24 Ιουνίου 2014

Το άρθρο Βρετανού συγγραφέα, ο οποίος το 1931 ζητούσε από τους συμπατριώτες του να επιστρέψουν τα μάρμαρα του Παρθενώνα στην Ελλάδα και τους καλούσε να μην συμπεριφέρονται "σαν κλέφτες".

Σήμερα έχει ξεχαστεί, όμως γεγονός είναι ότι η συζήτηση για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα, που έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζονται "ελγίνεια", είχε ξεκινήσει για πρώτη φορά το 1925 με αφορμή την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει στην ανακαίνιση του αρχαίου ναού. Τότε, βγήκε μπροστά ο Άγγλος συγγραφέας Κόρτενεϊ Πόλοκ (Courtenay Pollock), ο οποίος και έθεσε πρώτος το ζήτημα της επιστροφής των αρχαιολογικών θησαυρών πίσω στον τόπο τους. Για πολλά χρόνια, ακολούθησε στη Βρετανία ανταλλαγή επιχειρημάτων μέσα από άρθρα, που δημοσιεύονταν στις εφημερίδες ή σε επιστημονικές επιθεωρήσεις. 

Ένα από τα άρθρα εκείνα, που έφεραν την υπογραφή του Πόλοκ και υπερθεμάτιζε της επιστροφής των μαρμάρων, δημοσιεύτηκε στη Μεγάλη Βρετανία τον Απρίλιο του 1931 και εν συνεχεία αναδημοσιεύτηκε και στον ελληνικό τύπο. Ως Βρετανός, ο Πόλοκ δεν αμφισβητούσε την καλή πρόθεση του λόρδου Έλγιν, αλλά υπερασπιζόταν την πρότασή του επικαλούμενος αρχές ηθικής κυρίως τάξης, ενώ αντέκρουε και το επιχείρημα, που - με διαφορετικά μεγέθη βεβαίως - ήθελε το βρετανικό μουσείο να έχει μεγαλύτερη επισκεψιμότητα από τον Παρθενώνα. 
Έχει ενδιαφέρον, τόσα χρόνια μετά να διαβάσουμε και να ξαναρθεί στην επιφάνεια το άρθρο που είχε γράψει ο Πόλοκ το 1931, αφού άλλωστε το ζήτημα της επιστροφής των μαρμάρων αποτελεί σταθερή διεκδίκηση όλων των ελληνικών κυβερνήσεων τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.. Εδώ μεταφέρεται στη σημερινή γλώσσα, βάσει του μεταφρασμένου κειμένου που είχε δημοσιευτεί στην ελληνική εφημερίδα Έθνος στις 2 Μαΐου της ίδιας χρονιάς:

Από τον καιρό που πριν από έξι χρόνια έριξα την ιδέα να επιστρέψουμε στον Παρθενώνα των Αθηνών εκείνα από τα ελγίνεια μάρμαρα, τα οποία ανήκαν σ' αυτόν, οι προτάσεις μου έγιναν αντικείμενο πολλών επικρίσεων και κάποιας εκμετάλλευσης, γενικά όμως έγιναν δεκτές με ενδιαφέρον και συμπάθεια. Το βιβλίο μου με τα αποκόμματα, εν τούτοις, όπου κράτησα όλα όσα γράφτηκαν σχετικά με την ιδέα εκείνη, αποδεικνύει ότι οι επικριτές μου έχουν την κακή συνήθεια να βασίζονται σε γενικότητες και να χρησιμοποιούν επιχειρήματα, τα οποία δεν οδηγούν απλά σε εσφαλμένα συμπεράσματα, αλλά είναι και αναληθή. Αφού είπα όμως αυτό, θα επικαλεστώ ως ελαφρυντικό ότι η αποτυχία των επικριτών μου οφείλεται σε ανεπαρκή μελέτη του θέματος, θα επιχειρήσω δε στον περιορισμένο χώρο του άρθρου αυτού να κάνω γνωστές στους ενδιαφερομένους αναγνώστες μου τις ανακρίβειες αυτές.
Λέγεται ότι τα "ελγίνεια μάρμαρα δεν αποτελούν μεμονωμένο φαινόμενο", τούτο δε [λέγεται] από μέλος μιας εταιρίας σοφών ανθρώπων, ο οποίος συμφωνεί ότι "οι γλύπτες των μαρμάρων του Παρθενώνα... έφθασαν τις ανώτερες γλυπτικές ιδιότητες" και ότι "τα γλυπτά του Παρθενώνα αποτελούν την ανώτερη έκφραση" της αρχαίας γλυπτικής. Μπορεί να βεβαιωθεί με τη μεγαλύτερη πεποίθηση ότι από τους διανοούμενους ανθρώπους όλου του κόσμου ούτε ένας δεν θα βρεθεί, ο οποίος να έχει την αναίδεια να πει ότι ο Παρθενώνας και τα γλυπτά του δεν είναι τα τελειότερα μνημεία της αρχιτεκτονικής και της γλυπτικής, που έχουν ποτέ παραχθεί από άνθρωπο. Σ' αυτό δε, βρίσκεται η απάντηση προς εκείνους, οι οποίοι τόσο ανόητα πιστεύουν ότι με την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα "προηγούμενο", επειδή θα ήταν εντελώς παράλογο να θεωρηθεί ότι έχει δημιουργηθεί προηγούμενο εκεί όπου δεν θα υφίσταντο οι ίδιες προϋποθέσεις.
Αξίζει επίσης τον κόπο ν' αναφερθεί εδώ ότι αποδίδοντας τα πρωτότυπα μάρμαρα θα μπορούσαμε να κρατήσουμε σε γύψινα αντίγραφα όλη την ομορφιά των πρωτοτύπων - πράγμα που μόνο με τη γλυπτική μπορεί να συμβεί. "Επί 10.000 προσώπων", βεβαιώνει ο κ. Στάνλεϊ Κάσσον, "που βλέπουν στο βρετανικό Μουσείο τα μάρμαρα του Παρθενώνα, είναι ζήτημα αν ένας βλέπει εκείνα που βρίσκονται στην Ολυμπία". Και από αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεράνουμε ότι ο κ. Κάσσον συγκρίνει το βρετανικό Μουσείο με την Ακρόπολη. Ας εξετάσουμε το παράδοξο αυτό επιχείρημα:
Η αίθουσα του Ελγίνου, η οποία μεταξύ άλλων πραγμάτων περιλαμβάνει και τα ελγίνεια μάρμαρα, είναι λιγότερο από το ένα τριακοστό της όλης έκτασης του Μουσείου, της χρησιμοποιούμενης για την έκθεση των διαφόρων αντικειμένων που περιλαμβάνονται στο Μουσείο, μη συμπεριλαμβανομένης της Βιβλιοθήκης. Ο συνολικός αριθμός των επισκεπτών του βρετανικού Μουσείου το 1930 ανήλθε σε 1.201.639, περιλαμβανομένου σ' αυτούς και του μεγάλου αριθμού επισκεπτών, οι οποίοι ενδιαφέρονται μόνο για την Βιβλιοθήκη. Υποθέτοντας ότι έκαστος αναγνώστης της Βιβλιοθήκης ενδιαφέρεται και για το υπόλοιπο μέρος του Μουσείου επίσης, κάτι που δεν είναι αληθές, και υποθέτοντας ακόμη ότι τα ελγίνεια μάρμαρα είναι σ' όλους τους επισκέπτες τόσο ενδιαφέροντα όσο και οποιοδήποτε άλλο μέρος του Μουσείου, κάτι που είναι άκρως αμφίβολο, δεν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι περισσότεροι από 40.000 άνθρωποι επισκέπτονται την αίθουσα του Ελγίνου κατ' έτος, ενώ ο αριθμός των επισκεπτών που μεταβαίνουν στην Ακρόπολη για να δουν αποκλειστικά τον Παρθενώνα, υπολογίζεται μεταξύ 80.000 και 100.000 ανθρώπων. Έτσι, αποδεχόμενοι τον χαμηλότερο υπολογισμό για τους επισκέπτες του Παρθενώνα, βλέπουμε ότι διπλάσιοι επισκέπτες ανεβαίνουν για χάρη του στην Ακρόπολη από εκείνους που επισκέπτονται την ελγίνεια αίθουσα. Ο αναγνώστης μπορεί να εξαγάγει μόνος του τα συμπεράσματα ως προς τη δημοτικότητα του Παρθενώνα στη σημερινή του κατάσταση δίχως τα μάρμαρα και να φαντασθεί την ενδεχόμενη αύξηση των επισκεπτών της Ακρόπολης, όταν τα μάρμαρα θα έχουν αποδοθεί.
Η αξία των ελγινείων μαρμάρων, που υπολογίζεται σε 35.000 λίρες, όσα πληρώσαμε γι' αυτά, θα ήταν γελοία και θα έπρεπε να τη λησμονήσουμε μπροστά στην απόλαυση, την οποία αυτά μας εξασφάλισαν κατά την περίοδο από το 1812, κατά την οποία τα έχουμε στην κατοχή μας. Όταν καταλαμβάνει κανείς το ξένο σπίτι, δεν περιμένει να πάρει και ενοίκιο απ' αυτό, αυτή δε είναι η μόνη δυνατή σύγκριση στην παρούσα περίσταση. Το να γίνεται δε λόγος περί σημερινής "αγοραίας τιμής" των μαρμάρων, ενώ η αγορά δεν υφίσταται, είναι τόσο ακατανόητο, όσο και το να γίνεται λόγος περί τόκων επί ης αρχικής τους αξίας και πολλών εκατομμυρίων λιρών. Εδώ όμως θα έπρεπε να παρατηρήσουμε ότι η συζήτηση γίνεται για τις ηθικές και αισθητικές αρχές που επιβάλλουν την απόδοση των γλυπτών μνημείων του Παρθενώνα και όχι για την αξία των πραγμάτων, τα οποία οι ηθικοί λόγοι θα μπορούσαν να μας εξαναγκάσουν να αποδώσουμε. 
Εάν η πρότασή μου απέβλεπε απλά να μεταφερθούν τα γλυπτικά αυτά αριστουργήματα από το δικό μας Μουσείο σ' εκείνο της Ακρόπολης, θα ήμουν πρόθυμος να παραδεχθώ ότι οι επικριτές μου έχουν στην επίθεσή τους κάποιο δίκιο. Αλλά ρωτώ, θα απέσυραν την αντίδρασή τους, εάν τους παρουσίαζα την υπόσχεση της ελληνικής Κυβέρνησης να επανατοποθετήσει τα μάρμαρα στις παλιές τους θέσεις, πάνω στο ναό; Πρέπει δε να επαναλάβω, για να γίνει επιτέλους αντιληπτό, ότι μόνο τα μάρμαρα του Παρθενώνα, μέρος μικρό των ελγινείων μαρμάρων, περιλαμβάνονται στην πρότασή μου και ότι επί του Παρθενώνα θα παρεχόταν η ίδια προστασία στα γλυπτά, τα οποία ο Ικτίνος σχεδίασε γι' αυτόν.
Και οι Γάλλοι πολύ άδικα, όπως είδα στο άρθρο μιας γαλλικής επιθεώρησης, αναλαμβάνουν να κάνουν πνεύμα σε βάρος μας, δημιουργώντας των όρο "ελγινισμός". Λέμε ότι ο λόρδος Έλγιν έσωσε τα μηνμεία αυτά από την καταστροφή, αλλά γνωρίζουμε ότι αν δεν τα έπαιρνε αυτός, ο κόμης Σοαζέλ-Γκουφιέ θα είχε κάνει το ίδιο και μόνο οι πολιτικές περιστάσεις εκείνης της στιγμής βοήθησαν τον λόρδο Έλγιν να προλάβει τον Γάλλο αντίπαλό του, ο οποίος μάλιστα είχε διατάξει για λογαριασμό του τη μετακίνηση των γλυπτών. Γιατί, λοιπόν, αυτή η κατηγορία σε βάρος μας; Δεν κάναμε τίποτε περισσότερο από εκείνο που και οι άλλοι θα είχαν κάνει με την ίδια προθυμία μ' εμάς. Δεν είμαστε καν εμείς οι Άγγλοι οι πρώτοι που είχαμε την ιδέα, την πρόθεση και τη θέληση ν' αφαιρέσουμε αρχαία μάρμαρα από την Ελλάδα, ούτε πρώτοι την πραγματοποιήσαμε.
Οι συγγραφείς της εποχής εκείνης, όχι με πολλή ειλικρίνεια, έλεγαν ότι η Ελλάδα αδιαφορούσε για τα μνημεία της. Υπάρχουν αποδείξεις ότι το αντίθετο ήταν αληθινό. Ο Μόρριτ, ένας γνωστός επισκέπτης των Αθηνών, ο οποίος προσπάθησε και αυτός να πάρει μάρμαρα, δήλωσε ότι "οι Έλληνες επιθυμούσαν ζωηρά να μην μεταφερθούν τα μάρμαρα από την Αθήνα". Αυτό δε προέρχεται από άνθρωπο, ο οποίος έγραψε το 1796 ότι ήλπιζε να εξασφαλίσει μερικά από τα γλυπτά για τον εαυτό του και προσέθετε: "Δεν νομίζετε ότι θα κάνω μια ωραία προσθήκη στα μάρμαρα του Ραιμπί;"
Η πράξη του λόρδου Έλγιν δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται ως "κλοπή", διότι κι αυτός και ο κόσμος βεβαιώνουν ότι έσωσε τα μνημεία από φθορές μεγαλύτερες από εκείνες που υπέστησαν, ενώ είναι εντελώς βέβαιο ότι, αν αυτός δεν ήταν ο πιο τυχερός, άλλοι θα είχαν πάρει από τον Παρθενώνα τα μάρμαρα. Υπάρχουν, εν τούτοις, ενδείξεις που πείθουν ότι τότε επικρατούσε η πεποίθηση ότι θα τα αποδίδαμε στον Παρθενώνα σε χρόνο περισσότερο εύθετο.
Έχει καλώς. Υποστηρίζουμε ότι τα σώσαμε "για την ανθρωπότητα" και λέμε ακόμη ότι στην ανθρωπότητα ανήκει ο Παρθενών. Γιατί, λοιπόν, τότε σκεπτόμαστε να συμπεριφερθούμε σαν κλέφτες και να κρατήσουμε ό,τι, σύμφωνα με όλους τους κανόνες της ηθικής πίστης και της αισθητικής διδασκαλίας, ανήκει στην Αθήνα; Θα λατρεύουμε, λοιπόν, μόνο το σπορτ και θα θυσιάζουμε μόνο στην θεότητα της κτήσης των πραγμάτων ή θα λέμε ότι υπάρχουν και άλλες νίκες εκτός από εκείνες του μίσους, του κέρδους και του σπορ και θ' αναγνωρίζουμε ότι ο πολιτισμός υπήρξε κάποτε σεβαστός και από εμάς τους Βρετανούς; 
ΚΟΡΤΕΝΕΪ ΠΟΛΟΚ


Σχετικά θέματα:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου