"Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότης απειλείται με διάλυσιν" ξεκινούσε το τηλεγράφημα με ημερομηνία 1 Ιουλίου 1965, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθερία την επομένη και χωρίς υπερβολή περιέγραφε τον κίνδυνο να τιναχτεί στον αέρα το όραμα της ενωμένης Ευρώπης λόγω των συγκρουόμενων συμφερόντων μεταξύ των έξι - τότε - μελών της (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο).
Δεν ήταν αυτή η πρώτη κρίση στην ιστορία της ΕΟΚ. Είχε προηγηθεί τον Απρίλιο του 1962 η κατάρρευση των διαπραγματεύσεων με το Ηνωμένο Βασίλειο, όταν ο πρόεδρος της Γαλλίας, Σαρλ ντε Γκολ, άσκησε βέτο στην αίτηση εισδοχής της χώρας στην οικονομική κοινότητα. Ωστόσο, η κρίση του 1965-1966 ήταν πολύ βαθύτερη και υπαρξιακή, οδηγώντας σε αδιέξοδο και απειλώντας να τερματίσει το όραμα του Ρομπέρ Σουμάν για μια Ευρώπη της συνεργασίας μεταξύ των λαών.
Η κρίση ξεδιπλώθηκε απρόβλεπτα με αφορμή το ζήτημα χρηματοδότησης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), που συζητήθηκε στη διάσκεψη της 30ης Ιουνίου 1965. Συγκεκριμένα, η γαλλική κυβέρνηση διαφώνησε με την πρόθεση των υπολοίπων κρατών να ενισχυθεί ο αυτόνομος ρόλος της Επιτροπής και της Συνέλευσης σε βάρος των εθνικών κυβερνήσεων σε ό,τι αφορούσε τη διαχείριση του προϋπολογισμού της ΚΑΠ.
Στις 30 Ιουνίου επρόκειτο να ξεκινήσει η εφαρμογή της ΚΑΠ, όμως η γαλλική κυβέρνηση διαπίστωσε ότι οι άλλες πέντε χώρες απομακρύνθηκαν από τον αρχικό σχεδιασμό επί του συστήματος χρηματοδότησης. Την επομένη, ο υπουργός Πληροφοριών της Γαλλίας, Περεφίτ, ανακοίνωνε στους δημοσιογράφους μετά το τέλος του υπουργικού συμβουλίου: "Η Κοινή Αγορά έφτασε σε νεκρό σημείο (αδιέξοδο)", λίγο προτού ρίξει τη βόμβα ότι "Επί του παρόντος η Γαλλία δεν πρόκειται να μετάσχει σε νέες συνεδριάσεις της Κοινής Αγοράς στις Βρυξέλλες".
Αυτό και έγινε. Στο εξής, η θέση της Γαλλίας θα παρέμενε κενή σε κάθε συνεδρίαση των κρατών μελών της ΕΟΚ, με αποτέλεσμα η κρίση αυτή να μείνει στην ιστορία ως η "κρίση της κενής έδρας". Η αρχή έγινε στις 6 Ιουλίου, οπότε η Γαλλία ανακάλεσε επίσημα τον πρεσβευτή της στην ΕΟΚ μποϊκοτάροντας τις συνεδριάσεις και εμποδίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη λήψη αποφάσεων.
Η γερμανική και η ιταλική κυβέρνηση διέρρεαν την απόφασή τους να μην υποκύψουν στον "γαλλικό εκβιασμό", όπως τον αποκαλούσαν, ενώ ο εκπρόσωπος του Γερμανού καγκελάριου Έρχαρτ δήλωσε ότι "Η Γαλλία συμπεριφέρεται σαν εχθρός". Η Ολλανδία κρατούσε μια παρόμοια στάση, φιλικότερο προς τη Γαλλία εμφανιζόταν το Βέλγιο, ενώ ουδέτερο παρέμενε το Λουξεμβούργο, που τελικά θα μεσολαβούσε τους επόμενους μήνες συμβιβάζοντας την κατάσταση στις 30 Ιανουαρίου 1966.
Ο συμβιβασμός του Λουξεμβούργου αποτελούσε ουσιαστικά πολιτική νίκη της Γαλλίας, αφού αναγνωριζόταν το δικαίωμα άσκησης βέτο από κάθε κράτος μέλος, που εκτιμούσε ότι μια απόφαση έθιγε ζωτικά του συμφέροντα, οδηγώντας ωστόσο σε καταχρηστική εφαρμογή του δικαιώματος αυτού τα επόμενα χρόνια, ακόμη και για ζητήματα δευτερεύουσας σημασίας. Ως αποτέλεσμα, ενισχύθηκε ο διακυβερνητικός χαρακτήρας της ένωσης σε βάρος του υπερεθνικού, ενώ ουσιαστικά εγκαινιάστηκε η γνωστή πρακτική των μαραθώνιων συνεδριάσεων και των ιστορικών συμβιβασμών της τελευταίας στιγμής από τα κράτη-μέλη, που συνειδητοποίησαν ότι όσα τους ενώνουν είναι περισσότερα από εκείνα που τους χωρίζουν.
Πενήντα χρόνια μετά την κρίση της "κενής έδρας", πόσα από τα 28 - πλέον - κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ή τα 19 της ευρωζώνης) το θυμούνται αυτό;
Σχετικά θέματα:
-- Μπλέξαμε τα κοινοβούλια μας!
-- ΤΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ
-- Η ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΣΟΥΜΑΝ ΤΗΣ 9ης ΜΑΪΟΥ 1950
Σχετικά θέματα:
-- Μπλέξαμε τα κοινοβούλια μας!
-- ΤΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ
-- Η ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΣΟΥΜΑΝ ΤΗΣ 9ης ΜΑΪΟΥ 1950
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου