18 Αυγούστου 2013

Τα κείμενα παλιών επιθεωρήσεων: Τα Παναθήναια του 1931

Το καλοκαίρι του 1931, πολλές ήταν οι επιθεωρήσεις που ανέβαιναν στα αθηναϊκά θέατρα: "Η Κατεργάρα", "Η Ξελογιάστρα", "Η Ματσαράγκα", "Όλα Μέσα" και τα "Νέα Παναθήναια" ή "Παναθήναια του 1931". Τα "Νέα Παναθήναια" ανέβαιναν στο θέατρο Κοτοπούλη από το θίασο Γονίδη. Η πολιτική σάτιρα αναμιγνυόταν με την κοινωνική και μέσα από τα διάφορα σκετσάκια αναδεινύονταν καθημερινοί τύποι της εποχής, αλλά και κάποιες -αναχρονιστικές σήμερα- αντιλήψεις της εποχής, όπως η δυσπιστία απέναντι στη γυναίκα αστυνομικό. Ούτε ένα ούτε δύο, αλλά τα κείμενα από έξι σκετσάκια έχετε τη δυνατότητα να διαβάσετε και παράλληλα να γελάσετε ή να συγκρίνετε την επιθεώρηση εκείνης την εποχή με τη σημερινή.

Ο ΜΠΟΓΙΑΣ

Ο ηθοποιός Χρυσοχόος υποδυόταν την μπόγια, που οδηγούσε επί σκηνής την κλούβα του, μέσα στην οποία είχε διάφορα ζώα. Σε κάποια στιγμή συναντά τον Τζαννέτο (ο θιασάρχης Γονίδης) και τη Μαντίνα (την υποδυόταν η ηθοποιός Μαντινειού).

Μα.: Αυτό που σου λέω εγώ. Έτσι είναι.
Τζ.: Τον κακό σου τον γλάρο, διαόλου μπαούλο, που είναι έτσι. Ούλο και αντίρρηση μου φέρνεις και είσαι πνεύμα αντιλογίας, πα να πει, σε ότι σου πω.
Μα.: Εγώ βρε αφιλότιμε άντρα; Αφού δεν μου κάνεις ποτέ το χατήρι, γι' αυτό γκρινιάζω.
Τζ.: Γκρινιάζεις μόνο; Τρώγεσαι με τα ρούχα σου και με διαολίζεις κι εμένα.
Μα.: Με τα πείσματά σου μωρέ Τζαννέτο μου, με κάνεις και σκυλιάζω και μου 'ρχεται με το δίκιο μου να δαγκώσω άνθρωπο.
Τζ.: Λύσσαξες μωρέ διαόλου μαντρόσκυλο. Αν λύσσαξες, να φωνάξω τον μπόγια να σε πάρει.
(Εκείνη τη στιγμή ακούγεται το κλάξον αυτοκινήτου και μπαίνει ο μπόγιας στη σκηνή. Η Μαντίνα φοβάται).
Μπ.: Μπόγια ζητήσατε κύριε;
Τζ.: Μπόγιας είσαι συ;
Μπ.: Μάλιστα, κύριε. Μπόγιας της μόδας, ντε λα μοντ ντερνιέρ γκρι.
Μα.: Και έτσι όπως είσαι, πιάνεις πα να πει σκυλιά;
Μπ.: Και σκυλιά; Και σκυλιά.
Τζ.: Τα σκυλιά, λε σιέν.
Μπ.: Λε σιέν βουί, βουί τε κομπράν.
Τζ.: Τον βλέπεις μωρέ Μαντίνα; Σ' αυτόνε θα σε δώσω να σε πάρει για παρέα στην κλούβα του.
Μπ.: Δεν υπάρχει πλέον κλούβα, βουαλά μον ωτό.
Μα.: Τι έκανε λέει;
Τζ.: Και τα σκυλιά μωρέ αποχτήσανε ατυοκίνητο;
Μπ.: Αυτοκίνητο βέβαια. Όλα τα κοπρόσκυλα, λε κοπροσκίλ δηλαδή, που λέει και ο μεσιέ Μπιάγκο, έχουνε το σήμερις ωτό και τα σκυλιά ωτό να μην έχουνε;
Μα.: Είδες βρε αχάριστε άνδρα, ως και τα σκυλιά μπαίνουνε σε αυτοκίνητο. Κι εσύ ούτε μια φορά δεν μ' έβαλες σ' ένα αυτοκίνητο να με πας λιγουλάκι περίπατο να ξεσκάσω.
Τζ.: Μπα που να σκάσεις. Δεν μου λες, κύριε Μπόγια, δεν την παίρνεις, πα να πει να την κλείσεις στην κλούβα να χορτάσει περίπατο; 
Μπ.: Πολύ ευχαρίστως. Αβέκ πλαιζίρ.
(Κάνει να πιάσει την Μαντίνα)
Μα.: Α, α, α Τζαννέτο μου, Τζαννέτο μου.
Τζ.: Έλα ντε διαόλου τσιμπούρι να σου δείξω, που θέλεις αυτοκίνητο.
Μπ.: Ω, μοντιέ, μοντιέ, τι δουλειά που 'ναι και τούτη τώρα τελευταίως.
Τζ.: Έχετε πολλή δουλειά, εξοχώτατε;
Μπ.: Δουλειά; Άλλο τίποτα. Λοτρ.. ριέν. Άλλο τίποτε.

(Τραγούδι)
Να κι ένας σκύλος στρογγυλοθρεμμένος
που πρίστηκε απ' το πολύ φαΐ
τον τσάκωσα και γύριζε λυμένος
απ' έξω απ' τη Βουλή πρωί πρωί.

Της λέσχης από χρόνια είναι κύων
που ζει εις αλλονών λογαριασμόν
αργόμισθος σε κάποιο υπουργείο
τσιμπούρι στον προϋπολογισμόν.

Ρεφραίν
Βρε αυτή τη χρονιά
τεμπέλη ντουνιά
σκυλολόι ρωμέικο
όποιος θέλει δουλειά
ας μαζεύει σκυλιά
να περνάει βίο μπέικο.

Να κι ένας σκύλος που ν' αγριεμένος
ο φόβος στης Γλυφάδας μας τις γκόμενες
ριχνότανε ατός σαν λυσσασμένος
και δάγκανε στην Πλάζα τις λουόμενες.

Τι  φταίει ο σκύλος τάχα σαχλαμάρες
αφ' είναι οι λουόμενες σαν φρόκαλα
τσιτσίδι ας μη γυρνάν οι κοκαλιάρες
ο σκύλος να μη ρίχνεται στα κόκαλα. 

Ρεφραίν 
Βρε αυτή τη χρονιά.....

Μια λυσσασμένη σκύλα έχω όπου
το κρέας κυνηγά το ανθρωπινό
την έπιασαν προχτές στου Χαροκόπου 
που γύριζε λυτή σ' ένα στενό.

Αυτή είν' των πενθεράδων μας το άστρο
που το φοβάται και ο ήλιος
η Άρτεμις μας πεθερά είναι η Κάστρο
η Άρτεμις μας πενθεροϋφήλιος.

Ρεφρέν
Βρε αυτή τη χρονιά....

Να κι ένα αθωότατο σκυλάκι
που μου 'πε να το πιάσω η Αρχή
γιατί όταν θυμώνει αυτή λιγάκι
γαβγίζει και τον κόσμο ανησυχεί.

Αυτός είναι ο κακόμοιρος ο Τύπος
που αν έγινε η γη μιας Μαδιάμ
το φίμωτρο του βάλαν παρατύπως
να μη γαβγίζει και σκυλιάζει ο Αβραάμ.




ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ

Αυτήν τη φορά, ο Τζαννέτος και η Μαντίνα συναντούν τον κ. Μύλλερ, ο οποίος τους εκθέτει ένα σωρό χαμένα πράγματα που βρήκε στους δρόμους.

Τζ.: Ε, για πού το 'βαλες με τη βαλίτσα στο χέρι;
Μα.: Μήπως για το Παρίσι; Έχω να σας δώσω κάτι γράμματα για κάτι γνωριμίες μου.
κ.Μ.: Όχι, κύριέ μου, δεν φεύγω.
Τζ.: Αμ, τότε τι είναι αυτά;
κ.Μ.: Είμαι στο τμήμα των λησμονημένων αντικειμένων.
Τζ.: Ώστε σα να λέμε, εδώ μέσα έχεις όλα τα βρεμένα σου πα να πει.
κ.Μ.: Ναι, τα χαμένα και βρεμένα.
Τζ.: Ε, πάρ' τα λοιπόν και άμε καλά σου.
Μα.: Όχι, όχι, στάσου. Άμα ξεχάσω τίποτε θα μου το βρεις και θα μου το φέρεις;
κ.Μ.: Εννοείται.
Τζ.: Δεν κάνεις πως ξεχνάς εμένα, μωρή Μαντίνα; Κάν' το και σου υπόσχομαι να μη με ξαναβρείς ποτέ.
Μα.: Μα, καλά, τούτα δω πώς τα βρίσκουνε.
κ.Μ..: Ταύτα δε είναι άλλα πράματα κυρά μου.
Τζ.: Ε, για να δούμε, τέλος πάντων, τι βρήκες σήμερα.
κ.Μ.: Ευχαρίστως.

Τραγούδι
Να και της οδοποιίας
δυο πλακάκια ξεχασθέντα
από πλήθος μεσαζόντων
κι υπουργό παραιτηθέντα

Που απορρίψαντες τα μαύρα
της ασφάλτου πετραδάκια
τα εβάλανε στο φούρνο
και τα κάνανε πλακάκια.

Κι ηύρα αλίμονο σε μένα
κι άλλα ξεχασμένα
δω και κει ριγμένα.
Πράγματα που να τα χάσεις
και που να γελάσεις
βρήκα ένα σωρό.

Εις την άμμο του Φαλήρου
ηύρα ένα μεσημέρι
και το θρυλικό τιμόνι
κάποιου φίνου τιμονιέρη.
Που του ξέφυγε απ' τα χέρια
άκου η μοίρα πώς τα φέρνει
και γι' αυτό κουνιούνται όλα
και το σκάφος παραδέρνει.

Και στον κήπο των Αγάμων
που επέρναγα μια μέρα
βρήκα πεταγμένη χάμω
την ολόχρυση αυτή βέρα.
Είναι βάρους ουκ ολίγου
μεν το παίρνετε γι' αστείον
θα 'ναι καμιανού συζύγου
24 κερατίων.

Κι ένα μάτσο που ερρίφθη
από κάποιον ωρισμένως
υπουργό πο τα σκορπάει
γιατί... ξέχασε ο καημένος.
Ως μας διαβεβαιούσε
οι ομοφρονούσες λέσχες
από πού και πώς και πόσα
και προ πάντων πόθεν έσχες.

Στου Ζαππείου ένα παγκάκι
βρήκα χτες αυτή τη λίμα
από κάποιας το τσαντάκι
θα 'χει πέσει κι είναι κρίμα.
Δε βαριέσαι οι γυναίκες
που παρλάρουν χίλια τόσα,
μία λίμα έχουν στην τσάντα
κι άλλη μία εις την γλώσσα.

Στου Γιαννάκη παρεΐτσα
χτες το βράδυ μόλις μπήκα
μια ολομέταξη καλτσίτσα
κάποιου κοριτσιού εβρήκα.
Με ξεκάλτσωτα τα πόδια
διαπράττει όλο φάλτσα
κάθε μια γυναίκα τώρα
κι είναι του διαόλου κάλτσα.

Και στα μπάνια της Γλυφάδας
μετ' εκπλήξεως απείρου
βρήκα μια κομπινεζόνα
μ' ένα ράσο καλογήρου,
που, ως φαίνεται στην άμμο,
είναι αλήθεια, τι γελάτε,
την εδίδαξε ο καημένος
το αλλήλους αγαπάτε.



Η ΓΕΝΕΣΙΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Ο Τζαννέτος συναντάται με μια μαθήτρια (την υποδυόταν η ηθοποιός Ελένη Πιέρρη), η οποία του έλεγε το μάθημά της από την Παλαιά Διαθήκη.

μαθ.: Και είπεν ο Θεός γεννηθήτω φως πέρα ως πέρα και εγένετο το φως το ηλιακόν.
Τζ.: Ήρθεν η Πάουερ κατόπιν μίαν ημέρα και το 'κανε το φως τριφασικόν.
μαθ.: Κατόπιν έκανε ο Θεός μας το νερό, που όπως ξέρουμε εδώ μέσα στην Αθήνα
Τζ.: Δεν μας σερβίρεται ποτέ του καθαρό, αλλά νοθεύεται με γάλα και ρετσίνα.
Ρεφραίν
Μαζί: Πώς χάλασε ο κόσμος
πώς χάλασε πια
κι έγινε μεσ' στη καταντιά
κι η ανθρωπότης βρε παιδιά,
παλιανθρωπιά.

μαθ.: Ύστερα έριψε τα ψάρια στο νερό, μπαρμπούνια, γόπες και το ψιλοτηγανίδι.
Τζ.: Όπου μεγάλωσαν σε κάμποσο καιρό και βγήκανε στο θίασο.. Γονίδη.
μαθ.: Κατόπιν έφτιασε τη λάσπη ο Θεός και αφού έπλασε τον άνθρωπο, στο θρόνο του πλησίον
Τζ.: Πήρε τη λάσπη που περίσσεψε απ' αυτόν και μας την έριψε εις την οδό των Πατησίων.
Ρεφραίν.
Χάλασε ο κόσμος....

μαθ.: Κατόπιν έφτιασε τα δένδρα ο Θεός και γέμισε τη γη μας από δάση.
Τζ.: Τα δάση που από τότε ο Ρωμιός τα καίει, έτσι.. για να διασκεδάσει.
μαθ.: Κατόπιν έφτιασε τις κατσαρίδες ο Θεός, τις μύγες και τους μύρμηγκας παρέκει.
Τζ.: Κι ευθύς τας έριξε στα ρεστοράν των Αθηνών, να μας σερβίρονται μαζί με το μπιφτέκι.
μαθ.: Κατόπιν έφτιασε το σκότος ο Θεός, το σκότος βρε παιδί μου, το οποίον...
Τζ.: Βρίσκει από τότε ο λαός στους δρόμους και στο αστυνομικόν δελτίον.
μαθ.: Κατόπιν έφτιασε τους δρόμους ο Θεός και τους προόρισε να περπατάει η ανθρωπότης
Τζ.: Τους δρόμους όπου δεν κυκλοφορεί πια ο λαός, γιατί τους έφαγε ο Καραπαναγιώτης.



ΟΚΑ

Ένας μεθυσμένος (ο ηθοποιός Μακριδάκης) μπαίνει σ' ένα οινοπωλείο ευρωπαϊκού στιλ και ζητάει να πιει κρασί σε μια τενεκεδένια οκά.

Μπεκρής: Μαγαζί.. Μαγαζί...
Γκαρσόνι: Ορίστε, κύριος.
Μπ.: Μια οκαδίτσα ρετσίνα, δυο ποτηράκια κι ένα καθρέφτη καθαρό.
Γκ.: Καθρέφτη; Και τι να τον κάνεις τον καθρέφτη; Να χτενισθείς;
Μπ.: Όχι ρε κορόιδο, να κοιτάω μέσα, να νομίζω πως έχω παρέα.
Γκ.: Α, γι' αυτό.
Μπ.: Και για κάτι άλλο, ρε κορόιδο. Όταν πίνω και κοιτάζω στον καθρέφτη, μου φαίνεται πως πίνω δυο φορές.
Γκ.: Πω, πω.. εσύ είσαι σκνίπα. Δεν ξέρεις τι λες. Έτσι γίνεσαι κάθε φορά που πίνεις κρασί;
Μπ.: Με συγχωρείς. Εγώ μεθάω σε δύο περιφτώσεις. Πρώτον, όταν είμαι στενοχωρημένος.
Γκ.: Και πότε άλλοτε;
Μπ.: Και όταν... δεν είμαι. Τώρα να φέρεις την οκά να σταθώ στα πόδια μου.
Γκ.: Αμέσως, πάνω να τη φέρω. Δώσε μια οκά στο πέντε.
(Φεύγει, ενώ ο μπεκρής τραγουδάει)
Κακούργα με κατήντησες
Ορχήστρα των τριόδων
(Το γκαρσόνι ξαναμπαίνει)
Γκ.: Έφτασα. (Φέρνει μια οκά σε μποτίλια)
Μπ.: Τι είναι αυτό ρε; Μουρουνέλαιο Νορβηγίας σου ζήτησα και μου το φέρνεις στην μποτίλια; Κρασί στην οκά σου ζήτησα. Ντενεκέ, νταν, νταν, κατάλαβες;
Γκ.: Έτσι συνηθίζεται τώρα, ρε κύριος.
Μπ.: Τι λες ρε; Εγώ θέλω να πιο κρασί στην οκά. Δεν πίνω... Σάριζα.
Γκ.: Καλά. Πάω να σου φέρω μια οκά.
(Φεύγει και επιστρέφει μετά από λίγο μαζί με την οκά, που την υποδυόταν η ηθοποιός Όλγα Γαϊτάνου)
Γκ.: Έφτασε η οκά.
Μπ.: Έλα να μου ζήσεις γοργόνα μου. Να μου ζήσεις οκά μου.
(Απαγγέλει)
Που με σένα αν έπινε ο Σωκράτης το κώνειο,
θε να ζούσε, κυρά μου, την ζωήν την αιώνιον.
(Την παίρνει αγκαζέ και κάνουν να φύγουν)
Γκ.: Πού την πας, λέω.
Μπ.: Στην κρασονιέρα μου, λέω.
Γκ.: Δεν βαριέσαι. Κάτσε δω, ρούφηξέ την, πιέ τηνε όλη. Κανείς δεν θα σ' ενοχλήσει.
Μπ.: Άντε, ρε οκά μου, να σου απαγγείλω τους χαιρετισμούς.
Οκά: Άντε, μουστερή μου!
Τραγούδι
Οκά: Κρασί αν γεμίσω, είμαι θεία συνταγή
για τις αρρώστιες όλες που 'χετε στη γη.
Μπ.: Πνίγεις μεράκια
διώχνεις φαρμάκια
και θεραπεύεις κάθε ερωτοπληγή.

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Χαίρε των ερωτευμένων το φάρμακον,
όταν είσαι γνησία και ανέρωτος.
Χαίρε που είσαι το φλιτ στο κουνούπι του έρωτος.
Χαίρε που χαρίζεις την ζωή την επίγειο.
Χαίρει των ερωτευμένων το Ησαΐα χόρευε
και τοων παντρεμένων το διαζύγιο.

ρεφραίν
Με κρασί μια οκά
τι ντέρτια γλυκά
και Παρά είσου σμίξιμο
Άντε κόσμε, Άι ρε συ
με δίχως κρασί
θα ήσουν για πνίξιμο.

Μπ. Όταν δεν έχεις πουθενά να κοιμηθείς
και ξέρεις πως στους πάγκους θα ξημερωθείς.
Έννοια δεν βάζω
αγρόν αγοράζω
κι αρχίζω τότε να σου ψέλνω παρευθύς
Χαίρε που έλυσες το ζήτημα της στέγης το φλέγον,
χαίρε ο  στεναγμός των αστέγων.
Χαίρε γιατί όποιος σε πιεί παρευθύς και παραχρήμα
στεγάζεται αμέσως δωρεάν,
γιατί κοιμάται εις το.. τμήμα.

ρεφραίν
Αν δείτε όλοι και σας δέρνουν οι καημοί
κι αν ακριβαίνει κάθε μέρα το ψωμί
Κι αν πεινάμε
και αν διψάμε,
όταν σε πίνω τα ξεχνάω στη στιγμή.

Χαίρε αρχή του παντός και το τέλος.
Χαίρε που είσαι συ θηλυκός Βενιζέλος,
καθ' ότι όλους τους φίλους σου τους αχώριστους
εσύ κυβερνάς και τους κάνεις αγνώριστους.

ρεφραίν
Όταν με πίνεις βλέπεις ίσα τα στραβά
και γνωστικά τότε θαρρείς τα παλαβά.
Όταν σε πίνω,
ψιλή δεν δίνω,
αν κυβερνώμαστε στον τόπο μας ζαβά.

Χαίρε των ταβερνών της Ελλάδος το καμάρωμα,
χαίρε η μπόχα της κρασίλας το κοσμικότατο άρωμα.
Χαίρε κι ας λένε τα στόματα τα φαύλα
διάφορες κατ' εσού φλυαρίες.
Χαίρε που σε πίνουμε και γινόμαστε τάβλα
και εν τη τάβλα ταύτη
ευρίσκουμε σανίδα σωτηρίας.

ρεφραίν
Εγώ τη γη όταν με πίνεις την κουνώ,
και όλο το σύμπαν μοναχή μου κυβερνώ
Σαν σε ρουφάω,
όλο γυρνάω
και μου 'ρχεται ένας οίστρος και αναφωνώ

Χαίρε που είσαι μια δύναμις που κάνει
το πάτωμα να γίνεται ταβάνι.
Χαίρε που όποιος σε πίνει περπατάει ίσια,
βλέπει την Ακρόπολη στο Φάληρο
και το Πασαλιμάνι στα.. Πατήσια.




ΝΥΧΤΑ
Ο Τζαννέτος απολαμβάνει μόνος του την αθηναϊκή νύχτα κάπου στο Θησείο. Στο ρόλο της "Νύχτας" η ηθοποιός Λολότα Ιωαννίδου.

Τζ.: Θα κάτσω εδώ στη ρομάντσα μέχρι αύριο το πρωί. Τι ωραία που 'ναι, μα τον άγιο, αυτή η νύχτα της Αθήνας. Αν έχει ένα πράμα που της ζηλεύουνε αυτηνής εδώ της διαλοπρωτεύουσας είναι η νύχτα.
Ν.: Νύχτα, είπατε κύριε;
Τζ.: Ναίσκ, μωρέ τζογούλα μου, νύχτα. Σ' αρέσει και σένα η νύχτα;
Ν.: Αν μ' αρέσει; Αφού είμαι η νύχτα.
Τζ.: Τι είσαι λέει;
Ν.: Είμαι η νύχτα.
Τζ.: Η νύχτα είσαι; Μωρέ, μπράβο νύχτα! Με μία τέτοια νύχτα μπορεί να κάτσω 50 νύχτες ως το πρωί μαζί της και να μη νυστάξω.
(Την αγκαλιάζει και κατόπιν την ψάχνει στην κοιλιά)
Ν.: Τι ψάχνετε εκεί, καλέ;
Τζ.: Η νύχτα δεν είπες πως είσαι;
Ν.: Ναι.
Τζ.: Ψάχνω να βρω το μεσονύκτιο. Δεν κάνω τίποτε το κακό πα να πει.
Ν.: Σ' αρέσκω, λοιπόν, τόσο πολύ;
(Τον αγκαλιάζει).
Τζ.: Μη με σφίγγεις μωρέ νύχτα, γιατί θα με κάνεις να πάθω υπόταση και ύστερα καλό ξημέρωμα νύχτα μου. Κατάλαβες; Μ' αρέσεις πολύ, μωρέ τζογούλα μου.
Ν.: Λες αλήθεια;
Τζ.: Να μην ξημερωθώ... μοναχός μου, αν σου λέω ψέματα.
Τραγούδι
Ν.: Λιγάκι σαν αρχίσει να βραδιάζει
σ' εμένα πάντα έρχεται μαζί
ο ντόπιος ο γλεντζές και μ' αγκαλιάζει
και τότε νιώθει μόνο ότι ζει.
Τζ.: Σαν κάπως δίκιο να 'χεις μωρέ νύχτα.
Αν έχεις λίγα ντέρτια στην καρδιά,
στ' ατελείωτο ξενύχτι μωρέ πνίχτα
και γλέντα διαρκώς κάθε βραδιά.

(Ο Τζανέτος απαγγέλλει:)
Γεια σου ρε νύχτα,
που όσα νύχτα οι γυναίκες μας βάζουνε,
σαν το ανεκπλήρωτο πρόγραμμα του Βενιζέλου μοιάζουνε.
Και πριν έρθει πρωί εμείς μένουμε ρέστοι,
μπον νουί  πουρ ντεμαίν δηλαδή,
καλή νύχτα γι' αύριο τουτέστι.

Ρεφρέν
Μαζί: Στης νύχτας τη σιγαλιά
σε παίρνει μια μικρή,
μα σ' άλλου αγκαλιά
ξυπνάει αυτή τ' άλλο πρωί.

Τζ.: Ελόγου γλυκό μου τζοβαΐρι
κι αυτούς τους βουλευτάδες ξεγελάς,
γι' αυτό ποτέ δε βλέπει και χαΐρι
η δόλια και φτωχή Βενιζ- Ελλάς.

Γεια σου ρε νύχτα,
που υιός της νυχτός κάθε Έλλην νομίζεται
και δικαίως για σπουδαίος ξενύχτης φημίζεται
Γιατί ξενυχτάει διαρκώς με τα μάτια ορθάνοιχτα
και κοιμάται ορθός κι έχει πάντα μεσάνυχτα.
Γεια σου που νύχτα είπανε θα γίνει αγνώριστη η Ελλάς,
αλλ' όπως λέει η παροιμία,
της νύχτας τα καμώματα
τα βλέπεις μέρα και γελάς.

Ρεφρέν
Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά
και στην Αθήνα σαν νυχτώνει
στα σπίτια και στα μαγαζιά
ο κλέφτης διά ρήξεως τρυπώνει. (δις)

Ν.: Μ' εμένα κάνουνε ολονυχτία
στη Βουλή μας όλοι οι βουλευταί,
το ίδιο επίσης και στη Γερουσία,
οι φίλοι μου οι γερουσιασταί.

Τζ.: Δεν ξενυχτάνε όλοι αυτοί που είπες,
βρε Νύχτα, δεν ξηγήθηκες σπαθί
και στο νερό τη νύχτα κάνουν τρύπες,
γιατί κοιμούνται όλοι τους ορθοί.

Γεια σου ρε νύχτα, που λύεις της Βουλής τα ζητήματα
Γεια σου που ρίχνεις Κυβερνήσεις και σκαρώνεις κινήματα.
Γεια σου που ένας τρανός και μεγάλος διοπτροφόρος πολιτικός,
όταν τα κάνει θάλασσα το σκάει πάντοτε και φεύγει διά νυκτός.

Ρεφρέν
Φεύγεις, φεύγεις μας αφήνεις
Συ μας άναψες φωτιά.
Φύγε, μακριά να μείνεις,
μην ξαναγυρίσεις πια!



ΜΑΝΤΙΝΑ

Το σκηνικό είναι ένας αθηναϊκός δρόμος. Ο Τζαννέτος πειράζει μια μικρή κοπέλα που περνάει τυχαία από εκεί, η οποία όμως τον βρίζει και φεύγει. Η σύζυγός του, Μαντίνα, που εν τω μεταξύ έχει γίνει αστυνομικίνα, τον συλλαμβάνει επ' αυτοφόρω.

Μα.: Άλτ!
Τζ.: Ποιος είναι αυτός παράς; (την κοιτάζει έκπληκτος). Μαντίνα, εσύ είσαι; Πώς σε καταντήσαν έτσι;
Μα.: Αλτ, σου είπα. Δεν είμαι καμιά Μαντίνα. Είμαι Όλισμαν.
Τζ.: Τι είσαι, λέει;
Μ.: Όλιζμαν.
Τζ.: Διαόλιζμαν θέλεις να πεις δηλαδή. Και γιατί ντύθηκες έτσι, μωρή κατσίκα ποβολή;
Μ.: Γιατί το πείραξες το κορίτσι; Πώς λέγεσαι και πού κατοικείς, πόσων ετών είσαι; Έγγαμος, άγαμος κλπ.
Τ.: Δεν κατοικώ προς το παρόν πουθενά, επειδή κανένα ξενοδοχείο δεν μας μπάζει μέσα, ένεκα τη γλώσσα της φάλαινας της συμβίας μου.
Μ.: Αυτά δεν μ' ενδιαφέρουν. Πόσων ετών είσαι;
Τ.: Σαράντα, κυρία Διαόλιζμαν. Δέκα χρόνια μικρότερος από τη συμβία μου, τη Μαντίνα.
Μ.: Δεν με ενδιαφέρουν αυτά εμένα σου είπα.
Τ.: Ενδιαφέρουν όμως εμένανε.
Κ.: Και τώρα εμπρός στο τμήμα.
Τ.: Άστες αυτές τις κογιοναρίες μωρέ Μαντίνα και πήγαινε να βγάλεις αυτά τα μασκαραλίκια που φόρεσες, γιατί θα γίνεις ρεντίκολο κακομοίρα μου.
Μ.: Τι λες; Αυτά δεν θα τα βγάλω ποτέ. Προσελήφθην στην αστυνομία ηθών διά του βίου.
Τ.: Πώς είπες; Στην Αστυνομία βυθών;
Μ.: Όσκε. Στην Αστυνομία ηθών.
Τ.: Α, κατάλαβα, στην αστυνομία στηθών θέλεις να πεις.
Μ.: Άσε τα λόγια και άκου τώρα τι θα κάνω.
Τραγούδι
Μ.: Θε να φυλάω τους δρόμους μας 
και όλους τους διαβάτες
και σύμφωνα στους νόμους μας θα πιάνω παραβάτες.

Τ.: Τα λόγια σου μη σπαταλάς,
το ξέρω, μη χαλιέσαι.
Αντί τους δρόμους να φυλάς,
στους δρόμους θα φιλιέσαι.


Μ.: Τώρα που με διορίσανε
εις την αστυνομία,
θα συλλαμβάνω μόνη μου 
αδέσποτα παιδία.

Τ.: Γυναίκα είσαι, συνεπώς
τα δυνατά θα κάνεις
και θα φροντίζεις πώς και πώς
παιδιά να συλλαμβάνεις.

Ρεφρέν
Μαζί: Φιόρο, φιόρο, φιόρο, φιόρο
είναι Τζαννέτο φυσικό,
να με δεις στο φιόρο, φιόρο
αστυνόμο θηλυκό.

Μ.: Θα συλλαμβάνω όποιον βρω
διαρρήκτη παραχρήμα
κι αμέσως θα τον οδηγώ
μονάχη μου στο τμήμα.

Τ.: Κι αν τύχει κάνας νόστιμος
διαρρήχτης, τι χαρά του,
αντί στο τμήμα να τον πας,
θα πας στην κάμαρά του.

Μ.: Προ πάντων τους αισχροκερδείς
εγώ θα κυνηγάω
κι όποιον να κλέβει συναντώ,
εγώ θα τον βουτάω.

Τ.: Εσένα καθ' αισχροκερδής
θε να σε κυνηγάει
κι αντί να τον βουτάς εσύ,
αυτός θα σε βουτάει.

Μ.: Εις το καθήκον θ' αγρυπνώ,
παρούσα σ' όλα θα 'μαι
κι όταν κοιμώνται οι πόλισμαν,
εγώ δεν θα κοιμάμαι.

Τ.: Θε να κοιμάσαι βρε και συ,
κάπως αλλέως όμως,
Εις το κρεββάτι σου μαζί
θα πέφτει κι ο αστυνόμος.

Μ.: Στους δρόμους όταν φεύγουνε,
αμέσως θε ν' αρπάζω.
Χωρίς καμιά διάκριση
και πρόστιμο θα βάζω.

Τ.: Σαν γίνεις αστυνόμισα,
όλοι θα σε θαυμάζουν.
Και όλοι θα σε φτύνουνε,
για να μη σε ματιάζουν.



ΟΙ ΔΙΑΡΡΗΚΤΕΣ
Ένας αστυνομικός οδηγεί στο τμήμα δύο διαρρήκτες, τους οποίους έπιασε επ' αυτοφόρω, ενώ επιχειρούσαν να διαρρήξουν ένα μαγαζί. Τους δύο διαρρήκτες υποδύονταν η Όλγα Γαϊτάνου και ο Μαυριδάκης.

α΄διαρ.: Μα, κύριε πόλισμαν, τι σπρώχνεις;
Πολ.: Μέσα, μπρος!
β. διαρ.: Γιατί, ρε κύριε παρακαλώ; Τι κάναμε δηλαδή; Το κινίνο νοθέψαμε και μας πας μέσα;
Π.: Τι κάνατε λέει; Σας έπιασα την ώρα που μπαίνατε στην ταβέρνα να κλέψετε και τώρα μου λέτε τι κάνατε; Είσαστε διαρρήκτες, Εμπρός, μέσα!
β΄.: Λάθος.
α΄.: Παρεξήγησις.
Π.: Τι λάθος και παρεξήγησις μου τσαμπουνάτε; Εμπρός, μέσα.
β΄.: Λάθος ανεπανόρθωτο, κύριε... πρόεδρε. είμαι αθώος. Ορκίζομαι.
Π.: Πού τον βλέπεις τον πρόεδρο;
α΄.: Είναι συνήθειά του αυτή. Νομίζει πως είναι διαρκώς στο δικαστήριο.
β΄.: Κύριοι δικασταί! Λοιπόν, η δικαιοσύνη σφάλλει τρομερά στο ζήτημα αυτό. είμαστε νοικοκυραίοι άνθρωποι και πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν. Είμαστε η πιο αδικημένη τάξη της κοινωνίας.
Π.: Είσθε δυο παλλιοδιαρρήχτες.
α΄.: Διαρρήχτες, αλλά νομιμόφρονες πολίτες. Σεβόμενοι την ησυχία των συμπολιτών, κάνουμε τη δουλίτσα μας αθόρυβα. μπαίνουμε στα σπίτια και προσπαθούμε με κάθε τρόπο να μην ξυπνήσουμε κανένα.
β΄.: Και μη νομίζετε, κύριε Εισαγγελεύ... ότι κερδίζουμε τίποτα. Τζάμπα πάνε οι κόποι μας και τα νυχτέρια μας. Μας τα τρώνε όλα τα δικαστήρια, τα χαρτόσημα, οι φόροι, οι απολύσεις επί εγγυήσει και τα ρέστα.
Π.: Δεν ντρεπόσαστε, βρε, να δουλεύετε τέτοιο επάγγελμα; Δεν πηγαίνετε ν' ανοίξετε ένα μαγαζάκι να βγάλετε το ψωμάκι σας, παρά κάνετε τους διαρρήχτες;
α΄.: Μαγαζάκια ανοίγουμε και μεις ρε κύριος και μας πας μέσα.
β΄.: Αλλά ξέρω γω. Μας πας μέσα, κύριε... Αρεοπαγίτα, γιατί ανοίξαμε μια παλιοταβέρνα. Αν εφόραγα κανένα φράκο και κάνα ψηλό καπέλο, κανένα τζάμι στο μάτι και τίποτα γάντια και έμπαινα σε κανένα υπουργείο και έκανα καμιά σύμβαση ή κατάπινα καμιά δεκαριά δρόμους, θα ήμουνα καλός και άγιος. Δαχτυλοδειχτούμενη Αγιότης.
α΄.: Καραπαν-αγιότης δηλαδή.
Π.: Ας είναι. Σας αφήνω παραδεχόμενος μετρίαν σύγχυσιν, μα άλλη φορά...
β΄.: Άλλη φορά θα προτιμήσουμε να φάμε τηλέφωνα, μα δεν θα κάνουμε διάρρηξη.
(εύγει ο αστυνομικός)

Τραγούδι
α΄.: Στα μπάνια εκεί κάτω της Γλυφάδας
επήγα για να μπω μία βραδιά
σε μια μικρή καμπίνα Αρσακειάδας,
που είχε όμως κλειδωθεί μ' εφτά κλειδιά.

β΄.: Βρε συ, του λέω, τρως καημένε χόρτα,
τι στάθηκες και βλέπεις μετ' εκπλήξεως.
Η κάμαρά της έχει κι άλλη πόρτα,
που μπαίνεις άνευ διαρρήξεως.

ρεφρέν
Πω πω δουλειά
πω πω δουλειά μωρέ, τι φρίκη
τέτοια δουλειά εγώ δεν είχα ξαναδεί,
τέτοια δουλειά και τέτοιο μέγα μπελαλίκι,
ν' ανοίγεις σπίτια απ' το βράδυ ως το πρωί.

α΄.: Και το Χημείο ανοίξαμε και κείνο
με τρόπο μία νύκτα στα κλεφτά
και κάμποσο ευρήκαμε κινίνο,
κινίνο όπου άξιζε πολλά λεφτά.

β΄.: Ο φίλος μου από δω μου λέει πάρ' το,
μα εγώ που είμαι γνώσεων παλιών,
του λέω, μωρέ φίλε είναι σκάρτο
και άστο.. λόγω αμφιβολιών.

Και τη Βουλή, όπου δεν έχει μπέσα,
διερρήξαμε κι οι δυο μας μια βραδιά
και μπήκαμε στην αίθουσά της μέσα,
μας πήραν όμως με το πρώτο μυρωδιά.
Τους βουλευτάς σαν είδα τους ξενύχτες,
τους λέω πια χωρίς ενδοιασμούς
κι εσείς βρε όλοι είσαστε διαρρήχτες,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου