Όταν η Ελλάδα αποφάσισε να εισέλθει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αναπόφευκτα αποφάσισε να εκχωρήσει μέρος της εθνικής της κυριαρχίας. Αυτό δεν ήταν απαραίτητα κακό. Σ' έναν κόσμο που αλλάζει, τα εθνικά κράτη υποχωρούν και οι διεθνείς οργανισμοί αποκτούν ολοένα μεγαλύτερη ισχύ, θα μπορούσε κανείς να πει ότι ήταν αναπόφευκτο. Έτσι, για μια σειρά από θέματα, η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω των θεσμικών της οργάνων αποφασίζει και τα κράτη-μέλη εφαρμόζουν τις αποφάσεις είτε αμέσως είτε σε βάθος χρόνου (κοινοτικές οδηγίες), αλλιώς υφίστανται κυρώσεις. Όμως οι αποφάσεις - αυτό είναι το σημαντικό - λαμβάνονται σε κεντρικό επίπεδο, με τους επιτρόπους να συμπεριφέρονται ως Ευρωπαίοι υπουργοί και όχι ως εκπρόσωποι των κρατών τους - γι' αυτό και συχνά η ιστορία έχει δείξει ότι ένας επίτροπος μπορεί να γίνει εξαιρετικά αντιδημοφιλής στην ίδια του τη χώρα.
Τη δεκαετία του '90, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να εξελιχθεί και να μην παραμείνει απλά ένας διεθνής οργανισμός, αλλά ν' αποκτήσει χαρακτηριστικά μιας πολιτικής ένωσης. Προς έκπληξη πολλών, αντί να ενδιαφερθεί για μια θεσμική μεταρρύθμιση, που θα εγγυάται μια πραγματική πολιτική ενοποίηση, περιορίστηκε μονάχα στην υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος (ευρώ). Αυτό κατ' αρχήν διευκόλυνε τις οικονομικές συναλλαγές και ορισμένοι ήλπιζαν ότι θα δημιουργούσε την αίσθηση μιας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας. Δημιουργήθηκαν και κάποιοι θεσμοί ειδικά για τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, που ξεκίνησε να λειτουργεί επισήμως το 2001. Όλα κυλούσαν αφόρητα βαρετά και ήσυχα, μέχρι που ξέσπασε η ελληνική κρίση χρέους το 2009.
Τότε οι περισσότεροι Ευρωπαίοι άρχισαν να μαθαίνουν ότι υπήρχε ένα όργανο που λεγόταν Γιούρογκρουπ και το οποίο απαρτιζόταν από τους υπουργούς Οικονομικών των κρατών μελών της Ευρωζώνης, που μάλιστα διέθετε και δικό του πρόεδρο, εκλεγμένο όχι από τους πολίτες της ευρωζώνης ή από τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (λογικά μόνο από τους ευρωβουλευτές των μελών της ευρωζώνης), αλλά αποτελούμενο από τους υπουργούς Οικονομικών των κρατών μελών.
Με αφορμή την ελληνική κρίση χρέους, όμως, οι Ευρωπαίοι δεν έμαθαν μόνο αυτήν την εγκυκλοπαιδική πληροφορία, αλλά διαπίστωσαν πόσο "γυμνός" ήταν ο βασιλιάς, πόσο μακριά απείχε - και όσο περνάνε τα χρόνια τόσο απομακρύνεται - η ευρωζώνη (και γενικότερα η Ευρώπη) από την πολιτική της ενοποίηση. Το κοινό νόμισμα αποδείχτηκε ότι δεν ήταν και τόσο κοινό τελικά. Δεν βρισκόμασταν όλοι στην ίδια μοίρα, αλλά υπήρχε ο Γερμανός, ο Φινλανδός, ο Ολλανδός, ο Έλληνας, ο Ιρλανδός κλπ. φορολογούμενος, ο οποίος ενδιαφερόταν για τα ατομικά του συμφέροντα.
Διαννοείστε τον Θεσσαλό φορολογούμενο να αγωνιά για το αν τα χρήματα του πηγαίνουν στον Θρακιώτη, το νησιώτη ή όποιον άλλο κάτοικο της ελληνικής επικράτειας; Η Ελλάδα είναι ένα κράτος, θα σκεφτούν οι περισσότεροι. Μα, η προσπάθεια για περεταίρω πολιτική ενοποίηση δεν υποτίθεται ότι ήταν ο στόχος του κοινού νομίσματος; είναι η εύκολη απάντηση. Κι όμως, η κρίση των τελευταίων πέντε ετών έδειξε ότι όχι μόνο αυτό δεν επιτεύχθηκε ποτέ, αλλά κανείς στην πραγματικότητα δεν εργάζεται προς αυτήν την κατεύθυνση.
"Θέλουμε να ξέρουμε πού πηγαίνουν τα χρήματα των Γερμανών φορολογουμένων" ή "τα μέτρα που θα λάβει η Ελλάδα πρέπει να περνάνε από το γερμανικό κοινοβούλιο" είναι τα μόνιμα επιχειρήματα των δανειστών της Ελλάδας. Σε μεγάλο βαθμό έχουν δίκαιο, επειδή τα χρήματα προς την Ελλάδα προέρχονται από τον προϋπολογισμό του γερμανικού κράτους (και αντίστοιχα του φινλανδικού, του ολλανδικού, του σλοβακικού κλπ.) και τα διαχειρίζεται η ελληνική κυβέρνηση.
Όμως εδώ είναι και η μεγάλη αντίφαση. Μια χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης γενικά και της ευρωζώνης ειδικότερα έχει εκχωρήσει μεν μέρος της κρατικής κυριαρχίας στον οργανισμό, όχι όμως και στα κοινοβούλια ή τις κυβερνήσεις των άλλων κρατών μελών. Δεν θα υπήρχε κανένα τυπικά θεσμικό ή ουσιαστικά πολιτικό πρόβλημα, αν οι πιέσεις και οι ενστάσεις επί της ελληνικής οικονομικής πολιτικής προέρχονταν από κάποιο ανεξάρτητο όργανο, που θα προέτασσε όχι τον Γερμανό αλλά τον Ευρωπαίο φορολογούμενο, όχι το γερμανικό αλλά το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, και στο οποίο θα είχε λόγο όχι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών (που εξελέγη από τον γερμανικό λαό για να ρυθμίσει τα ζητήματα αποκλειστικά της γερμανικής οικονομίας) αλλά ένας αμερόληπτος, χωρίς κρατοκεντρικές παρωπίδες Ευρωπαίος υπουργός.
Αυτό ήταν το μεγάλο λάθος των δανειστών της Ελλάδας εξ αρχής. Συμπεριφερόμενοι ως κοινοί λαϊκιστές (είδος που ευδοκιμεί βεβαίως και στη χώρα μας), επιδιώκοντας να χαϊδέψουν τα αυτιά των ψηφοφόρων τους, δεν προσπάθησαν να δημιουργήσουν ανεξάρτητα θεσμικά όργανα, που θα διαχειρίζονταν αποτελεσματικότερα - και προπαντός πειστικότερα απέναντι στον ελληνικό (και όχι μόνο) λαό - την οικονομική κρίση, δεν προσπάθησαν να πείσουν τους ψηφοφόρους τους ότι η Ευρώπη δεν είναι μια ευκαιριακή συνύπαρξη οικονομικών συμφερόντων, αλλά επέλεξαν να τονίζουν ακόμη περισσότερο τη διαίρεση της Ευρώπης σε κράτη, που δεν είναι ισότιμα, αλλά χωρίζονται σε "δυνατά" και "αδύνατα".
Και όχι μόνο αυτό, αλλά είχαν την απαίτηση - ή μήπως ψευδαίσθηση; - ότι οι Έλληνες δεν θα θίγονταν ακούγοντας συνέχεια για τον "καημένο" Γερμανό φορολογούμενο που ανησυχούσε μήπως κλείσει κάποια βιβλιοθήκη στη χώρα του (παράδειγμα που έφερε ο Μάρτιν Σουλτς σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ πριν κάποια χρόνια!), την ώρα που στην Ελλάδα δεν έκλειναν απλά βιβλιοθήκες, αλλά χάνονταν περιουσίες. Ίσως να πίστευαν ότι ήταν αδιάσειστο το επιχείρημα ότι στη Φινλανδία ανέβαινε το εθνικιστικό κόμμα και αυτό δυσκόλευε τους Φινλανδούς βουλευτές να κρατήσουν μια επιεική στάση απέναντι στους "αμαρτωλούς" Έλληνες, όμως... γιατί οι Έλληνες που αγωνιούσαν αν θα έχουν δουλειά, θα έπρεπε να ενδιαφέρονται για το αν θα επανεκλεγούν οι Φινλανδοί βουλευτές ή αν το φινλανδικό εθνικιστικό κόμμα έπαιρνε διψήφια ποσοστά στις δημοσκοπήσεις (σε μεγάλο βαθμό και επειδή οι μετανάστες στη Φινλανδία έφτασαν το... 1% επί του συνολικού πληθυσμού!!).
Προβάλλοντας κρατοκεντρικά και όχι ευρωκεντρικά επιχειρήματα, οι δανειστές τροφοδότησαν έναν φαύλο κύκλο εθνικολαϊκισμού όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις ίδιες τους τις χώρες. Όχι μόνο δεν έγιναν βήματα προς μια πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, αλλά οδηγηθήκαμε σε βαθιά ψυχική διαίρεση - και σε πολλές ψευδαισθήσεις, με τον Σλοβάκο υπουργό Οικονομικών για παράδειγμα να θεωρεί ότι είναι όχι ίσος, αλλά πιο ισχυρός από τον Έλληνα ή το Γάλλο ή τον Ιταλό συνάδελφό του (ίσως κι απ' τους τρεις μαζί!).
Για την Ευρώπη δεν μιλάει κανείς. Όλοι ενδιαφέρονται μόνο για τα κράτη τους. Και νομίζουν ότι αυτό θα περάσει απαρατήρητο από τον ιστορικό του μέλλοντος. Νομίζουν ότι αρκεί μια δήλωση του Σόιμπλε ή του Σλοβάκου ή του Λιθουανού υπουργού Οικονομικών ότι "φταίει η Ελλάδα για την αποτυχία των διαπραγματεύσεων" και... καθάρισαν! Όμως ο ιστορικός του μέλλοντος θα είναι ψύχραιμος, αντικειμενικός παρατηρητής και τελικά αμείλικτος με όλους: όχι μόνο με τους Έλληνες, αλλά και με τους δανειστές. Ίσως να είναι περισσότερο αμείλικτος με τους τελευταίους και την κοντόφθαλμη πολιτική τους σκληρότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου