21 Απριλίου 2014

Η σφαγή στο Δήλεσι τον Απρίλιο του 1870, που έπληξε το διεθνές κύρος της Ελλάδας - Αναλυτικές πληροφορίες και ο αντίκτυπος που είχε στον πληθυσμό

Μια από τις πιο μαύρες σελίδες στην ιστορία του ελληνικού κράτους γράφτηκε τις πρώτες μέρες του Απριλίου του 1870, την περίοδο του Πάσχα, μετά την απαγωγή μιας ομάδας επιφανών ξένων επισκεπτών από τη συμμορία των Αρβανιταίων στην περιοχή της Αττικής, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από την πρωτεύουσα. Όμως δεν ήταν μόνο η απαγωγή, αλλά κυρίως το άδοξο τέλος αυτής που συντάραξε τον πληθυσμό της χώρας και αμαύρωσε την - ούτως ή άλλως - όχι ιδιαίτερα θετική εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό. Υπάρχουν πολλά αφιερώματα στο ίντερνετ, όπου περιγράφονται οι συνέπειες που είχε η σφαγή του Δήλεσι τόσο στη διπλωματική όσο και στην εσωτερική πολιτική κατάσταση της χώρας. Το παρόν αφιέρωμα φιλοδοξεί να κάνει τη διαφορά περιγράφοντας με λεπτομέρειες τα γεγονότα ενός από τα πιο εφιαλτικά δεκαήμερα στην ιστορία της χώρας, από τη στιγμή της απαγωγής μέχρι την εκτέλεση των ομήρων, αλλά και στη συνέχεια οι κηδείες των θυμάτων και η πρώτη αντίδραση των κατοίκων της πρωτεύουσας. Σε ποσοστό 99% οι πληροφορίες βασίζονται στα δημοσιεύματα της εφημερίδας Αιών.

Η ΑΠΑΓΩΓΗ
Δευτέρα, 30 Μαρτίου 1870. Τις πρωινές ώρες, αναχώρησαν από το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, όπου διέμεναν, ο λόρδος Μανκάστερ με τη σύζυγό του, ο Φρέντερικ Βίνερ, ο Χέρμπερτ που ήταν γραμματέας της αγγλικής πρεσβείας, ο κόμης Μπόιλ που ήταν γραμματέας της ιταλικής πρεσβείας και ο Άγγλος δικηγόρος Λόιντ μαζί με τη σύζυγο και τις μικρές κόρες του. Τα διακεκριμένα αυτά πρόσωπα συνόδευσαν ο Έλληνας οδηγός του ξενοδοχείου, Αλέξανδρος Ανεμογιάννης, που ήταν γνώστης της αγγλικής γλώσσας και χρησίμευε ως διερμηνέας, καθώς και ένας Ιταλός υπηρέτης. Προορισμός τους ήταν ο Μαραθώνας, καθώς οι ξένοι επισκέπτες ήθελαν να δουν από κοντά την ιστορική τοποθεσία, όπου είχε διεξαχθεί μία από τις κρισιμότερες μάχες της αρχαιότητας. 
Τους ξένους περιηγητές συνόδευσαν και τέσσερις χωροφύλακες, όπως συνηθιζόταν, καθώς δρούσαν διάφορες ληστρικές συμμορίες στο ελληνικό κράτος εκείνης της εποχής. Ωστόσο, υπήρχε η αίσθηση ότι η παραχώρηση των χωροφυλάκων είχε γίνει μάλλον για τυπικούς λόγους και ότι η αστυνομία της Αθήνας είχε υποτιμήσει τον κίνδυνο στην περιοχή της Αττικής. Δεν ήταν όμως τόσο απλά τα πράγματα.
Οι ξένοι επισκέφτηκαν πράγματι το Μαραθώνα, θαύμασαν το ιστορικό μέρος και ξεκίνησαν για το ταξίδι της επιστροφής στο ξενοδοχείο τους. Γύρω στις 16.30΄ κι ενώ βρίσκονταν στην περιοχή του Πικερμίου, έπεσαν σε ενέδρα ληστών - της συμμορίας των Αρβανιταίων. Οι δύο ιππείς χωροφύλακες, που συνόδευαν τους περιηγητές, προσπάθησαν ν' αντιδράσουν και όρμησαν εναντίον των (πάνω από είκοσι) ληστών, όμως τραυματίστηκαν σοβαρά, ο ένας στο σαγόνι και ο άλλος στην κοιλιά. Μάλιστα, ο ένας από τους χωροφύλακες θα έχανε αργότερα την ζωή του. Στη συνέχεια, οι ληστές περικύκλωσαν την άμαξα και ζήτησαν από τους επιβαίνοντες, καθώς και από τους άλλους δύο χωροφύλακες, να τους ακολουθήσουν, αφού προηγουμένως άρπαξαν ένα διαμαντένιο κόσμημα από τη λαίδη Μανκάστερ. 
Εκείνοι δεν είχαν περιθώρια επιλογής απέναντι των πολυάριθμων, ενόπλων ληστών και οδηγήθηκαν σε περιοχή της Πεντέλης, που απείχε περίπου ένα τέταρτο της ώρας από το σημείο της ενέδρας. Εκεί, τους περίμεναν άλλοι έξι ληστές, ανεβάζοντας τον αριθμό των μελών της συμμορίας σε περίπου τριάντα, οι οποίοι απείλησαν ανοιχτά ότι θα τους σκότωναν τους αιχμαλώτους σε περίπτωση που εξαπολυόταν επίθεση εναντίον τους από ένα απόσπασμα έξι στρατιωτών που είχε φτάσει στην περιοχή και οι οποίοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Αμέσως δόθηκε στους ομήρους χαρτί, καλάμι και μελάνι, ώστε ν' αναγγείλουν γραπτώς την αιχμαλωσία τους και ν' αναφέρουν το ύψος των λύτρων, που έπρεπε να καταβληθούν για να τους αφήσουν ελεύθερους.
Γύρω στις 7 το απόγευμα, σε ένδειξη καλής θέλησης άφησαν ελεύθερες τις κυρίες μαζί με τον Ιταλό υπηρέτη και τους δύο χωροφύλακες, τους οποίους και οδήγησαν έφιππους στο χωριό Χαρβάτι. Εκεί τους περίμεναν άμαξες, που οδήγησαν τους απελευθερωθέντες πίσω στην Αθήνα. Κατά την αναχώρηση των κυριών, ο αρχιληστής τις διαβεβαίωσε για την ασφάλεια των ζωών των συζύγων τους, όπως και των υπόλοιπων αιχμαλώτων, λέγοντας ότι θα τους περιποιούνταν και θα τους απελευθέρωναν με την καταβολή των λύτρων.
Αρχικά, οι ληστές ζητούσαν 32.000 αγγλικές λίρες, ενώ στη συνέχεια ανέβασαν το ποσό σε 50.000 αγγλικές λίρες, ενώ απαίτησαν να ανασταλεί η καταδίωξή τους από τις αρχές μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις. Πράγματι, ύστερα από σχετικές παραστάσεις της αγγλικής και της ιταλικής πρεσβείας, αλλά και των συζύγων των αιχμαλώτων, η κυβέρνηση αποφάσισε την αναστολή κάθε στρατιωτικής επιχείρησης για την απελευθέρωση των ομήρων, ενώ οι ληστές διέφυγαν μαζί με τους ομήρους σε άγνωστο προορισμό.

Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΕΙΔΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ
Εκείνη την εποχή, οι εφημερίδες δεν ήταν καθημερινές, αλλά εκδίδονταν δύο φορές την εβδομάδα. Μία από τις πρώτες που έκαναν αναφορά στην απαγωγή των ξένων περιηγητών ήταν το Ελεύθερον Πνεύμα της 31ης Μαρτίου 1870, που έκανε λόγο για ακόμη μία "εθνική συμφορά", χωρίς να είναι σε θέση να δώσει πολλές λεπτομέρειες:
"Χθες μετά μεσημβρίαν τέσσαρας ώρας από της πρωτευούσης, περί την θέσιν Πικέρμη εν τη οδώ Μαραθώνος, πολυάριθμος ληστρική συμμορία εμφωλεύουσα εις την Επαρχίαν Αττικής εν αγνοία, ως φαίνεται, της Κυβερνήσεως, ηχμαλώτισεν επτά ξένους λίαν επισήμους... Λεπτομέρειας σαφείς του δυστυχήματος τούτου ζητήσαντες, όθεν έδει, δεν ελάβομεν· ηκούσαμεν μόνον ότι οι λησταί απαιτούσι λύτρα εν εκατομμύριον. Το γεγονός, ως είπετο, κατετάραξε την κοινωνίαν και διήγειρε παρ' αυτή φόβους σοβαρούς".
Φυσικά, οι Αθηναίοι δεν περίμεναν από τις εφημερίδες να πληροφορηθούν το συμβάν, το οποίο και τους συγκλόνισε. "Επιδημία τις ή πανολεθρία, δεν πιστεύομεν να ενεποίει εντύπωσιν, ούτω βαθείαν, και εις αθυμίαν τοιαύτην να έρριπτε τους Συμπολίτας ημών", έγραφε λίγες μέρες αργότερα ο Αιών (02.04.1870). Άλλωστε, "ανεξαρτήτως πάσης πολιτικής ή κομματικής ιδέας, οι πάντες εννόησαν, ότι η γενομένη προσβολή δεν αφορά εφεξής την κυβέρνησιν, αλλ' αυτό το Κράτος", ενώ εκφράζονταν δικαιολογημένοι φόβοι ότι το γεγονός θα αμαύρωνε τη φήμη της Ελλάδας στο εξωτερικό, "καθ' ην στιγμήν ήρξατο η δημοσία γνώμη της Ευρώπης μεταβαλλομένη επί του κεφαλαίου της δημοσίας ασφαλείας εν Ελλάδι και ευμενέστερον προς ημάς διακειμένη, αριθμός δε ξένων, ουχί ευκαταφρόνητος, ήλθεν εις τον τόπον ημών..."
Η εφημερίδα, ωστόσο, έθετε και αμείλικτα ερωτήματα προς την κυβέρνηση, που το προηγούμενο διάστημα δεν είχε κάνει τίποτε για την αντιμετώπιση των ληστρικών επιθέσεων: "Πώς, ενώ επί μήνας ήδη εν ταις ληστοτρόφοις επαρχίαις της Στεράς δεν ηκούσθη ληστρική τις πράξις και αι συμμορίαι, αι λυμαινόμεναι αυτάς πρότερον, υπέστησαν βαρέα τραύματα, ληστρικαί πράξεις λαμβάνουσι χώραν, υπό τας όψεις της κεντρικής κυβερνήσεως, προ των οικιών της πρωτευούσης; Πώς ληστρικαί συμμορίαι πολυάριθμοι και σπουδαίαι διαιτώνται εν τη Αττική και θερμαίνονται σχεδόν από  των εστιών των Αθηνών, η δε εξουσία, η τόσον στρατιωτικήν δύναμιν διαθέτουσα... αγνοεί την ύπαρξιν αυτών, ούτε κατορθώνει να ανεύρη και να προσβάλη αυτάς;... Διότι, και εάν η εξουσία, ως μη ώφειλεν, ηγνόει την εις την Αττικήν επιδρομήν και την ενδιαίτησιν δύο μεγάλων ληστρικών συμμοριών, ενώ ιδιώται απλοί εγίνωσκον ταύτην και, ως πληροφορούμεθα, επανειλημμένως ανέφερον περί αυτής εις τας ανωτέρας Αρχάς.... ης την ευθύνην ουδεμία ρητορική, ουδεμία συνηγορία είναι ικανή να ουδετερώση".

ΟΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ
Την 1η Απριλίου, οι ληστές έστειλαν στην Αθήνα το λόρδο Μανκάστερ ως εκπρόσωπό τους στις διαπραγματεύσεις, αφού προηγουμένως εκείνος τους υποσχέθηκε ότι θα επέστρεφε, σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις δεν είχαν αίσια κατάληξη. Ο λόρδος έφτασε στην πρωτεύουσα καταβεβλημένος και πάνω σ' ένα κάρο. Μάλιστα, σύμφωνα με τις εφημερίδες, οι ληστές είχαν υποχρεώσει έναν υλοτόμο της περιοχής να παραλάβει τον όμηρο και να τον μεταφέρει στην Αθήνα.
Ο λόρδος τήρησε τον όρκο σιωπής που είχε δώσει, ενώ το ίδιο βράδυ δείπνησε με τον Άγγλο πρέσβη, Έντουαρντ Έρσκιν. Ο Μανκάστερ επέδωσε στις αρχές νεώτερη επιστολή των ληστών, οι οποίοι ζητούσαν πλέον την απονομή αμνηστίας ή την καταβολή χρηματικού ποσού, μικρότερου από εκείνο που είχαν ζητήσει αρχικά. Οι πληροφορίες έκαναν λόγο είτε 25.000 αγγλικές λίρες είτε για 200.000 δραχμές και την απελευθέρωση δύο μελών της συμμορίας, που είχαν συλληφθεί κατά το παρελθόν και κρατούνταν ως υπόδικοι.
Την τέταρτη μέρα μετά την ομηρεία, οι ληστές παραιτήθηκαν κάθε χρηματικής αξίωσης και ζητούσαν την απονομή αμνηστίας με τη ρητή υπόσχεση ότι θα παραμείνουν ακαταδίωκτοι στο ελληνικό έδαφος και ότι θα μετέβαιναν στην Τουρκία - τα σύνορα των δύο χωρών βρίσκονταν στον Σπερχειό ποταμό - φέροντες γράμματα της ελληνικής κυβέρνησης προς την τουρκική, ζητώντας να παραμείνουν οι ληστές ακαταδίωκτοι και στην επικράτεια της γειτονικής χώρας.
Μπορεί σήμερα να φαίνεται ως σημαντική η υποχώρηση εκείνη των ληστών, όμως τα πράγματα δεν ήταν καθόλου εύκολα στην πραγματικότητα. Όπως έγραφε ο Αιών (06.04.1870), τα αιτήματα των ληστών ήταν αδύνατα "ως ει εζήτουν τον θρόνον αυτόν της Κίνας" κι αυτό γιατί σύμφωνα με το άρθρο 39 του τότε ισχύοντος Συντάγματος, ο βασιλιάς μπορούσε να χορηγήσει αμνηστία "μόνον επί των πολιτικών εγκλημάτων". Όμως η ληστεία δεν ήταν πολιτικό αδίκημα, αλλά ποινικό. Ο μόνος τρόπος για να ικανοποιούνταν το αίτημα των ληστών θα ήταν μέσω αναθεώρησης του Συντάγματος, μόνο που αυτό προϋπέθετε νέα εθνική Συνέλευση.
Το γεγονός ότι οι ληστές πρόβαλαν το αίτημα της αμνηστίας μετά την τρίτη μέρα της απαγωγής και ότι επέμεναν τόσο σθεναρά σ' αυτήν, έδωσε τροφή σε σενάρια συνωμοσίας για τις πραγματικές προθέσεις τους. "Η επιμονή των ληστών εις τα αδύνατα, μολονότι απεδείχθη αυτοίς, ότι δεν δύναται να πραγματοποιηθή η αίτησίς των, και η πεποίθησις, ην δεικνύουσιν εις την όλην συμπεριφοράν των, ευλόγως άρα δεν δύναται να γεννήση την υπόθεσιν, ότι μόνοι αυτοί δεν είναι οι εργάται του δράματος, όπερ εκτυλίσσεται ενώπιον ημών, ότι άλλοθεν λαμβάνουσιν εμπνεύσεις, ότι άλλοθεν οδηγούνται εις τους τρόπους των;", αναρωτιόταν ο Αιών (06.04).
Μια άλλη δε εφημερίδα, που ασκούσε αντιπολίτευση στην κυβέρνηση, έφτασε στο σημείο να υπονοήσει ότι οι ληστές βρίσκονταν σε συνεννόηση με τον υπουργό Στρατιωτικών, κατηγορίες τις οποίες "η λογική και ο κοινός νους δεν τας υποστηρίζουσι", όπως εύλογα σχολίαζε ο Αιών. "Τις αληθώς εν συνειδήσει δύναταί ποτε να παραδεχθή, ότι εις υπουργός, ου δόξα είναι η καταστροφή της ληστείας, όστις συμφέρον έχει υπέρ πάντα άλλον, ως πρώτιστος κτηματίας, εις την παγίωσιν της τάξεως... όστις επί τέλους γινώσκει, ότι κατά της κεφαλής αυτού, ως δημοσίου ανθρώπου, ήθελε στραγή πάσα δυσάρεστος ληστρική πράξις, και μάλιστα τοιαύτης φύσεως... ότι ο επί των στρατιωτικών υπουργός τοιαύτην μετήλθε διαγωγήν, οίαν η εφημερίς αποδίδει αυτώ;".
Από την άλλη, υπήρχαν και εφημερίδες που για αντιπολιτευτικούς λόγους επαινούσαν τους ληστές για τη στάση τους, όπως το Εθνικόν Πνεύμα: "Ευτυχώς οι λησταί, ιπποτικώς φερόμενοι, και αποδεικνύοντες πολύ ανωτέραν νοημοσύνην της κυβερνήσεως, απέλυσαν τον λόρδον Μονκάστερ επί τω απλώ λόγω της τιμής του, ότι θέλει τοις κομίσει αυτός τα λύτρα"!

ΠΥΡΕΤΩΔΕΙΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ
Αλλεπάλληλα ήταν τα υπουργικά συμβούλια με σκοπό την εξεύρεση μιας λύσης, ενώ οι εφημερίδες σχολίαζαν ότι ο βασιλιάς δεν βγήκε για περίπατο όλες εκείνες τις ημέρες της ομηρείας. Εν τω μεταξύ, ο λόρδος Μονκάστερ δεν επέστρεψε στην αιχμαλωσία του θεωρώντας ότι είχε εκπληρώσει την αποστολή του, μιας και οι 25.000 λίρες που ζητούσαν στην αρχή οι ληστές είχαν ετοιμαστεί, μέχρι που εκείνοι άλλαξαν το αίτημά τους. Αίσθηση προκάλεσε και η γνωστοποίηση επιστολής του αιχμαλώτου γραμματέα της ιταλικής πρεσβείας, ο οποίος, προφανώς κατόπιν υποδείξεως των ληστών, ανέφερε ότι η Αγγλία και η Ιταλία θα μπορούσαν να πετύχουν την απονομή της αμνηστίας, που ερχόταν σε αντίθεση με το ελληνικό Σύνταγμα, αρκεί να έστελναν τους στόλους τους στον Πειραιά και να υποχρέωναν σχετικά την κυβέρνηση.
Οι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες έδωσαν έμφαση στη σύλληψη ενός από τους γνωστότερους ληστάρχους της δυτικής Ελλάδας εκείνη την εποχή, του Μασούρα, ο οποίος πληγώθηκε σε συμπλοκή που έλαβε χώρα στις 2 Απριλίου στη θέση Πέταλα του δήμου Εχίνου Ακαρνανίας, ενώ στη συμπλοκή εκείνη είχε πέσει νεκρός και ένας άλλο γνωστός ληστής, ο Κούβας. Ήταν χαρακτηριστικό ότι ο Μασούρας είχε επικηρυχθεί από το 1865 έναντι 14.000 δραχμών και αναμφίβολα η είδηση της σύλληψής του μετρίαζε τις εντυπώσεις από την απαγωγή των επιφανών, ξένων περιηγητών στο Πικέρμι. Προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλε και σύλληψη ενός; ακόμη ληστή στην περιοχή της Λαμίας τις μέρες εκείνες. Μόνο που οι εξελίξεις στην υπόθεση της απαγωγής του Πικερμίου θα ήταν δραματικές και θ' αμαύρωναν την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό.
Αρχικά, επικρατούσε σύγχυση για το πού οι ληστές είχαν μεταφέρει τους ομήρους. Στις 6 Απριλίου ο Αιών μετέφερε την πληροφορία ότι διέμεναν σε κάποια οικία στο κτήμα Παπαρρηγόπουλου στον Ωρωπό, ενώ τρεις μέρες αργότερα ήταν βέβαιο ότι οι ληστές μαζί με τους ομήρους είχαν μεταφερθεί στα σπίτια του δημάρχου Ωρωπού, Σκουρτανιώτου, του γραμματέα που ονομαζόταν Μελησσινός και ενός άλλου κατοίκου. Το βράδυ της 8ης Απριλίου, ύστερα από συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου αποφασίστηκε να σταλεί στην περιοχή ως απεσταλμένος της κυβέρνησης για τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων ο αντισυνταγματάρχης της ενεργού φάλαγγας κι υπασπιστής του στρατηγού Τσουρτς, Βασίλειος Θεαγένης ("ανήρ νοήμων και σοβαρός", Αιών 09.04.1870), ο οποίος φερόταν να συνδέεται με κάποιους από τους ληστές μέσω κουμπαριών - προτού εκείνοι περάσουν στην παρανομία. Εξάλλου, αποφασίστηκε να τεθούν σε ετοιμότητα στρατιωτικές δυνάμεις από τη Χαλκίδα, τη Λοκρίδα, τη Θήβα και την Αθήνα, που συγκεντρώθηκαν στην περιοχή του Ωρωπού με σκοπό να κυκλώσουν διακριτικά τους ληστές. Γενικότερα, ύστερα από 11 ημέρες ομηρείας, στις 9 Απριλίου, Μ. Πέμπτη, υπήρχε γενική αισιοδοξία ότι το ζήτημα θα έκλεινε αναίμακτα εντός της ημέρας. Οι προσδοκίες ήταν αβάσιμες. Το ζήτημα έκλεισε την ίδια μέρα, όμως όχι κατ' ευχήν.

ΤΟ ΦΙΑΣΚΟ
"Η χειρ ημών τρέμει, καθ' ην στιγμήν χαράσσομεν τας γραμμάς ταύτας, αγνοούμεν δε πόθεν ν' αρχίσωμεν την αφήγησιν του κακουργήματος της παρελθούσης Πέμπτης" έγραφε ο Αιών στις 15.04.1870 - η χρονική καθυστέρηση οφειλόταν στην αργία του Πάσχα. Και συνέχιζε: "Όθεν αν εγγίσωμεν αυτό, το αίμα αναπηδά και μας κηλιδώνει, η δε φρίκη του θεάματος εκλύει πάσαν δύναμιν. Δεν πιστεύομεν να ευρέθη ποτέ Τύπος πεπολιτισμένου Κράτους εις χείρονα και οδυνηροτέραν θέσιν, της θέσεως, εις ην ευρισκόμεθα σήμερον. Οιαιδήποτε πολιτικαί συμφοραί, η ήττα, η υποδούλωσις παρά στρατών ξένων, η κατάκτησις αυτή, τι εισί, παραβαλλόμεναι προς την δολοφονίαν της ηθικής υπολήψεως ενός Τόπου;"
Η ευθύνη της αποτυχίας ήταν καθαρά οι λάθος πολιτικοί χειρισμοί και η ασυνεννοησία μεταξύ των ανθρώπων που κλήθηκαν να χειριστούν την ειρηνική διευθέτηση του ζητήματος. Πράγματι, ο αντισυνταγματάρχης Θεαγένης μετέβη στην περιοχή και πιο συγκεκριμένα στο χωριό Σάλεσι, προκειμένου να συνεννοηθεί με τους λοχαγούς Αποστολίδη και Λιακόπουλο σχετικά με την εκτέλεση της κυβερνητικής απόφασης, νομίζοντας ότι οι ληστές ήταν ήδη περικυκλωμένοι. Ωστόσο, για κάποιο λόγο το σχέδιο της κυβέρνησης είχε διαρρεύσει στους ληστές, οι οποίοι επέσπευσαν την αναχώρησή τους από τον Ωρωπό στις 2 το μεσημέρι της 9ης Απριλίου. Το ενδιαφέρον είναι ότι ενώ η απόφαση για την περικύκλωση είχε ληφθεί την προηγούμενη μέρα, μέχρι το μεσημέρι της 9ης Απριλίου δεν είχε εκτελεστεί, αλλά τα σώματα του στρατού, που είχαν φτάσει από το πρωί, περίμεναν να βραδιάσει πιστεύοντας ότι θα αιφνιδίαζαν τους ληστές! Τελικά, ο αιφνιδιασμός ήταν αντίστροφος.
Μόλις έγινε γνωστό ότι ληστές και όμηροι είχαν αναχωρήσει από το κατάλυμά τους, ο Θεαγένης ζήτησε από τον λοχαγό Λιακόπουλο ν' αναχωρήσει με τους στρατιώτες του για το χωριό Συκάμηνος, απ' όπου θα διέρχονταν οι ληστές. Όταν όμως οι στρατιώτες έφτασαν εκεί, πληροφορήθηκαν από τους κατοίκους ότι οι ληστές είχαν περάσει από τους χωριό τους μέσω του ποταμού Ασωπού λίγη ώρα νωρίτερα. Στην περιοχή της Συκαμήνου, αλλά από την αντίθετη διεύθυνση, κατευθύνθηκαν ο Θεαγένης και ο λοχαγός Αποστολίδης με τους στρατιώτες του, επιδιώκοντας να περικυκλώσουν στην περιοχή τους ληστές, όμως ο φουσκωμένος από τις πολλές βροχές Ασωπός ήταν σχεδόν αδιάβατος για τους στρατιώτες και ειδικότερα τους ιππείς, με αποτέλεσμα να υπάρξει καθυστέρηση στην υλοποίηση του σχεδίου. Έτσι, οι ληστές κέρδισαν γι' ακόμη μια φορά πολύτιμο χρόνο και κατευθύνθηκαν πλέον στο Δήλεσι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από τους αιχμαλώτους είχε καταφέρει να το σκάσει ο Έλληνας οδηγός Αλέξανδρος Ανεμογιάννης, ο οποίος υποστήριξε ότι μόλις αντιλήφθηκε την πρόθεση των ληστών να φύγουν από τον Ωρωπό, ο ίδιος κρύφτηκε σ' έναν αχυρώνα. Έτσι, οι ληστές είχαν μαζί τους τέσσερις ξένους, ενώ στη Συκάμηνο πήραν ως αιχμαλώτους ορισμένους από τους κατοίκους του χωριού αυτού, με σκοπό να τους χρησιμοποιήσουν ως ασπίδα απέναντι σε στρατιωτική επίθεση. Παρ' όλα αυτά, οι χωρικοί κατάφεραν να ξεφύγουν, μιας και η προσοχή των ληστών ήταν στραμμένη κυρίως στους τέσσερις ξένους, οι οποίοι είχαν εξαντληθεί από τις κακουχίες τόσων ημερών.
Έτσι, έχοντας χάσει την ασπίδα ασφαλείας τους και βλέποντας ότι οι αιχμάλωτοι δεν μπορούσαν πλέον να μετακινηθούν εύκολα, οι ληστές αποφάσισαν να τους ξεφορτωθούν. Πρώτα σκότωσαν τους δύο γραμματείς της αγγλικής και της ιταλικής πρεσβείας, έπειτα τον δικηγόρο Λόιντ και τέλος τον Βάινερ. Όπως διαπιστώθηκε από τη νεκροψία, το πτώμα του Χέμπερτ έφερε δύο πληγές από γιαταγάνι, η μία επί της δεξιάς παρειάς διαπερνώντας όλο το σαγόνι του, ενώ η δεύτερη στον πήχη του δεξιού χεριού. Φαίνεται ότι ο Χέμπερτ είχε σηκώσει το χέρι του προσπαθώντας να απωθήσει το μαχαίρι. Ωστόσο, ο θάνατος δεν ήρθε αμέσως, αλλά μετά από αρκετό χρονικό διάστημα λόγω της αιμορραγίας. Περισσότερες πληγές είχε το σώμα του Λόιντ, ενώ ακαριαία, από σφαίρα που διαπέρασε την καρδιά του, φαίνεται ότι επήλθε ο θάνατος του Βάινερ, ο οποίος δεν έφερε άλλα τραύματα. Δύο σφαίρες διαπέρασαν το στήθος και την κοιλιά του κόμη Μπόιλ, ο οποίος όμως δεν πέθανε αμέσως, όπως μαρτυρούσαν οι σπασμοί του προσώπου του, ενώ υπήρχαν πολλοί μώλωπες στο μέτωπο και στα πλευρά του.
Όταν οι στρατιώτες έφτασαν στο Δήλεσι και είδαν τα πτώματα των αιχμαλώτων, άρχισαν να πυροβολούν με λύσσα εναντίον των ληστών, ενώ από τα πυρά τους έπεσαν νεκροί επτά από τους καταζητούμενους, μεταξύ των οποίων και ο αρχιληστής Χρήστος Αρβανίτης, ενώ πέντε ήταν οι συλληφθέντες. Ειδικότερα, σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση του υπουργείου, νεκροί ήταν οι ληστές: Χρήστος Αρβανιτάκης, Σωτήριος Ζώμας, Ιωάννης Φερμάνης ή Τζιτζιλώνης, Ηλίας Σταθάκης ή Μπούρτσης, Γεώργιος Καταραχιάς, Γερογιάννης ή Χορμόβας και Δημ. Τσιακανήκας ή Μπέτης. Τα ονόματα των πέντε συλληφθέντων ήταν: Αλέξης Χορμόβας από τη Χειμάρα, Φώτης Ευστ. Οικονόμου ή Μιντσίθρας από τα Βραγγιανά, Γεώργιος Τσακανής και Κωνσταντίνος Αγραφιώτης ή Μοναχός από το Ντερελή, ο οποίος θεωρούνταν πολύ επικίνδυνος. 

ΠΟΙΟΙ ΗΤΑΝ ΟΙ ΛΗΣΤΕΣ
Στις 15 Απριλίου, ο Αιών περιέγραφε το ιστορικό των ληστάρχων: "Οι Αρβανιταίοι, οι τόσω τραγικήν και απεχθή επισημότητα αποκτήσαντες διά της τελευταίας πράξεώς των, ανήκουσιν εις την κτηνοτροφικήν φυλήν των Σαρακατσάνων, ήτις κατάγεται εκ χωρίου τινος της Ηπείρου, καταστραφέντος περίπου προ ενός αιώνος.Εκ της φυλής αυτής κατήγετο ο Κατσαντώνης, ο Λεπενιώτης, ο Τζόγκας και άλλοι, προέρχοντες Κλέφται των ηρωικών χρόνων. Χαλασθέντες, ως κοινώς λέγεται, διότι ίσως και εν Ηπείρω μετήρχοντο τον ληστήν, μετηνάστευσαν εις την Ακαρνανίαν, όπου ανέπτυξαν την κτηνοτροφίαν, αλλά συνάμα και την ληστείαν. Προ της μεταβολής του 1862 [σ.σ. εκθρόνιση του Όθωνα] μετήρχοντο ήδη τον ληστήν, αλλ' επισημότητα απέκτησαν μετά την επανάστασιν του Οκτωβρίου, ότε εγένοντο δεκτοί εις την μεταβατικήν υπηρεσίαν, προς καταδίωξιν της ληστείας, υπό τον μοίραρχον Βακάλογλουν, κατά την Βοιωτίαν. Αγνοούμεν διά τίνα λόγον επανήλθον αύθις εις τον ληστρικόν βίον, εις ον έκτοτε ανέπτυξαν τόσην σκληρότητα και τόσην επιτηδειότητα, όπως, καίτοι πολυάριθμοι πάντοτε εκτιθέμενοι, να εκφεύγωσι την καταδίωξιν. Οι συγγενείς των Αρβανιταίων, όπως μη ενοχλώνται εκ των μεταβατικών, των καταδιωκόντων τους επιλοίπους της φατρίας των, εκ της Στερεάς μετέβησαν προ καιρού εις Εύβοιαν, όπου διαμένουσι μετά των ποιμνίων αυτών".

ΟΙ ΚΗΔΕΙΕΣ - ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΠΕΝΘΟΣ
Η τραγωδία του Δήλεσι, που εξέθεσε την Ελλάδα διεθνώς ως χώρα άναρχη και επικίνδυνη για τους ξένους περιηγητές, προκάλεσε τεράστιο σοκ στους κατοίκους της πρωτεύουσας. Ο Αιών περιέγραφε (15.04.1870): "Είναι αδύνατον να περιγράψη ο κάλαμος το πένθος, υφ' ου κατελήφθη σύμπασα η πρωτεύουσα, κατά τας ημέρας ταύτας· ούδ' αυτή η θρησκευτική τελετή της Αναστάσεως εξουδετέρωσε την λύπην, σιγή δε και κατήφεια εζωγραφείτο εις τα πρόσωπα πάντων, καθ' ην στιγμήν εψάλλετο το "Χριστός Ανέστη"". Μάλιστα, η εφημερίδα ανέφερε ότι κανένα χαμόγελο δεν υπήρχε στα πρόσωπα των πολιτών "οιασδήποτε ηλικίας" παρά τη χαρούμενη γιορτή του Πάσχα, ενώ ο βασιλιάς Γεώργιος δεν παρευρέθηκε στην τελετή της Ανάστασης που έγινε στο μητροπολιτικό ναό. Την απόφασή του αυτή ο Γεώργιος την ανακοίνωσε στον Μητροπολίτη Θεόφιλο με επιστολή του το Μ. Σάββατο.
"Εκ των Ανακτόρων, τη 11 Απριλίου 1870.
Πανεριώτατε,
Επειδή είμαι εισέτι λίαν συγκεκινημένος εκ της πολλαχώς αλγεινής κηδείας, εις ην παρηκολούθησα μετά μεσημβρίαν, παρακαλώ μετά μεσημβρίαν, παρακαλώ την Υμετέραν Πανιερότητα να με απαλλάξη του καθήκοντος του να παρευρεθώ εις την γενησομένην εν τη μητροπόλει θείαν λειτουργίαν, ην θέλω ακροασθή, μετά της συζύγου μου, εν τω παρεκκλησίω των Ανακτόρων.
Όλως Υμέτερος
ΓΕΩΡΓΙΟΣ"
Όπως αναφερόταν στη βασιλική επιστολή, ο βασικότερος λόγος της απόφασης του Γεωργίου να απέχει από την επίσημη τελετή ήταν η κηδεία των τεσσάρων θυμάτων. Τα πρώτα πτώματα που έφτασαν στον Πειραιά το απόγευμα της Μ. Παρασκευής ήταν εκείνα του Χέρμπερτ, γραμματέα της αγγλικής πρεσβείας, και του δικηγόρου Λόιντ. Με τη άφιξή τους οι σωροί μεταφέρθηκαν στο αγγλικό ατμόπλοιο, όπου τους αποδόθηκαν οι προβλεπόμενες τιμές. Το πρωί του Μ. Σαββάτου οι σωροί αποβιβάστηκαν και πάλι στον Πειραιά, όπου τις υποδέχθηκαν οι πολιτικές και οι δημοτικές αρχές της πόλης, η φρουρά, αλλά και πλήθος κόσμου. Τα φέρετρα ήταν σκεπασμένα με την αγγλική σημαία, ενώ τα έφεραν στους ώμους τους Άγγλοι ναύτες και στρατιώτες με επικεφαλής αξιωματικούς. Μέσω του σιδηροδρόμου μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, όπου τις σωρούς υποδέχθηκαν ο Άγγλος πρέσβης, ολόκληρο το διπλωματικό σώμα, το υπουργικό συμβούλιο, οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές της πόλης, καθώς και "άπειρον πλήθος Λαού", όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Αιών. Μέσω της οδού Ερμού, της πλατείας Συντάγματος και της οδού Φιλελλήνων η πένθιμη πομπή κατέληξε στον προτεσταντικό ναό επί της Φιλελλήνων, όπου εναποτέθηκαν, ενώ πλήθος πολιτών προσερχόταν και ασπαζόταν τα φέρετρα.
Η νεκρώσιμος ακολουθία ξεκίνησε στις 4 το απόγευμα με την άφιξη του βασιλικού ζεύγους. Μάλιστα, η βασίλισσα Όλγα φερόταν να δάκρυσε κατά τη διάρκεια της σύντομης τελετής, ενώ αποχώρησε αμέσως μετά και δεν ακολούθησε την πομπή μέχρι το προτεσταντικό νεκροταφείο, όπου οι δύο νεκροί θάφτηκαν στις 6 παρά 15 το απόγευμα. Την ίδια μέρα παραιτήθηκε και ο υπουργός Στρατιωτικών, Σκαρλάτος Σούτσος, ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη για το φιάσκο. Αυτό ήταν το κείμενό της παραίτησης προς τον πρωθυπουργό Θρασύβουλο Ζαΐμη:
"Κύριε Πρόεδρε, 
Μετά το τραγικόν συμβεβηκός, το οποίον δικαίως εθρήνησε και θρηνεί άπασα η Ελλάς, θέλων ν' αναλάβω την ευθύνην του αξιοδακρύτου τούτου ατυχήματος και να διευκολύνω ούτω την περαιτέρω πορείαν της Βασιλικής Κυβερνήσεως, παρακαλώ υμάς, Κύριε Πρόεδρε, όπως ευαριστούμενος υποβάλητε υπό την έγκρισιν της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως την από του υπουργείου των Στρατιωτικών παραίτησίν μου.
Εν Αθήναις, τη 11 Απριλίου 1870.
Σ. ΣΟΥΤΖΟΣ"

Η κηδεία του κόμη Αλβέρτου ντε Μπόιλ, γραμματέα της ιταλικής πρεσβείας, πραγματοποιήθηκε το πρωί της Δευτέρας, 13 Απριλίου, ενώ η σωρός του Βίνερ μετακομίστηκε στην Αγγλία κατά ρητή παραγγελί του ίδιου, αλλά ύστερα και από απαίτηση της οικογένειάς του. Και ο Αιών περιέγραφε (15.04.1870):
"Ουδέποτε εν ταις Αθήναις εξετελέσθησαν κηδεία πανυγηρικώτερον, ούτε το πανεθνές πένθος εξεδηλώθη επισημότερον και κατανυκτικώτερον. Έκαστον των συνοδευόντων τα λείψανα περιέκλειεν εν εαυτώ κάμινο όλην λύπης, μόνα δε τα ψυχρά μειδιάματα βαθυτάτου ηθικού τραύματος εκίνουν τα χείλη των κηδευόντων τους ξένους πολιτών της πρωτευούσης. Είθε μη αξιώση ο Θεός του ελέους, ούτε ημάς ούτε τας επερχομένας γενεάς της Ελλάδος, να εκπληρώσωμεν τοιούτον θλιβερόν καθήκον και να πίωμεν ποτήριον, τόσω πικρόν!".
Όσον αφορά τους νεκρούς ληστές, το βράδυ του Μ. Σαββάτου, οι κομμένες κεφαλές τους έφτασαν στην Αθήνα και εκτέθηκαν στο Πεδίο του Άρεως, κρεμάμενες από ένα ικρίωμα, που σχημάτιζε Π, ενώ στο κάθε κεφάλι ήταν γραμμένο το όνομα του ληστή. Ορισμένα από τα κεφάλια έφεραν τραύματα, ενώ "τα πρόσωπα ταύτα την φρίκην μάλλον προυκάλουν ή τον φόβον", όπως σχολίαζε ο Αιών, που έδινε περιγραφές των νεκρών ληστών:
α κρανία ήσαν σχετικώς μικρά, πάσαι δε αι κεφαλαίπωγωνοφόροι, εκτός της του Καταραχιά, ήτις ην στρογγύλη και εύσαρκος μάλλον των άλλων. Μακρότερον πώγωνα έφερεν η κεφαλή του Χορμόβα, όστις ην ο πρεσβύτερος των φονευθέντων. Τούτου δε και η φυσιογνωμία ην η μάλλον φοβερά και αποτρόπαιος. Ο ληστής ούτος ήγεν ηλικίαν υπέρ τα 50 έτη, ην δε αρχαιότατος εις το επάγγελμα του και εχρησίμευεν, ως ο καταλυματίας ούτως ειπείν, των άλλων ληστών της συμμορίας ταύτης. Αι κόμαι όλων ήσαν μέλαιναι και μακραί, το δε χρώμα των κεφαλών προσόμοιον, εκ της αρχομένης αποσυνθέσεως, των ερυθροδερμάτων αγρίων".
Τα κεφάλια των νεκρών ληστών έμειναν σε κοινή θέα καθ' όλη τη διάρκεια της Κυριακής του Πάσχα, ενώ το Πεδίο του Άρεως ήταν συνεχώς γεμάτο από θεατές του μακάβριου σκηνικού Ακόμη και οι κυρίες, "παμπληθείς προσήλθον εις το μέρος της εκθέσεως ταύτης, ουδεμία δε τούτων εδείχθη ταραχθείσα εκ της όψεως των αποτετμημένων κεφαλών". Ένας φωτογράφος, ο Ξ. Βάθης, φωτογράφησε τις κομμένες κεφαλές, ενώ οι κηδείες των ληστών έγιναν τη Δευτέρα. Στις 30 Απριλίου, ο Αιών δημοσίευε τον τιμοκατάλογο των μακάβριων φωτογραφιών:
"Των σφαγέντων Hebert και Lloyd μετά της συζύγου του τελευταίου, τιμωμένης δρ. 4.
Των συλληφθέντων 3 πληγωμένων ληστών, τιμωμένης δρ. 2.
Των 7 κεφαλών των φονευθέντων ληστών τιμωμένης δρ. 2"

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ
Ο συγκλονισμός της κοινής γνώμης αποτυπωνόταν σ' ένα ποίημα του Γεωργίου Παράσχου, που δημοσιεύθηκε στον Αιώνα στις 15 Απριλίου (έχουν γίνει μόνο μικρές ορθογραφικές παρεμβάσεις).
Η Εθνική Κατάρα
Η οδύνη ενός Έθνους ως βουνόν να σας βαρύνει,
Να σας αρνηθεί και τάφον η θλιμμένη αύτη γη·
Ο πνιγμένος στεναγμός μας εφιάλτης σας να γίνει,
Και του Κάιν η κατάρα ζώσα να σας κυνηγεί!

Επληγώσατε, κακούργοι, της Πατρίδος μας τα στήθη·
Την σεπτήν του γοητείαν έχασε ο Μαραθών·
Πένθους πέπλον εις την όψιν της Ελλάδος επεχύθη,
Και διπλήν περώμεν ήδη Εβδομάδα των Παθών.

Όχι· ούτε η θυσία η πικρά του Αρκαδίου,
Ουδέ των Ψαρών η τύχη άλλοτε η θλιβερά,
Ούδ' οι θρήνοι και το αίμα της Κασσάνδρας και της Χίου
Δεν μας έθλιψαν οπόσον η παρούσα συμφορά.

Καλά έκαμες και κείσαι εις ολίγον χώμα, Βύρων·
Στρατηλάτα του αγώνος, Τζούρτζη, έζησες πολύ.
Νυξ την αίγλην διεδέχθη των ωραίων σας ονείρων,
Και θολή η όψις κλίνει της Ελλάδος σας, θολή.

Τι σας έπταισε, κακούργοι, τι, το αίμα της Αγγλίας,
Τι των Ιταλών ο μάρτυς και κατάκειται νεκρός;
Ειν' αυτός λοιπόν ο Νόμος της τιμής και της ξενίας;
Ειν' αυτός των φιλελλήνων ο βωμός ο ιερός;

Μη μισήσεις, Έρσκην, κλαύσε την γην ταύτην των δακρύων·
Δι' ενός εννόησέ μας Συ, Μινέρβα, στεναγμού,
Και εις εν αν η οδύνη αδελφώνεται μνημείον,
Εις σεπτήν μαρτύρων κάλπην ας θρηνήσωμεν ομού.

Ήλθον, ήλθον με συζύγους και με τέκνα πεφιλμένα,
Ευλαβές να κλίνουν γόνυ εις τεμένη προσφιλή,
Και ιδού, εμπρός των λάμπουν δέκα ξίφη γυμνωμένα
Κ' εις το αίμα των κοιμώνται, μάρτυρες σιωπηλοί.

Όσον αίσχος, όσον πόνον η ψυχή μας συνησθάνθη,
Όσην έλαβεν οδύνην ο Μονάρχης μας πικράν,
Τόσαι άκανθαι να γίνουν επιτάφιά σας άνθη,
Και την σάρκαν σας, κακούργοι, να πληγώνουν και νεκράν.

Εσπαράξατε με χείρα, Οτενντότοι, απαισίαν
Ό,τι εύοσμον καλείται, ό,τι λέγεται τιμή,
Κ' εις την ήρεμόν των στάσιν και την όψιν την αγίαν
Δεν εστράφ' εις δέκα μέρη συντριβείσα η αιχμή!

Τι, Θεέ, εις της Ευρώπης, τι να είπωμεν το Βήμα;
Πώς ν' ακούσομεν τους τόσους καθ' ημών Εισαγγελείς;
Εις την θλίψιν μας καγχάζον θα εγείρεται το Κρίμα,
Εις το δίκαιόν μας χλεύη κ' εις την μνήμην μας κηλίς!

Συ, Χριστέ, Συ ουρανόθεν οίκτειρε κ' εκδίκησέ μας·
Διερχόμεθα ομοίαν των βασάνων Σου στιγμήν,
Πλην αρκούν αι τόσαι θλίψεις, πλην αρκούν αι συμφοραί μας
Κ' επισκίασε και σώσε της Ελλάδος την τιμήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου