Εν όψει των πρώτων δοκιμαστικών
τηλεοπτικών μεταδόσεων από την αμερικανική RCA με κέντρο εκπομπής το Λυκαβηττό το Δεκέμβριο του 1953, κυκλοφόρησαν στο
εμπόριο οι πρώτες τηλεοπτικές συσκευές, οι οποίες όμως κόστιζαν μια περιουσία.
Πέντε χρόνια μετά, οι τηλεοράσεις εξακολουθούσαν να είναι πανάκριβες (8000
δραχμές μια συσκευή με οθόνη 43 εκατοστών και 11000 δρχ, όσο ένα ηλεκτρικό
ψυγείο, μια συσκευή με οθόνη 53 εκατοστών), ενώ η λειτουργία ενός ελληνικού
τηλεοπτικού σταθμού εξακολουθούσε να αποτελεί μακρινό όνειρο. Δημοσίευμα της Ακροπόλεως
τον Οκτώβριο του 1958 ισχυριζόταν ότι στην Ελλάδα υπήρχαν συνολικά 17
τηλεοπτικοί δέκτες, εκ των οποίων οι 15 βρίσκονταν στην Κέρκυρα και οι 2 στην
Κάτω Αχαΐα. Λογικά δεν είχε νόημα να έμπαινε κάποιος στη διαδικασία να ξόδευε
ιλιγγιώδη ποσά για ν’ αγοράσει μια συσκευή που δεν θα χρησιμοποιούσε στο άμεσο
μέλλον, αλλά δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι όντως οι κάτοχοι τηλεοράσεων
στην ελληνική επικράτεια ήταν μόλις 17. Αντίθετα, το σίγουρο είναι ότι οι
συγκεκριμένοι 17 κάτοχοι τηλεοράσεων σε Κέρκυρα και Κάτω Αχαΐα μπορούσαν να
παρακολουθήσουν τηλεοπτικά προγράμματα μέσω των συσκευών τους, μόνο που αυτά
δεν μιλούσαν ελληνικά, αλλά ιταλικά!
Το 1958 δεν μπορούσε να υπάρχει
δορυφορική τηλεόραση, εφόσον δεν υπήρχαν καν δορυφόροι. Όμως η ατμόσφαιρα ήταν
τόσο καθαρότερα – συγκριτικά με σήμερα – αναφορικά με τα εκπεμπόμενα
ραδιοκύματα, ώστε σε ορισμένες περιοχές ήταν δυνατή η λήψη τηλεοπτικών σημάτων από
το εξωτερικό.
Η ανακάλυψη έγινε τυχαία, όταν ένας
Έλληνας της Αμερικής έστειλε στους συγγενείς του στην Κέρκυρα ένα δέκτη
τηλεοράσεως. Εκείνοι απευθύνθηκαν σε ειδικούς θέλοντας να μάθουν αν μπορούσαν
να χρησιμοποιήσουν τη συσκευή με κάποιον τρόπο, όμως η απάντηση ήταν κατ’ αρχάς
αρνητική. Η Ελλάδα δεν διέθετε πομπούς μετάδοσης τηλεοπτικού σήματος, ενώ ο
κοντινότερος πομπός βρισκόταν στο Μπάρι της Ιταλίας σε απόσταση μεγαλύτερη από
50 χιλιόμετρα, που θεωρούταν ως το ανώτερο δυνατό όριο λήψης ενός εκπεμπόμενου
τηλεοπτικού σήματος. Μόνο που μια απλή δοκιμή από περιέργεια απέδειξε ότι οι
τεχνικοί είχαν πέσει έξω στους υπολογισμούς τους, καθώς η τηλεόραση λάμβανε κανονικά
το ιταλικό σήμα και κάπως έτσι η τηλεόραση διαδόθηκε στην Κέρκυρα, με τους Κερκυραίους
να παρακολουθούν το τηλεοπτικό πρόγραμμα της RAI
από το 1958. Αν όμως οι
Κερκυραίοι λάμβαναν το ιταλικό τηλεοπτικό σήμα, δεν θα μπορούσε να συμβαίνει το
ίδιο και σε άλλες περιοχές της Δυτικής Ελλάδας;
Ο ραδιοηλεκτρολόγος της Siemens, Τάκης Μιχόπουλος, σκέφτηκε να κάνει μια δοκιμή
στην Πάτρα. Εκτιμώντας όμως ότι τα βουνά της Αιτωλοακαρνανίας θα συνιστούσαν
φυσικά εμπόδια στη λήψη των κυμάτων της τηλεόρασης, που μεταδίδονταν σε ευθείες
γραμμές, σκέφτηκε να πάρει τα βουνά. Κουβάλησε, λοιπόν, έναν τηλεοπτικό δέκτη
στο ύψωμα Ράχη της Κάτω Αχαΐας, όπου για καλή του τύχη υπήρχε ένα καφενείο, που
διέθετε ηλεκτρικό ρεύμα. Ο καφετζής κοίταζε απορημένος το
Μιχόπουλο και τους συνεργάτες του να τοποθετούν την τηλεόραση σ’ ένα τραπέζι
και παράλληλα ν’ απλώνουν τα σύρματα της κεραίας. Ξαφνικά, η τηλεόραση άρχισε
να μεταδίδει σε εικόνα την κηδεία του Πάπα.
«Σπάνια έχω δει τόσο καθαρά
τηλεόραση» θυμόταν ο Μιχόπουλος μιλώντας στο δημοσιογράφο της εφημερίδας
Ακρόπολις στις 26 Οκτωβρίου 1958, ενώ δεν παρέλειψε να περιγράψει την
αναστάτωση που προκλήθηκε στο χωριό και στην ευρύτερη περιοχή από αυτό το
πρωτόφαντο θέαμα. «Ο καφετζής τα έχασε, άρχισε να φωνάζει και σε λίγα λεπτά από
το χωριό έτρεξαν όλοι οι κάτοικοι. Τέτοια ήταν η εντύπωση που προεκλήθη, ώστε
καθώς η εκφορά της σορού του Πάπα προχωρούσε και χτυπούσαν οι καμπάνες του
Κατέλ Γκοντόλφο, οι γυναίκες του χωριού έκαναν το σταυρό τους. Το ευχάριστο νέο
μετεδόθη στην Πάτρα, έφτασαν και άλλοι περίεργοι που πρόλαβαν τη συνέχεια του
προγράμματος, δηλαδή της σκηνής της εκτοξεύσεως του αμερικανικού δορυφόρου στη
σελήνη»!
Ο Μιχόπουλος πρότεινε να στηνόταν σταθμός αναμετάδοσης
στο σημείο εκείνο, που θα επέτρεπε στους Πατρινούς και στους κατοίκους της ευρύτερης
περιοχής να παρακολουθούν την ιταλική – έστω – τηλεόραση, ενώ κάτι αντίστοιχο
θα μπορούσε να γινόταν και στο Χορτιάτη για την αναμετάδοση του τηλεοπτικού
σταθμού των Σκοπίων, η λειτουργία του οποίου είχε ξεκινήσει πριν από σύντομο
χρονικό διάστημα.
Η ελληνική κυβέρνηση δεν έσπευσε να υιοθετήσει το σκεπτικό αυτό, που πρακτικά δεν θα ωφελούσε σε κάτι περισσότερο πέραν της ικανοποίησης της έμφυτης περιέργειας των πολιτών για την τηλεόραση, γύρω από την οποία πολλά διάβαζαν κατά καιρούς στις εφημερίδες. To 1959 μετά από διαγωνισμό κατακυρώθηκε σχετική σύμβαση για εγκατάσταση τηλεόρασης στην Ελλάδα με την ιαπωνική Nippon Electric, από την οποία όμως υπαναχώρησε τελικά η ελληνική πλευρά. Ο επόμενος διαγωνισμός πραγματοποιήθηκε μόλις το Σεπτέμβριο του 1963, η υλοποίηση του οποίου θα γινόταν σταδιακά και σε βάθος δεκαετίας. Πράγματι, όταν το Φεβρουάριο του 1966 ξεκίνησε η εκπομπή του τηλεοπτικού προγράμματος του ΕΙΡ, το σήμα του σταθμού λάμβαναν μόνο οι κάτοικοι ορισμένης ζώνης της πρωτεύουσας, ενώ περιορισμένη εμβέλεια είχε το σήμα και του τηλεοπτικού σταθμού που λειτουργούσε στη Θεσσαλονίκη, με πομπό μέσα στην πόλη!, ήδη από το Σεπτέμβριο του 1965.
Κάτι σχετικό που μπορεί να σας ενδιαφέρει:
-- Οι πρώτες δοκιμαστικές τηλεοπτικές εκπομπές στην Ελλάδα το Δεκέμβριο του 1953
Κάτι σχετικό που μπορεί να σας ενδιαφέρει:
-- Οι πρώτες δοκιμαστικές τηλεοπτικές εκπομπές στην Ελλάδα το Δεκέμβριο του 1953
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου