Τους τελευταίους μήνες πριν την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς, την άνοιξη του 1944, στις περιοχές, όπου είχε επικρατήσει το ΕΑΜ, είχε σχηματιστεί η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (Π.Ε.Ε.Α.), γνωστή και ως "κυβέρνηση του βουνού". Η προσωρινή αυτή κυβέρνηση της "ελεύθερης Ελλάδας" εφάρμοσε ένα ολοκληρωμένο σύστημα διακυβέρνησης και εφάρμοσε φυσικά τη δική της εκπαιδευτική πολιτική εκδίδοντας καινούρια σχολικά εγχειρίδια.
Για παράδειγμα, στη Γ' και Δ' Δημοτικού ως αναγνωστικό διδασκόταν το βιβλίο "Τα Αετόπουλα", ενώ στην Ε΄ και στη Στ΄ τάξη διδασκόταν η "Ελεύθερη Ελλάδα". Ήταν βιβλία που προπαγάνδιζαν το πολιτικό πρόγραμμα και τη δράση του ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της Κατοχής. "Με τα δύο αυτά αναγνωστικά η ελληνική παιδεία για πρώτη φορά αποκτάει σύνδεση με τη ζωντανή πραγματικότητα του λαού μας", σχολίαζε ο "Ριζοσπάστης" στις 27.09.1945, στα πλαίσια αφιερώματος της εφημερίδας για τα 4 χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ (27.09.1941). Παράλληλα, δημοσιευόταν κι ένα απόσπασμα από το αναγνωστικό "Ελεύθερη Ελλάδα", που αναφερόταν στον τρόπο απονομής δικαιοσύνης στα λαϊκά δικαστήρια που είχε ιδρύσει η ΠΕΕΑ.
Μιας και τον τελευταίο καιρό τα παλιά αναγνωστικά του Δημοτικού έχουν γίνει της μόδας, ας ρίξουμε μια ματιά και στο συγκεκριμένο σχολικό βιβλίο, που αποτύπωνε μια τελείως διαφορετική φιλοσοφία. Το απόσπασμα που ακολουθεί και αναφέρεται στα λαϊκά δικαστήρια της εποχής αποτελεί χαρακτηριστικό κείμενο προπαγάνδας, όπου το "νέο" εξωραΐζεται και εκθειάζεται ως ιδανικό, ενώ συγκρίνεται με το κακό και αποτυχημένο "χθες".
Όσον αφορά τα λαϊκά δικαστήρια σαν θεσμός, καθώς το κείμενο απευθυνόταν σε παιδιά του Δημοτικού, θα ήταν επισφαλές να βγάλει κάποιος συμπεράσματα. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο περιγράφονται είναι αρκετά απλοϊκός και απλουστευτικός, σαν ν' αναφέρεται σε μια ουτοπική κοινωνία, όπου οι άνθρωποι δεν κυριαρχούνται από κατώτερα ένστικτα, αλλά είναι όλοι ανεξαιρέτως άμεμπτοι εξ ορισμού.
Τέλος, δεν μπορεί να μη σταθεί κανείς στη γλώσσα στην οποία ήταν γραμμένη το κείμενο, στη γλώσσα του λαού αντί της απόμακρης και στείρας καθαρεύουσας των "αστικών" βιβλίων. Κι επειδή τα πολλά λόγια είναι περιττά, διαβάστε το απόσπασμα του αναγνωστικού "Ελεύθερη Ελλάδα" σχετικά με τα λαϊκά δικαστήρια, που εφάρμοσε η κυβέρνηση της ΠΕΕΑ. Πηγή αποτέλεσε η εφημερίδα "Ριζοσπάστης" της 27.09.1945, που το αναδημοσίευσε.
Σήμερα είναι μεγάλη κίνηση στο χωριό. Σήμερα συνεδριάζει το λαϊκό δικαστήριο.
Το δικαστήριο είναι μέσα σ' ένα μέρος, που πριν ήταν μαγαζί. Δικαστές είναι πέντε χωρικοί.
Η συνεδρίαση αρχίζει. Ο Πρόεδρος του δικαστηρίου διαβάζει μια-μια τις υποθέσεις. Ύστερα ρωτά εκείνον που ζητά τη δίκη, να πει τι παράπονα έχει με τον κατηγορούμενο.
Ύστερα ρωτά τον κατηγορούμενο να πεί, γιατί έκαμε τη ζημιά στο συχωριανό του ή γιατί τον έβλαψε.
Όταν μιλήσουν και οι δυο, ο Πρόεδρος προσπαθεί να τους συμβιβάσει:
-Δεν τα συμβιβάζετε, λέει, τώρα; Όλοι μας συχωριανοί είμαστε και δεν ταιριάζει να πηγαίνουμε στα δικαστήρια.
- Έλα εσύ που ζημιώθηκες, λέγε πόσο καλαμπόκι θέλεις να σου δώσει ο κατηγορούμενος για τη ζημιά που σου καμε.
Έτσι πολλές φορές τα πράματα συμβιβάζουνται και η δίκη δεν γίνεται. Όταν όμως επιμένουν και δεν συμβιβάζουνται, τότε η δίκη προχωράει.
Έτσι και σήμερα, οι πέντε χωρικοί δικαστές δίκαζαν τους συχωριανούς τους. Ως το μεσημέρι είχε τελειώσει το δικαστήριο. Άλλοι καταδικάστηκαν να πληρώσουν πέντε οκάδες καλαμπόκι, άλλοι δέκα οκάδες και άλλοι αθωώθηκαν.
Ήταν μερικοί που τα συμβίβασαν πριν ν' αρχίσει η δίκη και έτσι δεν δικάσθηκαν καθόλου.
Στο τέλος κάθουνται πάλι οι χωρικοί μαζί και μιλούν για τις δουλειές τους. Είναι όλοι ευχαριστημένοι και κανείς δεν παραπονιέται πως τον αδίκησε το δικαστήριο.
Εκείνοι που έπαθαν τη ζημιά είναι ευχαριστημένοι με την αποζημίωση που κανόνισε το δικαστήριο. Εκείνοι, πάλι, που έκαμαν τη ζημιά, αναγνωρίζουν πως αδίκησαν το συχωριανό τους και συμφωνούν κι' οι ίδιοι πως πρέπει να τον αποζημιώσουν.
Πολλές φορές οι χωρικοί θυμούνται τον τρόπο που γίνονταν οι δίκες πριν από τον αγώνα. Κρίνουν ύστερα και τα σημερινά δικαστήρια και βρίσκουν πόσο καλύτερα και πόσο πιο άκοπα είναι τώρα με τα λαϊκά δικαστήρια:
"Σκεφθήτε, λένε μερικοί, πόσους κόπους και πόσα έξοδα είχαμε πριν από τον αγώνα και στις παραμικρότερες ακόμα δίκες!
"Ας πούμε πως σού κλεβαν μια προβατίνα. Λοιπόν, μια προβατίνα κόστιζε τότε πεντακόσιες δραχμές.
"Ας δούμε τι έξοδα θα γίνονταν για τις πεντακόσιες αυτές δραχμές, αν πήγαινες στο δικαστήριο να βρεις το δίκηο σου!
"Πρώτα-πρώτα θα πλέρωνες και θα παιρνες ένα χαρτόσημο για να κάμεις την αίτησή σου. Έπειτα θα πλέρωνες ένα δικηγόρο ή ένα δικολάβο για να σου γράψει την αίτηση. Η αίτηση έπρεπε, λέει, νάναι γραμμένη σύμφωνα με το νόμο. Εσύ όμως δεν ήξερες το νόμο, γιατί κανένας Έλληνας πολίτης δεν ήξερε τότε τους νόμους.
"Έπρεπε λοιπόν την αίτηση να την γράψει δικηγόρος.
"Με την αίτησή του θα πήγαινες στον εισαγγελέα, στον ειρηνοδίκη ή όπου αλλού. Εκείνος όριζε την ημέρα, που θα γινόταν η δίκη. Η δίκη όμως ποτέ δεν γινόταν στο χωριό σου, μα γινόταν στην πόλη, όπου έμενε το δικαστήριο. Δηλαδή, καμμιά φορά και δέκα ώρες μακριά.
"Κάποτε ερχόταν η μέρα της δίκης. Έπρεπε τότε να σηκωθείς από το χωριό σου και να πας στην πόλη που ήταν το δικαστήριο. Και όπως θα πήγαινες εσύ, θα πήγαινε και ο αντίδικός σου. Και μαζί με σας θα έρχονταν και οι μάρτυρες. Οι δικοί σου μάρτυρες και οι μάρτυρες του αντίδικού σου. Δηλαδή δέκα και δεκαπέντε άνθρωποι.
"Έτσι όμως ο καθένας θάχανε τρία και τέσσερα και πέντε μεροκάματα.
"Βάλε τώρα και τα έξοδα που θα κάνετε όλοι στην πόλη για να φάτε και να ταγίσετε και τα ζώα σας και για να κοιμηθήτε και θα βρεις πόσες ημέρες εχάνονταν και πόσα έξοδα γίνονταν"!
Και όλα αυτά γίνονταν για μια προβατίνα.
Και να σας πω ποιο ήταν το αποτέλεσμα:
Αν ενός κτηνοτρόφου τούκλεβαν μια ή και δυο ή και τρεις προβατίνες, ο κτηνοτρόφος αυτός σκεφτόταν τα έξοδα και τα χασομέρια και δεν πήγαινε καθόλου στα δικαστήρια. Έτσι οι ζωοκλέφτες έμεναν ατιμώρητοι και έκλεβαν περισσότερα.
Ενώ τώρα, με τα λαϊκά δικαστήρια, οι δίκες γίνουνται πιο απλά και πιο γρήγορα. Ούτε χαρτόσημα, ούτε δικηγόρους, ούτε ταξίδια, ούτε τίποτα.
Θέλεις σήμερα να κάμεις μια δίκη; Γράφεις μόνος σου σ' ένα κομμάτι απλό χαρτί την αίτησή σου και τη δίνεις σ' ένα δικαστή. Η δίκη θα γίνει μέσα στο χωριό σου. Και την ημέρα της δίκης θα πας μόνος σου να υποστηρίξεις το δίκηο σου.
Μα δε μπορείς να λες ό,τι θέλεις. Γιατί αυτοί που θα σε δικάσουν είναι χωριανοί σου και σε ξέρουν. Και ξέρουν αν έχεις δίκηο ή όχι. Στους δικαστές όμως στην πόλη πριν μπορούσες να λες ό,τι ήθελες και να τους γελάσει ο κατεργάρης.
Και δεν είναι μόνο που οι δίκες γίνονται πιο γρήγορα και τελειώνουν αμέσως. Τα λαϊκά δικαστήρια δικάζουν σύμφωνα με τη συνείδηση του λαού. Εκείνο που ο λαός το θεωρεί σωστό, ίσιο, δίκαιο, εκείνο και εφαρμόζεται. Ο λαϊκός δικαστής δεν ψάχνει να βρει το δίκαιο σε παληά χοντρά βιβλία που δεν συμφωνούν με τις σημερινές αντιλήψεις. Όλος ο κόσμος ξέρει ποιο είναι το δίκαιο και ποιο το άδικο. Κι ο λαϊκός δικαστής, που δικάζει κάτω από τα μάτια όλου του χωριού, δε μπορεί να κάνει αλλοιώς παρά να δώσει το δίκηο σ' όποιον το έχει. Τις δίκες τις παρακολουθεί όλο το χωριό, που ξέρει τον καθέναν τι άνθρωπος είναι και τι έκανε. Κι' όταν ένας απλός άνθρωπος, όπως ο λαϊκός δικαστής, νοιώθει ότι τον βλέπουν τόσα μάτια συχωριανών και περιμένουν να ακούσουν την απόφασή του άλλα τόσα αυτιά, δε μπορεί παρά να βάλει το χέρι στην καρδιά του και να βγάλει δίκαιη απόφαση.
Έτσι λοιπόν με τα λαϊκά δικαστήρια, οι δίκες γίνονται πιο εύκολες και πιο δίκαιες.
Ω, πόσους κόπους και πόσα έξοδα έπρεπε να κάμει κανείς πριν από τον αγώνα για μια δίκη! Πόσο τυραννιόταν ο ελληνικός λαός για να "βρει" το δίκηο του!
Ο λαός όμως αυτός αναγνώρισε σήμερα πως τα λαϊκά δικαστήρια είναι η σωτηρία του και δε θα αφήσει ποτέ να του τα πάρουν.
Όπως έχει την αυτοδιοίκησή του, όπως έχει τη γλώσσα του, έτσι έχει τώρα και τα δικαστήριά του.
Για να τα αποχτήσει αυτά, αγωνίστηκε και έχυσε αίμα. Γι' αυτό δεν θα τα χάσει ποτέ από τα χέρια του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου