Χρονιάρες μέρες που είναι, τα παραμύθια αποτελούν μια ευχάριστη ανάσα από την καθημερινότητα - αλλά κι από την τηλεόραση, που γεμίζει σωρό ταινίες (ξένες και ελληνικές) απαιτώντας να καθόμαστε μιάμιση ή και δύο ώρες στον καναπέ. Κι επειδή τις ιστορίες των αδερφών Γκριμ τις γνωρίζουμε απ' έξω κι ανακατωτά - τις περισσότερες έστω - γιατί να μην στρέψουμε το ενδιαφέρον μας σε ελληνικά παραμύθια, όπως στο παρακάτω παραμύθι από την Κρήτη, πρωταγωνιστές του οποίου δεν είναι άνθρωποι, αλλά ζώα. Όπως στους μύθους του Αισώπου, έτσι κι εδώ τα ζώα (η αλεπού και ο τρυποκάρυδος, ένα αταίριαστο φαινομενικά δίδυμο) έχουν λαλιά και συμπεριφέρονται σαν άνθρωποι, ενώ μέσα από τα παθήματά τους αντλούμε διδάγματα για τις δικές μας ζωές.
Μια φορά, ο τρυπαλός (όπως ονομάζεται ο τρυποκάρυδος στην κρητική διάλεκτο) και η αλεπού ήταν σύντεκνοι. Ύστερα γινήκανε και συζευτάδες και σπείρανε σιτάρι και σκόρδα. Σαν ξεραθήκανε πρώτα τα σκόρδα κι ήταν για μάζεμα, είπε η αλεπού στον τρυποκάρυδο:
- Αφέντη σύντεκνε, για να μη μαλώνουμε, έλα να μοιράσουμε σαν αδέρφια. Τούτη τη φορά θα πάρω εγώ τις ρίζες των εισοδημάτων μας και συ θα πάρεις το κορυφές.
- Καλά, αποκρίθηκε ο τρυπαλός, που δεν κατάλαβε την πονηριά της συντρόφισσάς του.
Έτσι, από τα σκόρδα πήρε η αλεπού τις ρίζες και ο τρυπαλός τις κορυφές. Όταν θέρισαν και το σιτάρι, πάλι έκαναν μοιρασιά. Αυτή τη φορά, πήρε ο κακομοίρης ο κακομοίρης ο τρυπαλός τις ρίζες και η αλεπού τα στάχυα. Όταν όμως γύρεψε να βρει να φάει τίποτα ο τρυπαλός, είδε πως τον γέλασε η συντέκνισσά του κι έκατσε απάνω στα πράγματά του κι έκλαιγε.
Κείνη τη στιγμή πέρασε από κοντά του ένας ψωρόσκυλος και τον ρώτησε:
- Ίντα 'χεις κουμπάρε και κλαις;
- Αχ, κουμπάρε μου, με γέλασε η συζεύτρα μου η αλεπού. Πήρε την καλή τη σοδειά και μ' άφησε τα χορτάρια!
- Άκουσέ με εμένα και θα σου τη διορθώσω την παμπόνηρη, του αποκρίθηκε ο σκύλος. Βλέπεις εκεί κάτω που περνάει εκείνος ο δρομολάτης; Οδηγάει το μουλάρι του φορτωμένο λάδι. Πέταξε κοντά του κι άρχισε να τσιμπάς το ασκί. Μόνο πρόσεξε, μη φας καμιά με τη φορτωτήρα. Κάμε αυτό που σου λέω κι έγνοια σου. Θα δεις τι θα γίνει. Εγώ φεύγω, γιατί πρέπει να πάω να μιλήσω με την αλεπού.
Ο τρυπαλός πέταξε αμέσως στο ασκί κι άρχισε να το τσιμπάει. Ο αγωγιάτης τον είδε και του έδωσε μια με το φορτωτήρα. Φεύγει ο τρυπαλός κι αρχίζει να τσιμπάει από το άλλο μέρος. Άλλη ξυλιά ο αγωγιάτης, πάλι φεύγει ο τρυπαλός.
Έτσι σε μια στιγμή ξέφυγε η φορτωτήρα από τα χέρια του αγωγιάτη, χτύπησε το ασκί και το τρύπησε. Το λάδι χύθηκε στο δρόμο, έτρεξε ο σκύλος, ήπιε όσο ήθελε, κυλίστηκε ύστερα κάτω και λαδώθηκε για τα καλά. Αμέσως έπειτα τρέχει και βρίσκει την αλεπού.
- Καλημέρα συμπεθέρα, της λέει.
- Καλημέρα, του αποκρίνεται αυτή και τον ρωτάει: Μα τι έπαθες, συμπέθερε; Λιοτρουβιάρης έγινες;
- Όχι, συμπεθέρα μου, αλλά ένας χωριάτης εδώ παρακάτω μοιράζει λάδι για τις ψυχές των πεθαμένων του.
- Πού είναι;
- Να, εκεί πιο πέρα, κάτω απ' το μεγάλο το πλατάνι.
- Ε, ας πάω κι εγώ να συγχωρέσω λίγο, λέει η αλεπού.
- Μην κουράζεσαι συμπεθέρα, της κάνει ο γεροσκύλος. Πού θα πας με τέτοια ζέστη; Συγχωρέσαμε εμείς! Κάτσε εδώ που κάθεσαι...
- Αχ, συμπέθερέ μου, δεν ξέρεις την καρδιά μου... Κάλλιο τό χω να φορτωθώ εγώ τις αμαρτίες των άλλων, παρά να μην τις συγχωρέσω! Ψυχή θα παραδώσουμε κι εμείς!...
Έτρεξε, λοιπόν, η κυρά αλεπού κατά τον αγωγιάτη, που φουρκισμένος για το χάσιμο του λαδιού του βλαστήμαγε και ξαναβλαστήμαγε, και του φώναξε:
- Ο Θεός να σου αναπάψει τους αποθαμένους, πατριώτη. Το λαδάκι που χυσες, δροσιά να γίνεις στους δικούς σου!
Ο αγωγιάτης έσφιξε τη φορτωτήρα του στα χέρια κι άναψε πιο πολύ.
- Έτσι να χυθούν και τα κακά σου! εξακολούθησε η αλεπού. Κι όσιοι πιούνε απ' το λάδι σου κι όσοι το γευτούνε, τόσα καντήλια ν' αναφτούνε στους δικούς σου!...
- Δεν φτάνει το κακό που παθα, αλλά με κοροϊδεύουν κιόλας, μουρμούρισε ο χωριάτης.
Η αλεπού το χαβά της. Άρχισε τώρα να διπλοπροσκυνάει και να λέει:
- Άνοιξε, αφέντη μου, και τ' άλλο το ασκί! Χύσε ακόμα λίγο λαδάκι για να συγχωρεθεί η ψυχούλα των αποθαμένων σου...
- Κακό χρόνο να χεις, στρίγγλα! φωνάζει ο χωριάτης, της αμολάει τη φορτωτήρα, της δίνει μια στο κεφάλι και την αφήνει μισοπεθαμένη καταγής. Έπειτα σκύβει, την παίρνει, τη δένει κι από τα τέσσερα πόδια της και την κρεμάει στ' άλογό του. Στο δρόμο, σαν συνήλθε η αλεπού λέει στον αγωγιάτη:
- Άφησέ με λεύτερη, καπετάνιε, και θα σου δώσω τόσες οκάδες σκόρδα.
- Πού τα χεις;
- Στη φωλιά μου.
- Άντε, πάμε να δούμε.
Τον πάει η αλεπού στη φωλιά της και του παραδίδει τα σκόρδα.
Ο χωριάτης της λύνει τότε τα δυο μπροστινά της πόδια και την κρεμάει από τα πισινά.
- Άφησέ με, καπετάνιε, του ξαναλέει η αλεπού, και θα σου δώσω τόσες οκάδες σιτάρι.
- Πού το χεις;
- Δω παρακάτω, σε μια τρύπα.
Τον πάει και στην άλλη φωλιά της κι άρχισε να του δίνει και το σιτάρι.
Να τότε κι ο γεροσκύλος.
- Τι κάνεις εκεί πέρα, συμπεθέρα; ρωτάει.
- Ε, τι να κάνω!... Για να συγχωρεθούν οι πεθαμένοι του αγωγιάτη από δω, δεν φτάνει το λάδι μονάχα, χρειάζεται και σιτάρι για τα κόλλυβα. Και του το δίνω... Δεν έρχεσαι πιο κοντά, συμπέθερέ μου, να συγχωρέσεις λίγο;
- Δεν είν' ανάγκη συμπεθέρα μου, ό,τι είχα να πω εγώ, το είπα στο λάδι! λέει ο σκύλος.
Βλέποντας η αλεπού πως δεν μπορούσε να βγάλει το άχτι της, αναστέναξε κι είπε, νιώθοντας δυνατούς πόνους στα πλευρά απ' το ξύλο:
- Αχ, η μαύρη!... Θέλω να ξαπλώσω μια στιγμή, συμπέθερε, γιατί με πονάει το κορμί μου από τις μετάνοιες! Να είχα λίγα άχυρα να έστρωνα!... Πού να είν' αυτός ο τρυπαλός να μου δανείσει λίγα....
Μα ο τρυπαλός δεν βρισκόταν πουθενά. Είχε τρυπώσει μέσα σ' ένα τρύπιο καρύδι κι έκανε γούστο με τα χάλια της συντέκνισσάς του, που είχε πληρώσει τις πονηριές της με το παραπάνω...
Περισσότερα ελληνικά παραμύθια:
-- Ένα λαϊκό, δημοτικό παραμύθι για την Ελληνίδα μάνα που υπεραγαπά το παιδί της
-- "Ο Θησαυρός": Ένα άγνωστο ελληνικό παραμύθι για την πραγματική αγάπη, που είναι υπεράνω των χρημάτων.
- Αφέντη σύντεκνε, για να μη μαλώνουμε, έλα να μοιράσουμε σαν αδέρφια. Τούτη τη φορά θα πάρω εγώ τις ρίζες των εισοδημάτων μας και συ θα πάρεις το κορυφές.
- Καλά, αποκρίθηκε ο τρυπαλός, που δεν κατάλαβε την πονηριά της συντρόφισσάς του.
Έτσι, από τα σκόρδα πήρε η αλεπού τις ρίζες και ο τρυπαλός τις κορυφές. Όταν θέρισαν και το σιτάρι, πάλι έκαναν μοιρασιά. Αυτή τη φορά, πήρε ο κακομοίρης ο κακομοίρης ο τρυπαλός τις ρίζες και η αλεπού τα στάχυα. Όταν όμως γύρεψε να βρει να φάει τίποτα ο τρυπαλός, είδε πως τον γέλασε η συντέκνισσά του κι έκατσε απάνω στα πράγματά του κι έκλαιγε.
Κείνη τη στιγμή πέρασε από κοντά του ένας ψωρόσκυλος και τον ρώτησε:
- Ίντα 'χεις κουμπάρε και κλαις;
- Αχ, κουμπάρε μου, με γέλασε η συζεύτρα μου η αλεπού. Πήρε την καλή τη σοδειά και μ' άφησε τα χορτάρια!
- Άκουσέ με εμένα και θα σου τη διορθώσω την παμπόνηρη, του αποκρίθηκε ο σκύλος. Βλέπεις εκεί κάτω που περνάει εκείνος ο δρομολάτης; Οδηγάει το μουλάρι του φορτωμένο λάδι. Πέταξε κοντά του κι άρχισε να τσιμπάς το ασκί. Μόνο πρόσεξε, μη φας καμιά με τη φορτωτήρα. Κάμε αυτό που σου λέω κι έγνοια σου. Θα δεις τι θα γίνει. Εγώ φεύγω, γιατί πρέπει να πάω να μιλήσω με την αλεπού.
Ο τρυπαλός πέταξε αμέσως στο ασκί κι άρχισε να το τσιμπάει. Ο αγωγιάτης τον είδε και του έδωσε μια με το φορτωτήρα. Φεύγει ο τρυπαλός κι αρχίζει να τσιμπάει από το άλλο μέρος. Άλλη ξυλιά ο αγωγιάτης, πάλι φεύγει ο τρυπαλός.
Έτσι σε μια στιγμή ξέφυγε η φορτωτήρα από τα χέρια του αγωγιάτη, χτύπησε το ασκί και το τρύπησε. Το λάδι χύθηκε στο δρόμο, έτρεξε ο σκύλος, ήπιε όσο ήθελε, κυλίστηκε ύστερα κάτω και λαδώθηκε για τα καλά. Αμέσως έπειτα τρέχει και βρίσκει την αλεπού.
- Καλημέρα συμπεθέρα, της λέει.
- Καλημέρα, του αποκρίνεται αυτή και τον ρωτάει: Μα τι έπαθες, συμπέθερε; Λιοτρουβιάρης έγινες;
- Όχι, συμπεθέρα μου, αλλά ένας χωριάτης εδώ παρακάτω μοιράζει λάδι για τις ψυχές των πεθαμένων του.
- Πού είναι;
- Να, εκεί πιο πέρα, κάτω απ' το μεγάλο το πλατάνι.
- Ε, ας πάω κι εγώ να συγχωρέσω λίγο, λέει η αλεπού.
- Μην κουράζεσαι συμπεθέρα, της κάνει ο γεροσκύλος. Πού θα πας με τέτοια ζέστη; Συγχωρέσαμε εμείς! Κάτσε εδώ που κάθεσαι...
- Αχ, συμπέθερέ μου, δεν ξέρεις την καρδιά μου... Κάλλιο τό χω να φορτωθώ εγώ τις αμαρτίες των άλλων, παρά να μην τις συγχωρέσω! Ψυχή θα παραδώσουμε κι εμείς!...
Έτρεξε, λοιπόν, η κυρά αλεπού κατά τον αγωγιάτη, που φουρκισμένος για το χάσιμο του λαδιού του βλαστήμαγε και ξαναβλαστήμαγε, και του φώναξε:
- Ο Θεός να σου αναπάψει τους αποθαμένους, πατριώτη. Το λαδάκι που χυσες, δροσιά να γίνεις στους δικούς σου!
Ο αγωγιάτης έσφιξε τη φορτωτήρα του στα χέρια κι άναψε πιο πολύ.
- Έτσι να χυθούν και τα κακά σου! εξακολούθησε η αλεπού. Κι όσιοι πιούνε απ' το λάδι σου κι όσοι το γευτούνε, τόσα καντήλια ν' αναφτούνε στους δικούς σου!...
- Δεν φτάνει το κακό που παθα, αλλά με κοροϊδεύουν κιόλας, μουρμούρισε ο χωριάτης.
Η αλεπού το χαβά της. Άρχισε τώρα να διπλοπροσκυνάει και να λέει:
- Άνοιξε, αφέντη μου, και τ' άλλο το ασκί! Χύσε ακόμα λίγο λαδάκι για να συγχωρεθεί η ψυχούλα των αποθαμένων σου...
- Κακό χρόνο να χεις, στρίγγλα! φωνάζει ο χωριάτης, της αμολάει τη φορτωτήρα, της δίνει μια στο κεφάλι και την αφήνει μισοπεθαμένη καταγής. Έπειτα σκύβει, την παίρνει, τη δένει κι από τα τέσσερα πόδια της και την κρεμάει στ' άλογό του. Στο δρόμο, σαν συνήλθε η αλεπού λέει στον αγωγιάτη:
- Άφησέ με λεύτερη, καπετάνιε, και θα σου δώσω τόσες οκάδες σκόρδα.
- Πού τα χεις;
- Στη φωλιά μου.
- Άντε, πάμε να δούμε.
Τον πάει η αλεπού στη φωλιά της και του παραδίδει τα σκόρδα.
Ο χωριάτης της λύνει τότε τα δυο μπροστινά της πόδια και την κρεμάει από τα πισινά.
- Άφησέ με, καπετάνιε, του ξαναλέει η αλεπού, και θα σου δώσω τόσες οκάδες σιτάρι.
- Πού το χεις;
- Δω παρακάτω, σε μια τρύπα.
Τον πάει και στην άλλη φωλιά της κι άρχισε να του δίνει και το σιτάρι.
Να τότε κι ο γεροσκύλος.
- Τι κάνεις εκεί πέρα, συμπεθέρα; ρωτάει.
- Ε, τι να κάνω!... Για να συγχωρεθούν οι πεθαμένοι του αγωγιάτη από δω, δεν φτάνει το λάδι μονάχα, χρειάζεται και σιτάρι για τα κόλλυβα. Και του το δίνω... Δεν έρχεσαι πιο κοντά, συμπέθερέ μου, να συγχωρέσεις λίγο;
- Δεν είν' ανάγκη συμπεθέρα μου, ό,τι είχα να πω εγώ, το είπα στο λάδι! λέει ο σκύλος.
Βλέποντας η αλεπού πως δεν μπορούσε να βγάλει το άχτι της, αναστέναξε κι είπε, νιώθοντας δυνατούς πόνους στα πλευρά απ' το ξύλο:
- Αχ, η μαύρη!... Θέλω να ξαπλώσω μια στιγμή, συμπέθερε, γιατί με πονάει το κορμί μου από τις μετάνοιες! Να είχα λίγα άχυρα να έστρωνα!... Πού να είν' αυτός ο τρυπαλός να μου δανείσει λίγα....
Μα ο τρυπαλός δεν βρισκόταν πουθενά. Είχε τρυπώσει μέσα σ' ένα τρύπιο καρύδι κι έκανε γούστο με τα χάλια της συντέκνισσάς του, που είχε πληρώσει τις πονηριές της με το παραπάνω...
Περισσότερα ελληνικά παραμύθια:
-- Ένα λαϊκό, δημοτικό παραμύθι για την Ελληνίδα μάνα που υπεραγαπά το παιδί της
-- "Ο Θησαυρός": Ένα άγνωστο ελληνικό παραμύθι για την πραγματική αγάπη, που είναι υπεράνω των χρημάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου