Ο Μόλλας |
Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του '40 πολέμησε μέχρι κι ο Καραγκιόζης. Παράτησε την παράγκα του απέναντι από το σαράι του σουλτάνου, την Αγλαϊα και τα παιδιά, και με κάποιο μαγικό τρόπο μεταφέρθηκε στα αλβανικά βουνά, όπου μαζί με τον μπάρμπα Γιώργο, το Χατζηαβάτη, το Σταύρακα, το Διονύσιο και το Νώντα πολέμησαν τους Ιταλούς. Πώς έγιναν όλα αυτά; Χάρη στο Μολλά, το σπουδαιότερο καραγκιοζοπαίχτη της εποχής κι έναν από τους σημαντικότερους στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου σκιών, ο οποίος σκαρφίστηκε μια σειρά από ιστορίες, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα "Η Νίκη" το Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1941 - μέχρι την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα.
Στη σκηνή που ακολουθεί, η παρέα πείνασε ύστερα από τόσες μέρες μάχης, αλλά πού θα βρεθούν τρόφιμα; Κι όχι τίποτε άλλο, αλλά από εκεί κοντά περνούν και οι Ιταλοί με τ' αυτοκίνητά τους. Ο πολυμήχανος Καραγκιόζης σκαρφίζεται ένα κόλπο...
ΣΚΗΝΗ 1η
Όλοι βρίσκονται συγκεντρωμένοι σ' ένα ύψωμα στην Αλβανία ύστερα από πολυήμερη μάχη.
ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΙΩΡΓΟΣ: Ε μπρε Καραγκιόζ' χαθήκαμε παιδί μ'!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι έχεις μπαρμπούλη μου;
ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΙΩΡΓΟΣ: Τι έχω κρένς; Αμ δεν γλιέπς ωρέ; Με τη μάχη τόσες μέρες δεν λογαριάσαμε μπιτ κατά μπιτ για φαΐ και τώρα ωρέ Καραγκιόζ άρχισε και με θεριοκόβ' η πείνα...
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Ωχ καλά λες σορ Γιώργο μου... Ωχ ψυχούλα μου Καραγκιόζο, επαβεντάρισε η καρδία μου και μου έρχεται μα τον άγιο αμπάζια από την πείνα.
ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ: Αδερφάκι Καραγκιοζάκο, πρέπει να κάνουμε καμιά βόλτα να ψαρέψουμε τίποτα για μάσα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Αφού τους άκουσε όλους να μεμψιμοιρούν, βάζει το χέρι του στην κοιλιά και λέει:) Ωχ! κι εγώ βρε παιδιά έχω εσωτερική επανάσταση.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Βρε ματάκια μου, τι εσωτερική επανάσταση λες;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Σώπα γρουσούζη. Τσακώθηκε το πάνω παρτιμένο της κοιλιάς μου με το κάτω και ήλθαν σε έριδες και συνεπλάκησαν μεταξύ τους.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Ωρέ ψυχούλα μου Καραγκιόζο, δεν κατεβάζει τίποτσι αυτούνο το τσερβέλο σου για να σωθούμε από την πείνα που κοντεύει να μας έλθει κόλπο ντεντάριο;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Σκέπτεται κάμποση ώρα) Τι να πω; (Μ' ενθουσιασμό) Σωπάστε παιδιά και το πέτυχα.... (Προς τον Μπάρμπα Γιώργο) Μπάρμπα Γιώργο, δώσ' μου το σκοινί εδώ...
ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΙΩΡΓΟΣ: Τι θα την κάνεις την τριχιά ωρέ;
ΝΩΝΤΑΣ: Αδερφάκι θέλεις να δέσεις την κοιλιά σου για να ξεχάσει την πείνα;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Σώπα εσύ βρε ιμιτασιόν παλικαρά. (Προς τον Μπάρμπα Γιώργο) Μπάρμπα είχες κι ένα γάντζο, τι τον έκανες;
ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΙΩΡΓΟΣ: Νάτος εδώ είναι ρε. Τι θα τα κάνεις κειά ωρέ ζουλάπ;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Σώπα μπάρμπα. (Προς όλους) Δεν θέλετε να φάτε; Ελάτε μαζί μου. Αλλά προσοχή γιατί θα μπούμε στις εχθρικές γραμμές.
(Προχωρούν)
ΣΚΗΝΗ 2η
Ο Καραγκιόζης τους οδηγεί στα μετόπισθεν των Ιταλών και τους περνάει μέσα από ένα πυκνό και άγριο δάσος.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Το νου σας παιδιά. Προσέξετε τα παπούτσια σας να μη χτυπάνε στις πέτρες. Κι εσύ μπάρμπα Γιώργο το νου σου στα τσαρούχια σου μην κάνουν θόρυβο.
ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΙΩΡΓΟΣ:: Τι είν' εκεί κάτω ρε Καραγκιόζη που σειέται;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Σώπα, μπάρμπα... ιταλική περίπολος είναι...
ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΙΩΡΓΟΣ: Αμ' θα τους πετσοκόψω τους έρμους!...
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι λες ρε μπάρμπα; Κι αν σκοτώσουμε πέντε δέκα από δαύτους δεν έχουμε να ωφεληθούμε τίποτε. Μόνο που θα προδοθούμε ότι βρισκόμαστε εδώ... Και η πείνα θα βασιλεύει στην κοιλιακή χώρα.... γι' αυτό σας λέω μη μιλάτε καθόλου και ακολουθάτε με.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Ωρέ σωπάτε ψυχούλες μου και αφήστε να γδούμε τι θα κατεβάσει αυτούνη η γκλάβα του.
ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ: Αδερφάκι Καραγκιοζάκο περάσαμε τις γραμμές των Ιταλών βρε συνάπια... Πού μας πας;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να εδώ βρε παιδιά... Βλέπετε αυτό το δρόμο το μεγάλο. (Δείχνει προς το βάθος) Από εκείνο το δρόμο λοιπόν περνούν τα αυτοκίνητα τα ιταλικά και κουβαλάνε τρόφιμα στο στρατό τους. (Παρατηρεί προς το δρόμο) Να, να, βλέπετε ένα αυτοκίνητο που έρχεται με τσουβάλια; Κρυφτείτε λοιπόν μέσ' στα δένδρα και θα ιδείτε...
ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΙΩΡΓΟΣ: Θέλω ωρέ να δω τι θα φτιάσ' αυτό το νεροκολόκυθο μαθές.
(Ο Καραγκιόζης χώνεται μέσ' στα δέντρα και ασχολείται με το να δέσει το γάντζο στο σκοινί. Εκεί που βρίσκονται ο Καραγκιόζης και οι λοιποί είναι ένα υψωματάκι, που σύρριζα σ' αυτό είναι ο δρόμος από τον οποίο περνάει τ' αυτοκίνητο...
ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ: Μόκο ρε αδερφάκι, νάτο το αυτοκίνητο... Κάργα τσουβάλια είναι.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Μόλις πλησιάζει το αυτοκίνητο πετάει το σκοινί στην άκρη του οποίου βρίσκεται ο γάντζος.) Κρατάτε γερά το σκοινί παιδιά!... (Ο γάντζος μπήγεται σε ένα τσουβάλι). Όλοι μαζί τραβάτε!... Βίρα!...
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Ω βόηθα με Άγιε μου, βόηθα με! Μωρέ δεν βλέπετε το σκύλο πώς το γαντζάρισε το τσουβάλι;
ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΙΩΡΓΟΣ: (Παρατηρώντας το περιεχόμενο του τσουβαλιού) Τι είν' εκείνα ωρέ; Σανίδια είναι;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι λες ρε μπάρμπα; (Προς τους λοιπούς) Παιδιά γαλέτες είναι, καθίστε να φάμε...
ΝΩΝΤΑΣ: Αδερφάκι δεν το κόβουμε στον ώμο και να φύγουμε από δω, γιατί αν μας πιάσουν θα μας κάνουν τόπι στο ξύλο...
ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΙΩΡΓΟΣ: Αφήστε το πιδί ρε... μην κρένει κανείς... Ας φτιάσ' ό,τι θέλει...
ΣΚΗΝΗ 3η
Διάφοροι Ιταλοί στρατιώτες. Ο αξιωματικός και οι Ιταλοί στρατιώτες συζητούν σε μια αποθήκη κάπου στα ιταλικά μετόπισθεν.
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: (προς τους στρατιώτες) Είμαι περίεργος, γιατί χάνονται τόσα τσουβάλια με τρόφιμα. Μήπως είναι τόση μεγάλη η απόσταση; Δύο χιλιομέτρων δρόμος είναι. Πώς χάνονται λοιπόν;
Α' ΙΤΑΛΟΣ: Αυτό παρατηρήθηκε μόνο σήμερα λοχαγέ μου. Κι ο Τζοβάνι έχασε κι ο Μορίλος κι ο Λοτίνι. Ο δρόμος είναι καλός... Τ' αυτοκίνητα δεν τα φορτώνουμε πολύ... Πώς συμβαίνει αυτό το πράγμα, απορώ...
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ: Φορτώστε τ' αυτοκίνητα, θα ρθω κι εγώ μαζί. Θα ανέβω επάνω σ' ένα αυτοκίνητο να δω πώς χάνονται τα τσουβάλια...
(Οι στρατιώτες φορτώνουν τ' αυτοκίνητα, ο αξιωματικός ανεβαίνει και ξεκινούν)
ΣΚΗΝΗ 4η
Ο Καραγκιόζης και η συντροφιά του βρίσκονται ακόμη στην ίδια θέση και παραμονεύουν τα αυτοκίνητα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πόσα τσουβάλια έχουμε παιδιά;
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Πέντε ματάκια μου!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ε! άλλο ένα να πάρουμε και φεύγουμε.... γιατί άρχισε να νυχτώνει.
ΝΩΝΤΑΣ: Να, έρχεται ένα αυτοκίνητο...
(Τη στιγμή που περνάει το αυτοκίνητο, από κάτω ρίχνει το γάντζο και τραβάνε όλοι μαζί το σκοινί, αλλά ο γάντζος αντί να πιάσει το τσουβάλι πιάνει τον αξιωματικό τον Ιταλό...)
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Σιγά, μην τραβάτε τόσο δυνατά το σκοινί, γιατί μου φαίνεται ότι το τσουβάλι είναι ζωντανό και κλωτσάει...
(Πραγματικά ο Ιταλός, όπως βρίσκεται στο κενό σπαρταράει και φωνάζει. Όλοι τραβούν και φέρνουν τον αξιωματικό στο ύψωμα.)
ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΙΩΡΓΟΣ:: Κύριε λέησον... Άνθρωπος είναι ωρέ κειός!
ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ: Μπράβο, αδερφάκι Καραγιοζάκο... Σαν χάνο τον έπιασες τον συνάπια με τ' αγκίστρι.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ω! ω! είναι και αξιωματικός βρε παιδιά. (Ειρωνικά:) Αμ' τότε δεν είναι χάνος, είναι παλαμίδα.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Τσωπάτε ψυχούλα μου κι εσταμάτησε το αυτοκίνητο και θα μας γδούνε...
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Βρε παιδιά, δεν τους πιάνουμε κι αυτούς να πάρουμε όλο το αυτοκίνητο;
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Να, κατέβηκαν και ψάχνουν... Ίσως γυρεύουν τον αξιωματικό.
ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΙΩΡΓΟΣ: Καλέ λες ωρέ Καραγκιόζ'. Εμπρός. Ετοιμασθείτε..
(Πηδάει ο Μπάρμπα Γιώργος ακολουθούμενος από τους λοιπούς και συλλαμβάνουν το σοφέρ και το βοηθό του, οι οποίοι είχαν ακούσει τις φωνές και έψαχναν να δούνε τι συμβαίνει)
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (προς τους συντρόφους του) Βάλτε τους μέσ' στ' αυτοκίνητο, μπάτε κι εσείς... και προσέξετε να μη μιλήσουν διόλου.
ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΙΩΡΓΟΣ: Σύρτι ρε φέρτε και τ' άλλα τσουβάλια με τις γαλέτες και ρίχτε τα κι αυτά μέσα στου φτουκίνητο. Λύστε κι εκείνο τον αξιωματικό τον μακαρονά και φέρτε τον κι εκειόν εδώ.
(Φέρνουν τα τσουβάλια, τον αξιωματικό και τοποθετούνται στο αυτοκίνητο)
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ανεβείτε εσείς απάνω μπαρμπούλη μου και προσέξτε τους αιχμαλώτους να μη μιλήσουν καθόλου...
ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΙΩΡΓΟΣ: Αμ' και ποιος ωρέ θα το φέρει γυροβολιά τούτο το ρημάδ' το φτουκίνητο;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Εγώ μπαρμπούλη μου...
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Και ξέρεις εσύ ωρέ ψυχούλα μου να οδηγάς αυτοκίνητο;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να το ξεκινήσω μωρέ Νιόνιο... Να το σταματήσω όμως δεν ξέρω.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Μωρέ καπετάν μπουρμπουλίθρα, μην κάνεις καμιά στραβοτιμονιά ψυχούλα μου και μας ρίξεις σε καμιά χαράδρα.
ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΙΩΡΓΟΣ: Πρόσεξε ωρέ έρμο μην το τσιγκλάς... και μας ρίξει κατά γης και φάμ' τα μούτρα μας...
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Σωπάτε. Μη φοβόσαστε από καλό.... (ειρωνικά:) Εγώ οδηγούσα το γάιδαρο του Μητρούση που κλώτσαγε και δε φοβήθηκα. Άμα δω πως δεν μπορώ να το σταματήσω θα το ρίξω σε κανένα βράχο ή σε κανένα δέντρο... και... θα σταματήσει.... πού θα πάει. Ακούστε παιδιά όμως... Τώρα που θα περάσουμε από τις ιταλικές γραμμές να φωνάζετε... Βίβα Ντούτσε, Βίβα Καμπαλλέρο...
(Το αυτοκίνητο ξεκινάει και προχωρεί ανάμεσα από τις ιταλικές γραμμές.)
ΟΛΟΙ (φωνάζουν): Βίβα Ντούσε. Βίβα Καμπαλλέρο.
(Οι Ιταλοί αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται περί Ελλήνων και τους πυροβολούν)
ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΙΩΡΓΟΣ: Τσίγκλα το ωρέ λουμποδύτη να φύβγουμε γρήγουρα....
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (φωνάζει) Βίβα Ντούτσε αριστίνδην ανισόρροπε... Βίβα Καμπαλλέρο νεκροθάφτη...
(Κατορθώνουν και φεύγουν από τα ιταλικά πυρά)
ΤΕΛΟΣ
Διαβάστε κι αυτό:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου