29 Δεκεμβρίου 2013

Εμμανουήλ Ξάνθος: Ο άδοξος θάνατος του ιδρυτή της Φιλικής Εταιρίας στο κτίριο της Βουλής


Ο Εμμανουήλ Ξάνθος υπήρξε - μαζί με τους Νικόλαο Σκουφά και Αθανάσιο Τσακάλωφ - ένας εκ των τριών ιδρυτών της Φιλικής Εταιρίας το 1814. Παρόλο που υπήρξε εξαιρετικά δραστήριος για τον εθνικό σκοπό, ποτέ δεν εξαργύρωσε τη δράση του με χρήματα ή αξιώματα, αλλά πέθανε πάμφτωχος μέσα στο τότε κτίριο του ελληνικού Κοινοβουλίου, όπου ο Ξάνθος είχε βρεθεί στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή, παράπλευρη απώλεια μιας εκτός ορίων αντιπαράθεσης βουλευτών, που θα πυροδοτούσε τα γεγονότα για τον άδοξο θάνατο του ιδρυτή της Φιλικής Εταιρίας.

29 Νοεμβρίου 1851. Τα αίματα είχαν ανέβει στη Βουλή, όπου συζητιόταν για τρίτη μέρα η επερώτηση του βουλευτή Φθιώτιδας, Μ. Χουρμούζη, προς τον υπουργό των Στρατιωτικών σχετικά με τον αρχιληστή Σεγδίτσα (ή Σιγδίτσα), ο οποίος φερόταν να μισθοδοτείται από το υπουργείο, παρόλο που εκρεμούσαν σε βάρος του εντάλματα σύλληψης για σωρεία εγκλημάτων. 
"Με επίσημα έγγραφα εις χείρας ο κ. Χουρμούζης κατεκεραυνοβόλησε το υπουργείον, και το Κοινόν ήκουσε μετ' εκπλήξεως του ότι ο αρχιληστής Σεγδίτσας κατά του οποίου υπάρχουσιν εντάλματα συλλήψεως ένεκεν ληστειών και φόνων, είναι από δέκα ήδη μηνών οδηγός μισθοδοτούμενος υπό του υπουργείου και διωρισμένος επί κεφαλής στρατιωτικού αποσπάσματος διά την καταδίωξιν της ληστείας". (Ελπίς, 02.12.1851)
Μετά τον Χουρμούζη, στο βήμα ανέβηκαν βουλευτές που υπερασπίστηκαν την απόφαση του υπουργείου, μέχρι που ήρθε η ώρα του βουλευτή Ηλείας, Λύσανδρου Βιλαέτη, ο οποίος εξαπέλυσε προσωπική επίθεση κατά του Χουρμούζη ανεβάζοντας το θερμόμετρο της αντιπαράθεσης. Πολλοί βουλευτές άρχισαν να διαμαρτύρονται και ζητούσαν από τον Βιλαέτη να κατέβει από το βήμα, προκαλώντας νέο γύρο σφοδρής αντιπαράθεσης, που έφτασε μέχρι τη βία, ώσπου τελικά ο πρόεδρος της Βουλής αναγκάστηκε να διακόψει τη συνεδρίαση, γύρω στις 13.30΄, για να ηρεμήσουν τα πνεύματα. 
Έτσι περιέγραφε η "Ελπίς" τα απίστευτα γεγονότα: 
"Ο κ. Λύσανδρος Βιλαέτης μη έχων τι να είπη κατέφυγεν εις προσωπικότητας κατά του κ. Χουρμούζη. Ο από της πρώτης στιγμής του αγώνος ουδέν άλλον πράξας, ει μη αδικήματα κατά της κοινωνίας, αυθάδης Λύσανδρος απετόλμησε να ονομάση "ξένον" τον κ. Χουρμούζην, τον από του 1821 εν τοις πεδίοις της μάχης αριστεύσαντα, πολλάκις πληγωθέντα. Οφείλομεν να ομολογήσωμεν, ότι η Βουλή αγανακτήσασα απεδοκίμασεν αυθωρεί την αυθάδειαν του ανάνδρου υβριστού και τον κατεβίβασεν από το βήμα, αλλά την επιούσαν αυθαδέστερος έτι ανέβη επί του βήματος, και ήρχισε να βαναυσολογή κατά του βουλευτού Άνδρου κ. Εμπειρίκου. Δύω τρεις βάναυσοι βουλευταί επήδησαν εις το βήμα διά να υπερασπισθώσι τον βαναυσολόγο Λύσανδρον, τον οποίον οι πλείστοι των βουλευτών εφώναζον να καταβή, και τον οποίον αυστηράς ηθικής νέος μη δυνηθείς να υποφέρη πλέον την θρασύτητά του είχεν αρπάξει από τον λαιμόν διά να τον αποδιώξη του βήματος. Σύγχυσις γενική επήλθε, φωναί απανταχόθεν, ώστε ο πρόεδρος διέλυσε την συνεδρίασιν".
Ωστόσο, με το που διαλύθηκε η Βουλή, οι βουλευτές και όσοι παρακολουθούσαν τη συνεδρίαση άρχισαν ν' απομακρύνονται από την αίθουσα μέσα σε κλίμα πανικού, φοβούμενοι μήπως γενικευτούν τα επεισόδια. Ένας από τους θεατές ήταν και ο Εμμανούηλ Ξάνθος, ο οποίος έπεσε από την κορυφή της σκάλας, εξ αιτίας των σπρωξιμάτων, με αποτέλεσμα να πέσει με ορμή και να τραυματιστεί πολύ σοβαρά, πέφτοντας στο λιθόστρωμα από ύψος άνω των 10 μέτρων. 
Αμέσως, ο Ξάνθος οδηγήθηκε στον παρακείμενο στρατώνα του λόχου των Επιλέκτων, όπου του παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες "δια φλεβοτομιών, τριψιμάτων και τοιούτων", αλλά "ο πάσχων διέκειτο κάκιστα, τα λοίσθια πνέων" (Αιών, 01.12.1851). Περίπου μισή ώρα μετά, ο Ξάνθος άφησε την τελευταία του πνοή, ενώ μεταφερόταν στο στρατιωτικό νοσοκομείο, αφού προηγουμένως είχε κοινωνήσει των αχράντων Μυστηρίων.
"Τοιούτον εστάθη το οδυνηρόν τέλος ενός των πρώτων αποστόλων και πρωταγωνιστών της εθνεγερσίας", έγραφε ο "Αιών" στις 01.12.1851. "Όλη η πόλις συνησθάνθη εις την περίστασιν ταύτην, και έκλαυσε τον άνδρα. Ο νεκρός του μετεφέρθη από του νοσοκομείου εις την πενιχρότατην οικίαν του, όπου τον εδέχθησαν και θηγάτηρ και οικείοι και φίλοι, θρηνούντες απαρηγορήτως. Αλλά πού υπήρχον μέσα ταφής, εν ω ο αποθανών έζη διά συντάξεώς τινος και δι' ελεημοσύνης ωσεπιτοπλείστον;". 
Και μπορεί ο Ξάνθος να είχε ζήσει στη φτώχεια και σχεδόν λησμονημένος επί σειρά ετών, ωστόσο, την επομένη του θανάτου του με τον σοκαριστικό αυτό τρόπο, το υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε να πραγματοποιηθεί η κηδεία του δημοσία δαπάνη, ενώ στην τελευταία του κατοικία τον συνόδεψε πλήθος πολιτών "αυθορμήτων και εγκαρδίως δακρυόντων τα μεγάλα παθήματα και την στέρησίν του" (Αιών, 01.12.1851). Εξάλλου, η Βουλή ομόφωνα αποφάσισε στη συνεδρίαση της 1ης Δεκεμβρίου να συνεχιστεί η παροχή της "εκ δρ. 150 μηνιαίας συντάξεως υπέρ της θυγατρός του Μακαρίτου Ασπασίας", αλλά και να της δοθεί ως προίκα, όταν η κοπέλα θα παντρευόταν, έκτακτη σύνταξη δεκαετούς διάρκειας, δηλαδή 18.000 δραχμών. 
Δεν  ξέρω αν τη κυβέρνηση τήρησε τη δέσμευσή της απέναντι στην κόρη του σπουδαίου εκείνου άνδρα, αλλά μικρή σημασία έχει 160 (και πλέον) χρόνια μετά. Αξίζει να σταθούμε, ωστόσο, στα γεγονότα εντός του Κοινοβουλίου, που οδήγησαν στο αποτέλεσμα του θανάτου του Ξάνθου: από το σκάνδαλο Σεγδίτσα μέχρι το χαμηλό επίπεδο αντιπαράθεσης μέσα από φωνές, ύβρεις και σωματική βία. Ο κοινοβουλευτισμός δεν μετρούσε περισσότερα από 10 χρόνια - είχαν περάσει μόλις 8 χρόνια από την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου - αλλά το ξεκίνημά του δεν ήταν καθόλου ελπιδοφόρο.

[Σημ.: Από την έντυπη "Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα" μέχρι την τελευταία σελίδα του ίντερνετ, στις βιογραφίες του Ξάνθου αναγράφεται ως χρονιά θανάτου του το 1852. Δεν ξέρω αν αυτή η χρονιά αναγράφεται στον τάφο του, αλλά αν αυτό συμβαίνει, προφανώς οφείλεται σε κάποιο λάθος του χαράκτη, αν το ταφικό μνήμα σκαλίστηκε αρκετούς μήνες μετά το θάνατο του Ξάνθου. Η πραγματική ημερομηνία ήταν η 29η Νοεμβρίου 1851]



Σχετικά θέματα:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου