Ανέκαθεν οι ημέρες του καρναβαλιού συνδέονταν με την ερωτική απελευθέρωση. Ο έρωτας και το σεξ της μιας βραδιάς ανάμεσα σε δυο άγνωστους, κρυμμένους πίσω από μάσκες, αποτελούσε ένα κοινό, "ένοχο" μυστικό ακόμη και πριν 100 χρόνια, όταν οι κοινωνίες ήταν πολύ πιο κλειστές και συντηρητικές. Ωστόσο, αυτό που διέφερε τότε, ακριβώς λόγω των συντηρητικών ηθών που επικρατούσαν, ήταν το αίσθημα αυξημένης ενοχής, κυρίως από την πλευρά των γυναικών, οι οποίες φοβόντουσαν την κοινωνική κατακραυγή. Αυτό σήμερα δεν ισχύει - και ευτυχώς, γιατί ο κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος να ορίζει μόνος του την ζωή του. Το διήγημα της Αθηνάς Ταρσούλη με τίτλο "Κολομπίνα", που γράφτηκε στις 22.02.1921 και για πρώτη φορά δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Νουμάς" το Μάιο του ίδιου χρόνου, εκφράζει λοιπόν μια διαφορετική κοινωνική νοοτροπία, αλλά παράλληλα ομολογεί και μια σταθερή αλήθεια: το κυρίαρχο συναίσθημα του έρωτα στις ζωές των ανθρώπων, οι οποίοι απελευθερώνονται πιο εύκολα, κρυμμένοι πίσω από μια άψυχη μάσκα - για όσο διάστημα μπορούν να παραμείνουν κρυμμένοι.
ΚΟΛΟΜΠΙΝΑ
Με μισοκλεισμένα ακόμη βλέφαρα, βαριά από τη γλύκα του ύπνου, ψάχνει να μαντέψει μες από τα κατεβασμένα παραπετάσματα που χρωματίζουνε σ' ένα απαλό μισόφωτο την ατμόσφαιρα της ήσυχης καμαρούλας της, αν είναι πρωί, αν ξημέρωσε, ή μη το δειλινό μαρτυράει του βραδιού το προμήνυμα. Κι ανασηκώνοντας αργά και νυσταγμένα το ξανθό της κεφάλι, ρίχνει τα μάτια της προς το παράθυρο. Σκιές, φωτάκια, χαριτωμένα σχήματα πολύχρωμα ζωγραφίζουνται στο ακαθόριστο φόντο της κουρτίνας, που ανάλαφρα κάποια πνοή αργοσαλεύει. Και τεντώνοντας με τεμπελιά τ' αλαβάστρινα μπράτσα της, που άθελα ξεσκεπάζουν κάποιες μυστικές καμπύλες, αφήνει ν' ακουστεί ένα ηδονικό χασμουρητό.
Παρέκει, σε μια πολυθρόνα, ρηχμένη η ροζ ατλαζένια κολομπίνα, με τους μαραμένους μενεξέδες, ακόμη καρφωμένους στο στήθος, το ένα μεταξωτό γοβάκι γυρισμένο ανάποδα κ' η βελουδένια μικρή μάσκα κρεμασμένη στο πόμολο της πόρτας, μ' ένα αδιόρατο μειδίαμα ειρωνείας, της ζωντανεύουν την τρελή χτεσινή βραδιά της αποκριάς.
Κι όλα κείνα τα μυριόχρωμα κομφετί, που σα βενετσιάνικο μωσαϊκό του ωραίου παλιού καιρού στολίζουνε το πάτωμα, της διηγούνται αθώα και γελαστά για το χτεσινό στρόβιλό τους και την ορμή της τρέλας που τα μέθυσε στ' αντίκρυσμα της ομορφιάς της. Γι' αυτό πολλά ακόμη πιο τολμηρά και τσαχπίνικα κρύφτηκαν μες στο μυρωμένο κόρφο της και ρούφηξαν όλη τη νύχτα, χωρίς να το πάρει είδηση, μια κρύφια ηδονή.
Άλλα πάλι μπερδεύτηκαν στα ξανθά μαλλάκια της, κ' ήπιαν και μέθυσαν απ' το μυστικό άρωμα ενός παραμυθένιου δάσους, ως στης αυγής το ξύπνημα.
Σαν κάτι να μάντεψε αυτή τη στιγμή από το σιγανό τους κρυφομίλημα, κατέβασε, λες, ντροπιασμένη τα μακριά της βλέφαρα και χαμογέλασε. Κι όλα κείνα τα ποικιλόχρωμα χαρτάκια πήραν ζωή και κίνηση, γίνηκαν πεταλούδες, λούλουδα, αρώματα, και ζωντάνεψαν έναν κόσμο χαράς, γλεντιού, ευτυχίας και πέρασαν από μπροστά της χίλιων ειδών μάσκες, ντόμινα πιερότοι, κολομπίνες, γέλια, πηδήματα, τραγούδια, πειράγματα, όλα λουσμένα σε μια πλημμύρα από φως, σε όργια από χρώματα, σε μεθύσι, σε νιάτα, σε ζωή.
Κι αντήχησε στ' αυτιά της μια λικνιστική μουσική, που, για κάμποσην ώρα, χτες βράδυ, τη νανούρισε στην αγκαλιά ενός λευκού μεταξωτού πιερότου.
Μάταια προσπάθησε να τον μαντέψει, τον άγνωστο λευκό χορευτή, από την πρώτη στιγμή που την πλησίασε, ψιθυρίζοντάς της πως τη γνωρίζει από τη λάμψη των ματιών της, από το μικρό της στοματάκι που μοιάζει ανοιξιάτικο μπουμπούκι, από τις χρυσαφένιες τούφες των μαλλιών της, που χαρούμενα παιγνιδίζουν με τις φωτοσκίασες του μετώπου της. Και την άφησε να νιώσει πως είναι κι αυτός ένας θαυμαστής της, ίσως ο θερμότερος. Εκείνη του δωσε το χέρι μ' ευχαρίστηση, κι αυτός απόθεσε κει ένα απαλό κι ατέλειωτο φίλημα. Τα μάτια της ανήσυχα προσπαθούσανε να συλλάβουνε κάτι από τον αληθινό ιππότη που κρυβόταν κάτου από το μυστήριο της μάσκας, μ' ανώφελα, και την καρδιά της πίεζε μια αμίλητη αγωνία, από κείνες που ερμηνεύουνται καλύτερα σ' ένα εύγλωττο των ματιών ερώτημα.
Σαν από μια ακατανίκητη δύναμη σπρωγμένοι, βρέθηκαν στο γενικό στρόβιλο των ζευγαριών και ξεχάστηκαν εκεί, λικνιζόμενοι στων ήχων τα μηνύματα. Κι όσο χόρευαν, κι όσο στροβίλιζαν, ένα αόρατο χέρι διάγραφε πάνου απ' το κεφάλι τους κύκλους φωτερούς, και τους ράντιζε με ροδόφυλλα λευκά, αιθέρια σαν της αύρας τα φιλήματα, που απάλαιναν τον αγέρα γύρω τους και μιλούσανε για κάποιες μακρινές χαραυγές στη χώρα του Ονείρου. Και μες στη ζάλη του Άγνωστου οι αναπνοές τους ένωναν το άρωμα της νιότης τους.
.............................................................................................................................................
Ύστερ' από πολλήν ώρα, που τα μάτια της τον αναζητούσαν ανυπόμονα στο πλήθος, τον είδε ξαφνικά σ' ένα θεωρείο μέσα, σ' ένα μπουκέτο από ομορφιές φωτερά φανταχτερές, και της φάνηκε πως τους μιλούσε γι' αυτήν, δείχνοντάς τους μ' επιμονή την τριανταφυλλένια κάτω κολομπίνα. Και καθώς κρατούσε στα χέρια του ένα μάτσο μενεξέδες, αφού το φίλησε κοιτάζοντάς την, της το πέταξε με ορμή στο στήθος της απάνω. Τ' άρπαξε με τρελή χαρά και το κάρφωσε στην καρδιά της, αφού στοργικά το κοίταξε, κ' ένιωσε ν' ανοίγεται μες στην ψυχή της ένα μαγικό θεόρατο περβόλι, σαν αυτά που λεν τα παραμύθια, κ' είδε θαμπωμένη από ευτυχία ένα ροδόλευκο μεταξωτό ζευγάρι να χάνεται αγκαλιασμένο πίσω από κάποια μονοπάτια ανθισμένα...
...............................................................................................................................................
Ήταν όνειρο... γιατί μόλις ξύπνησε, εκείνος είχε φύγει, χάθηκε, παίρνοντας μαζί του, ή ακολουθώντας, ποιος ξέρει πού, τις ωραίες του θεωρείου με τις φανταχτερές χτενισιές που ήταν ξωτικά ντυμένες. Άλλη μια φορά κοίταξε παντού, μα πουθενά δεν ήτανε κείνος!
Κι όλα γύρω ερήμωσαν, κι όλα γύρω παγώσανε...
Μόλις άρχισε ν' ανοίγει ένας παράδεισος, πίσω από ένα άγνωστο μυστήριο, μιάν άχαρη μοίρα με φόρεμα αποκριάς, έκλεισε τις θύρες του βιαστικά και χαιρέκακα.
..............................................................................................................................................
Κ' οι μαραμένοι μενεξέδες νοσταλγικά σκύψανε το κεφάλι τους και σιγανά, με φόβο, μολογάνε την ανθρώπινη ατυχία, που η μάσκα δημιούργησε, και θα θελαν, καθώς σιγότερα κρυφομιλούν, να ζούσαν και να πέθαιναν σε χώρες άγνωστες κι αληθινές, που δεν υπάρχουν μάσκες κι ούτε άνθρωποι να τις φορούνε. Όσο είν' αμίλητος, τόσο βαθύς κι ο πόνος τους. Μα κάθουνται κει που τους κάρφωσε, ποιος ξέρει ποια κακόβολη μοίρα, στο στήθος της ριχμένης στην πολυθρόνα κολομπίνας, και στωικά περιμένουν τη στιγμή της καταδίκης, που θα ποδοπατηθούνε στο δρόμο, όταν πια κάθε τους άρωμα θα ναι ξεψυχισμένο.
Και τα πυκνά βλέφαρα εκείνης κοιτάζοντας στο κενό, βυθίζουνται ύστερ' από του Ονείρου το πέλαγο, σε μιας αμίλητης λύπης το τραγικό μυστήριο! Κι όλα γύρω της σωπαίνουν, και μέσ' από τα κατεβασμένα παραπετάσματα η μέρα χαϊδευτικά μαλακώνει τους ρόδινους τόνους της μεταξωτής πονεμένης κολομπίνας, που παρακολουθεί σκεφτική το φευγαλέο όραμα του λευκού ονειρεμένου πιερότου...
...................................................................................................................................
Κρεμασμένη πάντα στο πόμολο της πόρτας η μικρή βελουδένια μάσκα, ειρωνικά χαμογελάει κάτου από τ' αδειανά μάτια της...
ΑΘΗΝΑ Λ. ΤΑΡΣΟΥΛΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου