Ένα προεκλογικό σύνθημα του Γιώργου Παπανδρέου το 2009 ήθελε την Ελλάδα να μετεξελίσσεται (μετά την εκλογική του νίκη) σε "Δανία του νότου". Φυσικά, αυτό δεν έγινε, αλλ' αντιθέτως η χώρα μας άρχισε να μετατρέπεται σε μια "δεύτερη Βουλγαρία". Το ενδιαφέρον είναι ότι σήμερα, κάτι λιγότερο από έξι χρόνια μετά από εκείνο το σύνθημα και στην κορύφωση μιας οικονομικής κρίσης δίχως τέλος (όλη αυτήν την περίοδο), η Ελλάδα έχει μια πιθανότητα να μοιάσει στη Δανία: όχι φυσικά ως προς το κοινωνικό κράτος ή την ευημερία του πληθυσμού, αλλά στην άσκηση της διακυβέρνησης από μια κυβέρνηση μειοψηφίας.
Το ελληνικό Σύνταγμα είναι σαφές. Για να μπορέσει μια κυβέρνηση ν' ασκήσει εξουσία, θα πρέπει κατ' αρχήν να έχει τη δεδηλωμένη, δηλαδή τη στήριξη τουλάχιστον των μισών βουλευτών κάθε φορά που τίθεται ζήτημα ψήφου εμπιστοσύνης (είτε στην αρχή της θητείας με την κατάθεση των προγραμματικών δηλώσεων είτε οποιαδήποτε άλλη στιγμή). Από εκεί και πέρα, ο συνταγματικός νομοθέτης δεν ενδιαφέρεται ούτε για το εάν ένα ή περισσότερα νομοσχέδια ψηφίζονται ή απορρίπτονται από το κοινοβούλιο, ούτε εξετάζεται με τις ψήφους τίνων βουλευτών γίνεται κάθε φορά η έγκρισή τους. Τα μόνα που αρκούν είναι η ύπαρξη σχετικής πλειοψηφίας, που σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να υπολείπεται τους 120 βουλευτές (σε περίπτωση ονομαστικής ψηφοφορίας) σε σύνολο 300.
Με δεδομένη την πολιτική πραγματικότητα των ημερών και την "αιμορραγία" του μεγαλύτερου κυβερνητικού κόμματος (ΣΥΡΙΖΑ) εξ αιτίας της διαφωνίας μεγάλης μερίδας των βουλευτών του με τα σκληρά μέτρα της νέας δανειακής σύμβασης της χώρας, προκειμένου αυτή να επιβιώσει οικονομικά, οδηγούμαστε για πρώτη φορά σε μια κυβέρνηση που τυπικά θα έχει τη δεδηλωμένη, αλλά επί της ουσίας θα είναι κυβέρνηση μειοψηφίας, ενώ απειλείται ακόμη και αυτό το όριο των 120 βουλευτών, που από το Σύνταγμα τίθεται ως προϋπόθεση έγκρισης του νομοθετικού έργου - αν και όχι της δεδηλωμένης. Και έχουν φουντώσει τα παράπονα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης: "μα καλά, θα υπάρχει πλειοψηφία α λα καρτ, όπου εμείς θα βάζουμε πλάτη στα δύσκολα με γνώμονα τη διασφάλιση της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας, ενώ σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. σε θέματα παιδείας) θα υπάρχει μια αριστερή πλειοψηφία";
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό έρχεται από τη Δανία, η οποία εδώ και σχεδόν τρεις εβδομάδες (από τις 28 Ιουνίου) κυβερνάται όχι απλά από μια μονοκομματική κυβέρνηση μειοψηφίας, αλλά το καταπληκτικό είναι ότι το κυβερνών κόμμα διαθέτει μόλις 34 έδρες σε σύνολο 179 δηλαδή η ψήφιση του κάθε νομοσχεδίου θα εξαρτάται από τη σύμφωνη γνώμη τουλάχιστον 56 βουλευτών από τα υπόλοιπα κόμματα! Αυτό κι αν είναι ο ορισμός της πλειοψηφίας α λα καρτ, προοπτική που όμως δεν απασχολεί τους Δανούς βουλευτές σε αντίθεση με τους Έλληνες συναδέλφους τους.
Γενικά η Δανία έχει μακρά παράδοση όχι απλά στις κυβερνήσεις συνεργασίας, αλλά και στις κυβερνήσεις μειοψηφίας ακόμη και μετά από τη συνεργασία περισσότερων κομμάτων. Το ζητούμενο για τους Δανούς βουλευτές είναι η δημιουργία διακομματικών συναινέσεων, που συχνά μεταφράζεται σε συνεργασία ακόμη και κομμάτων από αντίπαλους συνασπισμούς.
Η ιδιαιτερότητα των εκλογών του Ιουνίου του 2015 ήταν η εξής. Ο κεντροδεξιός συνασπισμός των κομμάτων επικράτησε μεν σε ψήφους και σε έδρες έναντι του κεντροαριστερού, που κυβερνούσε την προηγούμενη τετραετία, όμως υπήρχε ένα μεγάλο πρόβλημα. Πρώτο κόμμα του κεντροδεξιού συνασπισμού με 37 έδρες (και δεύτερο συνολικά, πίσω από τους Σοσιαλδημοκράτες) αναδείχτηκε το ακροδεξιό Κόμμα του Λαού, που διεκδικούσε τον πρώτο λόγο στο σχηματισμό κυβέρνησης.
Το παράδοξο είναι ότι η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης δεν δόθηκε στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, που διαθέτει τη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική δύναμη (47 έδρες), έστω κι αν ο συνασπισμός του οποίου τυπικά ηγείται δεν διαθέτει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά η εντολή δόθηκε στο τρίτο κόμμα, το φιλελεύθερο Venstre των 34 εδρών, που τελικά αποφασίστηκε να κυβερνήσει μόνο του, χωρίς συμμάχους, παρά την εξαιρετικά μικρή κοινοβουλευτική του δύναμη. (Κυριολεκτικά, "Vesntre" σημαίνει "Αριστερά", όμως πρόκειται για μια ιστορική ονομασία, καθώς το 1890, οπότε ιδρύθηκε το συγκεκριμένο κόμμα, αυτό αποτελούσε τον προοδευτικό πόλο της τότε πολιτικής ζωής της χώρας).
Κι έτσι, ο Λαρς Λόκε Ράσμουσεν, που είχε ξαναβρεθεί στο πρωθυπουργικό αξίωμα μεταξύ 5 Απριλίου 2009 και 3 Οκτωβρίου 2011, καλείται να αναζητά συνεχώς α λα καρτ πλειοψηφίες για να προωθήσει το κυβερνητικό του έργου. Οι πολιτικές αναλυτές είναι πεπεισμένοι ότι η κυβέρνηση δεν θα εξαντλήσει την τετραετία, όμως εκτιμούν ότι έχει μπροστά της 18 μήνες ζωής.
Και την ίδια στιγμή στην Ελλάδα, όπου το πρόβλημα της κυβερνητικής μειοψηφίας δεν είναι το ίδιο οξύ αριθμητικά (αν και σίγουρα οξύτερο από άποψη πολιτικής ουσίας), πολιτικοί και δημοσιογράφοι είναι αναστατωμένοι από την πιθανότητα διαφορετικών συμμαχιών για τη θέσπιση των νόμων του κράτους. Είπαμε: στην Ελλάδα πάνω απ' όλα είναι το πολιτικό κόστος και η διαιώνιση των πολιτικών αντιπαραθέσεων που παραπέμπουν μάλλον σε τριτοκοσμική, παρά σε ευρωπαϊκή χώρα. Μήπως ήρθε η ώρα - έστω σε θέματα πολιτικού πολιτισμού και λειτουργίας του Κοινοβουλίου - η Ελλάδα να κοιτάζει προς Σκανδιναβία μεριά για παραδειγματισμό και να γίνει μια υπό κοινοβουλευτικούς όρους "Δανία του νότου";
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου