Στο πρωτοσέλιδο της 21ης Οκτωβρίου 1925, η εφημερίδα "Νέα Ημέρα", όπως και όλες οι αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής, αναφερόταν στην όξυνση των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων μετά το επεισόδιο του όρους Μπέλες λίγες μέρες νωρίτερα, μεταφέροντας την επίσημη εκδοχή του καθεστώτος του στρατηγού Πάγκαλου (ότι δηλαδή οι Βούλγαροι αναίτια είχαν εισβάλει σε ελληνικό έδαφος, αλλά υποχώρησαν μετά την αντεπίθεση του ελληνικού στρατού, που τις επόμενες μέρες θα εισέβαλε στη γειτονική χώρα, για να υποχωρήσει κακήν κακώς κάτω από την πίεση της Κοινωνίας των Εθνών. Αυτό, όμως, που διαφοροποιεί το πρωτοσέλιδο της "Νέας Ημέρας" από εκείνα των άλλων εφημερίδων ήταν δύο φωτογραφίες, τελείως άσχετες με το κύριο θέμα της ειδησεογραφίας. "Ο φακός της φωτογραφικής μηχανής της καλλιτέχνιδος κ. Νέλλη απετύπωσε χάριν των αναγνωστών της "Νέας Ημέρας" δύο ωραίας στάσεις της μεγάλης χορεύτριας κ. Μόνα Παϊβά χορευούσης εις τα προπύλαια του Παρθενώνος", έγραφε από κάτω η συνοδευτική λεζάντα.
Η Ελληνίδα φωτογράφος Νέλλη (κατά κόσμον Έλλη Σουγιουλτζόγλου), μια από τις διασημότερες φωτογράφους του 20ου αιώνα παγκοσμίως, συναντούσε για πρώτη φορά τη διάσημη Γαλλίδα χορεύτρια σε μια καλλιτεχνική συνεργασία στην Ακρόπολη, που στην ουσία ήταν ο προάγγελος των ακόμη πιο "προκλητικών" - για τα δεδομένα της εποχής - φωτογραφιών, που θα δημοσιεύονταν στη γαλλική Ιλλουστρασιόν το 1929 με φόντο επίσης τον Παρθενώνα.
Η ιδέα της φωτογράφισης ανήκε στον αρχαιολόγο Αλέξανδρο Φιλαδελφέα, ο οποίος περιέγραφε λεπτομέρειες στη δεύτερη σελίδα της εφημερίδας. Ξεκινούσε το άρθρο του εξηγώντας γιατί σκέφθηκε να κάνει τη συγκεκριμένη πρόταση στις δύο καλλιτέχνιδες, στη συνέχεια περιέγραφε τις συνθήκες της φωτογράφισης (ο περίεργος καιρός που συνδύαζε ήλιο και κρύο, οι αντιδράσεις του έκπληκτου κόσμου, αλλά και η έκσταση της Γαλλίδας χορεύτριας κατά την επαφή της με τα αρχαία μνημεία) καταλήγοντας σ' έναν ύμνο για το υπέροχο θέαμα, που προσέφερε το τελικό αποτέλεσμα.
Έχει ενδιαφέρον να τρυπώσουμε στα παρασκήνια εκείνης της σημαντικής καλλιτεχνικής συνάντησης διαβάζοντας το άρθρο του Αλέξανδρου Φιλαδελφέα (με όλες τις επικολυρικές του εξάρσεις), το οποίο και αναπαράγεται εδώ στη δημοτική γλώσσα, ώστε να είναι κατανοητό απ' όλους.
"Επειδή μια έξοχη χορεύτρια δεν είναι κάτι το σύνηθες, διότι αυτές μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, σκέφθηκα ότι άξιζε να παρακαλέσω την έξοχη χορεύτρια της Όπερα Κομίκ του Παρισιού, δεσποινίδα Μόνα Παϊβά, η οποία εδώ και λίγες ημέρες βρίσκεται στην Αθήνα, χθες δε δεύτερη φορά επέδειξε στο Εθνικό Θέατρο τη σπάνια τέχνη της, ν' ανέβει στην Ακρόπολη με την καλλιτέχνιδα φωτογράφο δεσποινίδα Νέλλη, ώστε πάνω στον ιερό βράχο να τονίσουμε μέσω του φωτογραφικού φακού τις θαυμάσιες στάσεις και τις αρμονικές κινήσεις της διάσημης χορεύτριας, η τέχνη της οποίας αναπολεί τόσο ζωηρά τους χορούς της ελληνικής αρχαιότητας, οι οποίοι δεν ήταν παρά έκφραση και εκδήλωση των ανθρώπινων αισθημάτων και παθών, όπως οι λοιπές εικαστικές τέχνες. Ουδέποτε οι αρχαίοι περιόρισαν το χορό σε ορισμένες στερεότυπες κινήσεις, όπως συμβαίνει σήμερα με όλους τους ευρωπαϊκούς χορούς, οι οποίοι με τη μεθοδική αυτή, τυπική κίνηση αποβαίνουν μία μηχανική κίνηση, που δεν εμψυχώνεται παρά μόνο αποκλειστικά με την τόσο άμεση και σώμα προς σώμα, σαν εναγκαλισμός, παρουσία του γυναικείου φύλου. Βγάλτε τη γυναίκα από το σημερινό χορό και αμέσως αυτός καταλύεται και δεν αξίζει τίποτε, ενώ στον αρχαίο χορό η γυναίκα δεν έπαιζε κανένα ρόλο παρά μόνο ως εκτελέστρια, όπως δηλαδή μια μεγάλη κιθαρωδός, αοιδός ή μια πιανίστρια σήμερα.
Την ωραία δε αυτή και τελείως ιδανική ανάβαση ευνόησε προχθές ένας ουρανός απαράμιλλος και ένας ήλιος, ο οποίος, σαν ένας μεγάλος βυζαντινός καλλιτέχνης, έριχνε άφθονα δεξιά κι αριστερά πάνω στον ιερό βράχο τις χρυσοκονδυλιές του.. Το θέαμα δεν ήταν αληθινό - ήταν ένα όνειρο σε εγρήγορση, το οποίο ξετρέλανε κυριολεκτικά τη νεαρή, Παριζιάνα καλλιτέχνιδα, η οποία αφού πέταξε το καθημερινό της ένδυμα, ντύθηκε ακαριαία το χορευτικός της κοστούμι, το οποίο έφερε μαζί της μέσα σε δέμα. Αμέσως δε, άρχισε να να πετά σαν πεταλούδα από μάρμαρο σε μάρμαρο και ν' ανεβαίνει πάνω σε βάθρα και κολώνες, ο δε πολυπληθής κόσμος, ο οποίος ήταν εκείνη τη στιγμή πάνω στην Ακρόπολη, τα έχασε και δεν ήξερε αν είναι πραγματικό, με σάρκα αυτό το πολύ χαριτωμένο πλάσμα ή μήπως ήταν καμιά οπτασία...
Ήταν δε και αρκετό το ψύχος εκεί, διότι ένα δροσερό βοριαδάκι έκανε πολλά κορμάκια να τυλίγονται με όλο τον ήλιο στα πανωφόρια τους. Η Μόνα Παϊβά, όμως, περιφρονούσε όλα τα στοιχεία και πόζαρε σε θεσπέσιες κινήσεις μπροστά στο φακό εκείνης της άλλης, ισάξιας και ισόβαθμης καλλιτέχνιδας, της μικρής και κομψής φωτογράφου, η οποία ανύψωσε αυτήν την πεζή τέχνη σε αληθινή και απαράμιλλη καλλιτεχνία. Αλλ' εκεί που κορυφώθηκε το ωραίο αυτό θέαμα και όπου για μια στιγμή εμψυχώθηκαν τ' αρχαία μάρμαρα ήταν όταν η έξοχη καλλιτέχνης έφθασε στον δυτικό οπισθόδρομο του Παρθενώνα και ατενίζοντας μακριά το γαλανό Σαρωνικό και την αθάνατη Σαλαμίνα σε μια στιγμή υπέρτατου ενθουσιασμού και για να εκφράσει όλη την αγαλλίαση που αισθάνθηκε μπροστά στο εκπάγλου και θεσπέσιο θέαμα με μια αστραπιαία χειρονομία, αφού έλυσε τους δεσμούς του πέπλου και του χιτώνα της και αφού τα έριξε μακριά της, φανέρωσε στο θεϊκό Φοίβο και τον αττικό αιθέρα το ροδαλό, λεπτότατο και αγαλματένιο σώμα της.
Ποτέ ανθρώπινο σώμα εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, από των ημερών της Φρύνης και της Αρισταγόρας, της ερωμένης του Δημητρίου του Φαληρέα, δεν εναρμονίστηκε τόσο τέλεια με το τελειότατο δημιούργημα της ανθρώπινης έμπνευσης! Έπρεπε να έρθει μία ακτίνα υπό τη μορφή γυναίκας από το δαιμόνιο πτολίεθρο (δηλ. περιτείχιστη πόλη), το οποίο κληρονόμησε το πνεύμα, τη χάρη και το μεγαλείο των αρχαίων Αθηναίων, για να τα εμψυχώσει τ' αρχαία αυτά μάρμαρα, τα οποία στον αιώνα τον άπαντα διαλαλούν τη δόξα των προγόνων μας!"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου