«Κλαγγή πολεμιστήριος αντηχεί καθ’ όλην την χώραν. Τα σασεπώ και τα γκρα
ξεκρεμώνται από τους τοίχους, τα ξίφη καθαρίζονται και ακονίζονται, η μπάλαις
των τουρκοφάγων προγόνων προσελκύουν τα βλέμματα των υιών, και μερικοί
θυμοειδείς οινοπώλαι ανοίγουν τους πύρους των βαρελλίων των και χύνουν τα
κρασιά των ως θυσίαν αινέσεως εις τον αλλοπρόσαλλον Άρην. Αι πύλαι του Ιανού
ανοίγονται τέλος πάντων και διά τους Έλληνας και η ειρήνη, η χαύνος, η
ανδροφόνος, η γαγγραινώδως ειρήνη, παρέρχεται ίνα φυτρώση εις την θέσιν της το
άνθος του πολέμου με τα αιματώδη αυτού πέταλα». Έτσι – σε γλώσσα
καθαρεύουσα και με μια περίεργη σε ορισμένα σημεία ορθογραφία – άρχιζε το κύριο
άρθρο της εφημερίδας Ακρόπολις στις 3 Μαΐου 1895 αποτυπώνοντας επακριβώς τον
πολεμικό πυρετό που είχε καταλάβει σημαντική μερίδα Ελλήνων τις προηγούμενες
δύο εβδομάδες. Μόνο που ο σκοπός τους δεν ήταν η απελευθέρωση των αλύτρωτων
αδερφών τους και εχθρός δεν ήταν οι Οθωμανοί, αλλά οι... Μαλαγάσιοι – αλλιώς,
οι κάτοικοι της Μαδαγασκάρης!
«Εις την Μαδαγασκάρην! Εις την Μαδαγασκάρην! Η νέα πολεμική ιαχή αντηχεί
εις τας Αθήνας, αντηχεί εις τας επαρχίας, αντηχεί εις τας υποδούλους επαρχίας.
Είνε η μαγευτική λέξις ήτις ηλέκτρισε και ενεθουσίασεν όχι πέντε όχι δέκα, αλλά
χιλιάδας Ελλήνων, των οποίων η ζωηρά φαντασία τις οίδε με ποία ωραία χρώματα
και με ποία χρυσά όνειρα θα περιβάλλη την μαγικήν εκείνην μεγαλόνησον, εκεί εις
την ανατολική εσχατιάν της Αφρικής! Εις την Μαδαγασκάρην! [..] Και
εγκαταλείπουσι τας εργασίας των γεωργοί και εργατικοί άνθρωποι, κινούμενοι όχι
από υλικόν συμφέρον, διότι ουδένα θα λαμβάνωσι μισθόν, αλλ’ εξ ενθουσιασμού και
εκ φιλοπολέμου αισθήματος, ενθουσιασμού ακατανοήτου». Αυτά τα αποσπάσματα
από εκτενές δημοσίευμα της εφημερίδας Ακρόπολις στις 29 Απριλίου 1895 είχαν ήδη
δώσει τον τόνο του πυρετού που κατέλαβε εκατοντάδες - αν όχι χιλιάδες - Έλληνες,
οι οποίοι με όλα τα σωστά τους ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν τα πάντα και να
ρισκάρουν τις ζωές τους όχι για κάποιον εθνικό σκοπό, αλλά για να πολεμήσουν
στη Μαδαγασκάρη στο πλευρό των Γάλλων, που επιθυμούσαν να καταστήσουν το μεγάλο
αυτό νησί ακόμα μία γαλλική αποικία. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ο Απρίλιος του 1895 ήταν ένας αρκετά ενδιαφέρων μήνας.
Στις 16 Απριλίου πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες εκλογές μετά τη χρεωκοπία του
1893, που οδήγησαν στη συντριπτική ήττα του τρικουπικού κόμματος, με το Χαρίλαο
Τρικούπη να μην εκλέγεται καν βουλευτής, ενώ στην Κύπρο, που από το 1878
αποτελούσε βρετανικό προτεκτοράτο, εκδηλώθηκαν για πρώτη φορά συλλαλητήρια κατά
της βαριάς φορολογίας, που είχαν επιβάλει οι Βρετανοί, με παράλληλο αίτημα την
ένωση του νησιού με την Ελλάδα.
Οι πρώτες σχετικές πληροφορίες
δημοσιεύτηκαν στον αθηναϊκό τύπο στις 8 Απριλίου (πάντα σύμφωνα με το παλαιό
ημερολόγιο, που ίσχυε τότε). Αναπόφευκτα, η πολιτική τάξη της χώρας
ενδιαφερόταν περισσότερο για την εκλογική αναμέτρηση της 16ης
Απριλίου και για τη διαχείριση του νέου πολιτικού τοπίου, όπως
διαμορφώθηκε μετά τις εκλογές και τη συντριπτική ήττα του τρικουπικού κόμματος,
ώστε δεν ασχολήθηκε με το κυπριακό ζήτημα ούτε για τα τυπικά. Άλλωστε, υπήρχαν
ήδη αρκετά ανοιχτά εθνικά θέματα με πρώτο και καλύτερο το κρητικό ζήτημα, που
δυο χρόνια αργότερα θα οδηγούσε στον «ατυχή» ελληνοτουρκικό πόλεμο, ενώ σταθερά
ζωηρό ήταν το ενδιαφέρον για τον ελληνισμό της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Και
βέβαια η Κύπρος ήταν ακόμα πολύ μακριά γεωγραφικά για το μικρό ελληνικό κράτος της
εποχής, που περιοριζόταν στη Στερεά, την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία, την Άρτα, τα
Επτάνησα και τις Κυκλάδες.
Ενώ όμως θα περίμενε κανείς την
εκδήλωση ενός θερμότερου ενδιαφέροντος από την πλευρά των πολιτών, αυτή
περιορίστηκε ουσιαστικά στη συνάθροιση φοιτητών στην αίθουσα της Φιλολογικής
Σχολής του Πανεπιστημίου μέσα σε πανηγυρικό κλίμα και στην έκδοση ενός
ψηφίσματος υπέρ της ένωσης. Αντίθετα, η είδηση που – ίσως να μην συγκίνησε
περισσότερο, αλλά – προκάλεσε πιο ενθουσιώδεις αντιδράσεις, ήταν η εκστρατεία
των Γάλλων, οι οποίοι είχαν βάλει στόχο να υποτάξουν τη Μαδαγασκάρη, αυτό το
μεγάλο σε έκταση νησί της νότιας Αφρικής, για να το καταστήσουν γαλλική
αποικία.
Για την ιστορία πρέπει
να καταγραφεί ότι θεωρητικά η Μαδαγασκάρη αποτελούσε γαλλικό προτεκτοράτο
από το 1890, όμως η επίμονη άρνηση της βασίλισσας Ραναβαλόνα να αναγνωρίσει το
καθεστώς αυτό, οδήγησε τους Γάλλους στην απόφαση να επιβάλλουν την ισχύ τους διά
της βίας με μια εκστρατεία που ξεκίνησε από τα τέλη του 1894 και κατέληξε στη
μετατροπή της Μαδαγασκάρης σε γαλλική αποικία το 1897.
Στις 13 Απριλίου, παραμονές των
εκλογών και παρά τον πολιτικό φανατισμό της εποχής, η εφημερίδα Καιροί έγραψε
για την πρωτοβουλία σαράντα Αθηναίων να συναντηθούν με τον πρόξενο της Γαλλίας
ζητώντας να καταταχθούν ως εθελοντές στο γαλλικό στρατό που θα εκστράτευε στη
Μαδαγασκάρη. Θα μπορούσε βέβαια να μιλήσει κανείς για μια τρέλα μικρής ομάδας
πληθυσμού, που ενήργησε αυθόρμητα, παρασυρόμενη από υπέρμετρο φιλογαλλισμό και
μια ιδιαίτερα πολεμόχαρη διάθεση. Αυτή όμως ήταν μόνο η αρχή!
Στις 6 το απόγευμα της 15ης
Απριλίου, πολλοί νέοι συγκεντρώθηκαν στο Στάδιο με σκοπό να οργανώσουν καλύτερα
την προσπάθειά τους συντάσσοντας αναφορά, την οποία επέδωσαν στη γαλλική
πρεσβεία αναμένοντας – ουσιαστικά έχοντας ήδη προεξοφλήσει – θετική απάντηση
της γαλλικής κυβέρνησης, ώστε να πολεμήσουν στη Μαδαγασκάρη στο πλευρό του
γαλλικού στρατού υπέρ της υποδούλωσης του νησιού! Λίγες μέρες αργότερα ακολούθησε
νέα συγκέντρωση περίπου 200 ενθουσιωδών εθελοντών, οι οποίοι φιλοδοξούσαν να
αποτελέσουν το «Σώμα των Ελλήνων εθελοντών» και να βοηθήσουν τις γαλλικές
λεγεώνες να κατακτήσουν τη Μαδαγασκάρη.
Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες ανήκαν στον
αξιωματικό του πεζικού Νικόστρατο Καλομενόπουλο, ο οποίος κάποια χρόνια
αργότερα θα διέπρεπε στο Μακεδονικό αγώνα με το ψευδώνυμο «Καπετάν Νίδας».
Νικόστρατος Καλομενόπουλος (πηγή:Wikipedia) |
Δημοσίευμα της εφημερίδας Το Άστυ
(21.04.1895) περιέγραψε το κλίμα γενικευμένου ενθουσιασμού στην τελευταία
συγκέντρωση των εθελοντών:
«[..] Ο κ. Νικόστρατος Καλομενόπουλος, ανθυπολοχαγός του πεζικού,
τριακονταετής περίπου, μάλλον υψηλός, με οφθαλμούς εξαστράπτοντας εξ ευφυίας
και συχνότατα ανοιγοκλειομένους, με μέτωπον μάλλον ευρύ και υψηλόν, φαίνεται
ανήρ σπανίας ενεργητικότητος και καρτερίας. Ενώ ωμίλει χθες διέκρινέ τις εις
τους λόγους του το αμετάτρεπτον της αποφάσεώς του και το πράγματι ευγενές και
ενθουσιώδες των ιδεών του. Είπε προς τους συνηγμένους, ότι διεξάγει
διαπραγματεύσεις διά της γαλλικής πρεσβείας μετά της γαλλικής κυβερνήσεως και
ευθύς ως λάβωσιν απάντησιν αμέσως θα αναχωρήσωσιν. Συλλογισθήτε, είπεν, ότι το
κλίμα εκεί είνε κακόν, θα ευρισκώμεθα εις το κέντρον σχεδόν του Ισημερινού και
ίσως, πρέπει να το είπω, αν όχι οι ημίσεις, το τρίτον τουλάχιστον θ’ απολεσθή
εκ του αφορήτου εκείνου κλίματος.
- Θα υπάγωμεν να πολεμήσωμεν, θα υπάγωμεν να
δοξάσωμεν την ελληνικήν σημαίαν και ό,τι γείνη ας γείνη, εκραύγασαν πολλοί [..]».
ΟΙ ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ ΑΥΞΑΝΟΝΤΑΙ
Η ιστορία θα μπορούσε να
τελειώσει κάπου εδώ, αν δινόταν έγκαιρα μια επίσημη απάντηση εκ μέρους της
γαλλικής κυβέρνησης· μια απάντηση που καθυστέρησε πολύ να έρθει, ίσως γιατί η
γαλλική κυβέρνηση ή ακόμα και η γαλλική πρεσβεία στην Αθήνα δεν θεώρησαν το
αίτημα άξιο σοβαρής αντιμετώπισης. Ωστόσο αυτή η καθυστέρηση σε συνδυασμό με τα
δημοσιεύματα του τύπου (έστω κι αν αυτά ήταν αρνητικά) γιγάντωσε το ενδιαφέρον
και οι προσφερόμενοι Μαδαγασκαρομάχοι (αν είναι δόκιμος ο όρος) πλήθυναν
επικίνδυνα.
«Περίεργον κοινωνικόν φαινόμενον κινδυνεύει να καταστή η επιθυμία πολλών
Ελλήνων, ζητούντων να μεταβώσιν εις Μαδαγασκάρην και πολεμήσωσι μετά των Γάλλων
κατά των ιθαγενών. Διότι όχι μόνον εξ Αθηνών, αλλά και εκ Πειραιώς αρκετοί
σκοπούσι να εκτεθώσιν εις τους μακράν της πατρίδος κινδύνους, ίσως, ίσως χωρίς
να γνωρίζουν και αυτοί διατί» παρατηρούσε η Εφημερίς στις 23 Απριλίου 1895.
Τρεις μέρες αργότερα, η ίδια εφημερίδα δημοσίευσε την
αντίστοιχη πρωτοβουλία τουλάχιστον 22 Πατρινών με επικεφαλής τον οινοπώλη Ιωάννη
Βασιλείου, ο οποίος είχε υπηρετήσει δώδεκα χρόνια στο στρατό διαπρέποντας σε
διώξεις ληστών της υπαίθρου. Ήδη στις 24 Απριλίου ο Νεολόγος
της Πάτρας είχε δημοσιεύσει ένα διάλογο με τον περί ου ο λόγος Βασιλείου:
«- Σε παρακαλώ πολύ γράψε εις τον Νεολόγον ότι ετοιμάζομεν να υπάγω εις
την Μαδαγασκάρην!
- Να κάμης τι;
- Να πολεμήσω με τους Γάλλους!
- Και ο λόγος ποιος;
Ο Γαλλόφιλος οινοπώλης ηρκέσθηκε να είπη ημίν
απλώς.
- Ρώτημα δεν χρειάζεται. Σε παρακαλώ να μη
λησμονήσης να το βάλης.
[..] Ημείς ουδέν άλλο έχομεν να προσθέσωμεν
εκτός της εντυπώσεως την οποίαν μας κάμνει βλέποντας ότι εις οινοπώλης ευρίσκει
τον καιρόν να ασχολήται και εις τα
διεθνή ζητήματα, να τα μελετά, να εμβαθύνη εις το νόημα αυτών ούτως ώστε η
πρώτη εντύπωσίς του να είνε η απόφασις ην έλαβεν.
Το γεγονός άλλως τε δεν είνε ανεπίδεκτον φιλοσοφικής
ή ψυχολογικής μελέτης. Ή ούτως δε ή άλλως ας το ερευνήσουν οι αρμόδιοι».
Τις επόμενες ημέρες, ο Νεολόγος δημοσίευσε τα ονόματα δεκάδων Πατρινών, οι οποίοι έσπευσαν να εγγραφούν στον κατάλογο των
εθελοντών. Μοναδικός όρος, οι υποψήφιοι εθελοντές να έχουν συμπληρώσει το 21ο
έτος ή να έχουν τη συναίνεση των γονιών τους.
Σύμφωνα πάλι με τον ανταποκριτή
της αθηναϊκής Εφημερίδος στην Πάτρα, ο αριθμός όσων ετοιμάζονταν να πολεμήσουν
στη Μαδαγασκάρη έφτανε τους 200! Και αναρωτιόταν εύλογα (Εφημερίς, 28.04.1895):
«[..] Αλλά διατί η θυσία των αύτη; περί τίνος
πρόκειται;
Κινδυνεύει το γαλλικόν Κράτος; Απειλείται η
ύπαρξίς του; Πολεμεί δι’ ευγενή και φιλοπρόοδον σκοπόν; Εκστρατεύει διά να
εξαπλώση τα φώτα εις λαούς βαρβάρους;
Ουδέν τούτων!
Το γαλλικόν κράτος εκστρατεύη διά να δουλώση ένα
λαόν μέχρι τούδε ελεύθερον, χάριν του συμφέροντός του!
Τοιούτος ο σκοπός της εκστρατείας των Γάλλων εις
Μαδαγασκάρην, διά τοιούτον σκοπόν αξίζει να θυσιασθώμεν; Είνε λογικώς απαύγασμα
να απολεσθώσι τόσαι υπάρξεις τρυφεραί, επί των οποίων τόσοι δυστυχείς γονείς,
σύζυγοι, τέκνα, εδράζουσι την ευτυχίαν των, το μέλλον των, αυτήν την ύπαρξίν
των, χάριν ενός σκοπού μη ιπποτικού, μη ευγενούς, μη φιλοπροόδου, αλλ’ απλώς
κατακτητικού; [..]».
Ήταν τόσο μεγάλη η ανταπόκριση
των Πατρινών, ώστε ο Καλομενόπουλος έστειλε συγχαρητήρια επιστολή στον Ιωάννη
Βασιλείου προτείνοντας συνεργασία, ενώ παράλληλα περιέγραφε τη
στρατηγική του:
Αξιότιμε κύριε,
Συγχαίρων υμάς και τους φίλους υμών επί τη
γενναία και ευγενεί προσφορά, σας πληροφορώ τα εξής:
Εζήτησα παρά της Γαλλικής Κυβερνήσεως, ίνα μοι
επιτραπή να σχηματίσω ίδιον σώμα Ελλήνων εθελοντών, όπως συμμετάσχη της
εκστρατείας της Μαδαγασκάρης και εφ’ όσον αυτή διαρκεί.
Έθεσα τους όρους τούτους, καθ’ όσον άτοπον θεωρώ
να καταταχθώσιν Έλληνες εις τας ήδη εν Γαλλία υπαρχούσας Ξένας Λεγεώνας, εις ας
κατατάσσονται τυχοδιώκται μόνον και απόκληροι της κοινωνίας των διαφόρων εθνών
και προσέτι διότι εις αυτάς δεν είναι δυνατόν να καταταχθή τις διά την
διάρκειαν της εκστρατείας μόνον, αλλά δι’ ωρισμένον αριθμόν ετών ως οι
εθελονταί του παρ’ ημίν στρατού.
Άμα γνωστοποιηθή η απάντησης της Γαλλ. Πρεσβείας
θέλω καταστήσει αυτήν γνωστήν εις άπαντας διά των εφημερίδων, όσον δε αφορά τας
λεπτομερείας θέλομεν συνεννοηθή ταχυδρομικώς.
Μέχρι τούδε εδήλωσαν ότι θα με ακολουθήσωσι περί
τους 400.
Συγχαίρων και πάλιν υμάς διατελώς πρόθυμος.
Ν. Καλομενόπουλος
Όσο αργούσε η επίσημη απάντηση εκ
μέρους της Γαλλικής κυβέρνησης, τόσο εξαπλωνόταν το φαινόμενο. Στις 3 Μαΐου, το
γαλλικό προξενείο της Πάτρας έλαβε πενήντα αιτήσεις πολιτών από τον Πύργο Ηλείας, οι οποίοι ήθελαν κι αυτοί
να μεταβούν στη Μαδαγασκάρη για να πολεμήσουν στο πλευρό των Γάλλων· οι
περισσότεροι μάλιστα εξ αυτών ήταν αστυφύλακες. Ανάμεσά τους κι ένας Αιθίοπας, ο οποίος ονομαζόταν Ιωάννος
Σάββας και μάλιστα είχε υπηρετήσει τρία χρόνια στον ελληνικό στρατό ως
σαλπιστής. Σ’ αυτούς θα πρέπει να προστεθούν
και περίπου 60 Αγραφιώτες και άλλοι τόσοι Πηλιορίτες, οι οποίες φέρεται να
έστειλαν δηλώσεις στον Καλομενόπουλο. Όμως εμφανίστηκαν εθελοντές ακόμη και από
περιοχές που βρίσκονταν υπό οθωμανική κυριαρχία: από Κρήτη, Ήπειρο,
Θεσσαλονίκη, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη.
Ήταν τόσο μεγάλος ο ενθουσιασμός
των υποψήφιων εθελοντών, ώστε η καθυστέρηση απάντησης εκ μέρους της γαλλικής
κυβέρνησης τους οδήγησε στη σκέψη να πραγματοποιήσουν διαδήλωση μπροστά στο
μέγαρο της γαλλικής πρεσβείας. Και θα την πραγματοποιούσαν, αν δεν τους
σταματούσε ο Καλομενόπουλος συνιστώντας υπομονή.
ΤΑ ΚΙΝΗΤΡΑ ΤΩΝ ΕΘΕΛΟΝΤΩΝ
Ποια ήταν όμως τα
κίνητρα των υποψήφιων πολεμιστών;
Σε
συνέντευξή του, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις στις 29 Απριλίου 1895, ο
Καλομενόπουλος παραδεχόταν ότι είχε παρακινηθεί «υπό της σκέψεως ότι δεν
πρέπει να χάσω μίαν ευκαιρίαν ευρυτέρας μορφώσεως και της αποκτήσεως πολεμικής
πείρας», ενώ παράλληλα αισθανόταν την ανάγκη για «εκπλήρωσιν οφειλής
απέναντι των Γάλλων οίτινες έχυσαν το αίμα των δι’ ημάς. Και το 1821, και εις
την Κρήτη», αλλά κι επειδή στον περίεργο ειρηνοπόλεμο του 1886, ο Γάλλος
ποιητής Νερουλέντ «μας έλεγεν ότι 10,000 Γάλλοι είνε έτοιμοι να σπεύσουν εις
τα σύνορα».
Άνθρωπος με σαφώς φιλοπόλεμη
διάθεση, ο Καλομενόπουλος δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό του:
«Εκείνο το οποίον παρατηρώ με πολλήν μου ευχαρίστησιν, ως πολύ παρήγορον
και ενθαρυντικόν διά την ηθικήν δύναμιν του έθνους, είνε ότι ο ενθουσιασμός και
το φιλοπόλεμον αίσθημα διατηρείται ακμαίος και ιδού εις την πρώτην ταύτην
ευκαιρίαν εξεδηλώθη ακράτητος. Και μη νομίσητε ότι είνε άεργοι άνθρωποι, όχι!
Είνε άνθρωποι εργατικοί, εκ των λαϊκών τάξεων, γεωργοί, μανάβηδες, οι οποίοι
αφίνουν την εργασίαν των, τας οικογενείας των για την Μαδαγασκάρην.
[..] Πιστεύω, έφθασαν, ίσως υπερέβησαν τους χιλίους.
Και καθ’ εκάστην έρχονται και
εγγράφονται εις τον κατάλογον νέοι. Και δεν είνε μόνον από τας Αθήνας αλλά και
από τας επαρχίας, τας Πάτρας, ως και από κάτι χωριδάκια της Μικρομάνης έλαβον
επιστολάς δι’ ων μου ζητούν πληροφορίας και αναγγέλουν την αναχώρησίν των. Είνε
επίσης πολλοί Κρήτες, Ηπειρώται, Μακεδόνες, οι οποίοι εδήλωσαν ότι θα έλθουν.
Και ελπίζω μέχρις ου έλθη απάντησις της κυβερνήσεως θα έχωμεν υπερβή τους 1500.
Πολλοί μάλιστα Κρητικοί, επειδή και εγώ από την Κρήτη κατάγομαι, μου έγραψαν
ότι είνε έτοιμοι να μ’ ακολουθήσουν. Εγώ όμως τους απέτρεψα απαντήσας εις αυτούς
ότι εις την Κρήτην είνε πρόμαχοι και φρουροί της πατρίδος, την οποίαν δεν
πρέπει ν’ αφήσουν.
[..[ Συμβαίνουν δε και πολλά νόστιμα επεισόδια
μεταξύ των ανυπομονούντων διά την εις Μαδαγασκάρην εκστρατείαν. Αίφνης ένας λαχανοπώλης
πλανόδιος επώλησε τον γάιδαρό του και δεν βλέπει την ώραν να φύγη. Επίσης γεωργοί
αφίνουν τα άροτρά των. Άλλο πράγμα σας λέγω αυτό το φιλοπόλεμον αίσθημα και ο
ενθουσιασμός ο οποίος εξεδηλώθη μόλις ηκούσθη μία φωνή. Άλλοι πάλιν
δυσπιστούντες ότι θα μεταβώμεν εις Μαδαγασκάρην μου λέγουν: Μα μήπως μας πας
στην Κύπρο; Θα σας το έλεγα καθαρά, τους απαντώ.
Ένας άλλος πάλιν Κρητικός έλεγεν εις κύκλον
Μαδαγασκαρηνών ότι αν δεν έχη το Γαλλικόν κάρβουνα, να αρχίσουν να κουβαλούν
από τώρα από το Λαύριον. Ο ίδιος δε προσφέρεται να κουβαλήση 6 σακκιά την
ημέρα. Όλα αυτά ενδεικτικά του ενθουσιασμού των και της ανυπομονησίας των».
Η πρόβλεψη του Καλομενόπουλου ότι
ο αριθμός των εγγεγραμμένων εθελοντών θα έφτανε τους 1500 ήταν μάλλον
συντηρητική. Στις 4 Μαΐου, ρεπορτάζ της Ακροπόλεως έκανε λόγο για περίπου
χίλιους εγγεγραμμένους μόνο στους καταλόγους της Αθήνας, συν άλλους 150-200
στον Πειραιά και άλλους τόσους στο Λαύριο. Και χωριστά οι εθελοντές από την
Πάτρα, τον Πύργο και την υπόλοιπη Ελλάδα.
Αποκαλυπτικές της ελαφρότητας, με
την οποία αντιμετώπιζαν το ζήτημα οι περισσότεροι των εθελοντών, ήταν οι
συνεντεύξεις τους στην Ακρόπολη. Άνθρωποι νέοι, το αίμα των οποίων έβραζε και
οι οποίοι μεγάλωσαν μπολιασμένοι με τη Μεγάλη Ιδέα και τα παχιά λόγια για την
απελευθέρωση των Ελλήνων που ζούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά
αισθάνονταν απογοητευμένοι από την ατολμία των ελληνικών κυβερνήσεων, που ως
τότε τουλάχιστον αναγνώριζαν το απροετοίμαστο του ελληνικού στρατού της εποχής
εκείνης. Αυτό το αίμα που έβραζε και η έντονη φιλοπόλεμη διάθεση θα οδηγούσαν
δυο χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 1897, στον ντροπιαστικό ελληνοτουρκικό
πόλεμο που επισυσσώρευσε το Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο στη χώρα.
Μεταξύ των εθελοντών ήταν ο δεκανέας Νίκος Θάνος, «τέλειος τύπος Ρουμελιώτου από την Ευρυτανία», ένας νέος «έως είκοσι δύο ετών, αναστήματος μετρίου, ευσταλής, με λυγερήν μέσην με ροδοκόκκινα μάγουλα, και το κόκκινο φέσι κατερχόμενον μέχρι του μέσου του μετώπου του, με ελαφρόν ολόξανθον χνούδι επί των χειλέων, το οποίον μάτην προσπαθεί να συστρέψη επί το αρειμανιώτερον κατά το διάστημα της ομιλίας». Η συνομιλία του με το δημοσιογράφο της Ακροπόλεως είναι αποκαλυπτική της ελαφρότητας με την οποία αντιμετώπιζε την πολυλάλητη αυτή εκστρατεία:
Μεταξύ των εθελοντών ήταν ο δεκανέας Νίκος Θάνος, «τέλειος τύπος Ρουμελιώτου από την Ευρυτανία», ένας νέος «έως είκοσι δύο ετών, αναστήματος μετρίου, ευσταλής, με λυγερήν μέσην με ροδοκόκκινα μάγουλα, και το κόκκινο φέσι κατερχόμενον μέχρι του μέσου του μετώπου του, με ελαφρόν ολόξανθον χνούδι επί των χειλέων, το οποίον μάτην προσπαθεί να συστρέψη επί το αρειμανιώτερον κατά το διάστημα της ομιλίας». Η συνομιλία του με το δημοσιογράφο της Ακροπόλεως είναι αποκαλυπτική της ελαφρότητας με την οποία αντιμετώπιζε την πολυλάλητη αυτή εκστρατεία:
«- Λοιπόν, το απεφάσισες να πας εις την Μαδαγασκάρην;
- Ε! θα πάμε έως εκεί παρακάτω – μου απαντά με
την ρουμελιώτικη προφορά. Θα πάμε να ιδούμε και αυτή τη Μαδαγασκάρη. Τι κόσμος
είνε, να γνωρίσουμε και τους άγριους.
- Έτσι για να γνωρίσης κόσμο λοιπόν, για γούστο;
- Δεν είνε αυτό μοναχά. Πρώτα είνε το αίσθημα
για τους Γάλλους, να αγωνισθώμεν μαζύ. Έτσι κι αυτοί, άμα λάβουμε και μεις
ανάγκη μπορεί να μας βοηθήσουν.
- Μα εκεί κάτω έχει πυρετούς που θερίζουν.
- Μωρέ πού λογαριάζω εγώ πυρετούς. Διαβαίνει ο
χάρος απ’ εκεί όπ’ διαβαίνει ο Ρωμηός; Πώς κάνουμε κάτω απ’ τον Πειραιά και
χίλιοι πυρετοί δεν μας τρομάζουν;
- Είνε και άλλοι ακόμη απ’ εκεί πάνω που θα πάτε
μαζύ;
- Εμ θάχουμε και συντροφιά. Θα το
διαολοκουνήσουμε μεις οι βλάχοι.
- Και σου έδωκαν άδεια για να πας!
- Δεν υπέβαλα ακόμη την αναφοράν, αλλά πιστεύω
να μου δώσουν· εγώ το έχω πάρει απόφασι για να πάω. Εμείς οι Ρωμηοί αλλούθε πάμε,
γιατί να μην πάμε και στην Μαδαγασκάρη να βάλουμε και εκεί την υπογραφή μας;
Έπειτα τι να κάνης εδώ; από τον Μπαρμπαγιάννη στον Μπαρμπαγιάννην. Να πάμε να
μυρίσουμε και λιγάκι μπαρούτι».
Σαφής ως προς τα κίνητρά του ήταν
ένας γνωστός ποτοπώλης των Χαυτείων: «Τι
να κάνω δω πέρα, βρε αδελφέ; Βγάζω δύο-τρεις δραχμαίς την ημέρα με χίλια δυο
βάσανα. Δεν είνε ζωή αυτή. Πρέπει να πάμε και πάρα πέρα ή παρακάτω να ιδούμε κι
άλλο κόσμο, να κουνηθούμε λιγάκι. Εγώ θέλω ζωήν, κίνησιν, εργασίαν. Εμείς όπως είμαστε
τώρα όχι μετά 10 αλλ’ ούτε ύστερα από 20 χρόνια θα μπορέσωμε να κάνουμε τίποτε».
Ένας 18χρονος με καταγωγή από την
Κάψη Φθιώτιδας, ο οποίος φοιτούσε στο νυχτερινό σχολείο του Παρνασσού και
ισχυριζόταν πως ήταν ο καλύτερος μαθητής της τάξης του, παραδεχόταν τα
ελαφρόμυαλα κίνητρά του: «Δεν ξέρω πώς
μου ήρθε! αλλά μόλις άκουσα για πόλεμο σε κείνο κει κάτω το νησί στη
Μαδαγασκάρη σπαρτάρισε η καρδιά μου. Σαν να μου έλεγε τι κάθεσαι, τράβα, να
περίστασι για να κάμης τίποτα. [..] Τι να σου πω το λέει η καρδιά μέσα! Θέλω να
πάω εκεί κάτω, να ιδούμε κι άλλο κόσμο, και να το βροντίξουμε λιγάκι».
Ένας ανθοπώλης, εθελοντής Μαδαγασκαρομάχος
κι αυτός, δήλωνε ατρόμητος: «Μας λένε για
τον κίτρινο πυρετό. Αλλά το βουνό είνε μαθημένο από χιόνι. Εγώ ανέβαινα στο
Μανάρι (βουνό της Κρήτης) ξυπόλητος και με το πουκάμισο μόνο. Εγώ σου λέγω ψωριάζω
αλλά δεν ψοφάω. Ημείς θα πάμε να πολεμήσουμε από αίσθημα· η τροφή μας είνε η
μπαρούτη, και εμείς στεκόμαστε μ’ ανοικτό το στόμα. Πώς αναχασκάζει ένας άρρωστος
και βλέπει τον άγγελο Κυρίου να του πάρη την ψυχή, έτσι και μεις περιμένουμε
την ώρα ναρθή το βαπόρι και σαλπάρουμε. Αυτό θα κάνη κρότο στην Ευρώπη».
Ένας έμπορος 26 ετών, κάτοικος
Αθηνών με καταγωγή από τη Λειβαδιά, ο οποίος μάλιστα πούλησε το γάιδαρό του και
γενικά όλα του τα υπάρχοντα, ήθελε να ζήσει την περιπέτεια: «Εγώ είμαι ριψοκίνδυνος, θέλω να ευρίσκωμαι
εις ταραχώδη βίον· τι να κάμω εδώ, το μέλλον είνε άδηλον και αόριστον. [..]
Λαμπρότερος βίος από την Ελλάδα δεν υπάρχει, το συμφέρον μας είνε εδώ· αλλά θα
πάμε να πολεμήσουμε, αν πεθάνωμεν ώρα καλή, αλλά αν ξαναγυρίσουμε; να· θα λέμε,
αγωνισθήκαμε! Έπειτα ποία ελληνική καρδία δεν πάλλει για τον πόλεμον; Ο Έλλην
εγεννήθη διά τον πόλεμον, πάει τελείωσε αυτό. [..] Τι να σου πω, όταν ήμουν
στρατιώτης έτρωγα την κουραμάνα μ’ αναστεναγμό· μου φαίνονταν πως την έτρωγα
χαράμι· εγώ πόλεμο! πόλεμο! ήθελα, έτσι είμαστε άχρηστοι άνθρωποι».
ΛΙΓΗ ΠΟΙΗΣΗ...
Η απατηλή φιλοδοξία εκατοντάδων
Ελλήνων να παρατήσουν τις ζωές τους για να πολεμήσουν στη μακρινή – και άγνωστη
για τους περισσότερους – χώρα, δεν μπορούσε να μείνει ασχολίαστη από την
καυστική πένα του Γεώργιου Σουρή, ο οποίος έπλασε ένα φανταστικό διάλογο
ανάμεσα στο Φασουλή και τη βασίλισσα της Μαδαγασκάρης:
Θεέ μου τι βασίλισσα... μανούλα
μου τι πάχος!
ποιος είσαι συ, ζωντόβολο;
βαναύσως μ’ ερωτά..
Κορδόναρος της απαντώ και
Μαραθωνομάχος.
Και τι ζητείς στον τόπον μας; μ’
ερώτησε αγρία...
εμείς εις την πατρίδα μας, της
απαντώ, κυρία,
ειρηνικοί κι απόλεμοι μήτ’ ένα
χρόνο μένομε
και κάθε τόσο με φρικτούς
πολέμους ξεθυμαίνομε,
κι οι των Ελλήνων πόλεμοι δεν
έχουν μετρημό
και κολυμπούν εις αίματα σχεδόν
ως στον λαιμό.
Η βασίλισσα Ραναβαλόνα Γ΄της Μαδαγασκάρης (πηγή: Wikipedia) |
ΕΜΠΡΟΣ
Εμπρός Ρωμιοί και πάλι στον
πόλεμο με φούρια
ποιος είναι παλικάρι
και στάδια για δόξα ανοίγονται
καινούρια
εις τη Μαδαγασκάρη.
Ως πότε το κορμί σας αδίκως θα
σαπίζει;
Για δόξα η Γαλλία στα πέρατα
σαλπίζει
Εις την Μαδαγασκάρη αμέσως ας
τραβά
ποιος θέλει να γνωρίσει τους
φοβερούς Χοβά.
Μας φθάνουν τα δικά μας πολεμικά
παιγνίδια,
τα σύνορα, η Κούτρα, τα ίδια και
τα ίδια,
φωνές και ταβατούρι κακό να
συγκινήσεις,
και τέλος να γυρίζεις χωρίς να
πολεμήσεις.
Ως πότε πια αδίκως καθείς θα
τεμπελιάζει
εμπρός λοιπόν, εκεί,
οπού μπορεί χιλιάδες Χοβάς να
ξεκοιλιάζει,
χωρίς να έχει φόβο να μπει στη
φυλακή.
Εμπρός να μας γνωρίσουν και στου
Χοβά τη χώρα,
μόνον αυτοί δεν ξέρουν τους
Έλληνας ως τώρα
καλόν για την πατρίδα κανένας να
πεθαίνει
αλλ’ όταν ησυχάζει με τι να ξεθυμαίνει!
Εις την Μαδαγασκάρη εμπρός,
Ρωμιοί τραβάτε,
Εις τους Χοβά καινούριους
κινδύνους θα γνωρίσετε,
τόσον καιρό με άνδρας μονάχα
πολεμάτε,
εμπρός και με γυναίκες λοιπόν να
πολεμήσετε.
Κι επειδή συνήθως η
δράση προκαλεί και αντίδραση, εμφανίστηκαν καμιά σαρανταριά εθελοντές, πολίτες
και αξιωματικοί, πρόθυμοι να μεταβούν στη Μαδαγασκάρη, για να πολεμήσουν όμως
στο πλευρό των ντόπιων κατοίκων εναντίον των Γάλλων! Τα κίνητρά τους δεν ήταν
αποκλειστικά ευγενή και ανθρωπιστικά, καθώς ορισμένοι εκτιμούσαν ότι θα
εξασκούνταν καλύτερα στην τέχνη του πολέμου αναδιοργανώνοντας τον άτακτο στρατό
της φυλής των Χοβάς. Το μόνο πρόβλημά τους ήταν πώς θα ταξίδευαν μόνοι τους
μέχρι τη Μαδαγασκάρη, ενώ εμφανίζονταν πρόθυμοι να ζητήσουν για το σκοπό αυτό
τη μεσολάβηση της αγγλικής πρεσβείας (γιατί κάποια ξένη πρεσβεία έπρεπε να τους
καλύπτει κι αυτούς)!
Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Τελικά, κανείς δεν
χρειάστηκε να πάει στη Μαδαγασκάρη - τουλάχιστον όχι οργανωμένα σαν επίσημο
σώμα εθελοντών υπέρ είτε της μίας είτε της άλλης πλευράς. Τη λύση έδωσε έστω
και καθυστερημένα, αφού πρώτα συνέβαλε με την απουσία της στη γιγάντωση ενός
παράλογου παροξυσμού, η επίσημη απάντηση του γαλλικού υπουργείου Στρατιωτικών
με ημερομηνία 17 Μαΐου (ή 5 Μαΐου, σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο - άσχετα αν
δόθηκε στη δημοσιότητα από τον Καλομενόπουλο, ίσως επειδή και ο ίδιος την
παρέλαβε καθυστερημένα από το στρατιωτικό ακόλουθο της γαλλικής πρεσβείας στην
Αθήνα, εννιά μέρες αργότερα):
«Η λεγεώνα των Ξένων δεν δέχεται
ξένους εθελοντές παρά μόνο μετά τη βεβαίωση της ικανότητάς τους προς στράτευση,
από το διοικητή του Στρατολογικού Γραφείου, στο οποίο παρουσιάζονται. Ο
κατατασσόμενος κατ’ αυτόν τον τρόπο αναλαμβάνει πενταετή υποχρέωση και
αποστέλλεται στο Αλγέρι, είναι δε αδύνατο να του εξασφαλιστεί εκ των προτέρων,
αν θα αποσταλεί ή όχι σε σώμα που συμμετέχει σε εκστρατεία. Εκφράζεται η
ευγνωμοσύνη της Γαλλίας για τα αισθήματα που εκδηλώθηκαν από τους συμπατριώτες σας
στην περίσταση αυτή, αλλά δεν μπορεί να αποδεχθεί το σχηματισμό σώματος Ελλήνων
εθελοντών για τέτοια εκστρατεία δευτερεύουσας σημασίας, όπως αυτή στη
Μαδαγασκάρη. Ομοίως δεν έγινε αποδεκτή η αίτηση η δικιά σας και των συναδέλφων σας,
οι οποίοι ζήτησαν να καταταχθούν με το βαθμό τους σε ένα σώμα. Ωστόσο, εάν
ορισμένοι από τους εθελοντές σας επιθυμούν να μεταβούν με δική τους ευθύνη στη
Γαλλία, μπορούν να καταταχθούν κατά τους ανωτέρω όρους του υπουργικού εγγράφου.
Λυπάμαι, διότι παρόλες τις προσπάθειές μου δεν μπόρεσε
να γίνει δεκτή η αίτηση η δικιά σας και των λοιπών αξιωματικών, οι οποίοι
απευθύνθηκαν σε μένα».
Φυσικά, η απάντηση δεν ήταν ικανοποιητική, αφού ο
Καλομενόπουλος, που είχε οργανώσει εξ αρχής όλο αυτό το κίνημα εθελοντών
Μαδαγασκαρομάχων, είχε στο μυαλό του την αυτόνομη και πάνω απ' όλα άμεση
παρουσία των Ελλήνων πολεμιστών χωρίς αυτοί να ενταχθούν στη Λεγεώνα των Ξένων
και χωρίς να χαθεί χρόνος σε εκπαίδευση - άσχετα αν κανείς δεν μπορούσε να
εγγυηθεί πραγματικά το αξιόμαχο των εθελοντών που ήθελαν να πολεμήσουν στη
Μαδαγασκάρη! Και κάπως έτσι, η εκστρατεία των Ελλήνων στη Μαδαγασκάρη τελείωσε
πριν καν πραγματοποιηθεί.
Ωστόσο είχε ήδη γραφτεί μια από τις πιο σουρεαλιστικές
σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ή όπως στις 3 Μαΐου 1895 αναρωτιόταν
και ο αρθρογράφος της Ακροπόλεως, που υπέγραφε με τα αρχικά Α.Σ., με το άρθρο του
οποίου ξεκίνησε το παρόν αφιέρωμα: «Είνε
συμπτώματα εκφυλίσεως όλα ταύτα; Συμπτώματα ψυχικού πυρετού και διανοητικής
ταραχής, παρακμής εθνικής, καταπτώσεως, δηλητηριαζούσης την ψυχήν ολοκλήρου
έθνους και αγούσης βραδύτατα εις την αποσύνθεσιν; Ας απαντήσουν οι
φιλοσοφούντες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου