτζιγκ, όπου σπούδασε δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο Καρλ Μαρξ, ενώ άλλαξε και πάλι το όνομα του σε Τζον Ριντ. Ωστόσο, το 1963, ο Άντκινς (ή Ρίντ πλέον) άλλαξε και πάλι πλευρά, μετά από τη γνωριμία του με μια Δυτικογερμανίδα. Κλέβοντας το διαβατήριο ενός Δυτικογερμανού που είχε βρεθεί με βίζα στο ανατολικό Βερολίνο, λίγα μάρκα και τα ρούχα του, πέρασε σαν κύριος από το σημείο ελέγχου (τα "σύνορα") και εννιά χρόνια μετά τη λιποταξία του, ο Άντκινς επέστρεφε στη Δύση.
Σύμφωνα με το βιβλίο του Köpf, μέχρι το 1961, όταν ανεγέρθηκε το τείχος του Βερολίνου, 200 ήταν οι αμερικανοί στρατιώτες που λιποτάκτησαν με προορισμό το ανατολικό Βερολίνο, αλλά περίπου οι μισοί από αυτούς το μετάνιωσαν και επέτρεψαν πίσω. Μεταξύ αυτών δεν περιλαμβανόταν κάποιος έγχρωμος στρατιώτης, καθώς οι φυλετικές διακρίσεις στις ΗΠΑ το καθιστούσαν απαγορευτικό.
Εξάλλου, σύμφωνα με το συγγραφέα, οι λιποτάκτες δυτικοί κέρδιζαν περισσότερα χρήματα συγκριτικά με τους υπόλοιπους Ανατολικογερμανούς στρατιώτες κι επομένως, αν λάβουμε υπόψη και την έλλειψη των ρατσιστικών διακρίσεων, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η ζωή τους ήταν καλύτερη στην Ανατολική Γερμανία, απ' ό,τι θα ήταν αν παρέμεναν στη Δύση.
Πηγές:
German Times Online
The Local.de
Το 1952, η μονάδα του Βέτσλερ έκανε στάση στη Νυρεμβέργη και εκείνος πήρε τη μεγάλη απόφαση να λιποτακτήσει και να φύγει στην ανατολική Γερμανία μέσω Αυστρίας, η οποία ήταν ουδέτερη ζώνη. Πέρασε από τον αμερικανικό στο σοβιετικό τομέα κολυμπώντας στον ποταμό Δούναβη. Όταν βγήκε στην όχθη, περιπλανήθηκε λίγη ώρα μέχρι που τον συνέλαβαν αυστριακοί αστυνομικοί και τον οδήγησαν στις σοβιετικές δυνάμεις κατοχής, οι οποίες αρχικά ήταν δύσπιστες για τα πραγματικά κίνητρα του, καθώς πολλοί ήταν οι στρατιώτες που περνούσαν στον σοβιετικό τομέα απλά και μόνο για να λιποτακτήσουν.
Τελικά, μεταφέρθηκε στη Γερμανία, όπου άλλαξε το όνομα του σε Βίκτορ Γκρόσμαν, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να προστατέψει την οικογένεια του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εν τω μεταξύ, γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγο του, ενώ σπούδασε δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο Καρλ Μαρξ, το σημερινό Πανεπιστήμιο του Λέιπζινγκ.
Δεν εντάχθηκε ποτέ στο Κομμουνιστικό Κόμμα, όμως παρέμεινε πιστός στην αριστερή του ιδεολογία - αν και με εποικοδομητική κριτική διάθεση, σύμφωνα με τον ίδιο. Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, ο Γκρόσμαν, όπως ήταν πλέον το όνομα του, δίσταζε να ταξιδέψει προς τη Δύση, καθώς εκκρεμούσε εις βάρος του η κατηγορία της λιποταξίας από τον αμερικανικό στρατό, που τελικά ήρθη το 1994.
Ωστόσο, ο τίτλος του βιβλίου του Peter Köpf οφείλεται στην ιστορία του Ουίλιαμ Άντκινς, ο οποίος πήρε την παράτολμη απόφαση να λιποτακτήσει μόλις 17 μέρες πριν την απόλυση του από τον αμερικανικό στρατό και μία εβδομάδα πριν τα γενέθλια του, στις 12 Ιανουαρίου 1954, μέσω Αυστρίας.. Κίνητρο του φαινόταν ότι ήταν κατ' αρχήν μια ερωτική απογοήτευση. Πάντως, στα γράμματα που έστελνε στη μητέρα του μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για το κομμουνιστικό καθεστώς, ενώ ονειρευόταν τη στιγμή που ως αξιωματικός του σοβιετικού στρατού θα απελευθέρωνε τις ΗΠΑ. "Αν και δεν καταλαβαίνω πλήρως τον κομμουνισμό", έγραφε, "αισθάνομαι ότι αυτή είναι η μορφή διακυβέρνησης που θα φέρει την ειρήνη στον κόσμο".
Αν και η αρχική του επιθυμία ήταν να πάει στη Μόσχα, - δεν ήθελε να μείνει σε γερμανικό έδαφος, επειδή φοβόταν την έκδοση του - τελικά οδηγήθηκε στη Δρέσδη. Όπως συνέβη και με την περίπτωση του Βέτσλερ, ο Άντκινς άλλαξε το όνομα του σε Τζακ Φόρστερ, ενώ συνεργάστηκε με τη Στάζι προσφέροντας πληροφορίες "υψηλής επιχειρησιακής αξίας" για τη δομή και οργάνωση του αμερικανικού στρατού, αλλά και για τον αμερικανικό τρόπο ζωής. Επίσης, συνεργάστηκε με τις μυστικές υπηρεσίες της ΛΔΓ και σε περιπτώσεις σύλληψης Αμερικανών κατασκόπων, στους οποίους εμφανιζόταν ως φίλος αποσπώντας πολύτιμες πληροφορίες.
Σύντομα, ο Άντκινς ή Φόρστερ μετακόμισε στο Λέιπτζιγκ, όπου σπούδασε δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο Καρλ Μαρξ, ενώ άλλαξε και πάλι το όνομα του σε Τζον Ριντ. Ωστόσο, το 1963, ο Άντκινς (ή Ρίντ πλέον) άλλαξε και πάλι πλευρά, μετά από τη γνωριμία του με μια Δυτικογερμανίδα. Κλέβοντας το διαβατήριο ενός Δυτικογερμανού που είχε βρεθεί με βίζα στο ανατολικό Βερολίνο, λίγα μάρκα και τα ρούχα του, πέρασε σαν κύριος από το σημείο ελέγχου (τα "σύνορα") και εννιά χρόνια μετά τη λιποταξία του, ο Άντκινς επέστρεφε στη Δύση.
Σύμφωνα με το βιβλίο του Köpf, μέχρι το 1961, όταν ανεγέρθηκε το τείχος του Βερολίνου, 200 ήταν οι αμερικανοί στρατιώτες που λιποτάκτησαν με προορισμό το ανατολικό Βερολίνο, αλλά περίπου οι μισοί από αυτούς το μετάνιωσαν και επέτρεψαν πίσω. Μεταξύ αυτών δεν περιλαμβανόταν κάποιος έγχρωμος στρατιώτης, καθώς οι φυλετικές διακρίσεις στις ΗΠΑ το καθιστούσαν απαγορευτικό.
Εξάλλου, σύμφωνα με το συγγραφέα, οι λιποτάκτες δυτικοί κέρδιζαν περισσότερα χρήματα συγκριτικά με τους υπόλοιπους Ανατολικογερμανούς στρατιώτες κι επομένως, αν λάβουμε υπόψη και την έλλειψη των ρατσιστικών διακρίσεων, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η ζωή τους ήταν καλύτερη στην Ανατολική Γερμανία, απ' ό,τι θα ήταν αν παρέμεναν στη Δύση.
Πηγές:
German Times Online
The Local.de
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου