Ήταν Νοέμβριος του 2002, ακριβώς μία βδομάδα πριν την επέτειο του Πολυτεχνείου. Έγινε η πρώτη μας συνάντηση. Κοιμόταν σε μια γωνιά, δίπλα στη μάνα του, μαζί με άλλα πόσα κουταβάκια - τ' αδερφάκια του. Ήταν το μοναδικό λευκό, όπως η μάνα του. Λευκό τρίχωμα σχεδόν παντού, με ξανθά τ' αυτιά και η περιοχή γύρω από τα μάτια του.Μόλις τεσσάρων εβδομάδων (περίπου), αποχωρίστηκε τη σκυλίσια οικογένειά του, μπήκε σ' ένα κουτί, το κουτί μπήκε στο αυτοκίνητο και κάνα μισάωρο μετά βρέθηκε στο σπίτι μας. Στη διαδρομή, βέβαια, ήταν ανήσυχος πολύ. Σκαρφάλωνε και προσπαθούσε συνέχεια να βγει από το κουτί του, αλλά όταν φτάσαμε στον προορισμό μας και συνειδητοποίησε την ασφάλεια του νέου του σπιτιού, αποκοιμήθηκε.
Δεν τον είδα πολύ εκείνο το βράδυ, καθώς λίγη ώρα μετά έφυγα για το φοιτητικό μου σπίτι. Δεν ήταν μακριά, μια ώρα και κάτι δρόμος. Σε λίγες μέρες ήμουν πίσω. Η μητέρα μου ήταν αναστατωμένη. Αυτό το μικρό κουταβάκι έκανε παντού αισθητή την παρουσία του αφήνοντας τη "σφραγίδα" του. Φυσικό για ένα κουτάβι τόσο μικρό, αλλά άντε να το εξηγήσεις αυτό σε όποιον έχει μανία με την καθαριότητα. Ευτυχώς, το σπίτι διέθετε κήπο και γκαράζ, οπότε μπορούσε να βολευτεί η κατάσταση.
Δεν νομίζω ότι είχα προλάβει να εντυπωθώ στη μνήμη του, όμως ενστικτωδώς το κουταβάκι μ' εμπιστεύτηκε. Γραπώθηκε στην παντούφλα μου και κάναμε βόλτα στον κήπο. Ο σκύλος του διπλανού σπιτιού, που κάτι οικείο μυριζόταν στην ατμόσφαιρα, κοιτούσε αδιάκριτα από την κορυφή της σκάλας ψάχνοντας την επαλήθευση - κάτι που θα γινόταν για αρκετές ημέρες, μέχρι το κουταβάκι να μπορεί να κινείται μόνο του.
Γρήγορα τακτοποιήθηκε η εκκρεμότητα του ονόματος. Κάθε οικόσιτο σκυλί αποτελεί μέλος της οικογένειας κι επομένως πρέπει να έχει τ' όνομά του, στο οποίο θ' αποκρίνεται. Δεν μας άρεσαν τα συνηθισμένα, ξενικά κυρίως ονόματα, που συνήθως δίνουν οι ιδιοκτήτες στα σκυλιά τους (Μαξ, Ρόκι κλπ.) και απ' το πουθενά καταλήξαμε σ' ένα αρχαιοελληνικό όνομα (αν και σαν οικογένεια δεν πάσχουμε από κρίσεις αρχαιολατρείας). Και το όνομα αυτού... Έκτορας.
Να κάτσω να γράψω τις αναμνήσεις; Πάρα πολλές - ακόμη και τον πρώτο εκείνο καιρό. Θυμάμαι για παράδειγμα το πρώτο του γάβγισμα, ένα πρωί Σαββάτου, που παίζαμε στο άδειο γκαράζ. Ήταν αστείο το πόσο τρόμαξε από τον αντίλαλο του ήχου, που ο ίδιος ξαφνικά έβγαλε. Αργότερα, βέβαια, το γάβγισμα θα γινόταν μια από τις αγαπημένες του συνήθειες, σε βαθμό ενοχλητικό για ορισμένους γείτονες (δηλαδή για μια συγκεκριμένη οικογένεια, που θεώρησε πρέπον να μας συστήσει να του φοράμε διαρκώς φίμωτρο, αλλά αυτό είναι μια άλλη, κωμική ιστορία, που δεν έχει αξία ν' ασχολείται κανείς).
Πιο πολύ όμως κι απ' το γάβγισμα αγαπούσε τις βόλτες. Από μικρό κουτάβι ακόμη, όταν οι γονείς μου πήγαιναν για περπάτημα, όπως κι όταν επέστρεφαν, μύριζε μανιωδώς τα αθλητικά τους παπούτσια και έδειχνε ότι ήθελε πολύ να βγαίνει μαζί τους. Όταν μεγάλωσε λίγο, αυτό κι έγινε. Αργότερα, όταν τελείωσαν οι σπουδές (όπως επίσης στις αργίες και τα καλοκαίρια) θα αναλάμβανα εγώ αυτό το καθήκον.
Η αγάπη του για βόλτες ήταν τόσο μεγάλη, ώστε το έσκασε τεσσάρων μόλις μηνών. Ο φράχτης του κήπου είναι μικρός σε ύψος και η κεντρική πόρτα αρκετά "ευρύχωρη", οπότε δεν του ήταν δύσκολο να το σκάσει και να εξερευνήσει μόνος του τον κόσμο. Η αναζήτηση έγινε όπου ήταν δυνατό σε μια πόλη με δαιδαλώδεις διαδρομές, ενώ "κόκκινο" χτύπησε και η ανησυχία. Κι αν τον πατούσε κανένα αυτοκίνητο; Δυο μέρες μετά έκανε την εμφάνισή του - και τι εμφάνιση, αφού είχε παρέα μια... γάτα.
Ήταν εκπληκτικό πώς είχε γίνει φίλος με τη γάτα αυτή, παρασέρνοντας και το σκύλο του διπλανού σπιτιού. Έπαιζαν και κοιμόντουσαν μαζί, όσες μέρες η γάτα τριγυρνούσε στην περιοχή. Στη συνέχεια αυτή χάθηκε, ενώ ο Έκτορας άρχισε σιγά-σιγά ν' ανταποκρίνεται στη στερεότυπη σκυλίσια συμπεριφορά και να γαβγίζει ανελέητα σχεδόν κάθε γάτα, που έβλεπε στο δρόμο, στα διπλανά σπίτια και φυσικά όσες τολμούσαν να εισβάλλουν στον κήπο μας.
Λίγο καιρό αργότερα, όταν μεγάλωσε κι άλλο, συνεχίστηκαν και τα ξεπορτήματα. Άλλοτε κρατούσαν λίγη ώρα, με τον Έκτορα να επιστρέφει κουβαλώντας απίστευτα πράγματα - μέχρι κι ένα μικρό χαλάκι ξετρύπωσε και έφερε, άγνωστο πως. Άλλες φορές πάλι παρασυρόταν με ομάδες αδέσποτων σκυλιών σ' ένα κοντινό πάρκο και ξεχνιόταν ακόμη και για μέρες, μέχρι να πεινάσει. Αργότερα προσπάθησε να τα συμβιβάσει ερχόμενος στην ώρα του φαγητού και λείποντας όσο χρειαζόταν να παίξει. Δεν έλειπαν και οι αστείες στιγμές, όπως τη μέρα που ήρθε γεμάτος ασβέστη. Θα βρέθηκε, φαίνεται, σε κάποιο γιαπί και εκεί θα βούτηξε σε ό,τι άγνωστο βρήκε μπροστά του. Μέρες χρειάστηκε να περάσουν για να καθαρίσει τελείως το τρίχωμα του.
Αργότερα, ο Έκτορας μετακόμισε στο μπαλκόνι και... στο εσωτερικό του σπιτιού. Ήθελε να βρίσκεται συνέχεια με ανθρώπους και μας ακολουθούσε παντού - ειδικά εμένα. Ένα μεγάλο διάστημα κοιμόταν στο δωμάτιο μου, οπότε είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω πόσο ισχυρό είναι το βιολογικό ρολόι των σκύλων, αφού κάθε πρωί με ξυπνούσε την ίδια ακριβώς ώρα - ή περίμενε ανυπόμονα δίπλα από το κρεβάτι μέχρι επιτέλους να ανοίξω τα μάτια μου.
Το καλό της περιόδου αυτής ήταν ότι σταμάτησε το νυχτερινό γάβγισμα, όμως από την άλλη ο Έκτορας καλοέμαθε στο εσωτερικό του σπιτιού, απ' όπου δύσκολα ξεκολλούσε πλέον (εκτός αν έπρεπε να κυνηγήσει κάποια γάτα ή ένα σκυλί της γειτονίας, το οποίο ουδέποτε χώνεψε, με αποτέλεσμα να πετιέται σα βολίδα από το μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου και να πετάγεται στο δρόμο, όταν το καλοκαίρι οι πόρτες ήταν ανοιχτές). Από την άλλη, συνειδητοποίησα πόσο σημαντικό είναι το χτένισμα στα ιδιαίτερα τριχωτά σκυλιά, που μάλιστα μια φορά το χρόνο αλλάζουν τρίχωμα, οπότε αυτό γίνεται σαν βαμβάκι και πέφτει ασταμάτητα.
Εκ των πραγμάτων ακολούθησαν χωρισμοί και επανασυνδέσεις, μέχρι που το περασμένο καλοκαίρι ο Έκτορας άρχισε να κουράζεται στις βόλτες. Ήταν μεγάλος σε ηλικία, είχε σταματήσει να παίζει με τις μπάλες κι ένα παιχνίδι-κόκαλο, που αγαπούσε πολύ, από την άλλη κι ο καιρός ήταν ζεστός, οπότε δύσκολα θα μπορούσε να πάει ο νους μου σε κάποιο πρόβλημα υγείας. Τυχαία και με άλλη αφορμή, ο κτηνίατρος διαπίστωσε μεγαλοκαρδία. Δεν είχαν περάσει πολλοί μήνες από τον εμβολιασμό του, όταν ο ίδιος γιατρός δεν είχε εντοπίσει κάτι περίεργο, ήταν δηλαδή μια σχετικά καινούρια κατάσταση. Παραδόξως, όταν έγινε η διάγνωση, ο κτηνίατρος δεν πρότεινε κάποια ιατρική αγωγή, μέχρι που λίγους μήνες μετά το σκυλί δεν άντεχε να κάνει ούτε βήμα. Δεν μπορούσε ούτε να γαβγίσει, αν και ήταν ολοφάνερο ότι είχε διάθεση και να φάει και να κάνει βόλτες και να παίξει με άλλα σκυλιά. Ήθελε, αλλά δεν μπορούσε λόγω επιπλοκών.
Ύστερα από σχεδόν ένα χρόνο μετακόμισης στο γκαράζ, ο Έκτορας επέστρεψε στο δωμάτιο μου για λίγες ημέρες, ενώ καθημερινά περνούσαμε πολλές ώρες μαζί κάνοντας του μασάζ με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο διάβαζα κάποιο βιβλίο. Ίσως ήταν κουτό, αλλά είχα την εντύπωση ότι αυτή η κούραση στα όρια της ακινησίας οφειλόταν σε γηρατειά. Είχε άλλωστε κλείσει τα 12. Έστω και ανεπαίσθητα, το πολύωρο μασάζ φάνηκε να έχει ένα κάποιο αποτέλεσμα - μια μικρή, αλλά ορατή βελτίωση. Πίστευα ωστόσο ότι δεν θα άντεχε μέχρι τα Χριστούγεννα, ότι ήταν μια μη αναστρέψιμη κατάσταση, αν και ευχόμουν τουλάχιστον να άντεχε μέχρι την άνοιξη.
Όντως ήταν κουτοί οι φόβοι μου. Τρεις μέρες μετά, ο κτηνίατρος έβαλε - ευτυχώς - τα πράγματα στη θέση τους διαγιγνώσκοντας επιπλοκή στους πνεύμονες λόγω της μεγαλοκαρδίας. Αυτήν τη φορά συνέστησε χαπάκια, τα οποία επέφεραν θεαματική βελτίωση. Ειδικά τις πρώτες μέρες, το σκυλί ήταν σαν να είχε ξανανιώσει, εξαιρετικά υπερκινητικό και ζωηρό, ίσως επειδή αισθανόταν απελευθερωμένο από την επιβαρυμένη κατάστασή του.
Οι βόλτες βέβαια είχαν ήδη μειωθεί σε διάρκεια, αν και ο Έκτορας δεν σταματούσε να ψάχνει αφορμές για να παίξει με άλλα σκυλιά είτε κατά τη διάρκεια της βόλτας είτε ακόμη και σκάζοντάς το, όποτε έβρισκε ανοιχτή πόρτα. Αποκορύφωμα ήταν το ατέλειωτο παιχνίδι που έκανε μ' ένα άλλο σκυλάκι, ένα βροχερό φθινοπωρινό βράδυ, αφότου είχε γίνει η διάγνωση, αλλά αρκετό καιρό πριν την επιπλοκή.
Οι εβδομάδες περνούσαν, ο Έκτορας έπαιρνε τακτικά τα χάπια του, όμως πριν λίγες μέρες διαπίστωσα ότι άρχισε να κουράζεται πάρα πολύ εύκολα. Δεν ήταν σαν τη φοβερή εκείνη ακινησία του Δεκεμβρίου, όταν δεν μπορούσε σχεδόν να κάνει βήμα, αλλά πάντως υπήρχε μια φανερή χειροτέρευση. Την Παρασκευή πήρε το χάπι του, όπως ήταν προγραμματισμένο, όμως την επόμενη μέρα φαινόταν το ίδιο κουρασμένος. Προφανώς, ξαφνικά το χάπι έπαψε να επιδρά στον οργανισμό του. Συνέχισε, ωστόσο, αν είναι κινητικός, να γαβγίζει όποτε έβλεπε γάτες στο δρόμο και να χοροπηδάει στη θέα των αγαπημένων του μπισκότων.
Τη Δευτέρα το βράδυ πήρε και πάλι το χάπι του, όμως το πρωί της Τρίτης ήταν σαφέστατα χειρότερα. Το προηγούμενο 48ωρο είχε φάει ελάχιστα, είχε πιεί λίγο νερό, ενώ δεν μπορούσε καλά-καλά ν' ανεβεί τη σκάλα. Σκέφτηκα ότι ξαναγυρίσαμε στην κρίση του Δεκεμβρίου, τον μετέφερα σηκωτό στο δεύτερο πάτωμα, τον τάισα ένα-ένα λίγα γαριδάκια, τα οποία έφαγε με ικανοποίηση, του έκανα μασάζ για λίγη ωρίτσα και τον έβγαλα στο μπαλκόνι. Ήταν ένα όμορφο, ανοιξιάτικο πρωινό. Θα γάβγιζε για μια στιγμή - ποιος ξέρει τι είδε! - θα χτυπούσε με τα ποδαράκια του και την μπαλκονόπορτα για να μπει μέσα, όπως συχνά έκανε, ενώ αργά το μεσημέρι ήταν η ώρα της βόλτας του. Αντί να περιμένει με αγωνία μπροστά στην πόρτα, ο Έκτορας κοιμόταν. Όμως πρόθυμα σηκώθηκε, όταν κατάλαβε ότι θα βολτάραμε. Τον κατέβασα στα χέρια, για να μην κουραστεί, όμως δεν είχε νόημα. Στα είκοσι βήματα, δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο. Με δυσκολία έφτασε σε μια γωνιά για να κατουρήσει, όμως εκεί κατέρρευσε. Σχεδόν δεν μπορούσε να σηκωθεί. Το βλέμμα του φαινόταν ζωηρό παρόλα αυτά, όμως ήταν μάλλον μια λάθος εκτίμηση. Τον γύρισα αμέσως στο σπίτι κρατώντας τον στην αγκαλιά μου και νομίζοντας ότι το απόγευμα θα τον πήγαινα στον κτηνίατρο. Λίγα λεπτά αργότερα (ένα τέταρτο;), ο Έκτορας ξεψύχησε.
Δεν ξέρω αν η λέξη είναι δόκιμη, αν δηλαδή τα σκυλιά έχουν ψυχή, την οποία "παραδίδουν", όπως λέμε για έναν ετοιμοθάνατο άνθρωπο, ούτε γνωρίζω αν πεθαίνοντας τα σκυλάκια πάνε σε κάποιον παράδεισο. Αν υπήρχε, ο Έκτορας θα άξιζε να τον επισκεφτεί. Εξοικειωμένος με την ιδέα εδώ και μήνες, χάρηκα που τουλάχιστον ο σκύλος μου έφυγε μια όμορφη, ηλιόλουστη μέρα και μάλιστα λίγο μετά από την απόπειρα βόλτας που κάναμε. Άλλωστε, όπως έγραψα και πιο πάνω, αγαπούσε πολύ τις βόλτες. Θα έλεγα ότι ήταν ένας ταιριαστός θάνατος για τον συγκεκριμένο σκύλο.
Αυτό το κείμενο δεν συνοδεύεται από δάκρυα, αλλά από χαμόγελο. Δεν υπερτερεί ο εγωισμός της απώλειας, ούτε ο φόβος της αλλαγής, της ανατροπής του καθημερινού τρόπου ζωής, αλλά η χαρά των ωραίων αναμνήσεων, που δεν σβήνουν ποτέ. Αυτό το κείμενο είναι ένας μικρός φόρος τιμής, μια τρυφερή, γραπτή κηδεία σ' ένα σκύλο, που μπορεί να μην έφυγε "σαν σκύλος στ' αμπέλι", όπως λέει η παροιμία, όμως - ελλείψει νεκροταφείων για κατοικίδια - σ' ένα "αμπέλι" κατέληξε μετά θάνατον, όπως οι περισσότεροι σκύλοι. Αντίο, Εκτορούλη!
Η αγάπη του για βόλτες ήταν τόσο μεγάλη, ώστε το έσκασε τεσσάρων μόλις μηνών. Ο φράχτης του κήπου είναι μικρός σε ύψος και η κεντρική πόρτα αρκετά "ευρύχωρη", οπότε δεν του ήταν δύσκολο να το σκάσει και να εξερευνήσει μόνος του τον κόσμο. Η αναζήτηση έγινε όπου ήταν δυνατό σε μια πόλη με δαιδαλώδεις διαδρομές, ενώ "κόκκινο" χτύπησε και η ανησυχία. Κι αν τον πατούσε κανένα αυτοκίνητο; Δυο μέρες μετά έκανε την εμφάνισή του - και τι εμφάνιση, αφού είχε παρέα μια... γάτα.
Ήταν εκπληκτικό πώς είχε γίνει φίλος με τη γάτα αυτή, παρασέρνοντας και το σκύλο του διπλανού σπιτιού. Έπαιζαν και κοιμόντουσαν μαζί, όσες μέρες η γάτα τριγυρνούσε στην περιοχή. Στη συνέχεια αυτή χάθηκε, ενώ ο Έκτορας άρχισε σιγά-σιγά ν' ανταποκρίνεται στη στερεότυπη σκυλίσια συμπεριφορά και να γαβγίζει ανελέητα σχεδόν κάθε γάτα, που έβλεπε στο δρόμο, στα διπλανά σπίτια και φυσικά όσες τολμούσαν να εισβάλλουν στον κήπο μας.
Λίγο καιρό αργότερα, όταν μεγάλωσε κι άλλο, συνεχίστηκαν και τα ξεπορτήματα. Άλλοτε κρατούσαν λίγη ώρα, με τον Έκτορα να επιστρέφει κουβαλώντας απίστευτα πράγματα - μέχρι κι ένα μικρό χαλάκι ξετρύπωσε και έφερε, άγνωστο πως. Άλλες φορές πάλι παρασυρόταν με ομάδες αδέσποτων σκυλιών σ' ένα κοντινό πάρκο και ξεχνιόταν ακόμη και για μέρες, μέχρι να πεινάσει. Αργότερα προσπάθησε να τα συμβιβάσει ερχόμενος στην ώρα του φαγητού και λείποντας όσο χρειαζόταν να παίξει. Δεν έλειπαν και οι αστείες στιγμές, όπως τη μέρα που ήρθε γεμάτος ασβέστη. Θα βρέθηκε, φαίνεται, σε κάποιο γιαπί και εκεί θα βούτηξε σε ό,τι άγνωστο βρήκε μπροστά του. Μέρες χρειάστηκε να περάσουν για να καθαρίσει τελείως το τρίχωμα του.
Αργότερα, ο Έκτορας μετακόμισε στο μπαλκόνι και... στο εσωτερικό του σπιτιού. Ήθελε να βρίσκεται συνέχεια με ανθρώπους και μας ακολουθούσε παντού - ειδικά εμένα. Ένα μεγάλο διάστημα κοιμόταν στο δωμάτιο μου, οπότε είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω πόσο ισχυρό είναι το βιολογικό ρολόι των σκύλων, αφού κάθε πρωί με ξυπνούσε την ίδια ακριβώς ώρα - ή περίμενε ανυπόμονα δίπλα από το κρεβάτι μέχρι επιτέλους να ανοίξω τα μάτια μου.
Το καλό της περιόδου αυτής ήταν ότι σταμάτησε το νυχτερινό γάβγισμα, όμως από την άλλη ο Έκτορας καλοέμαθε στο εσωτερικό του σπιτιού, απ' όπου δύσκολα ξεκολλούσε πλέον (εκτός αν έπρεπε να κυνηγήσει κάποια γάτα ή ένα σκυλί της γειτονίας, το οποίο ουδέποτε χώνεψε, με αποτέλεσμα να πετιέται σα βολίδα από το μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου και να πετάγεται στο δρόμο, όταν το καλοκαίρι οι πόρτες ήταν ανοιχτές). Από την άλλη, συνειδητοποίησα πόσο σημαντικό είναι το χτένισμα στα ιδιαίτερα τριχωτά σκυλιά, που μάλιστα μια φορά το χρόνο αλλάζουν τρίχωμα, οπότε αυτό γίνεται σαν βαμβάκι και πέφτει ασταμάτητα.
Εκ των πραγμάτων ακολούθησαν χωρισμοί και επανασυνδέσεις, μέχρι που το περασμένο καλοκαίρι ο Έκτορας άρχισε να κουράζεται στις βόλτες. Ήταν μεγάλος σε ηλικία, είχε σταματήσει να παίζει με τις μπάλες κι ένα παιχνίδι-κόκαλο, που αγαπούσε πολύ, από την άλλη κι ο καιρός ήταν ζεστός, οπότε δύσκολα θα μπορούσε να πάει ο νους μου σε κάποιο πρόβλημα υγείας. Τυχαία και με άλλη αφορμή, ο κτηνίατρος διαπίστωσε μεγαλοκαρδία. Δεν είχαν περάσει πολλοί μήνες από τον εμβολιασμό του, όταν ο ίδιος γιατρός δεν είχε εντοπίσει κάτι περίεργο, ήταν δηλαδή μια σχετικά καινούρια κατάσταση. Παραδόξως, όταν έγινε η διάγνωση, ο κτηνίατρος δεν πρότεινε κάποια ιατρική αγωγή, μέχρι που λίγους μήνες μετά το σκυλί δεν άντεχε να κάνει ούτε βήμα. Δεν μπορούσε ούτε να γαβγίσει, αν και ήταν ολοφάνερο ότι είχε διάθεση και να φάει και να κάνει βόλτες και να παίξει με άλλα σκυλιά. Ήθελε, αλλά δεν μπορούσε λόγω επιπλοκών.
Ύστερα από σχεδόν ένα χρόνο μετακόμισης στο γκαράζ, ο Έκτορας επέστρεψε στο δωμάτιο μου για λίγες ημέρες, ενώ καθημερινά περνούσαμε πολλές ώρες μαζί κάνοντας του μασάζ με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο διάβαζα κάποιο βιβλίο. Ίσως ήταν κουτό, αλλά είχα την εντύπωση ότι αυτή η κούραση στα όρια της ακινησίας οφειλόταν σε γηρατειά. Είχε άλλωστε κλείσει τα 12. Έστω και ανεπαίσθητα, το πολύωρο μασάζ φάνηκε να έχει ένα κάποιο αποτέλεσμα - μια μικρή, αλλά ορατή βελτίωση. Πίστευα ωστόσο ότι δεν θα άντεχε μέχρι τα Χριστούγεννα, ότι ήταν μια μη αναστρέψιμη κατάσταση, αν και ευχόμουν τουλάχιστον να άντεχε μέχρι την άνοιξη.
Όντως ήταν κουτοί οι φόβοι μου. Τρεις μέρες μετά, ο κτηνίατρος έβαλε - ευτυχώς - τα πράγματα στη θέση τους διαγιγνώσκοντας επιπλοκή στους πνεύμονες λόγω της μεγαλοκαρδίας. Αυτήν τη φορά συνέστησε χαπάκια, τα οποία επέφεραν θεαματική βελτίωση. Ειδικά τις πρώτες μέρες, το σκυλί ήταν σαν να είχε ξανανιώσει, εξαιρετικά υπερκινητικό και ζωηρό, ίσως επειδή αισθανόταν απελευθερωμένο από την επιβαρυμένη κατάστασή του.
Οι βόλτες βέβαια είχαν ήδη μειωθεί σε διάρκεια, αν και ο Έκτορας δεν σταματούσε να ψάχνει αφορμές για να παίξει με άλλα σκυλιά είτε κατά τη διάρκεια της βόλτας είτε ακόμη και σκάζοντάς το, όποτε έβρισκε ανοιχτή πόρτα. Αποκορύφωμα ήταν το ατέλειωτο παιχνίδι που έκανε μ' ένα άλλο σκυλάκι, ένα βροχερό φθινοπωρινό βράδυ, αφότου είχε γίνει η διάγνωση, αλλά αρκετό καιρό πριν την επιπλοκή.
Οι εβδομάδες περνούσαν, ο Έκτορας έπαιρνε τακτικά τα χάπια του, όμως πριν λίγες μέρες διαπίστωσα ότι άρχισε να κουράζεται πάρα πολύ εύκολα. Δεν ήταν σαν τη φοβερή εκείνη ακινησία του Δεκεμβρίου, όταν δεν μπορούσε σχεδόν να κάνει βήμα, αλλά πάντως υπήρχε μια φανερή χειροτέρευση. Την Παρασκευή πήρε το χάπι του, όπως ήταν προγραμματισμένο, όμως την επόμενη μέρα φαινόταν το ίδιο κουρασμένος. Προφανώς, ξαφνικά το χάπι έπαψε να επιδρά στον οργανισμό του. Συνέχισε, ωστόσο, αν είναι κινητικός, να γαβγίζει όποτε έβλεπε γάτες στο δρόμο και να χοροπηδάει στη θέα των αγαπημένων του μπισκότων.
Τη Δευτέρα το βράδυ πήρε και πάλι το χάπι του, όμως το πρωί της Τρίτης ήταν σαφέστατα χειρότερα. Το προηγούμενο 48ωρο είχε φάει ελάχιστα, είχε πιεί λίγο νερό, ενώ δεν μπορούσε καλά-καλά ν' ανεβεί τη σκάλα. Σκέφτηκα ότι ξαναγυρίσαμε στην κρίση του Δεκεμβρίου, τον μετέφερα σηκωτό στο δεύτερο πάτωμα, τον τάισα ένα-ένα λίγα γαριδάκια, τα οποία έφαγε με ικανοποίηση, του έκανα μασάζ για λίγη ωρίτσα και τον έβγαλα στο μπαλκόνι. Ήταν ένα όμορφο, ανοιξιάτικο πρωινό. Θα γάβγιζε για μια στιγμή - ποιος ξέρει τι είδε! - θα χτυπούσε με τα ποδαράκια του και την μπαλκονόπορτα για να μπει μέσα, όπως συχνά έκανε, ενώ αργά το μεσημέρι ήταν η ώρα της βόλτας του. Αντί να περιμένει με αγωνία μπροστά στην πόρτα, ο Έκτορας κοιμόταν. Όμως πρόθυμα σηκώθηκε, όταν κατάλαβε ότι θα βολτάραμε. Τον κατέβασα στα χέρια, για να μην κουραστεί, όμως δεν είχε νόημα. Στα είκοσι βήματα, δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο. Με δυσκολία έφτασε σε μια γωνιά για να κατουρήσει, όμως εκεί κατέρρευσε. Σχεδόν δεν μπορούσε να σηκωθεί. Το βλέμμα του φαινόταν ζωηρό παρόλα αυτά, όμως ήταν μάλλον μια λάθος εκτίμηση. Τον γύρισα αμέσως στο σπίτι κρατώντας τον στην αγκαλιά μου και νομίζοντας ότι το απόγευμα θα τον πήγαινα στον κτηνίατρο. Λίγα λεπτά αργότερα (ένα τέταρτο;), ο Έκτορας ξεψύχησε.
Δεν ξέρω αν η λέξη είναι δόκιμη, αν δηλαδή τα σκυλιά έχουν ψυχή, την οποία "παραδίδουν", όπως λέμε για έναν ετοιμοθάνατο άνθρωπο, ούτε γνωρίζω αν πεθαίνοντας τα σκυλάκια πάνε σε κάποιον παράδεισο. Αν υπήρχε, ο Έκτορας θα άξιζε να τον επισκεφτεί. Εξοικειωμένος με την ιδέα εδώ και μήνες, χάρηκα που τουλάχιστον ο σκύλος μου έφυγε μια όμορφη, ηλιόλουστη μέρα και μάλιστα λίγο μετά από την απόπειρα βόλτας που κάναμε. Άλλωστε, όπως έγραψα και πιο πάνω, αγαπούσε πολύ τις βόλτες. Θα έλεγα ότι ήταν ένας ταιριαστός θάνατος για τον συγκεκριμένο σκύλο.
Αυτό το κείμενο δεν συνοδεύεται από δάκρυα, αλλά από χαμόγελο. Δεν υπερτερεί ο εγωισμός της απώλειας, ούτε ο φόβος της αλλαγής, της ανατροπής του καθημερινού τρόπου ζωής, αλλά η χαρά των ωραίων αναμνήσεων, που δεν σβήνουν ποτέ. Αυτό το κείμενο είναι ένας μικρός φόρος τιμής, μια τρυφερή, γραπτή κηδεία σ' ένα σκύλο, που μπορεί να μην έφυγε "σαν σκύλος στ' αμπέλι", όπως λέει η παροιμία, όμως - ελλείψει νεκροταφείων για κατοικίδια - σ' ένα "αμπέλι" κατέληξε μετά θάνατον, όπως οι περισσότεροι σκύλοι. Αντίο, Εκτορούλη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου