Μια φράση που ακούμε συχνά στα δελτία ειδήσεων και τις ενημερωτικές εκπομπές τα τελευταία χρόνια, ώστε εν τέλει να έχει καταντήσει περισσότερο μια φράση κλισέ, που αναπαράγεται αυτόματα με την πρώτη αφορμή, είναι και η παραδοχή ότι "Δεν υπάρχει καλή και κακή βία". Προφανώς, σε μια οργανωμένη κοινωνία, η οποία διέπεται από ισχυρό νομικό πλαίσιο, βάσει ακριβώς των θεσπισμένων κανόνων, κάθε μορφής βίας αποδοκιμάζεται, μιας και σε τελική ανάλυση, βία δεν είναι τίποτε άλλο από την παραβίαση των κανόνων δικαίου, δηλαδή κάθε αντικοινωνική συμπεριφορά που έχει κριθεί από το νομοθέτη ως άξια τιμωρίας. Φτάνει, όμως, αυτό;
Σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα, η βία δικαιολογείται μόνο σε περίπτωση νόμιμης άμυνας ή σε κατάσταση ανάγκης, εφόσον πληρούνται κάποιες συγκεκριμένες, εξατομικευμένες προϋποθέσεις - κανείς δεν μπορεί να χρισθεί αυτόκλητος υπερασπιστής του κοινωνικού συνόλου. Από κει και πέρα, κάθε παραβατική συμπεριφορά, δηλαδή κάθε συμπεριφορά που παραβιάζει τους νόμους, οφείλει να τιμωρείται. Γι' αυτό το λόγο υπάρχουν οι νόμοι, για να εφαρμόζονται σύμφωνα με τις αντιλήψεις της κάθε εποχής. Για παράδειγμα, παλιότερα η μοιχεία θεωρείτο ποινικό αδίκημα και σήμερα όχι. Αντίθετα, η εξύβριση, η φθορά ξένης ιδιοκτησίας κλπ.εξακολουθούν να έχουν αξιόποινο χαρακτήρα, αφού δεν έχει αλλάξει η στάση της κοινωνίας απέναντί τους.
Είναι όμως όλες οι μορφές βίας, δηλαδή παραβατικής συμπεριφοράς, οι ίδιες; Προφανώς όχι. Ο ποινικός κώδικας προβλέπει τρεις βαθμούς αξιοποίνου: πταίσμα, πλημμέλημα και κακούργημα, που τιμωρούνται με διαφορετικές ποινές. Οι διαφορετικές ποινές προβλέπονται όχι γιατί π.χ. τα πταίσματα δικαιολογούνται ενώ τα κακουργήματα όχι, αλλά επειδή τα πταίσματα έχουν στη συνείδηση του νομοθέτη - και κατ' επέκταση της κοινωνίας - μικρότερη απαξία σε σχέση μ' ένα κακούργημα.
Έτσι, η απλή εξύβριση θεωρείται πταίσμα, η απρόκλητη έμπρακτη εξύβριση (π.χ. γιαούρτωμα) θεωρείται πλημμέλημα και τιμωρείται με φυλάκιση από τρεις μήνες έως πέντε χρόνια (ή από έξι μήνες έως πέντε χρόνια, όταν διαπράττεται από δύο ή περισσότερους συντονισμένα), η ασήμαντη σωματική βλάβη θεωρείται πταίσμα, η απλή σωματική βλάβη θεωρείται πλημμέλημα που τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, η σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη (π.χ. ξυλοδαρμός μεταναστών) είναι κακούργημα που τιμωρείται με κάθειρξη από πέντε έως δέκα χρόνια, η ανθρωποκτονία από πρόθεση (βλ. Marfin, πολιτικές δολοφονίες κλπ.) τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη κ.ο.κ.
Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι το γιαούρτωμα "δικαιολογείται" ή θεωρείται "καλή βία" από τη στιγμή που πρόκειται για πράξη με αξιόποινο χαρακτήρα. Είναι πράξη κοινωνικά και νομικά καταδικαστέα, αλλά δεν μπορεί να μπαίνει στο ίδιο ζύγι, δεν έχει την ίδια νομική απαξία με τον ξυλοδαρμό των μεταναστών ή με τη δολοφονία τριών αθώων εργαζομένων, εγκλωβισμένων σε μια τράπεζα. Ο ίδιος ο νομοθέτης τα έχει διαβαθμίσει διαφορετικά, εκφράζοντας τη βούληση της κοινωνίας. Αν η κοινωνία κρίνει ότι η έμπρακτη εξύβριση πρέπει να έχει την ίδια απαξία με την πρόκληση βαριών σωματικών βλαβών, τότε πρέπει ο νόμος ν' αλλάξει επειγόντων. Ισχύει όμως αυτό;
Βέβαια, αυτό που περισσότερο προκαλεί συζητήσεις στο δημόσιο διάλογο δεν είναι η ταύτιση κάθε μορφής σε γενικό επίπεδο. Κανείς δεν νοιάζεται αν ένας μαθητής καταφύγει σε μια τόσο ξεπερασμένη και ανώριμη μορφή "επανάστασης" και γιαουρτώσει κάποιον καθηγητή του. Όλη η συζήτηση γίνεται για το εάν και κατά πόσο το γιαούρτωμα ενός πολιτικού ή δημοσιογράφου, ενός δημοσίου προσώπου εν γένει, συνιστά ιδιαίτερης βαρύτητας έγκλημα, που εν τέλει να το καθιστά ισοδύναμο με μια πράξη που τιμωρείται βαρύτερα από το νομοθέτη, π.χ. με μια τρομοκρατική ενέργεια.
Καλώς ή κακώς, με εξαίρεση το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν προβλέπεται ειδική ποινική μεταχείριση, όταν προσβάλλεται/εξυβρίζεται το πρόσωπο ενός βουλευτή, υπουργού ή κάποιου δημοσίου προσώπου γενικότερα. Αν κάποιος θεωρεί ότι αυτό είναι λάθος, ας προτείνει την αλλαγή του νομικού πλαισίου. Αλλιώς, δεν υπάρχει νόημα να το συζητάμε ειδικά για τα δημόσια πρόσωπα. Έτσι, το να διαχωρίζει κάποιος το γιαούρτωμα ενός βουλευτή από το γιαούρτωμα ενός οποιοδήποτε άλλου πολίτη, αυτό είναι που εν τέλει συνιστά διάκριση της βίας σε "καλή" και "κακή".
Βέβαια, δεν υπάρχει καλή και κακή, δικαιολογημένη και αδικαιολόγητη βία. Όμως δεν είναι ίδια η απαξία κάθε μορφής βίας. Ο νόμος το λέει και πρέπει να το σεβαστούμε αυτό, εκτός κι αν κάποιος πιστεύει ότι ο νόμος πρέπει να ερμηνεύεται κατά το συμφέρον του καθενός. Αντίθετα, είναι πολύ επικίνδυνη η ταύτιση κάθε μορφής βίας, σαν να είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα, εξισώνοντας παντελώς ανόμοιες μεταξύ τους πράξεις.
Με άλλα λόγια, το πρόβλημα δεν είναι το αν καταδικάζεται η βία, αλλά η υστερική εμμονή, οι άναρθρες κραυγές που βγάζουν ένα ασαφές καταδικαστόμετρο και μετρούν πόσο έντονη είναι η καταδίκη μιας παράνομης - άρα βίαιης - πράξης από ένα πολιτικό κόμμα ή ένα πρόσωπο, αξιώνοντας την "ίδια ένταση" καταδίκης έναντι "κάθε πράξης βίας", ανεξάρτητα από το βαθμό απαξίας, που έχει ορίσει ο νόμος. Γιατί, εν τέλει, αυτό που συμβαίνει (ακούσια) δεν είναι ότι μεγεθύνεται η διάσταση ενός γιαουρτώματος, αλλά μάλλον υποβιβάζεται η απαξία μιας πολύ πιο σοβαρής πράξης, όπως η ρίψη μολότοφ από τρομοκράτες ή οι βίαιες επιθέσεις κατά μεταναστών από ακροδεξιούς ρατσιστές. Ε, δεν είναι όλα το ίδιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου