Αν και ο Ιούλιος Βερν παρέλειψε να συμπεριλάβει την
Ελλάδα στις στάσεις του Φιλέα Φογκ κατά την ογδονταήμερη περιπλάνησή του στον
κόσμο, ο φιλελληνισμός του Γάλλου συγγραφέα και ο θαυμασμός του για τη σύγχρονη
ελληνική ιστορία αποτυπώθηκαν κυρίως σε δύο μυθιστορήματά του: στις «Είκοσι
χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα», όπου ο καπετάνιος Νέμο, ο εκκεντρικός κατασκευαστής
του υποβρυχίου Ναυτίλος, όπως το έπλασε η φαντασία του Βερν, βοήθησε οικονομικά
τους αγώνες των Κρητικών για ανεξαρτησία από τους Οθωμανούς· εξολοκλήρου δε αφιερωμένο
σε μια πτυχή της Ελληνικής Επανάστασης και πιο συγκεκριμένα στη ναυμαχία του
Ναβαρίνου είναι το λιγότερο γνωστό «Το Αιγαίο στις φλόγες» (“L’ Archipel en Feu”), η πρώτη
δημοσίευση του οποίου στα ελληνικά προκάλεσε τις διαμαρτυρίες των Μανιατών
αναγκάζοντας το συγγραφέα να απαντήσει με δημόσια δήλωσή του, υπερασπιζόμενος
το βιβλίο του.
Το «Αιγαίο στις φλόγες», όπως επικράτησε στα ελληνικά ο
τίτλος του ξεχασμένου αυτού μυθιστορήματος, ξεκίνησε να δημοσιεύεται ως
επιφυλλίδα στη γαλλική εφημερίδα Le Temps από τις 29 Ιουνίου 1884. Δύο εβδομάδες αργότερα, από τις
2 (ή 14 με το γρηγοριανό ημερολόγιο) Ιουλίου, η – ομότιτλη της γαλλικής – αθηναϊκή
εφημερίδα Καιροί, ιδιοκτησίας του Μανιάτη στην καταγωγή Πέτρου Κανελλίδη,
ξεκίνησε τη δημοσίευση της μετάφρασης του μυθιστορήματος στα ελληνικά υπό τον
τίτλο «Το Αιγαίον εις αναστάτωσιν» σε μετάφραση της Ελένης Κανελλίδου, που ήταν
και η σύζυγος του δημοσιογράφου και ιδιοκτήτη της εφημερίδας.
Στο εισαγωγικό σημείωμα της ελληνικής εφημερίδας
αναφερόταν μεν πως το μυθιστόρημα αυτό εξιστορούσε «τα μεγάλα κατορθώματα του ιερού ημών αγώνος, του οποίου ονομαστί εξυμνεί
τους πρωτεύοντας ναυάρχους και στρατηλάτας, περιγράφει δε εν συνόψει τα ήθη
διαφόρων ελληνικών λαών και πόλεων της μεγάλης εκείνης εποχής, ιδίως δε των
Μανιατών», όμως ο εκ Μάνης καταγόμενος Κανελλίδης διέβλεπε κάποια
αμφιλεγόμενα σημεία στην – ποιητική αδεία – λογοτεχνική έμπνευση του Βερν και
προειδοποιούσε σχετικά τους αναγνώστες του: «Δυστυχώς ο διακεκριμένος συγγραφεύς, οφείλομεν να το ομολογήσωμεν, δεν
διακρίνεται επ’ ακριβεία κατά τας περιγραφάς των ηθών και των έξων (=
συνηθειών) των τότε ελλήνων· ούτε την γεωγραφίαν των ελληνικών χωρών γινώσκει
καλώς, ουδέ μετά πολλής αληθείας εξιστορεί τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της
ελληνικής επαναστάσεως. Συγχέει ενίοτε πρόσωπα και πράγματα· των εθίμων, της
γλώσσης και του χαρακτήρος των Μανιατών εσφαλμένην έχει ιδέαν, και τους υπέρ
της πατρίδος αγώνας αυτών συκοφαντεί υπ’ αγνοίας, παρασυρόμενος υπό
πεπαλαιωμένων και ελεεινώς εσφαλμένων προλήψεων [..]».
Το άρθρο, ωστόσο, υπενθύμιζε ότι το
μυθιστόρημα, το οποίο περιέγραφε ως «τερπνόν
και ωφέλιμον», είχε ως κύριο μέλημα «την
φαντασιώδη του μύθου πλοκή» και όχι την ακρίβεια των ιστορικών γεγονότων,
ενώ διέκρινε έναν «άδολο φιλελληνισμό»
στην καρδιά του συγγραφέα, η φαντασία του οποίου είχε επηρεαστεί «υπό του ενθουσιασμού, ον εμπνέουσιν αυτώ η
ευγένεια και το μεγαλείον των ελληνικών εντυπώσεων».
Παρά τις προειδοποιήσεις και την παράλληλη δικαιολόγηση
κάποιων τραβηγμένων περιγραφών του Ιουλίου Βερν, που εν πολλοίς παρουσίαζε ως
πειρατές τους κατοίκους του Οιτύλου, απ’ όπου καταγόταν ο ήρωας του μυθιστορήματος,
Νικόλαος Στάρκος, οι αντιδράσεις δεν έλλειψαν, αν και με κάποιους μήνες
καθυστέρησης.
ΟΙ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, οι Οιτυλιώτες συγκεντρώθηκαν
σε λαϊκή συνέλευση και ύστερα από ανοιχτές ψηφοφορίες υιοθέτησαν δύο ψηφίσματα
διαμαρτυρίας, τα οποία μάλιστα προσυπέγραψε και ο δήμαρχος του χωριού. Το ένα
είχε τις υπογραφές 294 κατοίκων, οι οποίοι διαμαρτύρονταν «κατά των ψεμάτων»
του μυθιστορήματος, σημειώνοντας ότι «κανένας Οιτυλιώτης δεν είχε ατιμαστεί
κατά τη διάρκεια του πολέμου για την ανεξαρτησία παίρνοντας μέρος σε πράξεις
πειρατείας, που από το Γάλλο συγγραφέα αποδίδονται σ’ αυτόν το Στάρκο, το όνομα
του οποίου είναι εντελώς άγνωστο στους Οιτυλιώτες». Το δεύτερο ψήφισμα είχε τις
υπογραφές 330 γυναικών οι οποίες εξέφραζαν την αντίθεσή τους «στον ελάχιστο
πατριωτισμό της κυρίας Ελένης Κανελλίδου, η οποία τόλμησε να μεταφράσει στα
ελληνικά το διαβόητο μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν και να το δημοσιεύσει» στην
εφημερίδα του συζύγου της.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους Καιρούς, όταν το θέμα πήρε
διαστάσεις και απασχόλησε τον ελληνικό και το γαλλικό τύπο τον Απρίλιο του
1885, στην πραγματικότητα δεν έγιναν μαζικές λαϊκές συνελεύσεις, αλλά η
πρωτοβουλία των δύο ανωτέρω ψηφισμάτων ανήκε σ’ έναν – κατά την εφημερίδα – «ακαταλόγιστο παλαβό», που ονομαζόταν
Ηλίας Ζαγκλής ή Στεφανόπουλος, ο οποίος μάλιστα ζούσε επί είκοσι χρόνια στην
Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου και διατηρούσε βιβλιοπωλείο. Σύμφωνα με τους
Καιρούς, το κίνητρο του Ζαγκλή ήταν «να
αξιωθή της ευμενείας του κ. Τρικούπη και επομένως να λάβη προξενικόν τι
πρακτορείον, όπως πληρώση κενόν στόμαχον, διασύρων και υβρίζων όχι μόνον τον
κύριον, αλλά και την κυρίαν Κανελλίδου»!
Για την ιστορία πρέπει να διευκρινιστεί ότι η εφημερίδα
του Κανελλίδη αντιπολιτευόταν σταθερά και εμφατικά τις πολιτικές του Χαρίλαου
Τρικούπη, παρότι ήταν εκείνη που είχε δημοσιεύσει το ιστορικό άρθρο «Τις πταίει» του
Μεσολογγίτη πολιτικού στις 29 Ιουνίου 1874, το οποίο συνέβαλε καθοριστικά στην
εδραίωση του κοινοβουλευτισμού στη χώρα εξαναγκάζοντας το βασιλιά να σέβεται
εφεξής – αν και όχι πάντα με την ίδια αξιοπιστία – την αρχή της δεδηλωμένης.
Κατά την εκδοχή της εφημερίδας, ο Ζαγκλής συνέταξε μόνος
του τα δύο ψηφίσματα και τα έστειλε στο Οίτυλο μέσω του αδερφού του,
προκειμένου να μπουν οι υπογραφές των κατοίκων της περιοχής, χωρίς όμως να
πραγματοποιηθούν τα περιβόητα συλλαλητήρια. Στη συνέχεια τα απέστειλε στον Βερν
«δι’ επιστολής μεστής χυδαίων ύβρεων»,
ενώ παράλληλα τα δημοσίευσε σε ελληνικές και γαλλικές εφημερίδες της
Αλεξάνδρειας, «διότι προς τοις άλλοις
προσβάλλει τον εγκέφαλον αυτού η μονομανία της επιδείξως».
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
Ανεξάρτητα από το ποια από τις δύο εκδοχές σχετικά με τις
συνθήκες σύνταξης και υπογραφής των δύο ψηφισμάτων ήταν η αληθινή, τα ψηφίσματα
αυτά υπήρχαν και όντως είχαν σταλεί στον Ιούλιο Βερν, ο οποίος αισθάνθηκε την
ανάγκη ν’ απαντήσει δημόσια. Η απαντητική επιστολή του με ημερομηνία 16
Απριλίου 1885 δημοσιεύτηκε στη γαλλική εφημερίδα Le Temps δυο μέρες αργότερα.
«Είμαι συγγραφέας, ωστόσο φροντίζω να βασίζομαι στα πλέον
σοβαρά έγγραφα» ήταν η ουσία της απάντησης του Βερν, ο οποίος παρέθετε
αποσπάσματα από δύο βιβλία της εποχής, που έκαναν αναφορές στο φαινόμενο της
πειρατείας στο Αιγαίο. Ειδικότερα, στο «Univers pittoresque» των εκδόσεων Didot (βιβλίο του 1841 με συγγραφέα το Louis Dubeux), στον
τόμο που ήταν αφιερωμένος στην Ελλάδα, μνημονευόταν το πειρατικό παρελθόν του
Μιαούλη, ενώ αναφερόταν ότι «η πειρατεία, που είχε εξαφανιστεί κατά τους τρεις
πρώτους χρόνους του πολέμου, αναγεννήθηκε μετά τις καταστροφές των Ψαρρών και
της Κάσσου, και δεν ασκείτο πλέον μόνο σε βάρος των Τούρκων».
Εξάλλου, ειδικά για την περιοχή της Μάνης, ο Βερν
επικαλέστηκε το βιβλίο «Tour du Monde» του Henri Belle. Ο Μπελ είχε επισκεφτεί την άκρη της Μάνης, την περιοχή των
Κακοβουνιωτών, «των οποίων το όνομα και μόνο αποτελούσε φόβητρο για τους
ναυτικούς», καθώς αυτοί ήταν «οι μεγαλύτεροι πειρατές που είχε βγάλει η
ελληνική γη». Στο βιβλίο του Μπελ μάλιστα, όπως ο Βερν παρέπεμπε, σημειωνόταν
ότι «το κέντρο του πληθυσμού, το πιο σημαντικό και το πιο πολιτισμένο [μέρος]
αυτής της ακτής ήταν το Οίτυλο... Το λιμάνι είναι το πιο βαθύ και το πιο
σίγουρο όλης της χώρας. Για πολύ καιρό χρησίμευσε στους πειρατές ως καταφύγιο.
Προτού ο πολιτισμός τους υποχρεώσει να γίνουν ψαράδες, οι θαλασσινοί του
Οιτύλου ήταν γνωστοί για την τόλμη και τη σκληρότητά τους».
Και ο Βερν κατέληγε, μετά από την παράθεση των παραπάνω
πηγών: «Μου φαίνεται ανώφελο να επεκταθώ περισσότερο σ’ αυτές τις παραπομπές
και να επιμείνω στην αξία αυτών των εγγράφων, παρατηρώντας ότι απέδωσα μεγάλες
τιμές στον πατριωτισμό των Μανιατών κατά την πάλη τους εναντίον των Τούρκων.
Δεν μου μένει παρά να ευχαριστήσω την κυρία Κανελλίδου, η οποία μετέφρασε και
δημοσίευσε στην εφημερίδα Καιροί ένα μυθιστόρημα, που είναι όλο προς τιμή της
Ελλάδας και των ηρώων του πολέμου της ανεξαρτησίας».
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Τι έγραφε όμως στο μυθιστόρημά του ο Βερν, που μπορεί να
ενόχλησε τόσο πολύ τους κατοίκους του Οιτύλου; Βασισμένος στη μετάφραση της
Ελένης Κανελλίδου, την οποία προσαρμόζω στη δημοτική, δίνω μια μικρή ιδέα παραθέτοντας
την αρχή του μυθιστορήματος, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καιροί στις 02.07.1885.
Χωρίς να συμμερίζομαι την υπερευαισθησία πολλών συμπατριωτών μας, οι οποίοι
κινδυνεύουν από εγκεφαλικό όποτε αντιλαμβάνονται μια αρνητική περιγραφή που
αφορά Έλληνες, θα συμβούλευα. όσους έχετε αυτήν την τάση, να μην διαβάσετε το
παρακάτω απόσπασμα, αν δεν έχετε πάρει πρώτα ένα υπογλώσσιο.
Γράφει, λοιπόν, ο Βερν στο πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματός
του:
«Τη δεκάτη ογδόη Οκτωβρίου 1827, γύρω στις πέντε το
απόγευμα, μικρό ελληνικό πλοίο μάζευε τα ιστία, για να καταπλεύσει, πριν
νυχτώσει, στο λιμάνι του Οιτύλου, που βρίσκεται στον κόλπο της Μεσσηνίας». Αυτή
είναι η πρώτη πρόταση του βιβλίου, που συνέχιζε με μια αναφορά στη γεωγραφία
της περιοχής και ακολουθούσαν τα πρώτα επίμαχα αποσπάσματα:
«Κατά την εποχή αυτή, η θρησκεία στην Ελλάδα ήταν ακόμη
ένα περίεργο κράμα ειδωλολατρικών μύθων και δογμάτων του χριστιανισμού. Πολλοί
των πιστών πίστευαν στις θεές της αρχαιότητας ως αγίες της νέας θρησκείας. Τώρα
ακόμη, όπως παρατήρησε ο Ερρίκος Μπελ, “συγχέουν τους ημίθεους με τους αγίους,
τις νύμφες των κοιλάδων με τους αγγέλους του παραδείσου, επικαλούμενοι εξίσου
τις Σειρήνες, τις Ερινύες και την Παναγία”. Από εδώ προέρχονται ορισμένα
παράδοξα θρησκευτικά έθιμα, ανωμαλίες που προκαλούν το γέλιο, και ενίοτε το
ιερατείο, το αρκετά ανίκανο να διαφωτίσει το χάος αυτό, το λίγο ορθόδοξο.
Κατά το πρώτο τέταρτο του παρόντα αιώνα προπάντων –
παρήλθαν πενήντα χρόνια από την εποχή, κατά την οποία ξεκινάει η ιστορία αυτή –
το ιερατείο της ελληνικής χερσονήσου ήταν ακόμα μάλλον αμαθές και οι μοναχοί
αμέριμνοι, αφελείς, προσηνείς, “καλά παιδιά”, φαίνονταν πολύ λίγο ικανοί να
ποδηγετήσουν ένα λαό φύσει δεισιδαίμονα.
Και οι καλόγεροι εκείνοι μακάρι να ήταν μόνο αμόρφωτοι!
Αλλά σε ορισμένα μέρη της Ελλάδας, προ πάντων στα άγρια μέρη της Μάνης,
επαιτώντας χαμερπώς τις δραχμές, τις οποίες έριχναν σ’ αυτούς ενίοτε
φιλάνθρωποι περιηγητές, έχοντας μόνη ασχολία να δίνουν στους πιστούς ορισμένες
απόκρυφες εικόνες αγίου για να φιλούν ή να διατηρούν την καντήλα μιας αγίας
πανουργίας, απελπισμένοι από τα λίγα ωφελήματα, που τους προσέφεραν οι
εξομολογήσεις, οι κηδείες και οι βαφτίσεις. Αυτοί οι φτωχοί άνθρωποι, που
προέρχονταν άλλωστε από τον όχλο της τελευταίας τάξης, δεν αποστρέφονταν
καθόλου το επάγγελμα των ενεδρευτών – και τι ενεδρευτών! – για λογαριασμό των
κατοίκων της παραλίας.
Έτσι οι ναύτες του Οιτύλου, ξαπλωμένοι στο λιμάνι κατά
τον τρόπο των Λαζαρόνων της Νάπολης, οι οποίοι απαιτούν ώρες αναπαύσεως μετά
από εργασία λίγων στιγμών, σηκώθηκαν, όταν είδαν έναν από αυτούς του καλόγερους
να κατεβαίνει γρήγορα προς το χωριό κουνώντας τα χέρια του.
από την εικονογράφηση του Λεονά Μπενεττά για το "L' Archipel en Feu" (Οκτώβριος 1884) |
Ο καλόγερος είχε ηλικία πενήντα έως πενήντα πέντε ετών·
ήταν όχι απλά χονδρός, αλλά και παχύς, από το πάχος εκείνο, το οποίο παράγει η
έλλειψη εργασίας, ενώ η πονηρή φυσιογνωμία του ενέπνεε μέτρια εμπιστοσύνη.
- Ε! παπά, τι τρέχει; φώναξε ένας από τους ναύτες
τρέχοντας προς το μέρος του.
Ο Οιτυλιώτης μιλούσε με τόνο ένρινο, οδηγώντας στο
συμπέρασμα ότι ο Νάσονας (= λογοπαίγνιο με τη λέξη, που σημαίνει κάτι σαν «μυτάς»)
ήταν απόγονος των Ελλήνων, και στη μανιάτικη αυτή διάλεκτο, όπου συμφύρονται η
ελληνική, η τουρκική, η ιταλική και η αλβανική, ως εάν αυτή [σ.σ. η διάλεκτος]
υπήρχε κατά τους χρόνους του πύργου της Βαβέλ.
- Μήπως οι αράπηδες του Ιμπραήμ έπιασαν τα βουνά του
Ταΰγετου; ρώτησε ένας άλλος ναύτης, κάνοντας ένα σχήμα αδιαφορίας, το οποίο
υποδήλωνε πολύ λίγο πατριωτισμό.
- Τουλάχιστον να μην είναι φραντσέζοι, τους οποίους δεν
ξέρουμε τι να κάνουμε, απάντησε ο πρώτος.
- Είναι παλικάρια! επανέλαβε κάποιος τρίτος.
Και η απάντηση αυτή έδειχνε πόσο ο ιερός αγώνας της Ελλάδας
τότε, στην πιο τρομερή του περίοδο, λίγο ενδιέφερε τους ιθαγενείς αυτούς της έσχατης
άκρης της Πελοποννήσου, οι οποίοι είναι πολύ διαφορετικοί από τους βόρειους
Μανιάτες, που τόσο λαμπρά αναδείχθηκαν κατά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας.
Αλλά ο χοντρός καλόγερος δεν μπορούσε ν’ απαντήσει ούτε στη
μία ούτε στην άλλη ερώτηση. Φούσκωσε κατεβαίνοντας γρήγορα τον απότομο γκρεμό.
Το ασθματικό του στήθος άσθμαινε. Ήθελε να μιλήσει, αλλά δεν μπορούσε.
Τουλάχιστον ένας από τους προγόνους του στην Ελλάδα, ο στρατιώτης του Μαραθώνα,
προτού πέσει νεκρός, είχε μπορέσει ν’ αναγγείλει τη νίκη του Μιλτιάδη. Αλλά δεν
επρόκειτο πλέον περί του Μιλτιάδη μήτε περί του πολέμου των Αθηναίων και των
Περσών. Μόλις που ήταν Έλληνες αυτοί οι άγριοι κάτοικοι της έσχατης άκρης της Μάνης.
- Ε! λέγε λοιπόν, παπά! Ανέκραξε γέρος ναύτης, καλούμενος
Κώτσος, ο πιο ανυπόμονος απ’ όλους, σαν να μάντευε εκείνο που ερχόταν ν’
αναγγείλει ο μοναχός.
Αυτός κατόρθωσε επιτέλους να επαναφέρει την αναπνοή του.
Έπειτα, υψώνοντας το χέρι του προς τον ορίζοντα:
- Φαίνεται καράβι, είπε.
Και σ’ αυτές τις λέξεις,
όλοι οι αργοί σηκώθηκαν, χτύπησαν τα χέρια και έτρεξαν προς το βράχο, που
βρισκόταν πάνω από το λιμάνι. Από εκεί το βλέμμα τους μπορούσε να περιβάλει τη
θάλασσα σε μεγαλύτερη έκταση.
Ένας ξένος θα πίστευε ότι η κίνηση αυτή προκλήθηκε από το
ενδιαφέρον, το οποίο κάθε πλοίο ερχόμενο από το ανοιχτό πέλαγος εμπνέει
φυσιολογικά στους ναύτες τους αφοσιωμένους στα της θάλασσας. Δεν συνέβαινε κάτι
τέτοιο, ή μάλλον εάν κάποιο ζήτημα ενδιαφέροντος μπορούσε να ξεσηκώσει τους ιθαγενείς
αυτούς, ήταν ένα όλως ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Πράγματι, κατά τη στιγμή που γράφεται – και όχι κατά τη
στιγμή που διαδραματίστηκε – η ιστορία αυτή, η Μάνη είναι ακόμη μια ιδιαίτερη
χώρα στο μέσο της Ελλάδας, η οποία έγινε και πάλι ανεξάρτητο βασίλειο με τη
θέληση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, όσων υπέγραψαν τη συνθήκη της Ανδριανουπόλεως
το έτος 1829. Οι Μανιάτες, ή μάλλον εκείνοι που φέρουν αυτό το όνομα, ζουν στα
προεξέχοντα εκείνα ακρωτήρια μεταξύ του Λακωνικού και του Μεσσηνιακού κόλπου,
μένουν ακόμη ημιβάρβαροι, μεριμνώντας περισσότερο για τη δικιά τους ελευθερία
παρά για την ελευθερία της ίδιας τους της χώρας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η
ακρότατη αυτή γλώσσα του κάτω Μωριά υπήρξε καθ’ όλους σχεδόν τους αιώνες
ανυπότακτη στον ζυγό. Ούτε οι Τούρκοι γενίτσαροι ούτε οι Έλληνες χωροφύλακες
μπόρεσαν να δαμάσουν τους κατοίκους της. Αγαπούν τις έριδες, είναι
φιλεκδικητικοί και μεταβιβάζουν, όπως οι Κορσικανοί, τα οικογενειακά μίση, τα
οποία δεν σβήνουν παρά μόνο διά του αίματος, πλιατσικολόγοι εκ καταγωγής. [...]».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου