9 Μαΐου 2025

Κίτσα Κορίνα: Η παρ' ολίγον βεντέτα του γαλλικού κινηματογράφου, που έγινε ρεμπέτισσα, κατέκτησε τα κοσμικά αθηναϊκά σαλόνια και κατηγορήθηκε ως η Ελληνίδα «μαντάμ ντε Πομπαδούρ»


Όσοι αγαπάτε το προπολεμικό ελληνικό τραγούδι ή όσοι ενδιαφέρεστε να το ανακαλύψετε αναζητώντας σπάνιες ηχογραφήσεις εκείνης της περιόδου, σίγουρα εντοπίσατε στο Youtube κάποια ενδιαφέροντα τραγούδια με ερμηνεύτρια –όχι ιδιαίτερα μεγάλων φωνητικών ικανοτήτων είναι η αλήθεια– την Κίτσα Κορίνα (η οποία ουδεμία σχέση με τη συνονόματή της Κορίνα Θεσσαλονικιά, με την οποία ορισμένοι την συγχέουν) με λίγες ηχογραφήσεις, όλες τη διετία 1945-35, αλλά με ευρεία γκάμα τραγουδιών που ξεκινούσαν από κλασικά ταγκό και έφταναν μέχρι πρωτοποριακά χασικλίδικα ρεμπέτικα! Αν πάλι ψάξετε περισσότερες πληροφορίες για το όνομα της καλλιτέχνιδας, ιδίως στα γαλλικά ως «Kitsa Corinne», θα διαπιστώσετε ότι επρόκειτο για μια υποψήφια στάρλετ του γαλλικού σινεμά των αρχών της δεκαετίας του ’30 με πολλές και εντυπωσιακές φωτογραφήσεις. Ποια ήταν τελικά η μυστηριώδης Κίτσα Κορίννα και τι απέγινε; Γιατί παραλληλίστηκε με τη μαντάμ ντε Πομπαδούρ στις αρχές της δεκαετίας του ’50;

Ρόδος, 1910 ή 1912 –οι πηγές διαφωνούν. Ο ευκατάστατος μηχανικός ή εργολάβος οικοδομών Βασίλης Κουλάς, για τον οποίο λεγόταν ότι διέθετε μεγάλα ποσά της περιουσίας του σε φιλανθρωπίες, και η σύζυγός του Αντιγόνη, το γένος Μαρτάκη, έφεραν στον κόσμο ένα κοριτσάκι, το οποίο ονόμασαν Μαρία και φώναζαν Μαρίκα.

Το ζεύγος Κουλά εμπιστεύτηκε την εκπαίδευσή της στη σχολή του Ρωμαιοκαθολικού μοναστηριού των καλογραιών του νησιού. Όμως η Μαρίκα ασφυκτιούσε σ’ αυτό το μονότονα σοβαρό περιβάλλον. Στην Αθήνα ήρθε το 1928 μετά από μια ερωτική απογοήτευση μ’ έναν Ιταλό, τον οποίο δεν ήθελε για γαμπρό του ο πατέρας της και είτε εκείνος εγκατέλειψε την Μαρίκα είτε εκείνη το έσκασε γιατί δεν ήθελε το γάμο –και πάλι οι πηγές διαφωνούν.

Ας δούμε όμως πώς η ίδια η Κίτσα Κορίνα αφηγήθηκε με λίγα λόγια την πρώτη περίοδο της ζωής της σε μια συνέντευξή της στην εφημερίδα Πρωία στις 24 Αυγούστου 1932 –μια από τις πολλές συνεντεύξεις της που δημοσιεύτηκαν στον αθηναϊκό τύπο τη μέρα εκείνη, μια μέρα μετά την άφιξή της στην Αθήνα, ήδη γνωστή ως ανερχόμενη βεντέτα του γαλλικού σινεμά:

«Κατάγομαι από τη Ρόδο. Ο πατέρας μου είναι μηχανικός κι από μικρή θέλησε να με μορφώσει και να μ’ αναθρέψει σύμφωνα με τις παλιές, τις απαρχαιωμένες παραδόσεις. Μ’ έκλεισε λοιπόν στις καλόγριες, όπου είν’ αλήθεια πως μελέτησα καλά. Έμαθα τα γαλλικά και τα ιταλικά. Όταν βγήκα από τη φυλακή μου, γιατί για μένα το μοναστήρι ήταν τέτοιο, αισθάνθηκα την ανάγκη να φύγω. Ήθελα να πάω μακριά, στο εξωτερικό. Ακόμα δεν είχα καμιά ιδέα για κινηματογράφο: μονάχα επιθυμούσα να ζήσω τη ζωή μου.

Ο πατέρας μου ήθελε να μα παντρέψει. Μα επειδή τότε αγαπούσα έναν Ιταλό, αρνήθηκα και ένα πρωί το έσκασα για την Αθήνα, όπου σε λίγο ήρθε και με βρήκε η μητέρα μου. Από τότε δυσαρεστήθηκα με τον πατέρα μου κι είμαι ακόμη τσακωμένη μαζί του. Μονάχα προ ημερών έλαβα ένα γράμμα του και με συγχαίρει για τις ανέλπιστες, αλήθεια, επιτυχίες μου.»

Στην Αθήνα, η Μαρίκα ή Κίτσα δεν ρίζωσε. Κάποια στιγμή – απροσδιόριστος ο ακριβής χρόνος– έφυγε για το Παρίσι, όπου έκανε ενδιαφέρουσες γνωριμίες, ώσπου η ζωή της έδειχνε να αλλάζει το Πάσχα του 1931, όταν βρέθηκε στις Κάννες. Στο Καζίνο της πόλης γινόταν ένας διαγωνισμός κομψότητας. Ύστερα από πιέσεις φίλων δέχτηκε να πάρει μέρος παρά τις αρχικές της επιφυλάξεις και τελικά κέρδισε ένα από τα πρώτα βραβεία. Μία μέρα αργότερα, ο διευθυντής του κονσόρτιουμ των κινηματογράφων, κ. Γκιλμέ, της έστειλε τηλεγράφημα προσκαλώντας την στο Παρίσι προκειμένου να υπογράψει συμβόλαιο για τρεις ταινίες, όπως και τελικά έγινε.

Στο μεταξύ βέβαια η Μαρίκα Κουλά είχε μετονομαστεί σε Κίτσα Κορίννα χάρη σε μια αναπάντεχη σύμπτωση, όπως την αφηγήθηκε η ίδια στη συνέντευξή της στην εφημερίδα Πρωία (24.08.1932): «Το πώς πήρα το ψευδώνυμό μου είναι μια μικρή ιστορία. Μιλούσα μια μέρα με την Κορίνα Γκρίφιθ, την πασίγνωστη κινηματογραφική σταρ. Γύρισα και της είπα: “Με τι όνομα θα βγω στον κινηματογράφο; Το δικό μου δεν είναι καλλιτεχνικό”. “Και δεν παίρνετε το δικό μου;” μου απάντησε χαμογελώντας. “Το δικό σας;”. “Μα ναι, αγαπητή μου φίλη, ναι, θα ονομάζεστε Κίτσα Κορίννα”. Έτσι κι έγινε».

Αρχικά γύρισε μια –μάλλον δοκιμαστική– ταινία μικρού μήκους, για ν’ ακολουθήσει το 1932 μια αισθηματική κομεντί με τίτλο «Si» (στα ελληνικά «Εάν»), με συμπρωταγωνιστή της τον Πολ Κολίν. Ήδη από την περίοδο των γυρισμάτων άρχισε μια συστηματική προώθηση της Ελληνίδας ηθοποιού με φωτογραφήσεις και δημοσιεύματα σε γαλλικές εφημερίδες και περιοδικά.




Τα δημοσιεύματα αυτά έγιναν γρήγορα γνωστά και στην Ελλάδα, όπου άρχισε να χτίζεται ο μύθος της Κίτσας Κορίννας. Το καλοκαίρι του 1932 έγινε το πρόσωπο των ημερών ως η πρώτη Ελληνίδα βεντέτα του ξένου κινηματογράφου.

Στις 9 Αυγούστου 1932 η εφημερίδα Ακρόπολις την συστήνει στους αναγνώστες της διανθίζοντας το σχετικό αφιέρωμα με γαργαλιστικές ροζ λεπτομέρειες –δύσκολο να επιβεβαιωθούν ως προς την αξιοπιστία τους– από την περίοδο που ζούσε στην Αθήνα. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, όταν πρωτοήρθε στην ελληνική πρωτεύουσα ήταν ακόμα ένα «μελαχροινό θηλυκό, ντυμένο απλά, χωρίς καμμιά πολυτέλεια κι εξαιρετικό γούστο και καθισμένο σε μια γωνιά της σάλλας του χορού [που] περίμενε, περίμενε, περίμενε ώρες ολόκληρες ακόμα για να προτιμηθή από κανέναν ασήμαντο χορευτάκο [...] αφορμάριστη ακόμα, με δυο λαμπερά μάτια μόνο, που φώναζαν τι φωτιά και τι πονηριά μπορούσε να κρύβη μέσα του αυτό το πλάσμα», για να εξελιχθεί σύντομα σε μια μοιραία γυναίκα «βγαλμένη πια στη ζωή, ντυμένη με την τελευταία λέξι της μόδας, μακιγιαρισμένη γοητευτικά, λανσαρισμένη ως πρώτη μεταξύ των πρώτων στις κυρίες του αθηναϊκού ημικόσμου».

Παραδίδοντας μαθήματα δημοσιογραφικής αδιακρισίας και κοιτάγματος από την κλειδαρότρυπα, ο δημοσιογράφος της εφημερίδας ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με τη φημολογούμενη πλούσια ερωτική ζωή της Κίτσας στην Αθήνα περιγράφοντας πώς η όμορφη Ροδίτισσα είχε κατακτήσει τους άνδρες με την εξωτερική της ομορφιά και τις χορευτικές της επιδόσεις. Μεταξύ των κατακτήσεών της φέρονταν ένας αρχιτέκτονας, ένας πρεσβευτής, ένας παντρεμένος εφοπλιστής και ένας μη κατονομαζόμενος παντρεμένος γιος πασίγνωστου Έλληνα πολιτικού, για τον οποίο φημολογείτο –σύμφωνα με το δημοσίευμα– ότι είχε βοηθήσει  την Κίτσα να κάνει κάποια δοκιμαστικά σε κινηματογραφική εταιρία του Παρισιού με το αζημίωτο. Ποιος ήταν ο γιος του πασίγνωστου πολιτικού; Αυτό θα το δούμε στη συνέχεια, καθώς αποτελεί σημαντικό και πολύ ενδιαφέρον κομμάτι του παρόντος αφιερώματος.

Στην Αθήνα η Κίτσα Κορίνα φτάνει στις 23 Αυγούστου 1932 για να ξεκουραστεί λίγες εβδομάδες και βέβαια για να διαφημιστεί! Η υποδοχή που της επιφυλάχτηκε από φωτογράφους και δημοσιογράφους ήταν αντάξια μιας καταξιωμένης σταρ του Χόλυγουντ! Πολιόρκησαν το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας ανυπομονώντας να την δουν από κοντά και να συνομιλήσουν μαζί της, να πάρουν μια φωτογραφία της.

Καθώς δε οι εφημερίδες είχαν ήδη φροντίσει να χρίσουν το μύθο της ανερχόμενης βεντέτας του γαλλικού σινεμά, δεν ήταν λίγοι και οι καθημερινοί άνθρωποι, που έσπευσαν να ζητήσουν τη μεσολάβησή της για να ζήσουν κι εκείνοι το όνειρο της... διεθνούς κινηματογραφικής καριέρας! «Τι να κάμω; Τι να κάμω;» έλεγε η Κίτσα Κορίνα στο δημοσιογράφο αθηναϊκής εφημερίδας πιάνοντας τα μάγουλά της και δείχνοντας τις σωρούς των επιστολών που είχε λάβει με αυτό το περιεχόμενο μέσα στις πρώτες τέσσερις μέρες από την άφιξή της στην Ελλάδα!

Εκείνα τα χρόνια το παπαρατσίστικο ρεπορτάζ δεν είχε καμία σχέση με το σημερινό, ωστόσο σε αρκετά αθηναϊκά φύλλα δημοσιεύτηκαν τις επόμενες μέρες ενσταντανέ της Κίτσας με μαγιό στην παραλία της Γλυφάδας να κάνει ηλιοθεραπεία ή να οδηγεί μια βάρκα.



Και μέσα σ’ όλα, η εφημερίδα Ελληνική, μια από τις πιο «κίτρινες» εφημερίδες της εποχής και επιπλέον φανατικά αντιβενιζελική, χρέωσε ανοιχτά στην Κίτσα Κορίνα ερωτική σχέση με τον παντρεμένο γιο του τότε πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, Σοφοκλή.


Σ’ ό,τι αφορά την κινηματογραφική καριέρα της Κίτσας, αυτή δεν πήγε πολύ καλά. Η ταινία «Si» δεν προβλήθηκε στους γαλλικούς κινηματογράφους, γιατί το φιλμ... κατασχέθηκε μετά από δικαστική απόφαση εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων της εταιρίας παραγωγής. Όμως η Κίτσα Κορίννα, που είχε συμβόλαιο και για μια τρίτη ταινία, συμμετείχε κατάφερε να κάνει το επίσημο κινηματογραφικό της ντεμπούτο με το «Jeux de Massacre», όπου υποδυόταν μια αρτίστα του καμπαρέ, που ερωτεύτηκε έναν κομμουνιστή, για τα μάτια του οποίου υποδυόταν ότι ήταν δήθεν ομοϊδεάτισσά του.

Το «Jeux de Massacre» προβλήθηκε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1933, χωρίς να εντυπωσιάσει, σύμφωνα με μια κριτική στην εφημερίδα Ακρόπολις (06.06.1932):

«Έπειτα από τόσον διαφημιστικόν θόρυβον, από πομπώδη δημοσιεύματα, από σαγηνευτικάς, προκλητικάς εικόνας γυμνάς, ημιγύμνους, με μαγιό, χωρίς... μαγιό, η κυρία Κίτσα Κορίννα ή Κουλά μας ενεφάνισε χθες το απόγευμα εις το “Σπλέντιτ” την πολύκροτον ταινίαν της “Jeu de Massaxare”. Αλλά και με την μεγαλυτέραν επιείκειαν κρινομένη η προσπάθεια αυτή της παρ’ ολίγον... σταρ Ελληνίδος, δεν μπορεί να ονομασθή ταινία.

Το άφθονον κοινόν που κατέκλυσε χθες τα καθίσματα του “Σπλέντιτ” [...] δεν ημπόρεσε να καταλάβη πώς έπειτα από δύο ετών καλλιτεχνικάς οδύνας, το “τάλαντον” της κυρίας Κίτσας έτεκε το ασθενικόν αυτό ταινίδιον, που παρήλασε προ των οφθαλμών μας. Διάρκεια της ταινίας; Λεπτά όχι πλείονα των δέκα και επτά. Πρωταγωνισταί; Ας μη ομιλήσωμεν καλύτερον. Υπόθεσις;... Απ’ την Πόλι έρχομαι και στο... Παρίσι καταλήγω! Ολίγος σοσιαλισμός, ολίγος πόλεμος, ολίγον κουτσοκαμπαρέ, ολίγον τραγούδι, ολίγος έρως, ολίγος... Χίνδεμπουργκ, ολίγη σαλάτα ρωσσική και πολλαί τουαλέτται της “μεγάλης” Ελληνίδος καλλιτέχνιδος. Η κυρία Κίτσα ερωτεύεται ένα κομμουνιστήν πιανίσταν, αυτός της δίδει προκηρύξεις επαναστατικάς να ρίξη από ενός ανθοστολίστου άρματος κατά τας εορτάς της Νίτσας. Η Κίτσα δεν τας ρίπτει. Ο πιανίστας απογοητεύεται. Τραβάει προς το άγνωστον. Και η Κορίννα μας προς εν συμβολικόν νεκροταφείον. Fin. Αλλά, για όνομα Θεού, κυρία Κίτσα, καλύτερα δεν ήταν να μη προβληθή η εκλεκτή αυτή παραγωγή σας; Δεν ήτο σοφώτερον και ευγενέστερον προς τους συμπατριώτας σας να μη τους δείχνατε εις τι κατέληξε όλη αυτή η δήθεν καλλιτεχνική εργασία των Παρισίων και τι ανόητον χαβάν έψαλλαν αι ως σήμερα διαφημίσεις περί της θριαμβευτικής προσωπικότητός σας; [...]».

Εν τω μεταξύ, το αθηναϊκό περιοδικό Παναθήναια, που φιλοξένησε συνέντευξη της Κίτσας με αφορμή την τελευταία της ταινίας, περιέγραψε τη νεαρή Ροδίτισσα στους αναγνώστες του ως γοητευτική μεν παρουσία, όχι όμως και καλλονή:

«Η Κίτσα Κορίννα είνε από τις πιο περίεργες φυσιογνωμίες που μπορεί να συναντήση κανένας. Καλλονή δεν είνε. Και όμως, έχει κάτι που τραβάει και συναρπάζει. Καθώς έχετε απέναντί σας την λεπτή κορμοστασιά της και παρακολουθείτε τις αρμονικές κινήσεις των χεριών, τις εκφράσεις που αλλάζει κάθε στιγμή το περίεργο εκείνο πρόσωπο, με τα κατάμαυρα μάτια που άλλοτε είνε γεμάτα γαλήνη και άλλοτε γυρίζουν ανήσυχα, καθώς ακούετε το παιδικό γέλιο, τις γεμάτες γυναικεία εξυπνάδα και φιλαρέσκεια απαντήσεις, δεν ξεύρετε τι είνε αυτό που σας θέλγει. Το κορμί ή το πνεύμα της Κίτσας; Για να μην ήμαστε ανειλικρινείς και τα δυο. Η Ελληνίδα βεντέττα που παίζει στον γαλλικό κινηματογράφο έχει πολλούς περισσότερους θαυμαστάς στο εξωτερικό παρά στην πατρίδα της. Αυτό οφείλεται στον τύπο της. Η Κίτσα Κορίννα έχει σταράτη επιδερμίδα και εβένινα σγουρά μαλλιά. Πόσες από τις ξένες συναδέλφους της έχουν τα όπλα αυτά; Ελάχιστες. Έπειτα η Κίτσα έχει και κάτι άλλο. Δίνει την εντύπωσι θερμής ιδιοσυγκρασίας...».

Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, το όνειρο μιας κινηματογραφικής καριέρας έσβησε και τα επόμενα δύο χρόνια, η Κίτσα Κορίννα παρέμεινε στην Ελλάδα κάνοντας στροφή στο τραγούδι με τη βοήθεια και του Μίνωα Μάτσα, με τον οποίο η Κίτσα διατηρούσε ερωτικό δεσμό. Ο γιος του, Μάκης Μάτσας, στο βιβλίο «Πίσω από την μαρκίζα» από τις εκδόσεις Διόπτρα, απέδωσε στο Μίνωα της δημόσια παραδοχή «Αυτήν την Κίτσα Κορίνα την πλήρωσα πολύ ακριβά», ενώ περιέγραψε κι ένα χαριτωμένο περιστατικό από το χωρισμό του πατέρα του από την καλλιτέχνιδα: Όταν ο Μίνωας ζήτησε από την Κίτσα να χωρίσουν, εκείνη ξέσπασε σε κλάματα απειλώντας να αυτοκτονήσει από τον καημό της, για να την δει λίγο αργότερα ο Μίνωας να φεύγει αγκαλιά μ’ έναν άλλο άνδρα!

Από τα τραγούδια της Κίτσας Κορίνας τη διετία 1934-35, όλα ηχογραφημένα στις εταιρίες Odeon και Parlophone του Μάτσα, μακράν ξεχωρίζουν τα δύο χασικλίδικα ρεμπέτικα «Βρε Μανώλη» και «Μάγκισσα Ματσαράγκισσα». Το τελευταίο έχει επανεκτελεστεί πολλές φορές με διαφορετικούς στίχους και οι περισσότεροι ίσως το γνωρίζουν με τον τίτλο «Ούζο όταν πιείς» ερμηνευμένο από τη Χαρούλα Αλεξίου. Βέβαια στη βερσιόν της Κίτσας Κορίνας το 1935, δεν ήταν ούζο εκείνο που η καλλιτέχνης τραγουδούσε ότι έπινε...

Ένα άλλο ωραίο τραγούδι, που μάλλον ερμήνευσε πρώτη η Κίτσα Κορίννα, ήταν ένα από τα ωραιότερα ελληνικά ταγκό, το «Σκληρή Καρδιά», παραγωγή 1934. Το τραγούδι ήταν εξαιρετικά δημοφιλές και πολλά χρόνια αργότερα, με αφορμή ένα γενικότερο μουσικό αφιέρωμα της εφημερίδας Έθνος το Μάρτιο του 1963 σε παλιές μεγάλες μουσικές επιτυχίες, διαβάζουμε την ιστορία του:

«Την εποχή εκείνη μεσουρανούσε στον καλλιτεχνικό κόσμο, περισσότερο σαν ωραιοτάτη γυναίκα, παρά σαν τραγουδίστρια, η Κίτσα Κορίνα, την οποία ερωτεύθηκε ο συνθέτης και μια μέρα στο σπίτι της, στην Γλυφάδα, έγραψε και της αφιέρωσε τα λόγια και την μουσική της “Σκληρής καρδιάς”, που επέπρωτο για τριάντα ολόκληρα χρόνια ν’ αποτελέση το σπαραξικάρδιο τραγούδι όσων προδόθηκαν από τις αγαπημένες τους».

Παραδόξως, στις διασωθείσες παρτιτούρες του συγκεκριμένου τραγουδιού, ως συνθέτρια και στιχουργός αναφέρεται η ίδια η Κίτσα Κορίνα, στην οποία αποδίδονται οι στίχοι και η σύνθεση και ενός δεύτερου κομματιού με τίτλο «Δεν σε θέλω πια» –σύμφωνα με τις διασωθείσες παρτιτούρες πάντα, οι οποίες μάλλον δεν απέδιδαν την πραγματικότητα.

Όσον αφορά το Θ. Παπαδόπουλο, γνωρίζουμε ότι εμπνεύστηκε τουλάχιστον ένα ακόμη ταγκό από τον ανεκπλήρωτο έρωτά του για την Κίτσα Κορίνα. Αυτό είχε τίτλο «Τι έχεις κι όλο κλαις» (Τι έχεις κι όλο κλαις/ και δεν μου το λες/ φτωχή καρδιά μου;/ Ποιος σού πε ν’ αγαπάς/ κι όλο να σκορπάς/ τα δάκρυά μου), το οποίο ερμήνευσε μια άλλη τραγουδίστρια της εποχής, η Πάολα.

Υπάρχει όμως και μια δεύτερη εκδοχή της ιστορίας, πώς η Κίτσα Κορίνα έμπλεξε με το τραγούδι. Σύμφωνα μ' αυτήν, υπεύθυνος δεν ήταν ο Μίνως Μάτσας αλλά ο μετέπειτα σύζυγός της, Τομ Ρηζ (Thomas Riges), αδερφός του ιδρυτή των ελληνικών ιπποδρομιών Ουίλιαμ Ρηζ. Η γνωριμία της Κίτσας με τον Τόμας Ρηζ έγινε γύρω στα 1932 με 1933, είτε στο ταξίδι της επιστροφής της στο Παρίσι, όταν η παρ' ολίγον βεντέτα του γαλλικού κινηματογράφου διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε κάνει καριέρα στην Ελλάδα, είτε σε κάποιο νυχτερινό κέντρο της Γλυφάδας για ν' ανθίσει λίγο καιρό αργότερα κατά τη διάρκεια μιας κρουαζιέρας στις Κυκλάδες. 

Η συνέχεια, από ένα σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας Ελληνικόν Μέλλον με ημερομηνία 12 Μαΐου 1938:

"Ο Άγγλος μεγιστάν του χρήματος, εξετίμησεν αμέσως τα εξαιρετικά προσόντα της ως γυναικός και ως καλλιτέχνιδος και προσεφέρθη να την προστατεύση και να την λανσάρη σε ανώτερες καλλιτεχνικές σφαίρες. Πράγματι, όταν εγύρισαν στην Ελλάδα, την εγκατέστησε σε μια θαυμάσια βιλλίτσα στο Ψυχικό, της εχάρισε μιάν απαστράπτουσαν κούρσαν, που είχε μάλιστα ως οδηγόν ένα Αιγύπτιον αράπην, σωφέρ,  με πολυτελή στολήν και γενικώς την ενίσχυσε οικονομικώς, ώστε να μπορή να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της ζωής κατά τον επιβλητικώτερον τρόπον, να ζη δηλ. σαν μια αληθινή αρτίστα. Επίσης ο κ. Ρηζ επεδίωξε να λανσάρη την Κίτσα ως "ντιζέζ" εις τους δίσκους των γραμμοφώνων. Πράγματι, η Κίτσα, χάρις εις την εξαίρετη, βαθειά και υποβλητική σπανία φωνή κοντράλτας που έχει, εσημείωσε στους δίσκους αρκετή επιτυχία και είχε γίνει περιζήτητος από την "Κολούμπια" και τις άλλες εταιρείες παραγωγής δίσκων γραμμοφώνου. Λέγεται μάλιστα ότι θα μπορούσε να κερδίση χιλιάδες με το τραγούδι της διότι η φωνή της είνε σπανιωτάτη και μοναδική για ωρισμένους τύπους λαϊκών τραγουδιών, όπως τα λεγόμενα "ρεμπέτικα", στα οποία η Κίτσα εσημείωσε καταπληκτική επιτυχία. Αλλά η γνωριμία και ο γάμος της με τον κ. Ρηζ, την απεμάκρυναν από την μουσικήν για να την επαναφέρουν, ίσως, εις την τέχνην των σκιών της οθόνης. [...]»

Παντρεύτηκαν την άνοιξη του 1938 στο Λονδίνο. Πόσο όμως διήρκεσε ο γάμος της Κίτσας και του Τομ είναι άγνωστο. Σίγουρα πάντως το 1952 η Κίτσα Κορίνα ήταν ήδη χήρα. Πώς το γνωρίζουμε αυτό; Από ένα αδιανόητο λιβελλογράφημα, πρωτοφανούς έντασης, κατά του Σοφοκλή Βενιζέλου, αρχηγού του κόμματος των Φιλελευθέρων και υποψήφιου πρωθυπουργού, εν όψει των εκλογών της 16ης Νοεμβρίου 1952.

Πιο συγκεκριμένα, στις 19 Οκτωβρίου 1952 κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο μιας εβδομαδιαίας εφημερίδας με τίτλο «Νέα Δημοκρατία», που εξαπέλυσε έναν πρωτοφανή όσο και πολυεπίπεδο, ανυπόγραφο σκανδαλοθηρικό λίβελλο κατά του Σοφοκλή Βενιζέλου για ό,τι μπορούσε κανείς να φανταστεί και μεταξύ αυτών για τις υποτιθέμενες σχέσεις που διατηρούσε με την Κίτσα Κορίνα, η οποία παραλληλιζόταν αναπόδεικτα με  τη... μαντάμ ντε Πομπαδούρ (την ερωμένη του γάλλου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΕ΄, γνωστή για τη μεγάλη επιρροή που ασκούσε στα παρασκήνια της πολιτικής ζωής των ανακτόρων):

«[Ο Σ. Βενιζέλος] περί του 1927 εγνωρίσθη εις την γαλλικήν Ριβιέραν, εις τα Καζίνα της οποίας επερνούσε την ζωήν του –κατά την εποχήν εκείνην και επί μίαν εικοσαετίαν η χαρτοπαιξία ήτο το κύριον επάγγελμά του– με την εκ Ρόδου επίδοξον ηθοποιόν του κινηματογράφου Κίτσα Κορίνναν –αυτό ήτο ας πούμε το καλλιτεχνικόν της ψευδώνυμο– με την οποίαν και συνεδέθη αμέσως, δημιουργήσας τότε κοινωνικόν σκάνδαλον, λόγω της ανοικτής και ασυστόλου μοιχείας. Αλλ’ ο Σοφοκλής Βενιζέλος δεν απέδωσε καμμίαν σημασίαν εις το σκάνδαλον. Συνέχιζε να ζη με την εν λόγω κυρίαν, εξαναγκάσας την σύζυγόν του να αναγνωρίση αυτό το καθεστώς...

[...] Η σχέσις του Σ. Βενιζέλου με την προαναφερθείσαν κυρίαν Κίτσαν Κορίναν συνεχίσθη έκτοτε και συνεχίζεται μέχρι σήμερον. Μολονότι αύτη υπανδρεύθη εν τω μεταξύ τον ένα εκ των γνωστών αδελφών Ρηζ –των επιχειρηματιών του περιφήμου Ιπποδρόμου– η σχέσις δεν διεκόπη. Αποθανόντος αργότερον του συζύγου, η χήρα πλέον Κα Ρηζ, ενεφανίσθη εις την αθηναϊκήν κοινωνίαν, χωρίς κανένα πρόσχημα, ως η επίσημος ερωμένη του κ. Προέδρου. Τυχοδιωκτική φύσις, κατώρθωσε τελείως να του επιβληθή. Και να επιβληθή όχι μόνον εις αυτόν, αλλά εις ολόκληρον το Κόμμα των Φιλελευθέρων και μέσω αυτού, εις την Ελλάδα!..»

Ο συντάκτης ισχυριζόταν, χωρίς να προσκομίζει αποδείξεις, ότι επί κυβερνήσεως Σοφοκλή Βενιζέλου, όποιος διοριζόταν σε οποιοδήποτε πολιτικό αξίωμα έπρεπε να ήταν αρεστός σ’ εκείνη: «Η βίλλα της Κας Κίτσας εις το Ψυχικό είναι η Μέκκα των σημερινών αξιωματούχων της Πολιτείας. Μόνον εκείνοι που πηγαίνουν εκεί και φιλούν το χέρι της γίνονται Υπουργοί και Νομάρχαι και ό,τι δήποτε άλλο».

Σε άλλο σημείο έγραφε: «Πρόκειται περί γυναικός τρομερά έξυπνης, αληθινά διαβολεμένης –αυτή άλλωστε η σταδιοδρομία της είναι η απόδειξις της ευφυίας της. Από μικρό χωριατοκόριτσο της Ρόδου, για να κατορθώση να φθάση εις την σημερινήν της εξέλιξιν, σημαίνει ότι δεν είναι γυναίκα που αγνοεί να εκμεταλλεύεται τας περιστάσεις.» Μάλιστα ο υπογράφων συντάκτης ισχυριζόταν επίσης ότι η Κίτσα Κορίννα διόριζε ακόμη και τους υπουργούς των οικονομικών υπουργείων της κυβέρνησης, ώστε μέσω αυτών ασκούσε «πλήρη έλεγχον επί του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου της χώρας»!

Το δημοσίευμα της  «Νέας Δημοκρατίας» ήταν ο ορισμός της «λάσπης στον ανεμιστήρα» και κατακρίθηκε ή αγνοήθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία του τύπου, ακόμη και του αντιπολιτευόμενου, πλην μεμονωμένων εξαιρέσεων. Δεν περιοριζόταν μόνο σε σχόλια κλειδαρότρυπας, αλλά στη σκανδαλολογία επιχειρήθηκε η εμπλοκή και των ανακτόρων με αποτέλεσμα να διαταχθεί από τον ανακριτή η κατάσχεση του φύλλου της εφημερίδας.

Όταν το Μάρτιο του 1953 ξέσπασε ένα ιπποδρομιακό σκάνδαλο, με αγγελία στον τύπο της εποχής «Η κυρία Κίτσα Θωμά Ρηζ παρακαλεί να διευκρινισθή ότι δεν είναι κάτοχος ουδέ μιας μετοχής της Α.Ε. Ιπποδρομιών, ως άλλωστε καταφαίνεται εκ των βιβλίων του αρμοδίου Υπουργείου Εμπορίου, ουδέ έχει οιανδήποτε άλλην σχέσιν μετά της ως άνω Εταιρίας.»

Παράλληλα, κατά τη δεκαετία του ’50, στις κοσμικές στήλες της εφημερίδας Ελευθερία, αρκετές φορές συναντούμε κολακευτικά σχόλια για τις εμφανίσεις της Κίτσας Ρηζ. Για παράδειγμα, σχολιάζοντας τους παρευρισκόμενους στο ρεβεγιόν του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία» την πρωτοχρονιά του 1953, δυο μέρες αργότερα η κοσμική συντάκτης της εφημερίδας σχολίαζε: «Ακαταγώνιστη σε γοητεία και ωμορφιά η κ. Τόμας Ρηζ φορεί ένα φόρεμα από άσπρη δαντέλλα σε εξαιρετική κουπ, μαντώ από βελούδο κόκκινο κεντημένο χρυσό σε μεγάλα σχέδια, προκαλεί τον γενικό θαυμασμό». Ένα άλλο παράδειγμα, στις 22.07.1955, στην κοσμική στήλη της ίδιας εφημερίδας διαβάζουμε για την κ. Τόμας Ρηζ ότι ήταν «ωραιότερη παρά ποτέ» κλπ.

Μια αγγελία στην εφημερίδα Ελευθερία στις 26.01.1958 γνωστοποιούσε τον επικείμενο γάμο ανάμεσα στη «ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΛΑ χήρα Θωμά Ρηζ θυγατέρα του Βασιλείου και της Αντιγόνης το γένος Μαρτάκη γεννηθείσα εν Ρόδω» και τον Πλάτωνα Πετρόχειλο του Σωκράτη και της Λουδμίλας το γένος Διανέλλη, κατοίκου Βόλου.

Ο γάμος τελέστηκε λίγες μέρες αργότερα στο εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας Ψυχικού με παράνυφο τον καθηγητή Κ. Κιτσίκη, ενώ μεταξύ των καλεσμένων περιλαμβάνονταν πολιτικά πρόσωπα, ο πρεσβευτής του Βελγίου, το ζεύγος Ουίλιαμ Ρηζ, ο κινηματογραφικός παραγωγός Θ. Δαμασκηνός κ.ά. Η νύφη –πρώην Μαρία Κουλά, πρώην Κίτσα Κορίνα, πρώην Κίτσα Ρηζ και πλέον– Μαρία (Κίτσα) Πετρόχειλου ήταν «ωραιοτάτη και εκτάκτως κομψή με φόρεμα ντε πιες από σατέν γκρι-περλ» (εφημερίδα Ελευθερία, 07.02.1958) και αυτή ήταν η τελευταία φορά που εντοπίζεται σε εφημερίδα το όνομά της. 

Λιγότερο αναρχορεμπέτισσα απ' ότι την φαντάστηκαν όσοι την ανακάλυψαν από τα χασικλίδικα τραγούδια της, σίγουρα όμως μια γυναίκα εξαιρετικά δυναμική, τολμηρή και οπωσδήποτε γοητευτική, που δεν περνούσε απαρατήρητη μ' ό,τι κι αν καταπιανόταν. Αυτή ήταν η Κίτσα Κορίνα! 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου