Παραδοσιακά, ο ελληνικός λαός έχει παράπονα από τη φορολογική πολιτική του κράτους: ότι είναι υπερβολική, οι φόροι δυσβάστακτοι για τους φτωχούς, φορολογούνται ακόμη και οι απολαύσεις της ζωής κλπ. Κάποτε, όταν η σατιρική ποίηση ήταν δημοφιλής και προσφερόταν σε αφθονία, τα παράπονα αυτά εκφράζονταν και μέσα από αυτήν την οδό. Για παράδειγμα, τα δύο παρακάτω ποιήματα, που δημοσιεύτηκαν στον "Ραμπαγά" το Μάρτιο του 1887 (στις 4 και 12 του μηνός αντίστοιχα). Καθώς πρόκειται για σάτιρα, χρησιμοποιούνται πολλές υπερβολές και γίνονται λαϊκιστικές αναφορές. Ωστόσο, είμαι σίγουρος ότι αρκετοί θα θεωρήσετε επίκαιρους ακόμη και σήμερα κάποιους από τους στίχους αυτούς (ιδιαίτερα στο δεύτερο ποίημα). Και η αλήθεια είναι ότι πέρα από τις εκφραστικές υπερβολές, που προσωπικά δεν με αντιπροσωπεύουν στο ελάχιστο, το φορολογικό ζήτημα αποτελεί διαχρονικά ένα αγκάθι στη σχέση μεταξύ πολίτη και διοίκησης.
1. Εις τον κλεπτόμενον λαόν
Κουτέ λαέ, που δω κ' εκεί
Τον ίδρω σου σκορπίζεις,
Που θρέφεις με το μέλι σου,
Κηφηναριό σπουδαίο...
Που με το αίμα σου ζωή
Εδώ κ' εκεί χαρίζεις...
Σωστό Περιπλανώμενο
Σε βλέπω Ιουδαίο!...
Σε παίρνει μαύρος σίφουνας,
Αιώνια σε παίρνει,
Ίσκιο δεν έχει το δεντρί
Για σένα να καθήσης!...
Νερό, στη δίψα σου, ποτέ
Κανένας δε σου φέρνει
Κι ούτε τον ίδρω σου ποτέ
Προφταίνεις να σφουγγίσης!...
Δουλεύεις!... Δούλευε, φτωχέ,
Και δόνε, δόνε, δόνε!...
Το γάλα του προβάτου σου
Δε φτάνει να τους δώσης,
Ούτε το κρέας το παχύ
Και το μαλλί του μόνε...
Πρέπει γι' αυτούς και το πετσί
Τουλούμι να φουσκώσης!...
Πρέπει, γι' αυτούς, τ' αμπέλι σου
Να θρέφη το σταφύλι,
Γι' αυτούς το τρύγος... Κι αν πατάς
Γι' αυτούς το πατητήρι,
Να λαχταρίζης το κρασί
Με τα στεγνά σου χείλη,
Μα να ποτίζεσαι πικρό
Φαρμάκι στο ποτήρι!...
Οργόνεις, σπέρνεις;... Όργονε
Και σπέρνε στα χαμένα
Και θέριζε κι' αλώνιζε
Και λίχνιζε το στάρι...
Πεινάς; Αν απ' αυτό ψωμί
Ελπίζεις, - ωιμένα - !...
Δε βλέπεις τον εισπράχτορα
Π' αχόρταγα φερμάρει;...
Αγκομαχά το βόδι σου,
Στ' αλέτρι του ζεμένο,
Και συ κ' εκείνο στο ζυγό
Τον ίδιο μ μπερδεμένοι,
Ζευγάρι, ταίρι κάνετε,
Φοροξεθεωμένο,
Με γλώσσ' από ξεθέωμα
Ξερολαχανιασμένη!...
Κουτέ λαέ!... Ω! ήμαρτον!
Κ' εγώ που το φωνάζω,
Είμαι κ' εγώ κουτός λαός,
Κ' εγώ, κ' εγώ, μαζή σου,
Στην ίδια σάρκα ψήνομαι
Στην ίδια χύτρα βράζω!...
Κουτέ λαέ! ω! ήμαρτον!
Είμαι... κουτό παιδί σου!...
2. ΦΟΡΟΙ ΚΑΙ ΛΑΟΣ
Φόρο στο φόρο, σ' έσπασαν
Λαέ, λαέ - χαμάλη!..
Κολλήθηκαν απάνω σου,
Σα βδέλλαις, οι μεγάλοι
Και σου βυζαίνουν το πουγγί,
Το αίμα σου βυζαίνουν,
Χορταίνουν με τη φτώχια σου,
Με τ' άχτι σου χορταίνουν...
Δε σκιάζονται τα λόγια σου...
Σε ξέρουν... Αγριεύεις,
Η τρίχες σου σηκόνονται,
Τα φρύδια σου μαζεύεις,
Φωνάζεις, μεσ' στον πόνο σου:
"- Θα κάμω και θα δείξω!
"Θε να κρεμάσω τούτον δω
"Τον άλλονα θα πνίξω"...
Και πότε με πετρέλαιο,
Καυχιέσαι, θα τους κάψης...
Πότε με δυναμίτιδα
Το λάκκο τους θα σκάψης...
Μα, μεσ' στην ώρα που πρεπε
Να πέση δυναμίτις...
Σένα σε πάει ριπιτί...
Δουλεύει ... παγκλαστίτις
Κι όσω στα λόγια χάνεσαι,
Στης κούφιαις σου φοβέραις,
Σε σπάνουν με τους φόρους των
Του έθνους οι πατέρες!...
Πατέρες!... ω! τι όνομα!
Πατέρες είναι τούτοι,
Σαν στύβουν τη φτωχολογιά,
Για να στραγγίξουν πλούτη;
Πατέρες είναι; κι είμαστε
Παιδιά των ή προγόνια,
Σαν μας ακούν στον πόνο μας
Με τόση καταφρόνια;...
Φόρο στο φόρο!.. Δόστε του!
Τέτοιου λαού του πρέπει,
Απ' την καλύβα νηστικός,
Χορτάτους να σας βλέπη!...
Να τρώτε σεις την κόττα του,
Τ' αυγό του, το σφαχτό του,
Κι ατός, για παξιμάδι του,
Να τρώη... τ' απαυτό του!...
ένα κρασί του έμενε
Κι εκείνο το ρουφάτε!...
ένα τσιγάρο κάπνιζε
Κι εκείνο του τ' αρπάτε!...
Αϊ! τι του μένει του φτωχού,
Που όλους σας πλερόνει,
Που στρώνει το τραπέζι σας,
Χωρίς να το ζυγώνη; ...
Μόνε τα μαύρα του κουκκιά...
Μ' αυτά σας φοβερίζει...
Μα και μ' αυτά σ' αιώνια
Σαρακοστή γυρίζει!...
Διαβάστε επίσης:
* Υπέροχο-δημοσίευμα,!!!! Δέν τό είχα Ξαναδιαβάσει,,Νάστε-Καλά,!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή