Ένα από τα πιο θρυλικά πρόσωπα όχι απλά του ελληνικού αθλητισμού, αλλά και της νεώτερης ιστορίας μας είναι ο Σπύρος Λούης, ο φτωχός γιος ενός νερουλά από το Μαρούσι, που έκανε την έκπληξη στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας του 1896 κερδίζοντας την πρώτη θέση στο αγώνισμα του Μαραθωνίου, που είχε ιδιαίτερη συμβολική αξία. Πολλά έχουν γραφτεί για τον περίφημο εκείνο αγώνα, όμως πώς τον θυμόταν ο βασικός του πρωταγωνιστής, ο ίδιος ο Σπύρος Λούης;
Τον Οκτώβριο του 1931, περισσότερα από 35 χρόνια από τη μέρα εκείνη και με αφορμή τη διεξαγωγή των δεύτερων βαλκανικών αγώνων στίβου στην Αθήνα, η εφημερίδα "Ημέρα" δημοσίευσε σε δύο μέρη (03 και 05.10) τη σχετική αφήγηση του Λούη σε πρώτο πρόσωπο, στα πλαίσια συνέντευξης που είχε παραχωρήσει στο δημοσιογράφο Άγγελο Δρόσο. Όπως σημείωνε στον πρόλογο του ο δημοσιογράφος, η συνάντηση είχε γίνει στο "φτωχικό σπίτι" του Λούη, "με την ολοκάθαρην αυλή, μέσα στην οικογενειακήν του θαλπωρή".
Δεν ξέρω αν στη συνέχεια ακολούθησε κι άλλη συνέντευξή του - μετά το θάνατό του στις 26 Μαρτίου 1940 μια εφημερίδα δημοσίευσε σε μυθιστόρημα μια υποτιθέμενη "αυθεντική" ανάμνηση του Μαραθώνιου του 1896 - πάντως στη συνέντευξη εκείνη, που δημοσιεύτηκε στην "Ημέρα" τον Οκτώβριο του 1931, ο Λούης εξέφρασε την επιθυμία να μη ξαναμιλήσει, πικραμένος από μια δικαστική περιπέτεια που είχε λίγα χρόνια νωρίτερα, η οποία είχε σταθεί αφορμή να σπιλωθεί προσωρινά το όνομά του.
Σε ό,τι αφορά τις αναμνήσεις του από το Μαραθώνιο δρόμο του 1896, ο Σπύρος Λούης περιέγραψε κατ' αρχήν πώς αποφάσισε να πάρει μέρος την τελευταία στιγμή εξ αιτίας του ανταγωνισμού που είχαν τότε οι Μαρουσιώτες με τους κατοίκους του Χαλανδρίου, τι έγινε στους προκριματικούς, αλλά και την ημέρα του Μαραθωνιού, ενώ αποκάλυπτε και τα μυστικά του όπλα, που τον βοήθησαν να αντεπιτεθεί και να νικήσει τους ξένους αθλητές μετά τα μισά της διαδρομής, αλλά και τη στιγμή που μπήκε νικητής στο παναθηναϊκό στάδιο. Τέλος, απαριθμούσε κάποια από τα δώρα που έλαβε μετά τη νίκη του, ενώ ξεκαθάριζε και κάποιες φήμες που είχαν ακουστεί σε βάρος του.
Αυτή ήταν η περιγραφή του Λούη:
"Τον Απρίλη του 1896 (σ.σ. ουσιαστικά το Μάρτιο, αφού τότε στην Ελλάδα χρησιμοποιούνταν το παλιό ημερολόγιο, σύμφωνα με το οποίο ο Μαραθώνιος διεξήχθη στις 29.03.1896), όλοι μιλούσαν για τους αγώνες που θα γίνονταν στο Στάδιο. Ήμουνα 24 χρονών και ο συνταγματάρχης, τότε, Μαυρομιχάλης, του οποίου είχα χρηματίσει ιπποκόμος, όταν υπηρετούσα στο στρατό, γελώντας, μου 'λεγε: Θα τρέξουμε στο Μαραθώνα, Σπύρο;
Αυτή ήταν η περιγραφή του Λούη:
"Τον Απρίλη του 1896 (σ.σ. ουσιαστικά το Μάρτιο, αφού τότε στην Ελλάδα χρησιμοποιούνταν το παλιό ημερολόγιο, σύμφωνα με το οποίο ο Μαραθώνιος διεξήχθη στις 29.03.1896), όλοι μιλούσαν για τους αγώνες που θα γίνονταν στο Στάδιο. Ήμουνα 24 χρονών και ο συνταγματάρχης, τότε, Μαυρομιχάλης, του οποίου είχα χρηματίσει ιπποκόμος, όταν υπηρετούσα στο στρατό, γελώντας, μου 'λεγε: Θα τρέξουμε στο Μαραθώνα, Σπύρο;
-Ναι, του έλεγα, δεν το είχα όμως κατά νου. Ένας Μαρουσιώτης, όμως, ο Γ. Παπασυμεών και ένας Χαλανδραίος, ο Γ. Καφετζής ή Καρράς, βαλθήκανε να τρέξουν, όπως και ένας Βασιλάκος από τη Μάνη. Κάθε μέρα, κάνανε προπόνηση, διότι η επιτροπή των αγώνων είχε ορίσει ότι από το Μαραθώνα ως το Στάδιο πρέπει να φθάσουν οι δρομείς σε ώρες 3.5΄ ή 3.7΄. Ο Κ. Κιέκης, τώρα εφημέριος του Αγίου Διονυσίου στην Αθήνα, ενδιαφερότανε για το Μαραθώνιο και τη Μ. Πέμπτη πήγε στο Μαραθώνα να δει τα πράγματα. Το πρωί της Μ. Παρασκευής, πήγα κι εγώ με το Σπύρο το Μαργέτη στην Αγία Παρασκευή για να δούμε τους πρώτους δρομείς, που θα έκαναν δοκιμαστικώς το τρέξιμο. Εγώ προχώρησα προς το Γέρακα, όπου ο πατριώτης μου Παπασυμεών, που έτρεχε με τον Καφετζή, έπεσε. Οι Χαλανδραίοι, τότε, άρχισαν να μας προγκάρουν και να κοροϊδεύουν τους Μαρουσιώτες. Ξέρετε από τοπικό, χωριάτικο φιλότιμο; Μας έπιασε το φιλότιμο αυτό και αποφασίσαμε, εγώ, ο Στ. Μασούρης και ο Λαυρέντης μαζί με τον Παπασυμεών, να τρέξουμε. Το πρωί του Μ. Σαββάτου, κατεβήκαμε στην Αθήνα και πήγαμε στα γραφεία της Επιτροπής και δηλώσαμε πως θα τρέξουμε. Τη Δευτέρα του Πάσχα, εβδομήντα άνθρωποι που δηλώσαμε συμμετοχή στο τρέξιμο, Έλληνες και ξένοι, τρέξαμε δοκιμαστικώς και ξεκαθαρίσαμε μονάχα 17. Εγώ και οι άλλοι Μαρουσιώτες ήμασταν μέσα στους 17, αλλά μας φέρανε στα σπίτια μας σβάρνα. Ήμασταν πτώματα. Πρώτη φορά, βλέπεις, τρέξαμε και την άλλη μέρα ήμασταν πιασμένοι. Να μας βλέπεις και να κλαις. Όμως δεν δειλιάσαμε. Είπαμε πως θα τρέξουμε και τελείωσε.
Την Πέμπτη, μετά το Πάσχα, πήγαμε από βραδύς με μια σούστα στο Μαραθώνα - αυτοκίνητα δεν υπήρχαν τότε - γιατί την άλλη μέρα, της Ζωοδόχου Πηγής, θα γινότανε οι αγώνες. Ο δήμαρχος τότε του Μαραθώνα, Δ. Τζιώτης, μας περιποιήθηκε εξαιρετικά: ψητά, κρασιά, γλέντι, άλλο να σου λέω. Μεις ήμασταν ακόμη ψόφιοι από το προηγούμενο τρέξιμο. Ξημέρωσε η μεγάλη μέρα. Τότε, άρχισε να μας τρώει η σκέψη, τι κάναμε. Στενοχωρημένοι και ψόφιοι, όπως ήμασταν, βγήκαμε προς τ' αλώνια να ξεμουδιάσουμε λιγάκι. Ύστερα γυρίσαμε και μας βάλανε σ' ένα καφενείο γύρω-γύρω. Κατά το μεσημέρι ήρθανε κι οι ξένοι, ξεκούραστοι και φρέσκοι, με τα κλειστά αμάξια, με τους γιατρούς και τις συνοδείες τους.
- Παναγία μου, είπαμε. Μ' αυτούς θα τρέξουμε; Χαθήκαμε...
Ήρθανε ωστόσο κι αυτοί στο καφενείο. Ήτανε μαζί και ο Γάλλος Λεμιζό, που όλοι έλεγαν πως αυτός θα ρθει πρώτος. Αφού καθίσαμε όλοι και περιμέναμε την ώρα που θα ξεκινήσουμε, ένας γιατρός ξένος σηκώθηκε και μας χτυπούσε το πόδι. Το δικό μου πόδι πετάχτηκε ψηλά, καθώς το χτύπησε. Του έκανε εντύπωση αυτό και ήρθε και ξαναήρθε και μου το χτυπούσε. Σε μια στιγμή μου 'ρθε να του δώσω μια... καρπαζιά...
Ύστερα τραβήχτηκε και έλεγε με τους άλλους κάτι, που δεν καταλαβαίναμε μεις οι άλλοι. Κάποιος, όμως, μου εξήγησε, σαν όλοι γύρισαν σε μια στιγμή και με κοιτάζανε με μάτια γουρλωμένα, πως ο γιατρός είπε ότι εγώ ίσως να έλθω πρώτος. Τ' άκουσα και δεν το πίστεψα. Ήταν δυνατόν αυτό το πάγμα; Ο Λεμιζό κι ένας Αυστριακός πιάνανε και τα πουλιά στον αέρα, καθώς λέγανε. Πώς θα πηγαίναμε μεις μπροστά τους, χωρίς φόντα, χωρίς προπόνηση, που λένε, χωρίς ξεκούραση. Φτωχοί και εργατικοί άνθρωποι, ήτανε δυνατό να νικήσουμε; Μπήκαμε, όμως, μέσα στο χορό κι έπρεπε να χορέψουμε. Το φιλότιμο, βλέπεις, για την πρόγκα των Χαλανδραίων...
Ήλθε τέλος πάντων κι η στιγμή που θα ξεκινούσαμε. Εμένα μου 'χανε δώσει τον αριθμό 17 - τον τελευταίο. Πετάξαμε τα ρούχα, φορούσαμε από μέσα στολή αθλητική και στις 2 η ώρα ακριβώς, ο ταγματάρχης τότε Παπαδιαμαντόπουλος, που είχε το γενικό πρόσταγμα, έδωκε το σύνθημα μ' ένα πυροβολισμό και ξεκινήσαμε. Ο Λεμψό κι ο Αυστριακός έτρεχαν σαν λαγοί. Με το πρώτο μας ξεπέρασαν δύο ολόκληρα χιλιόμετρα. Έγιναν καπνός, άφαντοι. Τρέχαμε κι εμείς, σαν χαμένοι από πίσω. Όταν έφθασαν στον Άγιο Κωνσταντίνο, σφίχτηκα λίγο και προσπέρασα τους άλλους Έλληνες στο 31ο χιλιόμετρο, έφθασα τον Γρηγορίου, που ήτανε καλός δρομέας. Στο Πικέρμι, καθώς περνούσα, ο στυστιέρης Αθ. Κοντός, γνωστός μου, με περίμενε μ' ένα αβγό κι ένα ποτήρι κρασί στο χέρι. Έφαγα το αβγό, ρούφηξα και το κρασί και δρόμο. Δυνάμωσα λιγάκι. Καθώς έτρεχα, βρίσκω δυο δικούς μας πεσμένους. Τους προσπέρασα και συνάντησα τον καλύτερο απ' όλους μας, τον Βασιλάκο.
Τον ακολούθησα, γιατί αυτός ήξερε να τρέχει. Είπα: Αφού αυτός πάει σιγά, κάτι θα ξέρει. Ας μην προσπεράσω. Στη θέση Σταυρός, ένας ονόματι Λέκκας, μου 'δωσε μια μποτίλια πορτοκαλάδα. Τη ρούφηξα και του 'δωσα. Άφησα και το Βασιλάκο και όλους. Το βάζω στα πόδια για να φθάσω το Λεμψό και τον Αυστριακό, που πηγαίνανε μόνοι τους μπροστά. Από τους δικούς μας, ήμουνα 'γω πρώτος τώρα. Στην στροφή της Αγίας Παρασκευής, καθώς γυρνάω, βλέπω τον Λεμψό να παρατηράει (σσ. εννοούσε μήπως "παραπατάει";) και να πέφτει σαν κότα ζαλισμένη. Τον αφήνω (σ.σ. στο σημείο αυτό, ο δημοσιογράφος σημειώνει ότι ο Λούης του εκμυστηρεύτηκε πως για κάποιο λόγο είχε μουτζώσει το Γάλλο συναθλητή του) και το βάζω για να φθάσω τον Αυστριακό. Δω τον έχω, κει τον έχω, τον φθάνω κι αυτόν και πηγαίνουμε πλάτη με πλάτη. Ξαφνικά, σαν φθάσαμε στο Τρύπιο Λιθάρι, ζαλίζεται και πέφτει κι αυτός. Ένας αξιωματικός που παρακολουθούσε, ρίχνει έναν πυροβολισμό από τη χαρά του. Εγώ ήμουν μούσκεμα και κατάκοπος. Ο Παπαδιαμαντόπουλος μου 'δωκε το μαντίλι του, σκουπίστηκα και μου 'πεσε. Δε μ' άφησε να το πιάσω, αλλά με παρακινούσε:
- Κουράγιο Λούη, μου 'λεγε.
- Μη φοβάσαι, του 'λεγα, πρώτος!
Μου 'δωσε λίγο νερό με κονιάκ και ήπια.
Στου Θων, ο Ν. Κουρουπιώτης, μου 'δωκε ένα ποτήρι κρασί. Ο Παπαδιαμαντόπουλος, από πίσω, να μου δίνει κουράγιο. Βλέποντας 'γώ να μου λέει διαρκώς, νόμισα πως ο Αυστριακός σηκώθηκε κι έρχεται από πίσω. Σφίγγουμαι πάλι και φθάνω στη στροφή της οδού Ηρώδου του Αττικού. Ζαλίστηκα απ' τον κόσμο και τις φωνές. Ένας ιππέας με πάτησε λίγο με το άλογό του, από τη σύγχυση που γινότανε στα πλήθη, για να με δούνε.
Ο Παπαδιαμαντόπουλος, τότε, με ρώτησε:
-Αντέχεις Λούη να σ' αφήσω μονάχο για να πάω στο Στάδιο να ειδοποιήσω;
- Αν αντέχω; του λέω. Πρώτος είμαι!
Σπυρούνιασε τ' άλογό του κι έφυγε. Σε λίγο, βρέθηκα μπροστά στο Στάδιο, στο τέρμα της νίκης, όπως λέγανε. Τι γινότανε από τον κόσμο, είναι άλλο πράγμα. Όρθιοι όλοι, ζητωκραύγαζαν και χειροκροτούσαν. Εγώ, όταν έφθασα στην είσοδο, στάθηκα, γιατί δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Τρέχει τότε ο Διάδοχος Κωνσταντίνος και με πιάνει.
_ Πήγαινε, μου λέει, να κόψεις την κλωστή.
- Εκατό κλωστές να κόψω, του λέω. Πού είναι;
Μου 'δειξε την κλωστή. Πήγα και την έκοψα, ενώ ο κόσμος όλος, οι Βασιλείς, οι επίσημοι, χειροκροτούσαν... (σ.σ. στο σημείο αυτό, και πάλι ο δημοσιογράφος της "Ημέρας" παρατηρούσε ότι ο Σπύρος Λούης είχε δακρύσει από τη συγκίνηση, καθώς αφηγούνταν τις σκηνές εκείνες).
Είχαμε πει όλοι οι Μαρουσιώτες που θα τρέχαμε, πως όταν νικήσει ένας από μας, θα κάνει κι ένα γύρο στο Στάδιο. Ο Κωνσταντίνος όμως κι ο πρίγκηπας Γεώργιος, μ' έπιασαν και δε μ' άφηναν.
- Άε με ρε, τους λέω. Εκείνοι όμως μου είπαν να ησυχάσω. Με πήγανε στα αποδυτήρια, με ξάπλωσαν στο κρεβάτι, μου 'καναν εντριβές. Ζητούσα νερό που έσκαζα από τη δίψα κι ο γιατρός μου 'δινε λίγο-λίγο καφέ νερωμένο. Τέλος, έγινα και... αξιωματικός του ναυτικού. Μου 'δωσαν τα ρούχα ενός αξιωματικού ονόματι Σωτηρίου, γιατί τα δικά μου ήτανε στο Μαραθώνα. Όταν ντύθηκα για να βγω στο Στάδιο, στάθηκε αδύνατο να περάσω. Ο κόσμος μπήκε στα αποδυτήρια να με δει. Γυρίσαμε πίσω και ο Κωνσταντίνος μου έφερε ένα χρυσό ρολόι, που του έδωσε μία κυρία Κοντούλη από τη Σμύρνη. Βγήκαμε από τα πίσω του Σταδίου, με έβαλαν σε μια άμαξα και ο κόσμος σαν τρελός, φωνάζοντας από κοντά, με συνόδευσε ως το σταθμό του τρένου.
Την Κυριακή του Θωμά έγινε η τελετή της απονομής των διπλωμάτων. Μου δώσανε το δίπλωμα, ένας Μπριάν μου προσέφερε ένα ασημένιο κύπελλο, κι άλλο ένα ο Σίδνεϊ Νόελ, μία κυρία ένα χρυσό παγούρι γεμάτο κονιάκ, ο Βαλσαμίδης ένα χρυσό ρολόι, η Ελένη Ροκά μια καρδιά χρυσή κι ένας άγνωστος, μέσα σε γυάλινο δοχείο ένα κόκκο σιτάρι χρυσό, που ήτανε απάνου γραμμένες οι λέξεις: Μαραθώνιος δρόμος, το όνομά μου και η χρονολογία. Αυτό ήτανε το καλύτερο δώρο, αλλά λυπούμαι που δεν το έχω να το δείτε (σ.σ σε ερώτηση του δημοσιογράφου, ο Λούης απάντησε ότι κάποιος του το είχε βουτήξει)".
Ακολούθησαν κάποιες ερωτήσεις του δημοσιογράφου, που έδωσαν στον Λούη την ευκαιρία να αφηγηθεί και κάποια άλλα περιστατικά, όπως τη συνάντηση που είχε με την τότε βασίλισσα Όλγα:
"Όταν μου 'πιασε το χέρι να με συγχαρεί, τράβηξε το δικό της πίσω:
- Τι έχουν τα χέρια σου; μου λέει.
- Τι να 'χουν Μεγαλειοτάτη; της λέω. Ρόζους από το.. σκάψιμο".
Επίσης ξεκαθάρισε κι ένα ακόμη περιστατικό, που είχε συζητηθεί εκείνη την εποχή: "Τη σούστα (σ.σ. για να πουλά νερό Μαρουσίου), μου έδωσε ο Συγγρός. Εγώ δεν ήθελα κι ο παπάς του χωριού του είπε να μου χτίσει μια κάμαρη. Κείνος όμως έδινε τη σούστα κι αναγκάστηκα να την πάρω. Ύστερα την πούλησα, έγινα αγροφύλακας και πάλι αγόρασα σούστα και πουλάω νερό στην Αθήνα".
Δεν έλειπαν όμως κι εκείνοι που υποσχέθηκαν δώρα, που δεν έδωσαν ποτέ: "Ένας Στεφάνοβιτς Σπυλίτσης μου είχε τάξει 25 χιλ. δραχμές. Κάθε φορά έλεγε: Το έχω υπ' όψει μου. Ως που πέθανε κι ίσως.. το έχει υπ' όψη του ακόμα".
Και η συνέντευξη έκλεισε με το Σπύρο Λούη να εκφράζει το παράπονό του για τη δικαστική περιπέτεια που είχε λίγα χρόνια νωρίτερα, ενώ δήλωνε ότι είχε φτάσει στο σημείο να σιχαθεί τη δόξα του:
"Αυτός, που λέτε, ήτανε ο Λούης της εποχής εκείνης, που δόξασε την Ελλάδα. Τώρα, είμαι 'γώ, που βλέπετε. Αφήστε που, ενώ δεν ξέρω γράμματα, με βάλανε εννιά μήνες μέσα επί... πλαστογραφία. Και το παράπονό μου, είναι: Γιατί η Εθνική Τράπεζα, η Μεγ. Βρετανία και άλλα ξενοδοχεία που ξοδεύουν 300-400 στάμνες νερό την ημέρα δεν παίρνουν κι από μένα τις 100; Ξέρουν μονάχα να λένε: Ο Λούης. Τι να τον κάνω 'γώ τον Λούη; Γι' αυτό είναι κι η τελευταία φορά που εξιστορώ τη δόξα μου. Τη σιχάθηκα..."
Κι επειδή στους αγώνες του 1896 συμμετείχαν πολλοί Έλληνες αθλητές, που στην πάροδο των χρόνων έχουν ξεχαστεί, διαβάστε κι αυτό:
Έλληνες αθλητές που συμμετείχαν στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 (φωτογραφίες και περιγραφές)
Ήλθε τέλος πάντων κι η στιγμή που θα ξεκινούσαμε. Εμένα μου 'χανε δώσει τον αριθμό 17 - τον τελευταίο. Πετάξαμε τα ρούχα, φορούσαμε από μέσα στολή αθλητική και στις 2 η ώρα ακριβώς, ο ταγματάρχης τότε Παπαδιαμαντόπουλος, που είχε το γενικό πρόσταγμα, έδωκε το σύνθημα μ' ένα πυροβολισμό και ξεκινήσαμε. Ο Λεμψό κι ο Αυστριακός έτρεχαν σαν λαγοί. Με το πρώτο μας ξεπέρασαν δύο ολόκληρα χιλιόμετρα. Έγιναν καπνός, άφαντοι. Τρέχαμε κι εμείς, σαν χαμένοι από πίσω. Όταν έφθασαν στον Άγιο Κωνσταντίνο, σφίχτηκα λίγο και προσπέρασα τους άλλους Έλληνες στο 31ο χιλιόμετρο, έφθασα τον Γρηγορίου, που ήτανε καλός δρομέας. Στο Πικέρμι, καθώς περνούσα, ο στυστιέρης Αθ. Κοντός, γνωστός μου, με περίμενε μ' ένα αβγό κι ένα ποτήρι κρασί στο χέρι. Έφαγα το αβγό, ρούφηξα και το κρασί και δρόμο. Δυνάμωσα λιγάκι. Καθώς έτρεχα, βρίσκω δυο δικούς μας πεσμένους. Τους προσπέρασα και συνάντησα τον καλύτερο απ' όλους μας, τον Βασιλάκο.
Τον ακολούθησα, γιατί αυτός ήξερε να τρέχει. Είπα: Αφού αυτός πάει σιγά, κάτι θα ξέρει. Ας μην προσπεράσω. Στη θέση Σταυρός, ένας ονόματι Λέκκας, μου 'δωσε μια μποτίλια πορτοκαλάδα. Τη ρούφηξα και του 'δωσα. Άφησα και το Βασιλάκο και όλους. Το βάζω στα πόδια για να φθάσω το Λεμψό και τον Αυστριακό, που πηγαίνανε μόνοι τους μπροστά. Από τους δικούς μας, ήμουνα 'γω πρώτος τώρα. Στην στροφή της Αγίας Παρασκευής, καθώς γυρνάω, βλέπω τον Λεμψό να παρατηράει (σσ. εννοούσε μήπως "παραπατάει";) και να πέφτει σαν κότα ζαλισμένη. Τον αφήνω (σ.σ. στο σημείο αυτό, ο δημοσιογράφος σημειώνει ότι ο Λούης του εκμυστηρεύτηκε πως για κάποιο λόγο είχε μουτζώσει το Γάλλο συναθλητή του) και το βάζω για να φθάσω τον Αυστριακό. Δω τον έχω, κει τον έχω, τον φθάνω κι αυτόν και πηγαίνουμε πλάτη με πλάτη. Ξαφνικά, σαν φθάσαμε στο Τρύπιο Λιθάρι, ζαλίζεται και πέφτει κι αυτός. Ένας αξιωματικός που παρακολουθούσε, ρίχνει έναν πυροβολισμό από τη χαρά του. Εγώ ήμουν μούσκεμα και κατάκοπος. Ο Παπαδιαμαντόπουλος μου 'δωκε το μαντίλι του, σκουπίστηκα και μου 'πεσε. Δε μ' άφησε να το πιάσω, αλλά με παρακινούσε:
- Κουράγιο Λούη, μου 'λεγε.
- Μη φοβάσαι, του 'λεγα, πρώτος!
Μου 'δωσε λίγο νερό με κονιάκ και ήπια.
Στου Θων, ο Ν. Κουρουπιώτης, μου 'δωκε ένα ποτήρι κρασί. Ο Παπαδιαμαντόπουλος, από πίσω, να μου δίνει κουράγιο. Βλέποντας 'γώ να μου λέει διαρκώς, νόμισα πως ο Αυστριακός σηκώθηκε κι έρχεται από πίσω. Σφίγγουμαι πάλι και φθάνω στη στροφή της οδού Ηρώδου του Αττικού. Ζαλίστηκα απ' τον κόσμο και τις φωνές. Ένας ιππέας με πάτησε λίγο με το άλογό του, από τη σύγχυση που γινότανε στα πλήθη, για να με δούνε.
Ο Παπαδιαμαντόπουλος, τότε, με ρώτησε:
-Αντέχεις Λούη να σ' αφήσω μονάχο για να πάω στο Στάδιο να ειδοποιήσω;
- Αν αντέχω; του λέω. Πρώτος είμαι!
Σπυρούνιασε τ' άλογό του κι έφυγε. Σε λίγο, βρέθηκα μπροστά στο Στάδιο, στο τέρμα της νίκης, όπως λέγανε. Τι γινότανε από τον κόσμο, είναι άλλο πράγμα. Όρθιοι όλοι, ζητωκραύγαζαν και χειροκροτούσαν. Εγώ, όταν έφθασα στην είσοδο, στάθηκα, γιατί δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Τρέχει τότε ο Διάδοχος Κωνσταντίνος και με πιάνει.
_ Πήγαινε, μου λέει, να κόψεις την κλωστή.
- Εκατό κλωστές να κόψω, του λέω. Πού είναι;
Μου 'δειξε την κλωστή. Πήγα και την έκοψα, ενώ ο κόσμος όλος, οι Βασιλείς, οι επίσημοι, χειροκροτούσαν... (σ.σ. στο σημείο αυτό, και πάλι ο δημοσιογράφος της "Ημέρας" παρατηρούσε ότι ο Σπύρος Λούης είχε δακρύσει από τη συγκίνηση, καθώς αφηγούνταν τις σκηνές εκείνες).
Είχαμε πει όλοι οι Μαρουσιώτες που θα τρέχαμε, πως όταν νικήσει ένας από μας, θα κάνει κι ένα γύρο στο Στάδιο. Ο Κωνσταντίνος όμως κι ο πρίγκηπας Γεώργιος, μ' έπιασαν και δε μ' άφηναν.
- Άε με ρε, τους λέω. Εκείνοι όμως μου είπαν να ησυχάσω. Με πήγανε στα αποδυτήρια, με ξάπλωσαν στο κρεβάτι, μου 'καναν εντριβές. Ζητούσα νερό που έσκαζα από τη δίψα κι ο γιατρός μου 'δινε λίγο-λίγο καφέ νερωμένο. Τέλος, έγινα και... αξιωματικός του ναυτικού. Μου 'δωσαν τα ρούχα ενός αξιωματικού ονόματι Σωτηρίου, γιατί τα δικά μου ήτανε στο Μαραθώνα. Όταν ντύθηκα για να βγω στο Στάδιο, στάθηκε αδύνατο να περάσω. Ο κόσμος μπήκε στα αποδυτήρια να με δει. Γυρίσαμε πίσω και ο Κωνσταντίνος μου έφερε ένα χρυσό ρολόι, που του έδωσε μία κυρία Κοντούλη από τη Σμύρνη. Βγήκαμε από τα πίσω του Σταδίου, με έβαλαν σε μια άμαξα και ο κόσμος σαν τρελός, φωνάζοντας από κοντά, με συνόδευσε ως το σταθμό του τρένου.
Την Κυριακή του Θωμά έγινε η τελετή της απονομής των διπλωμάτων. Μου δώσανε το δίπλωμα, ένας Μπριάν μου προσέφερε ένα ασημένιο κύπελλο, κι άλλο ένα ο Σίδνεϊ Νόελ, μία κυρία ένα χρυσό παγούρι γεμάτο κονιάκ, ο Βαλσαμίδης ένα χρυσό ρολόι, η Ελένη Ροκά μια καρδιά χρυσή κι ένας άγνωστος, μέσα σε γυάλινο δοχείο ένα κόκκο σιτάρι χρυσό, που ήτανε απάνου γραμμένες οι λέξεις: Μαραθώνιος δρόμος, το όνομά μου και η χρονολογία. Αυτό ήτανε το καλύτερο δώρο, αλλά λυπούμαι που δεν το έχω να το δείτε (σ.σ σε ερώτηση του δημοσιογράφου, ο Λούης απάντησε ότι κάποιος του το είχε βουτήξει)".
Ακολούθησαν κάποιες ερωτήσεις του δημοσιογράφου, που έδωσαν στον Λούη την ευκαιρία να αφηγηθεί και κάποια άλλα περιστατικά, όπως τη συνάντηση που είχε με την τότε βασίλισσα Όλγα:
"Όταν μου 'πιασε το χέρι να με συγχαρεί, τράβηξε το δικό της πίσω:
- Τι έχουν τα χέρια σου; μου λέει.
- Τι να 'χουν Μεγαλειοτάτη; της λέω. Ρόζους από το.. σκάψιμο".
Επίσης ξεκαθάρισε κι ένα ακόμη περιστατικό, που είχε συζητηθεί εκείνη την εποχή: "Τη σούστα (σ.σ. για να πουλά νερό Μαρουσίου), μου έδωσε ο Συγγρός. Εγώ δεν ήθελα κι ο παπάς του χωριού του είπε να μου χτίσει μια κάμαρη. Κείνος όμως έδινε τη σούστα κι αναγκάστηκα να την πάρω. Ύστερα την πούλησα, έγινα αγροφύλακας και πάλι αγόρασα σούστα και πουλάω νερό στην Αθήνα".
Δεν έλειπαν όμως κι εκείνοι που υποσχέθηκαν δώρα, που δεν έδωσαν ποτέ: "Ένας Στεφάνοβιτς Σπυλίτσης μου είχε τάξει 25 χιλ. δραχμές. Κάθε φορά έλεγε: Το έχω υπ' όψει μου. Ως που πέθανε κι ίσως.. το έχει υπ' όψη του ακόμα".
Και η συνέντευξη έκλεισε με το Σπύρο Λούη να εκφράζει το παράπονό του για τη δικαστική περιπέτεια που είχε λίγα χρόνια νωρίτερα, ενώ δήλωνε ότι είχε φτάσει στο σημείο να σιχαθεί τη δόξα του:
"Αυτός, που λέτε, ήτανε ο Λούης της εποχής εκείνης, που δόξασε την Ελλάδα. Τώρα, είμαι 'γώ, που βλέπετε. Αφήστε που, ενώ δεν ξέρω γράμματα, με βάλανε εννιά μήνες μέσα επί... πλαστογραφία. Και το παράπονό μου, είναι: Γιατί η Εθνική Τράπεζα, η Μεγ. Βρετανία και άλλα ξενοδοχεία που ξοδεύουν 300-400 στάμνες νερό την ημέρα δεν παίρνουν κι από μένα τις 100; Ξέρουν μονάχα να λένε: Ο Λούης. Τι να τον κάνω 'γώ τον Λούη; Γι' αυτό είναι κι η τελευταία φορά που εξιστορώ τη δόξα μου. Τη σιχάθηκα..."
Κι επειδή στους αγώνες του 1896 συμμετείχαν πολλοί Έλληνες αθλητές, που στην πάροδο των χρόνων έχουν ξεχαστεί, διαβάστε κι αυτό:
Έλληνες αθλητές που συμμετείχαν στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 (φωτογραφίες και περιγραφές)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου