28 Ιανουαρίου 2013

Η εξέγερση κατά της λογοκρισίας στην τέχνη το 1966


Το 1966 ήταν μια αρκετά μαχητική χρονιά για την ελληνική τέχνη. Δεν ήταν μόνο η απεργία των ηθοποιών, οι οποίοι διεκδικούσαν εννιά παραστάσεις την εβδομάδα, έναντι δώδεκα που έδιναν μέχρι τότε, αλλά και οι αγώνες που δόθηκαν κατά της λογοκρισίας σε διάφορες μορφές τέχνης - από τη μουσική μέχρι τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο.

Ο νόμος περί λογοκρισίας που ίσχυε στην Ελλάδα μέχρι τη Μεταπολίτευση ήταν κατοχικός. Ήταν ο Ν. 1108/1941, ο οποίος τροποποιούσε κάποιες διατάξεις ενός αντίστοιχου αναγκαστικού νόμου από την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά, που ήθελε την τέχνη ως εργαλείο προπαγάνδας.
Η πρώτη σημαντική "εξέγερση" κατά της λογοκρισίας ήρθε από τρεις σπουδαίους Έλληνες συνθέτες, οι οποίοι τιμούσαν την Ελλάδα στην Ευρώπη και σ' ολόκληρο τον κόσμο: το Μάνο Χατζιδάκι, το Μίκη Θεοδωράκη και το Σταύρο Ξαρχάκο, οι οποίοι ένωσαν τις φωνές τους αποκαλύπτοντας τη δραματική αλήθεια. Η κοινή δήλωση των τριών συνθετών ήταν σαφέστατη και δεν επιδεχόταν πολλαπλών ερμηνειών. Το κείμενο της είχε ως εξής:
"Φανερώνουμε, για όσους τυχόν δεν γνωρίζουν: Υπάρχει λογοκρισία για κάθε τραγούδι που κυκλοφορεί, ενώ δεν υπάρχει ούτε για τα βιβλία, ούτε για το θέατρο, όπου ο εισαγγελέας επεμβαίνει αυτεπαγγέλτως, φρουρός ηθών, νόμων και τάξεως. 
Επίσης, φανερώνουμε, πως η λογοκρισία αυτή λογοκρίνει στίχους και μουσική και εισπράττει πενηντάδραχμο δι' έκαστο τραγούδι. 
Φανερώνουμε, ότι εμείς οι τρεις, ουδέποτε στείλαμε πραγματική μουσική μας, αλλά αναθέταμε σε γραμματείς της εταιρίας μας, που απέστελλαν μουσική, που δεν έλεγε τίποτα. Νότες τυχαίες στο πεντάγραμμο. Και εγίνοντο δεκτά (!). Παράλληλα ενεργούσαμε για την κατάργηση της. 
Τελευταία, αυτή η περίφημη λογοκρισία έφτασε στο σημείο να κόβει τραγούδια μας, για να περιφρουρήσει το αισθητήριο του ελληνικού λαού, ενώ άφηνε να περνούν τραγούδια σαν "Τον Κένεντι τον φάγανε οι άτιμοι" και σαν το "Εγώ δεν είμαι σαν τους Μπιτλς". 
Αποφασίζουμε και οι τρεις να σταματήσουμε κάθε δραστηριότητα μας στον τομέα των τραγουδιών, να απαγορεύσουμε την αναμετάδοση και εκτέλεση σε δημόσιους χώρους (ραδιόφωνο, τζουκ-μποξ, κέντρα) κάθε λογοκριμένου ή όχι τραγουδιού μας. Σταματάμε την έκδοση δίσκων, χωρίς φυσικά να σταματήσουμε να συνθέτουμε και να ηχογραφούμε στο εξωτερικό, όπου, όπως είναι ευνόητο, καμία λογοκρισία δεν μπορεί, ούτε διανοείται να τολμήσει να μας εμποδίσει. 
Αυτά, ως τη στιγμή, που οποιαδήποτε κυβέρνηση θα αποφασίσει να απαλλάξει τον τόπο από ένα αισχρό, ηλίθιο και ανελεύθερο μέτρο. 
Μετά τιμής, 
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ 
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ 
ΣΤΑΥΡΟΣ ΞΑΡΧΑΚΟΣ

Την ίδια μέρα ήρθε η απάντηση του τότε Υφυπουργού Προεδρίας, Δημήτρη (Τάκη) Γεωργίου, ο οποίος εξέφρασε την έκπληξη και τη διαμαρτυρία του, "διά την αιφνιδιαστικήν ενέργειαν των εκλεκτών συνθετών μας... η οποία υπό μορφή απαραδέκτου τελεσιγράφου ενεφανίσθη εις τας στήλας του Τύπου". Παρόλο, όμως, που χαρακτήρισε και τους τρεις συνθέτες "εκλεκτούς". ο Γεωργίου μάλλον τους ξεχώριζε σε βάρος του Θεοδωράκη, καθώς στην επίσημη ανακοίνωση του σημείωνε χαρακτηριστικά: "Φοβούμαι ότι οι κ.κ. Χατζιδάκις και Ξαρχάκος δεν επέδειξαν την απαιτούμενην σωφροσύνην και έσπευσαν να παρακολουθήσουν τον κ. Θεοδωράκην, διά τον οποίον ο θόρυβος είναι τόσον προσφιλής, οσάκις μάλιστα στρέφεται εναντίον οιασδήποτε κρατικής υπηρεσίας". 
Στην εκτενέστατη απάντηση του, ο Υφυπουργός Προεδρίας υπερασπιζόταν τον νόμο περί λογοκρισίας. Αν και παραδεχόταν ότι ο νόμος ήταν κατοχικός, δικαιολογούσε τη συνέχιση της εφαρμογής του στο ότι "συνάδει με το Σύνταγμα (σ.σ.: του 1952), όπερ δι' ειδικής διατάξεως προσβλεπει ότι αι προστατευτικαί του Τύπου διατάξεις "δεν εφαρμόζονται επί των κινηματογράφων, δημοσίων θεαμάτων, φωνογραφίας, ραδιοφωνίας και άλλων παρεμφερών μέσων μεταδόσεως λόγου ή παραστάσεως".... Η επιτροπή αυτή ουδέποτε ήσκησε καλλιτεχνικόν έλεγχον, η δε κρίσις της αποβλέπει εις το να προλαμβάνεται η κυκλοφορία στίχων στρεφομένων κατά της θρησκείας, της δημοσίας αιδούς, της εθνικής ασφαλείας και των γνησίων ελληνικών ηθών και εθίμων". Μάλιστα, στο τέλος της δήλωσης του, ο Υφυπουργός Προεδρίας εξέφραζε την "ευχή" του "ο θόρυβος των τριών συνθετών να αποβλέπει μόνον εις διαφημιστικούς σκοπούς" τονίζοντας ότι η υπό τον έλεγχο του επιτροπή λογοκρισίας "οφείλει να σέβεται το Σύνταγμα και να εφαρμόζει τους νόμους του κράτους".
Δεν αμφιβάλει κανείς ότι κατ' αρχήν οι νόμοι του κράτους πρέπει να εφαρμόζονται, όμως το περιεχόμενο των νόμων και η τυχόν αυστηρότερη ή χαλαρότερη συνέπεια που επιδεικνύεται κατά την εφαρμογή τους, χαρακτηρίζουν μια ολόκληρη εποχή. Και κακά τα ψέματα, η μεταπολεμική Ελλάδα διεπόταν από μια διάθεση περιορισμού του ιδεολογικού πλουραλισμού, όπου οτιδήποτε αιρετικό και ριζοσπαστικό προβαλλόταν ως "εχθρικό", "αντεθνικό", "αντιχριστιανικό" και ένα σωρό άλλες συκοφαντίες, που μάλλον περιόριζαν την ελευθερία της καλλιτεχνικής δημιουργίας, παρά την ενίσχυαν. Άλλωστε, όπως κανείς δεν μπορεί να υποχρεώσει έναν πολίτη να ακούσει ένα τραγούδι που δεν του αρέσει ή να παρακολουθήσει μια παράσταση που δεν είναι του γούστου του, εξίσου δεν μπορεί η επίσημη πολιτεία να επιβάλλει στον πολίτη να μην ακούσει το τραγούδι που του αρέσει ή να μην παρακολουθήσει την παράσταση που θαυμάζει. 
Χαρακτηριστικό της νοσηρής αντίληψης που επικρατούσε στην κυβερνώσα πολιτική ελίτ της χώρας ήταν το άρθρο εφημερίδας φίλα προσκείμενης στην ΕΡΕ - η παράταξη της Δεξιάς - όπου ούτε λίγο ούτε πολύ χαρακτήριζε τον Χατζιδάκι ως... κομμουνιστή: "Μένομεν κατάπληκτοι από το γεγονός ότι ο Μάνος Χατζιδάκις εδέχθη να θέση την υπογραφήν του κάτω από ένα "μανιφέστο" καθαρώς κομμουνιστικού ύφους και περιεχομένου, "μανιφέστο" του οποίου η διατύπωσις κάθε άλλο παρά αρμόζουσα εις καλλιτέχνας και πνευματικούς ανθρώπους είναι"!!
Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση του Υφυπουργού Προεδρίας δεν κατεύνασε τα πνεύματα, αλλά συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Την επόμενη μέρα, πέντε ακόμη σπουδαίοι συνθέτες (Μαρκόπουλος, Μαμαγκάκης, Λεοντής, Λοΐζος, Μπιθικώτσης) προσχώρησαν στην κίνηση των τριών απαγορεύοντας τη δημόσια εκτέλεση των μουσικών τους συνθέσεων. 
Εξάλλου, ο Χατζιδάκις απάντησε στα υπονοούμενα του Υφυπουργού τονίζοντας ότι η πρωτοβουλία των τριών ήταν δική του ιδέα και όχι του Θεοδωράκη, απέρριψε τον ισχυρισμό ότι ουδέποτε είχε λογοκριθεί δικό του έργο, ενώ χαρακτήρισε το θεσμό της λογοκρισίας ως κατάλοιπο της δικτατορίας που θα πρέπει να εκλείψει. 
Στη διαμάχη πήρε θέση και το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, το οποίο εξέδωσε ανακοίνωση σημειώνοντας ότι "από της ιδρύσεως του αγωνίζεται για την ελευθερία του πνεύματος και θα συνεχίσει μετά πείσματος να αγωνίζεται για την ολοσχερή κατάργηση κάθε πιεστικού μέτρου, που στιγματίζει τον ελληνικό Πολιτισμό". 
Άλλωστε, δεν ήταν λίγα και τα φαινόμενα λογοκρισίας στο χώρο του θεάτρου. Ένα πρόσφατο παράδειγμα - από τα πολλά της εποχής εκείνης - ήταν η παρέμβαση του Εισαγγελέα στη θεατρική παράσταση "Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλι", που ανέβηκε από το θίασο του Κωστή Λειβαδέα το Δεκέμβριο του 1965. Ο λόγος ήταν ότι ο θιασάρχης δεν είχε πάρει προηγουμένως άδεια από το Υπουργείο Προεδρίας βάσει του νόμου "περί λογοκρισίας", τον οποίο ο Λειβαδέας είχε επικρίνει ως κατοχικό και αντισυνταγματικό.
Και αν στην Αθήνα το μοναδικό πρόβλημα φερόταν να είναι η μη παροχή άδειας από την Επιτροπή λογοκρισίας, όταν τους επόμενους μήνες ο θίασος περιόδευσε στην επαρχία ανεβάζοντας την ίδια παράσταση, βρέθηκε αντιμέτωπος με σειρά μηνύσεων για το "άσεμνο" περιεχόμενο του έργου. Μάλιστα, στις 13 Απριλίου 1966, ο Λειβαδέας και ο γενικός γραμματέας της Ένωσης Θεατρικών Συγγραφέων, Δημήτρης Γιαννουκάκης, έδωσαν κοινή συνέντευξη τύπου ζητώντας την κατάργηση του νόμου.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στη μουσική. Στις 29 Ιανουαρίου 1966, οι τρεις συνθέτες επανήλθαν κοινοποιώντας μέσω των πληρεξουσίων δικηγόρων τους εξώδικα προς το Ε.Ι.Ρ. (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) και τις μουσικές εταιρίες τζουκ-μποξ ζητώντας να μην αναπαράγουν τις συνθέσεις τους, ενώ περίπου ένα μήνα αργότερα προσέφυγαν στα δικαστήρια, επειδή το ΕΙΡ συνέχιζε να μεταδίδει τα τραγούδια τους. Επίσης, εξέδωσαν κοινή απάντηση στη δήλωση του Υφυπουργού Προεδρίας ζητώντας την κατάργηση του άρθρου 15 του Ν.Δ. 1108/41 "περί λογοκρισίας" υπογραμμίζοντας ότι αποκλειστικό κίνητρο της διαμαρτυρίας τους ήταν ο σεβασμός που πρέπει να επιδεικνύεται προς την πνευματική δημιουργία και την ηθική προσωπικότητα του καλλιτέχνη.
Την ίδια ημέρα, η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ - αν και συντηρητικών πεποιθήσεων - δημοσίευσε δηλώσεις του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, οι οποίοι ανέφεραν ορισμένα παραδείγματα λογοκρισίας, που δέχτηκαν τα τραγούδια τους. Όπως ανέφερε ο Χατζιδάκις, ο δίσκος "Παραμύθι χωρίς όνομα" σε μουσική του ιδίου, σταμάτησε επειδή το περιεχόμενο του κρίθηκε αντιβασιλικό, ενώ ένα μελοποιημένο ποίημα του Νίκου Γκάτσου απαγορεύτηκε, καθώς θεωρήθηκε ότι προτρέπει στο.. έγκλημα.
Πιο πολλές περιπτώσεις είχε να αναφέρει ο Μίκης Θεοδωράκης. Επί ενάμιση χρόνο δεν δινόταν άδεια για το "Τραγούδι του νεκρού αδελφού" εξ αιτίας ορισμένων στίχων, όπως "η μάνα μου ξενόπλενε". Αντίστοιχα, στο τραγούδι "Προδομένη αγάπη" η Επιτροπή είχε ενοχληθεί από κάποιο "ντιν-νταν", ο στίχος "έχουμε στο μέτωπο τ' αστέρι" θεωρήθηκε φιλογιουγκοσλαβικός, προβλήματα υπήρξαν με τους στίχους του τραγουδιού "Άπονη ζωή" σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου και σύνθεση Σταύρου Ξαρχάκου κλπ.
Στο πλευρό των τριών τάχθηκαν και άλλοι γνωστοί καλλιτέχνες του ελαφρού τραγουδιού (συνθέτες και τραγουδιστές), όπως ο Γιώργος Κατσαρός, ο Γιώργος Μουζάκης, η Καίτη Χωματά, ο Γιώργος Ζωγράφος, η Μαρία Φαραντούρη, ο Λάκης Παππάς, το Τρίο Μπριλλάντε κ.ά. Μάλιστα, λίγες μέρες αργότερα, με αφορμή την πραγματοποίηση συναυλίας του, ο Γιώργος Κατσαρός εξέφρασε και ένα είδος πικρίας που οι τρεις συνθέτες δεν πρότειναν και σε άλλους να υπογράψουν εξ αρχή την επιστολή διαμαρτυρίας τους, αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι "ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης είναι εκείνοι που έκαναν το εξωτερικό να ζητά ελληνικά τραγούδια".
Εξάλλου, στις 31 Ιανουαρίου στο κίνημα διαμαρτυρίας προσχώρησαν και 18 μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού: Γιάννης Παπαϊωάννου, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Στέλιος Καζαντζίδης, Μαρινέλλα, Θ. Δερβενιώτης, Γιώτα Λύδια, Πάνος Γαβαλάς, Ευάγγελος Περπινιάδης, Πέτρος Αναγνωστάκης, Ρία Κούρτη, Καίτη Γκρέι, Στράτος Διονυσίου, Μπ. Δαλιάνης, Βασ. Βασιλειάδης, Μηνάς Πορτοκάλης, Χρηστάκης, Γιώργος Κοινούσης και Στ. Μακριδάκης. Στην κοινή επιστολή τους σημείωναν:
"Στον αγώνα που εδώ και λίγες μέρες άρχισαν οι τρεις μουσικοσυνθέτες για την κατάργηση του ανελεύθερου και αναχρονιστικού μέτρου της λογοκρισίας, που πλήττει την πνευματική και καλλιτεχνική μας δημιουργία και ντροπιάζει τη χώρα μας, εμφανίζοντας τη σαν χώρα ολοκληρωτική και ανελεύθερη, εμείς όλοι οι δημιουργοί και εκτελεσταί του λαϊκού τραγουδιού, τασσόμεθα στο πλευρό τους και δηλώνουμε ότι θ' αγωνισθούμε μαζί τους μέχρις ότου η ωραία προσπάθεια μας βρη την πλήρη δικαίωση της".
Πιστοί στις δεσμεύσεις τους, οι τρεις συνθέτες δεν υπέβαλαν τις νέες τους συνθέσεις στην επιτροπή λογοκρισίας κι έτσι άργησαν να κυκλοφορήσουν σε δίσκο, συνέχισαν όμως να δίνουν συναυλίες, όπου τις παρουσίαζαν. Ενδεικτικά, ο Θεοδωράκης παρουσίασε για πρώτη φορά την "Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν" στο θέατρο Κεντρικόν στις 28 Φεβρουαρίου, οκτώ χρόνια πριν την κυκλοφορία του δίσκου (λόγω και τη δικτατορίας που επιβλήθηκε στη χώρα ένα χρόνο αργότερα), ενώ μαζί του έδινε συναυλίες και ο συνθέτης Χρήστος Λεοντής, ο οποίος επίσης είχε προσχωρήσει στην κίνηση αυτή. Αντίστοιχα, στις 7 Μαρτίου - και πάλι στο θέατρο Κεντρικόν - ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Σταύρος Ξαρχάκος παρουσίασαν τις δικές τους συνθέσεις του κύκλου "Μυθολογία", ενώ και οι τρεις συνθέτες έδωσαν σειρά συναυλιών και το καλοκαίρι στο Λυκαβηττό.

Βέβαια, θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι η λογοκρισία περιοριζόταν μόνο στη μουσική. Για παράδειγμα, την 1η Φεβρουαρίου 1966, Δικαστήριο καταδίκασε για προσβολή δημόσιας αιδούς τον εκδότη Γ. Φέξη, τον ποιητή Άρη Δικταίο (φιλολογικό ψευδώνυμο του Κώστα Κωνσταντουλάκη) και τον ζωγράφο Δημήτρη Μεζίκη με αφορμή την κυκλοφορία ων "Απάντων" του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Σε τι συνίστατο η προβολή της δημοσίας αιδούς; Στην εισαγωγή του βιβλίου, ο Δικταίος περιέγραφε τον ποιητή ως ομοφυλόφιλο, ενώ ο Μεζίκης είχε σχεδιάσει εικόνες γυμνών αντρών. Μάλιστα, στη δίκη που διεξήχθη ερήμην των τριών κατηγορουμένων, ο Εισαγγελέας είχε χαρακτηρίσει τον πρόλογο του βιβλίου ως" διαπρύσιον κήρυγμα υπέρ της αρρενοπορνείας, ως επαινετής αρετής και βασικού παράγοντος διά την δημιουργίαν έργων τέχνης, διά των οποίων εξασφαλίζεται η φιλολογική δόξα..."

Τα πλοκάμια της λογοκρισίας όμως είχαν επεκταθεί και στον κινηματογράφο. Στα τέλη του 1966, προκλήθηκε ντόρος από την απόφαση της Επιτροπής λογοκρισίας να κόψει 4 σκηνές από την ταινία "Ο θάνατος του Αλέξανδρου" του Δημήτρη Κολλάτου, τον Οκτώβριο του 1966. Να σημειωθεί ότι η προηγούμενη - πρώτη - ταινία του σκηνοθέτη με τίτλο "Οι ελιές" είχε απαγορευτεί εντελώς, ενώ στη δεύτερη ταινία του σκηνοθέτη, η Επιτροπή εθίγη από ορισμένους διαλόγους και από ερωτικές σκηνές, όπως π.χ. η επίσκεψη του κεντρικού ήρωα σε οίκο ανοχής, μια σκηνή όπου έκανε έρωτα με τη σύζυγο του κλπ.
Η ταινία είχε προβληθεί ένα μήνα νωρίτερα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, όπου δίχασε το κοινό, μερίδα του οποίου την αποδοκίμαζε κατά τη διάρκεια της προβολής της υπό τις παροτρύνσεις "εθνικοφρώνων" κινηματογραφιστών, που αργότερα θα συνεργάζονταν με τη χούντα, όπως ο πολύς Τζαίημς Πάρις. Τότε, την ταινία του Κολλάτου υπερασπίστηκαν με σθένος μεγάλοι πνευματικοί άνθρωποι, όπως ο Χατζιδάκις και ο Τσαρούχης, που τη χαρακτήρισαν ως την καλύτερη ταινία του Φεστιβάλ.
Αλλά και αργότερα, μετά την απόφαση της Επιτροπής για περικοπή των "ακατάλληλων" σκηνών, σημαντικοί άνθρωποι του πνεύματος πήραν δημόσια θέση υπέρ του "Αλέξανδρου". Ο συγγραφέας Αντώνης Σαμαράκης, που μάλιστα ήταν πρόεδρος της Επιτροπής Προκρίσεως Ταινιών του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, υπερασπίστηκε την ταινία με επιστολή του προς την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, που δημοσιεύτηκε στις 25 Οκτωβρίου 1966:
"Σαν Πρόεδρος της Επιτροπής Προκρίσεως του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είδα την ταινία, που είναι μια από τις πιο σημαντικές του ελληνικού κινηματογράφου και πιστεύω πως δίνει με δύναμη και αλήθεια την παράλογη πραγματικότητα, που είναι ο θάνατος ενός νέου ανθρώπου. Οι υπό απαγόρευση σκηνές δεν έχουν στόχο να διεγείρουν ταπεινά ένστικτα. Αντίθετα, είναι δεμένες οργανικά με την όλη σύλληψη του θέματος, αισθητικά και ανθρώπινα δικαιωμένες. Οι απλές, φυσιολογικές στιγμές της ζωής ενός νέου ανθρώπου παίρνουν τραγική όψη υπό το πρίσμα του απροσδόκητου θανάτου".
Αντίστοιχα, επιστολή στην ίδια εφημερίδα έστειλε από τη Νέα Υόρκη και ο Μάνος Χατζιδάκις (28.10.1966):
"Έμαθα πως η Επιτροπή Λογοκρισίας Ταινιών επέβαλε τέτοιες περικοπές στην ταινία "Ο θάνατος του Αλέξανδρου", ώστε να καθίσταται αδύνατη η δημόσια προβολή της. Είναι τραγικό κι αστείο μαζί, όταν σκεφτεί κανείς πως η ίδια αυτή Επιτροπή, επιτρέπει να κυκλοφορούν κατασκευάσματα με ανήφορους και κατήφορους, που δε χάνουν καμιά ευκαιρία για να προκαλέσουν την πιο δηλητηριώδη ηθική διάβρωση, με ολοφάνερους εμπορικούς σκοπούς, τηρώντας όμως με τον πιο αυθάδη τρόπο τα προσχήματα για να μην εμπέσουν στους ηλίθιους νόμους της Λογοκρισίας.
Η ίδια αυτή Επιτροπή, που αισθάνεται άνετα και σύμμαχα με τα παραπάνω κατασκευάσματα, έρχεται και απορρίπτει  - με ποια κριτήρια; - μια ταινία, θετική και υψηλή προσφορά του ελληνικού κινηματογράφου σαν τέχνη - την απορρίπτει μόνο και μόνο επειδή ξεφεύγει από τη χαμηλή νοημοσύνη της. Καταγγέλω το γεγονός όχι σαν δείγμα ανελευθερίας, όπως θα θελήσουν να το δουν μερικοί, μα σαν ένα ακόμη τυπικό παράδειγμα ανικανότητος των "αρμοδίων υπηρεσιών" του κράτους".
Στις 1 Νοεμβρίου, η ίδια εφημερίδα; δημοσίευσε επιστολή διαμαρτυρίας του Γιάννη Τσαρούχη, ο οποίος στηλίτευε την ιδιαίτερη ευαισθησία του ελληνικού κράτους σε θέματα λογοκρισίας, την ώρα που επιδείκνυε μια ανεκτική αδιαφορία για πιο σημαντικά ζητήματα. Ακολουθούν ορισμένα αποσπάσματα:
"... Τόσα πράγματα υψίστης καλλιτεχνικής και εθνικής σημασίας που κινδυνεύουν και που έχουν απόλυτη ανάγκη αυστηρών απαγορευτικών νόμων για να διασωθούν, αφήνονται τελείως απροστάτευτα από την πληθωρική κρατική μας προστασία. Όλη η αυστηρότης επιφυλάσσεται για ό,τι ελπίζει, για ό,τι θέλει κάτι να δημιουργήσει.
Το έργο αυτό (σ.σ. η ταινία του Κολλάτου) που έχει αναμφισβήτητα μια τολμηρή τεχνοτροπία και μια πικρή όσο και οξεία παρατήρηση, δεν παρουσιάζει τίποτε το επιλήψιμο, ούτε από ηθικής απόψεως, ούτε από ζητήματα εθνικής αξιοπρεπείας, ζητήματα, δηλαδή, που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τον απαράδεκτο και επιζήμιο για την ελληνική τέχνη θεσμό της λογοκρισίας. ... Δυσκολεύομαι να καταλάβω ποιος κίνδυνος απειλεί την Ελλάδα από το φιλμ αυτό, ιδίως όταν ξέρουμε ποια βορβορώδη κατασκευάσματα επιτρέπεται να κυκλοφορούν ανενόχλητα".
Τελικά, οι διαμαρτυρίες έπιασαν τόπο και το Φεβρουάριο του 1967, η Δευτεροβάθμια Επιτροπή Λογοκρισίας αποφάσισε να επιτρέψει την κανονική προβολή της ταινίας "Ο θάνατος του Αλέξανδρου" χωρίς περικοπές και τελικά αυτή έκανε πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 6 Μαρτίου.
Ναι, η δεκαετία του '60 ήταν ιδιαίτερα παραγωγική για την ελληνική τέχνη, που έτυχε μεγάλης προβολής στο εξωτερικό, κάτι που ανακόπηκε με την επιβολή του καθεστώτος των Συνταγματαρχών τον Απρίλιο του 1967. Είστε σίγουροι, όμως, ότι την εποχή εκείνη ήταν όντως καλύτερα τα πράγματα;  Θα θέλατε να ζείτε σε μια χώρα, όπου κάποιοι αποφασίζουν τι πρέπει να δούμε, ν' ακούσουμε, να διαβάσουμε, ποιο πρέπει να είναι το γούστο μας με το "έτσι θέλω";


Πηγές: το αρχείο των εφημερίδων "Ελευθερία" και "Εμπρός".


Σχετικά θέματα:
Η ΑΠΕΡΓΙΑ ΤΩΝ ΗΘΟΠΟΙΩΝ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1966

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου