Μια πολύ ενδιαφέρουσα ημέρα υπήρξε η 25η Σεπτεμβρίου στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, με γεγονότα που συγκίνησαν, συζητήθηκαν, προκάλεσαν σημαντικές εξελίξεις και έγιναν σημεία αναφοράς.
Στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, έφυγε από την ζωή ένας από τους σημαντικότερους αγωνιστές της Επανάστασης του 1821, ο Νικήτας Σταματελόπουλος, γνωστός και ως Νικηταράς, που έφερε τον τίτλο του υποστράτηγου, ενώ την εποχή του θανάτου του ήταν εκλεγμένος γερουσιαστής. "Ολίγων Ελλήνων η εκφορά ετιμήθη διά τοσαύτης παρατεταμένης συνοδείας μέχρι του τάφου, και ολιγωτέρων η ένδοξος μνήμη αθάνατος θέλει επιζή εις την ζώσαν γενεάν και τας μεταγενεστέρας", σχολίαζε λίγες μέρες αργότερα (στις 28.09) ο "Αιών". Η κηδεία του Νικηταρά έγινε την επόμενη μέρα δημοσία δαπάνη, η κυβέρνηση κήρυξε διήμερο εθνικό πένθος, όμως δεν έγινε σεβαστή η επιθυμία του να ταφεί στην Πελοπόννησο.
Η εφημερίδα "Αιών" περιέγραψε ως εξής την ταφή του Νικηταρά:
"Ασθενών προ πολλού ο υποστράτηγος και Γερουσιαστής Νικήτας Σταματελόπουλος, απεβίωσεν εν Πειραιεί τη ώρα 6 π.μ. της 25 7βρίου κατά το 68 έτος της ηλικίας του. Περιττόν το να αναφέρωμεν, ως οίκοθεν εννοουμένην παρά παντός, την βαθυτάτην λύπην, οποία εκυρίευσε τας καρδίας όλων, ως σεβομένων των πρωταγωνιστήν και ενάρετον πολίτην. Διά προγράμματος και δημοσίου δαπάνης το Υπουργείον ώρισε την κηδείαν του κατά την ώραν 8 π.μ. της επιούσης, όλοι δ' οι Υποστράτηγοι και λοιποί Στρατιωτικοί Πελοποννήσιοι καταβάντες εις Πειραιά, ανεβίβασαν τον νεκρόν του μέχρι των προπυλαίων της Καθέδρας, όθεν ο Δήμαρχος μετά του Δημοτικού Συμβουλίου, διάφοροι των εν τέλει και στρατιωτική παράταξις τον συνώδευσαν μετά των πολιτών εις τον ναόν της αγίας Ειρήνης. Τελεσθείσης της νεκρωσίμου τελετής, ο γέρων και άλλοτε συναγωνιστής του Ν. Βάμβας ωμίλησεν από του άμβωνος λόγον άξιον του ονόματος του νεκρού, ως και επί του μνημείου ο Κύριος Π. Σούτσος.
Ετάφη πλησίον του αοιδίμου Θ. Κολοκοτρώνου, ει και εξηγήθη, ζων έτι, να ταφή εις την Πελοπόννησον, ει και μετά την αποβίωσίν του επεθύμει η ενάρετος και τεθλιμμένη οικογένειά του να ταφή επί του λόφου, όπου ο Αοίδιμος είχε τον προμαχώνα του επί του Καραϊσκάκη...."
Στις 25 Σεπτεμβρίου 1906, το θέμα της ημέρας στην Αθήνα ήταν το σκάνδαλο με την "απαγωγή" της ηθοποιού Κυβέλης, η οποία "κλέφτηκε" με τον εραστή της - και μετέπειτα δεύτερο σύζυγό της - Κώστα Θεοδωρίδη, ενώ ήταν παντρεμένη με τον ηθοποιό Δημήτρη Μυράτ. Η "απαγωγή"-σκάνδαλο έγινε το προηγούμενο βράδυ και στις 25 του μήνα έγινε γνωστή μέσα από τις εφημερίδες, που τις επόμενες μέρες θα έκαναν πάρτι με το γαργαλιστικό σκάνδαλο, που σύμφωνα με τα δημοσιεύματα γεννήθηκε σε μια παρτίδα πόκερ.
"Η ΑΠΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΩΡΑΙΑΣ ΚΥΒΕΛΗΣ - ΚΑΛΟ ΤΑΞΕΙΔΙ!" ήταν ο ειρωνικός τίτλος του ρεπορτάζ της εφημερίδας "Ακρόπολις", που σχολίαζε: "Οι θεατρικοί κύκλοι διετέλουν χθες την νύκτα εν αναστατώσει, κατόπιν της γνωσθείσης απαγωγής μιας των ωραιοτέρων και νεαρωτέρων ηθοποιού μας, της πρωταγωνίστριας της "Νέας Σκηνής" κυρίας Κυβέλης Αδριανού Μυράτ. Όλοι ηξεύρουν βέβαια την χαριτωμένην αυτήν γυναικούλαν, η οποία και με την ευμορφιά της και με το καλλιτεχνικό της τάλαντον είχε κατορθώσει να προσελκύση τας συμπαθείας όλου του Αθηναϊκού κόσμου...".
Η εφημερίδα όμως έδινε και λεπτομέρειες -πραγματικές ή φανταστικές - για το πώς έγινε η απαγωγή:
"Η ωραία Κυβέλη, συνεννοηθείσα τελείως... με τον εραστήν της, πεισθείσα εις τας ερωτικάς του εκδηλώσεις και εις τας διαβεβαιώσεις βίου πλήρους ευμαρείας εις την Ευρώπην, τον οποίον την εξησφάλιζεν η περιουσία του, εδέχετο να τον ακολουθήση εις νέους κόσμους ερώτων και ευτυχίας. Εγκαταλείψασα λοιπόν την συζυγικήν στέγην, κατήλθε μαζί με τον Θεοδωρίδην εις τον Πειραιά, όπως δε βεβαιούται, επεβιβάσθησαν αμφότεροι του διά Μασσαλίαν αναχωρήσαντος το εσπέρας Γερμανικού.
Ο νέος Κωνσταντίνος Θεοδωρίδης, γυναικάδελφος του υποπλοιάρχου κ. Σπορίδου, από της πρωίας της χθες ειδοποίησε την οικογένειάν του ότι θα ανεχώρει εις μικράν εκδρομήν διά Κέρκυραν. Ητοίμασε της βαλίτσες του, και την 8ην πρωινήν ανεχώρει εκ της οικίας του.
Οι συγγενίς του νέου μετ' ολίγον εμάνθανον την αλήθειαν. Και το απόγευμα ο κ. Σπορίδης κατήρχετο εις Πειραιά διά να πείση τον γυναικάδελφόν του να απόσχη του σκοπού του. Τον συνήντησε πράγματι, αλλ' ο νέος έμενεν αμετάπειστος. Του εδήλωσεν απεριφράστως ότι ηγάπα την Κυβέλην και ηννόει να φύγη μαζύ της.
Εν τω μεταξύ η Κυβέλη εσχεδίαζεν τα της φυγής της. Θέλουσα ν΄ αποκοιμήση τον σύζυγόν της, εγευμάτισε την μεσημβρίαν μαζί του, εφάνη δε καθ' όλον το διάστημα των τελευταίων ωρών της υπό την συζυγικήν στέγην παραμονής της τρυφερωτάτη και πλήρης αφοσιώσεως.
Ο κ. Μυράτ ανύποπτος έπεσε να κοιμηθή, ενώ η Κυβέλη εξήρχετο χωρίς να ίδη τα δύο μικρά της τέκντα, αναγγείλασα ότι επήγαινεν εις το σπήτι μιας φίλης της. Εννοείται ότι άμα εξελθούσα, έσπευσε να κατέλθη εις Πειραιά προς συνάντησιν του εραστού της μετά του οποίου επεβιβάσθη αμέσως του Γερμανικού ατμοπλοίου".
Το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για το σκάνδαλο ήταν τόσο μεγάλο, ώστε πλήθος κόσμου συνέρρευσε την επόμενη μέρα σ' ένα καπελάδικο της οδού Σταδίου, στη βιτρίνα του οποίου βρισκόταν το καπέλο που είχε αγοράσει η Κυβέλη και το οποίο φορούσε κατά την απαγωγή της! Μάλιστα, επενέβη ακόμη και η αστυνομία για να ρυθμίσει την κυκλοφορία στο δρόμο, όπως έγραφε το "Εμπρός" (27.09.1906):
"Η οδός Σταδίου χθες προς στιγμήν επλημμύρισεν από κόσμον ο οποίος διηγκωνίζετο προ της προθήκης ενός καταστήματος παρατηρών, τι νομίζετε; το καπέλλο το οποίον εφόρει η Κυβέλη όταν απήχθη με τας μωβ ταινίας και τα ομοιόχρωμα πτερά. Το καπέλλο αυτό η Κυβέλη αφήκεν εις της μοδίστας της και εφόρεσε κούκον ταξειδιωτικόν. Ηναγκάσθησαν όμως τη υποδείξει της αστυνομίας να το αφαιρέσουν εκ της προθήκης, διότι ένεκα της συγκεντρώσεως του κόσμου καθίστατο αδύνατος η συγκοινωνία".
Στις 25 Σεπτεμβρίου 1912 (π.η.) το Μαυροβούνιο κήρυξε τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας κι έτσι ξεκίνησε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος, που τις επόμενες ημέρες θα επεκτεινόταν σ' όλη τη χερσόνησο. Το σχετικό τηλεγράφημα, που την επόμενη μέρα δημοσιεύτηκε στις ελληνικές εφημερίδες, έγραφε τα εξής:
"ΛΟΝΔΙΝΟΝ, 25 Σεπτεμ. -- Το Μαυροβούνιον εκήρυξε τον πόλεμον κατά της Τουρκίας. Οι επιτετραμμένοι των δύο Κρατών εγκατέλιπον τας θέσεις των. Οι Μαλισσόροι προσέβαλον τους Τούρκους εις το Τούζι. Η μάχη υπήρξε πεισματώδης, διήρκεσε δε καθ' όλην την ημέραν. αι απώλειαι εκατέρωθεν είνε μεγάλαι. Αι πολεμικαί συγκρούσεις των συνόρων αναμένονται αύριον την πρωίαν".
Η είδηση έγινε δεκτή με ενθουσιασμό στην Ελλάδα. Ενδεικτικά, στις 27.09 η "Πατρίς" χαρακτήριζε τον βασιλιά του Μαυροβουνίου Νικήτα "ηρωικό ηγεμόνα" και "ομηρικό τους τρόπους και τας αντιλήψεις" βασιλιά, που "δεν ηθέλησε να χάση τον καιρόν του εις ασκόπους διπλωματικάς διαπραγματεύσεις", ενώ ευχόταν: "Η ώρα η καλή, ηρωικές αρχηγέ των αετών του Μαυροβουνίου. Ο Σταυρός, υπό τον οποίον ετάχθης χθες ως απλούς στρατιώτης του, ας σκέπη τον κάτασπρον, όπως η κεφαλή Σου, και ωραίον, όπως η πονετική ψυχή Σου, αγώνα του Χριστιανισμού".
Εν τω μεταξύ, την ίδια μέρα οι μεγάλες δυνάμεις επέδωσαν διάβημα στα βαλκανικά κράτη, διά του οποίου υπόσχονταν την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική αυτοκρατορία "υπό τον ρητόν όρον ότι δεν θα θιγή η ακεραιότης της Οθωμανικής Επικρατείας", ενώ τονιζόταν ότι "ουδεμία μεταβολή εδαφική θα επιτραπή εν τη Ευρωπαϊκή Τουρκία", όπως ενημέρωνε τους αναγνώστες της η εφημερίδα "Πατρίς" την επόμενη μέρα. Ωστόσο, τα πράγματα είχαν αποκτήσει τη δική τους δυναμική και δεν υπήρχε τίποτε που να μπορούσαν να κάνουν οι ξένες δυνάμεις για να την ανακόψουν.
Τυπικά, η πρώτη μάχη του πρώτου βαλκανικού πολέμου δόθηκε την επομένη, 26.09, όπως ενημέρωνε το σχετικό τηλεγράφημα από το πεδίο της μάχης:
"ΠΟΔΓΟΡΙΤΣΑ, 27 Σεπτεμβρίου (Αθην. Πρακτορ.) -- Οι Μαυροβούνιοι ήρχισαν τας εχθροπραξίας, επιτεθέντες την πρωίαν της χθες εναντίον οχυράς Οθωμανικής θέσεως έναντι της Ποδγορίτσης.
Μετά μονομαχίαν του πυροβολικού, ήτις διήρκεσε τέσσαρας ώρας περίπου, οι Τούρκοι εγκατέλειψαν τα υψώματα της Πλανινίτσας Οι Μαυροβούνιοι επροχώρησαν, προσβαλόντες την θέσιν Δέτσιτς. Αι Τουρκικαί ενισχύσεις έφθασαν το απόγευμα. Η γενική μάχη ήρχισε και εξακολουθεί ακόμη".
Στις 25 Σεπτεμβρίου 1932 πραγματοποιήθηκαν βουλευτικές εκλογές σε μια Ελλάδα, που πέντε μήνες νωρίτερα είχε κηρύξει στάση πληρωμών στους δανειστές της, δηλαδή είχε χρεοκοπήσει. Το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν η απόλυτη ισοπαλία μεταξύ του κυβερνώντος κόμματος των Φιλελευθέρων, που συγκέντρωσε ποσοστό 33.42% και 84 έδρες, και του Λαϊκού κόμματος που ήρθε μεν πρώτο, αλλά με απειροελάχιστη διαφορά (33.80%), ενώ εξέλεξε ακριβώς τον ίδιο αριθμό βουλευτών. Ωστόσο, τελικά κυβέρνηση θα σχημάτιζε ο αρχηγός του Λαϊκού κόμματος, Παναγής Τσαλδάρης, ο οποίος ορκίστηκε πρωθυπουργός στις 3 Νοεμβρίου, χάρη σε συμφωνία όλων των αντιβενιζελικών κομμάτων του Κοινοβουλίου, που αθροιστικά αποτελούσαν την πλειοψηφία. Ωστόσο, ο βίος της κυβέρνησης αυτής θα αποδεικνυόταν βραχύβιος και το Μάρτη της επόμενης χρονιάς θα διεξάγονταν νέες εκλογές.
Στις 25 Σεπτεμβρίου 1945 συνεδρίασε η κυβερνητική οικονομική επιτροπή για ν' αποτιμήσει το ύψος των ζημιών που υπέστη η Ελλάδα την περίοδο της κατοχής. Σύμφωνα με το σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας "Ελευθερία" (26.09.1945), "Η επιτροπή αύτη, εργασθείσα εντατικώς από μηνών συνεκέντρωσε τα στοιχεία των καταστροφών τας οποίας υπέστη η Ελλάς από τους Γερμανούς, Ιταλούς και Βουλγάρους". Στους πίνακες της επιτροπής "περιελήφθησαν και υπελογίσθησαν αι ζημίαι αι προκληθείσαι από τας σφαγάς και εκτελέσεις χιλιάδων Ελλήνων, την αρπαγήν των εμπορευμάτων και παντοειδών αποθεμάτων, την εκμετάλλευσιν των πλουτοπαραγωγικών πηγών, τον σκόπιμον εξευτελισμόν του εθνικού νομίσματος, την καταστροφήν πόλεων και χωρίων, συγκοινωνιών, παραγωγικών έργων, βιομηχανικών και αφαίρεσιν του συνόλου σχεδόν του εθνικού εισοδήματος", ενώ τονιζόταν ότι "ο υπολογισμός των δαπανών γίνεται με τα πλέον λογικά και μετριοπαθή κριτήρια".
Με βάση τις εκτιμήσεις εκείνες, το σύνολο των ζημιών αποτιμήθηκαν σε ένα δισεκατομμύριο δολάρια, ενώ σε αυτό το ποσό προστίθεντο επιπλέον ενάμιση δισεκατομμύρια δολάρια, "οφειλόμενα εις παντός είδους καταστροφάς, δηώσεις, δολοφονίας, εκτελέσεις, νομισματικού πληθωρισμού κλπ". Δηλαδή, το σύνολο των αποζημιώσεων που διεκδικούσε η Ελλάδα ανερχόταν σε 2.5 δισ. δολάρια, τα οποία και θα διεκδικούσε κυρίως από την Ιταλία και τη Βουλγαρία.
Στις 25 Σεπτεμβρίου 2006, ένα από τα ηγετικά στελέχη της ακροδεξιάς οργάνωσης "Χρυσή Αυγή", ο Αντώνης Ανδρουτσόπουλος, γνωστός και ως "Περίανδρος", καταδικάστηκε σε κάθειρξη 21 ετών για απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος τριών φοιτητών τον Ιούνιο του 1998. Όπως έγραφε την επόμενη μέρα η "Καθημερινή", στην αίθουσα του δικαστηρίου παρευρίσκονταν περίπου τριάντα ομοϊδεάτες του κατηγορουμένου, οι οποίοι υποδέχθηκαν την απόφαση "με ύβρεις κατά του δικαστηρίου και τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο μετά ναζιστικού χαιρετισμού", ενώ επιτέθηκαν φραστικά στα μέλη του δικαστηρίου και στους συνηγόρους των θυμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου