Ένα από τα πιο όμορφα και χαριτωμένα ποιήματα που γράφτηκαν ποτέ για το σκύλο είναι αυτό του ποιητή Δημήτρη Κόκκου. Το ποίημα εκφωνήθηκε για πρώτη φορά το Φεβρουάριο του 1887 σε εκδήλωση του "Παρνασσού", ενώ δημοσιεύτηκε λίγες ημέρες αργότερα στο φιλολογικό ένθετο της εφημερίδας "Ακρόπολις" (08.03.1887) - με βάση τις πληροφορίες που έδινε η εφημερίδα, η εκδήλωση πρέπει να πραγματοποιήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου. Το ποίημα είναι αρκετά μεγάλο, αποτελούμενο από 27 στροφές των έξι στίχων, ενώ διαιρείται σε τέσσερα μέρη. Ωστόσο, έχει μια πολύ ωραία ροή, ώστε θα ήταν κρίμα να παραλείποντας ορισμένοι στίχοι ή στροφές ολόκληρες.
Το ποίημα ξεκινάει μ' έναν ύμνο προς το σκύλο, τον οποίο ο Κόκκος προβάλει ως τον πιο πιστό φίλο του ανθρώπου, ενώ στη συνέχεια αποκτά μια πιο προσωπική χροιά, καθώς ο ποιητής αφηγείται τη βιογραφία του Σκύλου του (με Σ κεφαλαίο, όπως τον αναφέρει ο Κόκκος), διανθισμένη με χαριτωμένα περιστατικά, αλλά και με σκηνές που δείχνουν την αμοιβαία αγάπη ανάμεσα στον ποιητή και το σκύλο του, που άκουγε στο όνομα Ντοκ. Επίσης, σε κάποια σημείο γίνεται και μια μικρή σατιρική αναφορά στη Βουλή, η οποία, κατά τον Κόκκο, θα ήταν καλύτερη αν φιλοξενούσε σκύλους, αντί για τους βουλευτές της εποχής.
Αξίζει να σταθεί κανείς στους τελευταίους στίχους του ποιήματος, όπου αντιπαραβάλλεται η καλοσύνη του σκύλου απέναντι στο μίσος που θρέφουν πολλοί άνθρωποι για τα σκυλιά και όχι μόνο. Δεν ξέρω αν ο Ντοκ συγκεκριμένα επέζησε του μίσους κάποιου "εχθρού" του, για να χρησιμοποιήσω τη λέξη του ποιητή, ωστόσο λίγα χρόνια αργότερα, το Σεπτέμβριο του 1891, ο Κόκκος (σε ηλικία 35 μόλις ετών) θα έπεφτε θύμα του μισούς ενός συνανθρώπου του, ο οποίος τον δολοφόνησε έξω από το θέατρο, όπου παιζόταν έργο του.
Τα πολλά λόγια είναι περιττά. Απολαύστε το ποίημα. Πιστεύω πως όσοι αγαπάτε τα σκυλιά - και έχετε χιούμορ - θα το εκτιμήσετε. (Σε σχέση με τους στίχους, όπως δημοσιεύτηκαν στην "Ακρόπολη", υπάρχουν μικρές ορθογραφικές παρεμβάσεις, όπου επιτρέπεται από τη ροή του λόγου)
Ο ΣΚΥΛΟΣ ΜΟΥ
Ι
Ο σκύλος μου είναι πολύ πρωτότυπο σκυλί,
μα η πρωτοτυπία του βεβαίως είναι τόση,
που μερικοί τον αγαπούν, και τον μισούν πολλοί,
αλλά και τον σιχαίνονται ειλικρινώς καμπόσοι!
όμως αυτός τους φίλους του απ' τους εχθρούς γνωρίζει,
και διά τούτο και τους μεν, ως και τους δε... γαβγίζει!
Αλλά κανείς, παρακαλώ, μη παραξενευθεί,
γιατί κανείς σας σήμερα πιστό δεν έχει φίλο,
κι αν ένας - όχι εκατό - φίλος πιστός βρεθεί,
να του χαρίζω στη στιγμή τον προσφιλή μου Σκύλο!
όμως κανείς δεν βρίσκεται, κι έχω χαρά μεγάλη,
που μένω με το σκύλο μου αχώριστος και πάλι.
Ίσως στην αρχαιότητα υπήρχαν μερικά,
ως λέγουν παραδείγματα μοναδικής φιλίας,
υπήρχαν πλην μας έμειναν αρχαιολογικά,
μεθ' όλης της προγονικής αρχαίας μας ευκλείας.
Υπήρχαν φίλοι-αδελφοί, και δη τυραννοκτόνοι,
μα σήμερα ο αδελφός τον αδελφό σκοτώνει!..
Εγώ λοιπόν και αδελφούς και φίλους παραιτώ,
και τον πιστό μου σύντροφο σκοπεύω να υμνήσω...
αλλά προ τούτου, Κύριοι, μια χάρη σας ζητώ,
συντόμως, όσο δύναμαι, να τον βιογραφήσω.
Αν σκύλο κι όχι άνθρωπο τον έπλασε η φύση,
έχει το βίο του μεστό μ' ελπίδες κι αναμνήσεις.
ΙΙ
Ήταν, θαρρώ, ανοίξεως χρυσή πρωταπριλιά,
οπόταν είδε και αυτός το φως λαμπρής ημέρας,
αλλ' επειδή αόμματα γεννώνται τα σκυλιά,
θα εγεννήθη πιθανώς το σκοτεινό εσπέρας.
Έμειν' ημέρες αρκετές με μάτια τυφλωμένα
κι ήσαν τα πάντα δι' αυτόν και άγνωστα και ξένα.
Η μήτηρ του ήταν λαμπερά Λεβρέτα, σταχτερή,
αλλ' ο πατήρ του φαίνεται ιθαγενής να είναι,
και μάλιστα κοπρόσκυλος - αν μας το συγχωρεί -
τοιούτους θρέφουν παμπληθείς οι κλασσικές Αθήναι...
Εκ των γονέων δε αυτών, χωρίς να καταλάβει,
γεννήθηκε το εύμορφο και παχουλό κουτάβι.
Κι όταν τα μάτια έπαυσε να έχει σφαλιστά,
κι έβλεπε πως τριγύρω του σκυλάκια ήσαν άλλα,
κι έτρεχε στη μανούλα του με πόδια τρεκλιαστά,
κι έκανε πως την γάβγιζε για να του δώσει γάλα,
τότε κι εγώ εξάπλωσα τη ληστρική μου χείρα,
και το κουτάβι το μικρό εδιάλεξα και πήρα!
Έτσι συμβαίνει δυστυχώς εδώ καμιά φορά,
άλλοι να κάνουν το παιδί και να το παίρνουν άλλοι,
αλλ' η μητέρα έμεινε με τ' άλλα της μωρά,
και δεν μ' εφάνη η θλίψη της πάρα πολύ μεγάλη.
Ναι μεν ως μήτηρ έπρεπε να είν' απελπισμένη,
αλλ' ήταν στις απαγωγές πολύ συνηθισμένη.
Εν τούτοις έφερα κι εγώ στο σπίτι το σκυλί,
και μόνο γάλα του 'δινα να τρώει κάθε μέρα,
κι εκείνο τόσο έξυπνο, μα και μωρό πολύ,
ποιος ξέρει αν δεν μ' έπαιρνε ακόμη για μητέρα!
Εγώ, δεν ημπορώ να πω, πως το υιοθετούσα,
μα όσο εμεγάλωνε και τόσο τ' αγαπούσα.
Κι όσο περνούσε ο καιρός μεγάλωνε κι αυτό,
και πάντοτε ομόρφαινε στο σχήμα και στο χρώμα,
ως που μια μέρα έγινε σκυλάκι ζηλευτό,
με το κομψό της μάνας του και λυγερό της σώμα.
Στον άγνωστο πατέρα του δεν φαίνεται ν' ανήκει,
κι ουδέ περί πατρότητας θα του κινήσει δίκη!
Μεγάλωνε, κι εγώ μ' αυτό περνούσα τον καιρό,
γιατί αγαπούσε σαν παιδί κι εκείνο τα παιχνίδια.
Μα μια φορά που έτυχε να το στενοχωρώ,
με τα λεπτά δοντάκια του, με δόντια σαν αγκίδια,
χωρίς να θέλει το φτωχό, το χέρι μου δαγκώνει,
και το μικρό μου δάχτυλο αρχίζει να ματώνει!
Να με δαγκώσει, ω στιγμή, ανέλπιστος, κακή!
και να ματώσει μάλιστα, και να ναι καλοκαίρι,
και λυσσασμένα τα σκυλιά ν' ακούς εδώ κι εκεί,
και ο Παστέρ το φάρμακο της λύσσας να μην ξέρει,
και να φορώ την άσπρη μου τυχαίως πουκαμίσα,
ω, πως δεν τρελάθηκα, προτού με πιάσει λύσσα!
Σαν σχοινοβάτης στη στιγμή τα ρούχα μου φορώ,
και στο γιατρό μου σαν καπνός, σαν αστραπή προφθαίνω.
Γιατρέ, του λέγω, σώσε με, γιατρέ μου δεν μπορώ,
γιατρέ μου είμαι άρρωστος, γιατράκο μου πεθαίνω,
γιατρέ με δάγκασε σκυλί, γιατρέ το νου θα χάσω,
γιατρέ μου γιάτρεψε ευθύς, γιατί θα σε... δαγκάσω!
- Ήταν σκυλί λυσσάρικο; ο δόκτωρ με ρωτά.
- Όχι, γιατρέ μου, του απαντώ, ήταν μικρό κουτάβι,
μα τότε μ' απορία του στα μάτια με κοιτά
και είναι, λέγει, σε καιρό κανείς να τον προλάβει...
- Να με προλάβεις; μα λοιπόν ελύσσαξα; ομίλει!..
- Δεν λύσαξε ο φίλος μου, της Μιχαλούς οφείλει!..
Είπε ο γιατρός κι εννόησα πως δεν παραφρονώ,
τρέχω στο σπίτι, το λαμπρό κουτάβι μου γυρεύω,
και όπως όταν έκανα ταξίδι μακρινό,
το πιάνω, το διπλοφιλώ, το σφίγγω, το χαϊδεύω!
Κι αυτό, σαν να κατάλαβε, την κεφαλή του σκύβει,
με γλύφει, την ουρά κουνεί, μα τα δοντάκια κρύβει!
Ε, από τότε πιο πολύ ακόμη τ' αγαπώ...
Αλλά κι αυτό από κοντά καθόλου δεν μ' αφήνει.
Όταν απ' έξω έρχομαι φωνάζει χαρωπό,
και σπίτι σκυθρωπότατο χωρίς εμέ θα μείνει.
Και τόσο είν' ευγενικό, κι όχι σκυλί του δρόμου,
οπού μια μέρα του δωκα και το ψευδώνυμό μου.
ΙΙΙ
Ο Dock είναι περίφημο αληθινά σκυλί!
δεν είναι ζώο λογικό, μα έχει τέτοια γνώση,
οπού μπορεί σαν άνθρωπος κι αυτό να μη μιλεί,
μα σε πολλούς ανθρωπινά μαθήματα να δώσει.
Μπορεί να μην βουλεύεται, μπορεί και να μην κρίνει,
αλλ' αγαπά, χωρίς κανείς ρουσφέτια να του δίνει.
Είπα ρουσφέτια κι άθελα ο νους μου με καλεί
εις τους κοινοβουλίου μας τις θυελλώδεις σφαίρες...
αλλ' αν το κοινοβούλιο ήταν κυνών Βουλή
ίσως εκεί θα βλέπαμε σκηνές ανθρωποτέρες!
Εν τούτοις την πολιτική αφήνω κατά μέρος,
και πάλι επανέρχομαι στο Σκύλο μου εγκαίρως!
Είναι λοιπόν ο Σκύλος μου, σκυλί πολύ πιστό,
μα είναι τόση η πίστη του που έχει προς εμένα,
που άνθρωπος δεν πίστεψε ποτέ του στο Χριστό,
μ' αισθήματα πιο άγια και αφοσιωμένα!..
και μην ειπήτε τ' άγια πως ρίπτω εις τους κύνες,
η παρομοίωση αυτή δεν είναι απ' εκείνας!
Όπου πηγαίνω και σταθώ μαζί μου θα βρεθεί,
και πάντοτε στα μάτια μου, τα μάτια του καρφώνει.
Μαζί μου στο κρεβάτι μου κι αυτό θα κοιμηθεί
και λες πως ύπνος και ζωή παντού μας αδελφώνει!
Στην πόλη και στην εξοχή, στη χώρα μας, στα ξένα
Εγώ δεν ζω χωρίς αυτόν, και αυτός χωρίς εμένα.
Μα όχι, ελησμόνησα μια μόνη εποχή,
που έπρεπε στην ξενιτιά, χωρίς αυτόν να φύγω,
τι πόνο που αισθάνθηκα βαθιά μες στην ψυχή,
την ώρα που τον άφησα και δεν τον είδα λίγο...
Ναι δεν τον είδα μια στιγμή, γιατί θαρρώ πως πρέπει
ό,τι κανένας αγαπά, σαν φεύγει να μη βλέπει.
Μα πάλι σαν εγύρισα από την ξενιτιά
και το λιμένα έβλεπα του Πειραιώς και πάλι,
κι όταν σε βάρκα έτυχε να ρίξω μια ματιά,
και γνώρισα του σκύλου μου το έξυπνο κεφάλι,
Dock! του φωνάζω, και ο Dock στη θάλασσα πετιέται
και πριν ακόμ' αράξουμε στα πόδια μου κυλιέται.
IV
Ο σκύλος μου ουδέποτε υπήρξε κυνηγός
και το μαντήλι μια φορά δεν έτρεξε να πάρει,
ποτέ δεν τον απάντησε στο βίο του λαγός
και στην κουζίνα πάντοτε ανηλεώς φερμάρει.
Αλλ' έχει κυνηγητικό και τρέξιμο και μάτι,
κι αυτό πικρά τ' ομολογούν της γειτονιάς οι γάτοι.
Ο σκύλος μου στα στήθη του κρύβει παιδιού καρδιά,
μα έχει μια συνήθεια, που τον διασκεδάζει,
γαβγίζει όπου απαντά τα ξένοιαστα παιδιά,
μα δεν τα πείραξε ποτέ και μόνο τα τρομάζει!...
ε, μια κακή συνήθεια, μα και πολύ αθώα,
θαρρώ, πως επιτρέπεται να έχουν και τα ζώα!
Μα έχει προτερήματα εξάλλου ζηλευτά,
και πρώτον στον περίπατο μαζί μου σαν πηγαίνει,
την ώρα που εδώ κι εκεί αμέριμνος κοιτά,
αν απαντήσει έξαφνα καμιά του ερωμένη,
και μολονότι τρυφερά τον προσκαλεί εκείνη,
εκείνος εις του έρωτα τις φλόγες την αφήνει.
Κι όταν μια μέρα έτυχε, μα μόνο μια φορά
τη λυγερή μητέρα του στο δρόμο ν' απαντήσει,
Ω τι παιχνίδια, τι φωνές και τι τρελή χαρά
που κι αν μιλούσε αδύνατο να μας την εξηγήσει!
μα της φιλίας η φωνή αντήχησε αγρία,
κι αφήκε τη γεννήτορα εις του λουτρού τα κρύα!
Ο Dock, ως θα επείσθητε, είναι λαμπρό σκυλί,
κι ήταν νομίζω άξιος των στίχων μου καθ' όλα,
και μολονότι τον μισούν, ως είδατε πολλοί
αυτός ποτέ δεν έδωκε εις τους εχθρούς του φόλα!
αυτός υπήρξε πάντοτε καλός προς όλους φίλος,
γιατί δεν είναι άνθρωπος, αλλ' είναι μόνο σκύλος!
Διαβάστε επίσης:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου