30 Ιουλίου 2013

Οι 6 "καυτοί" Ιούλιοι της ελληνικής ιστορίας

Ο ελληνικός Ιούλιος είναι συνδεδεμένος με υψηλές θερμοκρασίες, καύσωνα και επιδρομή στις παραλίες. Ιστορικοί έχουν μείνει για παράδειγμα οι ατελείωτοι καύσωνες του 1987 και του 1988, ενώ κάθε χρόνο έστω και μια μέρα το θερμόμετρο θα αγγίξει τους -τουλάχιστον- 40 βαθμούς Κελσίου. Όμως, στην ελληνική ιστορία υπήρξαν κάποιοι Ιούλιοι, που αποτέλεσαν σημείο αναφοράς, καθώς "έκαιγαν" όχι θερμομετρικά, αλλά τα γεγονότα που βρίσκονταν σε εξέλιξη, άλλες φορές χαρούμενα, άλλες φορές δραματικά ή κάτι ανάμεσα στα δύο αυτά συναισθήματα.


1854
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Ιούλιος της χρονιάς αυτής ήταν ίσως ο τραγικότερος της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Στα μέσα Μαΐου είχε ξεκινήσει η αγγλογαλλική κατοχή του Πειραιά, μια ευθεία παρέμβαση των ξένων δυνάμεων  στα εσωτερικά ζητήματα του κράτους με αφορμή τον κριμαϊκό πόλεμο, έκρυβε μια υγειονομική βόμβα. Στις τάξεις του γαλλικού στρατού είχαν κάνει την εμφάνισή τους κρούσματα χολέρας, τα οποία είχαν αποκρυβεί μέχρι τις αρχές του Ιουλίου, οπότε έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα κρούσματα και μεταξύ των Ελλήνων κατοίκων του Πειραιά. Σταδιακά η χολέρα εξαπλώθηκε και σ' άλλες περιοχές, όπως στη Σύρο και άλλα κυκλαδονήσια, ενώ μεμονωμένα κρούσματα εμφανίστηκαν και στην Αθήνα. Τα περισσότερα θύματα ήταν φτωχοί εργάτες, υπήρχαν όμως και κρούσματα μεταξύ των πιο εύπορων πολιτών, στα οποία δόθηκε και μεγαλύτερη δημοσιότητα από τις εφημερίδες. Οι κάτοικοι του Πειραιά, έντρομοι εγκατέλειψαν την πόλη, κάτι που συνέβαλε αρχικά στην εξάπλωση της νόσου, αλλά σταδιακά επήλθε η ηρεμία μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, όταν ο αριθμός των νέων κρουσμάτων περιορίστηκε σημαντικά, αφού προηγουμένως τα αγγλογαλλική στρατεύματα εξαπλώθηκαν μέχρι τα Πατήσια με αφορμή την ανάγκη "αραίωσης", ώστε να καταπολεμηθεί η θανατηφόρα νόσος. 
Υπάρχει ήδη ένα xxl αφιέρωμα στο "μαύρο" εκείνο καλοκαίρι του 1854, το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ: Η αγγλογαλλική κατοχή και το μαύρο καλοκαίρι, όταν η χολέρα θέριζε και μετέτρεψε τον Πειραιά σ' έρημη πόλη


1874
Πολιτικός "καύσωνας" επικρατούσε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1874 με αφορμή ένα ανώνυμο άρθρο, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Καιροί" στις 29 Ιουνίου, τρεις μόλις μέρες μετά τις νόθες εκλογές, όπως κατά κανόνα συνέβαινε, της 23-26 Ιουνίου. Ήταν το περίφημο "Τις πταίει;" του, όπως αποδείχτηκε αργότερα, Χαρίλαου Τρικούπη, ο οποίος στηλίτευε τόσο τη νόθο εκλογική διαδικασία, όσο και τις συνεχείς αλλαγές πρωθυπουργών, όχι απαραίτητα σύμφωνα με τη βούληση του λαού, που τροφοδοτούσε αυτή τη νόθευση. Ο ανεύθυνος, σύμφωνα με το Σύνταγμα, βασιλιάς μπορούσε να διορίσει πρωθυπουργό όποιον ήθελε, κάτι που όμως συνέβαλε στην αποδυνάμωση του κοινοβουλευτικού βίου της χώρας και την απαξίωση της Βουλής. 
"Καλούνται εις την εξουσίαν κυβερνήσεις αποκρουόμεναι παρά της πλειοψηφίας του Έθνους, χορηγείται εις αυτάς η διάλυσις της Βουλής και συνάμα παν μέσον επηρεασμού των συνειδήσεων του λαού και νοθεύσεως των εκλογών, και λέγομεν ύστερον, ότι πταίει ο λαός διά την τοιαύτην κατάστασιν. Τι δύναται ο λαός κατ' αυτής; Ουδέν άλλο ή να επαναστατήσει. Αλλά τις ο δυνάμενος να κατακρίνη ευλόγως τον λαόν διότι την επανάστασιν θεωρεί ως έσχατον καταφύγιον, και πριν ή προέλθη εις αυτήν ζητεί να ίδη εξαντλούμενα όλα τα προληπτικά μέσα; Αν δεν πταίει ο λαός, πταίουν οι πολιτευόμενοι, λέγουν οι άλλοι, και η εξαχρείωσις αυτών, ευθύνει το έθνος, αφού ούτοι εις το Έθνος ανήκουσιν. Απαντώμεν, ότι η διαγωγή των πολιτευομένων θα ηύθυνε το Έθνος, αν η Ελλάς αυτοδιοικείτο, αλλ' αφού δια΄της διαστροφής του Συντάγματος και της εικονικότητος της βουλής κυβερνάται πράγματι η Ελλάς ως μοναρχία απόλυτος, επόμενον ήτο να καταστώσι και οι πολιτευόμενοι οποίους διαπλάττει αυτούς το νόθον καθεστώς... Οι πολιτευόμενοι είνε πλάσματα του επικρατούντος εν τη πολιτεία στοιχείου, το δε Έθνος ου μόνον δεν είνε το επικρατούν στοιχείον εν τη πολιτική, αλλ' εικονικήν μόνον έχει μετοχήν εις αυτήν. Η ευθύνη άρα επί τους συντελουμένοις ανήκει άπασα εις το στοιχείον εις το οποίον διά της διαστροφής των συνταγματικών ημών θεσμών συνεκεντρώθη ολόκληρος η εξουσία", έγραφε μεταξύ άλλων το άρθρο του Τρικούπη, ο οποίος εξαπέλυε έμμεσης, πλην όμως σαφή επίθεση κατά του βασιλιά. 
Η λύση του προβλήματος δεν ήταν άλλη από την εφαρμογή της αρχής της δεδηλωμένης, δηλαδή ο διορισμός κυβερνήσεων που διέθεταν την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής. "Ίνα επέλθη θεραπεία, πρέπει να γίνη ειλικρινώς αποδεκτή η θεμελιώδης αρχή της κοινοβουλευτικής κυβερνήσεως, ότι τα υπουργεία λαμβάνονται εκ της πλειονοψηφίας της Βουλής..."
Ο διευθυντής της εφημερίδας "Καιροί", Π. Κανελλίδης, που υποψιάστηκε το θόρυβο που θα προκαλούσε το συγκεκριμένο άρθρο (γνωρίζοντας και τις πρακτικές της εξουσίας τότε), όρισε προσωρινό διευθυντή της εφημερίδας και άρα υπεύθυνο για τα άρθρα που δημοσιεύτηκαν στο φύλλο της 29ης Ιουνίου ένα άλλο πρόσωπο. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε τις αρχές να διατάξουν τη σύλληψη του Κανελλίδη με την κατηγορία της προσβολής του βασιλιά, πέντε μέρες μετά τη δημοσίευση του άρθρου, στις 4 Ιουλίου. Τότε ξεκίνησε και ο πολιτικός καύσωνας. 
Ο δημοσιογράφος συνελήφθη κάτω από απίστευτες συνθήκες, μόλις επέστρεψε από ταξίδι του στην Ζάκυνθο. Το ίδιο απόγευμα, με επιστολή του προς τον Εισαγγελέα Εφετών, ο Τρικούπης αποκάλυψε ότι ο ίδιος ήταν ο συγγραφέας του άρθρου, αναλαμβάνοντας την πλήρη ευθύνη του περιεχομένου του.
"Προς τον κ. παρά τοις εν Αθήναις Εφέταις Εισαγγελέα.
Εν Αθήναις, την 4 Ιουλίου 1874
Κύριε Εισαγγελεύ,
Και άλλοθεν ήκουσα και παρά του διανομέως της εφημερίδος οι Καιροί επληροφορήθην, ότι ο κ. Κανελλίδης συνελήφθη, κατηγορούμενος, ως υπεύθυνος συντάκτης του υπό την επιγραφήν "τις πταίει;" άρθρου του τελευταίου φύλλου της εφημερίδος.
Επειδή συντάκτης του άρθρου είμαι εγώ, κατεχωρίσθη δ' αυτό εν τοις Καιροίς, απόντος του κ. Κανελλίδου, και επομένως αγνοούντος το περιεχόμενον αυτού, σπεύδω ν' αναγγείλω τούτο προς υμάς, ιν' αποδοθή η ευθύνη όπου ανήκει.
Δέξασθε, κύριε Εισαγγελεύ, την βεβαίωσιν της εξαιρέτου μου υπολήψεως.
ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ"

Οι δικαστικές αρχές επέδειξαν κωλυσιεργία και χρειάστηκε να περάσουν τρεις μέρες, μέχρι ν' αφεθεί ελεύθερος ο Κανελλίδης και να συλληφθεί ο Χαρίλαος Τρικούπης στις 7 Ιουλίου. Η εφημερίδα "Αιών" έγραφε στις 8 του μηνός:
"Ούτω το Σάββατον (σ.σ.: 06.07), περί την ώραν 3 μ.μ. προσκληθείς ο κ. Τρικούπης μετέβη παρά τω Ανακριτή κ. Β. Κριεζή, παρόντων δε, παρά τον Ανακριτήν, του Εισαγγελέως των Εφετών κ. Λουριώτου και του των Πλημμελειοδικών κ. Γ. Θανοπούλου, υπέστη μακράν επί τρεις περίπου ώρας διαρκέσασαν ανάκρισιν. Εις τον κ. Τρικούπην επεδείχθησαν τα ως επιλήψιμα θεωρηθέντα μέρη του άρθρου των Καιρών, και εζητήθη παρ' αυτού εξήγησις, τι εννόει δι' ων έγραψε....
Μετά το πέρας της ανακρίσεως, απηγγέληθη κατά του κ. Τρικούπη κατηγορία, επί εξυβρίσει κατά του Βασιλέως και επί προκλήσει εις ανατροπήν του Πολιτεύματος, παρεκλήθη δε να παραμείνη εν τω οίκω του, μέχρις ου εκδώσει ο Ανακριτής το της προφυλακίσεως ένταλμα. Ο κ. Τρικούπης έμεινεν εν τω οίκω του την νύκτα του Σαββάτου. Χθες δε, περί την ώραν 2 μ.μ. συλληφθείς, δι' εντάλματος του Ανακριτού, μετηνέχθη εις τας φυλακάς του Καρπολά. Ωρίσθη δ' αυτώ εις διαμονήν αίθουσα εκ του άνω πατώματος της προ τινος ενοικιασθείσης οικίας του κ. Τριγγέτα, παραρτήματος των φυλακών Καρπολά γενομένης.
Καθ' όλον το διάστημα της εν τω οίκω διαμονής του, ο κ. Τρικούπης εδέχθη τας επισκέψεις των πρωτίστων εκ των Πολιτών των Αθηνών, συγχαιρόντων αυτώ επί τη πολιτική του ανδρεία, παμπληθείς δ' ητήσαντο, ίνα επισκεφθώσι αυτόν εν ταις φυλακαίς, και τοσούτοι, ώστε η Εισαγγελία ηναγκάσθη να διακόψη σήμερον την έκδοσιν αδειών....."
Στις 11 Ιουλίου - και ενώ είχε μεσολαβήσει η δημοσίευση ενός δεύτερου άρθρου με τίτλο "Παρελθόν και ενεστώς" - ο Τρικούπης αποφυλακίστηκε καταβάλλοντας εγγύηση 2000 δραχμών, ενώ λίγες μέρες αργότερα (23 Ιουλίου) εκδόθηκε βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, με το οποίο ο Τρικούπης απαλλασσόταν από τις σε βάρος του κατηγορίες. Επιστέγασμα της θριαμβευτικής πολιτικής νίκης του Τρικούπη ήταν ο διορισμός τους ως πρωθυπουργό τον Απρίλιο του 1875, αλλά και η διεξαγωγή των πρώτων -κατά γενική ομολογία- αδιάβλητων εκλογών τον Ιούλιο του 1875 (18-21 Ιουλίου), ένα χρόνο μετά τον θόρυβο που είχε προκαλέσει στην πολιτική ζωή της χώρας το "Τις πταίει".


1913
Ο Ιούλιος του 1913 ήταν ο πρώτος θριαμβευτικός Ιούλιος στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Στις 16 Ιουνίου είχε ξεσπάσει ο δεύτερος βαλκανικός πόλεμος και ήδη ο ελληνικός στρατός είχε σημειώσει μεγάλες επιτυχίες με τη μάχη του Κιλκίς, του Δεμίρ Ισσάρ, την απελευθέρωση της Καβάλας και των Σερρών, που είχαν πυρποληθεί από τους Βούλγαρους, ενώ και ο Ιούλιος μπήκε ευοίωνα με την απελευθέρωση της Δράμας, ενώ οι επιτυχίες συνεχίστηκαν τις επόμενες μέρες μέχρι την ανακωχή της 18ης Ιουλίου. Ο ελληνικός στρατός είχε προωθηθεί βόρεια αρκετά μέσα στο βουλγαρικό έδαφος και ανατολικά μέχρι την Κομοτηνή, ενώ ο στόλος απελευθέρωσε και το Δεδέαγατς (σημερινή Αλεξανδρούπολη).
Το κλίμα ήταν ανάμικτο, καθώς ο ενθουσιασμός για τους στρατιωτικούς θριάμβους εναλλασσόταν με την οργή για τις θηριωδίες του βουλγαρικού στρατού και άτακτων παραστρατιωτικών ομάδων (κομιτατζήδες) κατά την υποχώρησή τους από περιοχές της Μακεδονίας, όπως η Νιγρίτα, οι Σέρρες και το Δοξάτο, πόλεις που παραδόθηκαν στις φλόγες, ενώ πολλοί πολίτες και οι προύχοντες αυτών σφαγιάστηκαν. Συλλαλητήρια διοργανώθηκαν σ' όλες τις πόλεις του ελληνικού κράτους, ενώ πολλοί φορείς εξέδωσαν ψηφίσματα διαμαρτυρίας, με τα οποία γνωστοποιούσαν στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη τα διαπραχθέντα εγκλήματα πολέμου με θύματα αμάχους.
Εξάλλου, μεγάλες ήταν οι απώλειες και του ελληνικού στρατού, χιλιάδες ήταν οι νεκροί και οι τραυματίες, ενώ σαν να μην έλειπε ο πόλεμος, οι αρχές είχαν ν' αντιμετωπίσουν κρούσματα χολέρας στην περιοχή της πρωτεύουσας, αλλά και την υποχρεωτική αργία των θεάτρων, καθώς θεωρήθηκε μη πρέπον να δίνονται παραστάσεις εν καιρώ πολέμου.
Ο διπλωματικός πυρετός βρισκόταν στα ύψη, με την Αυστροουγγαρία και την Ιταλία να προωθούν τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της ηττημένης Βουλγαρίας - κάτι πολύ παράδοξο, μιας και ειδικά το αυστριακό και το ιταλικό υποπροξενείο στις Σέρρες είχαν πέσει θύματα της βουλγαρικής βαρβαρότητας, όπως ομολογούσαν με επίσημες εκθέσεις ο Αυστριακός και ο Ιταλός υποπρόξενος στην περιοχή. Μέχρι την τελευταία στιγμή επέμεναν στην αποχώρηση του ελληνικού στρατού από το σύνολο σχεδόν των εδαφών που είχε κατακτήσει, ενώ χάρη στις διπλωματικές ικανότητες του Ελευθερίου Βενιζέλου, που ήταν ο αντιπρόσωπος της χώρας στο Συνέδριο του Βουκουρεστίου, η ανατολική Μακεδονία (Σέρρες, Δράμα και Καβάλα) επικυρώθηκε στο ελληνικό κράτος με τη συνθήκη ειρήνης της 28ης Ιουλίου:
"Άρθρον 4. Τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα καθορισθέντα διά του πρωτοκόλλου θα αρχίζουν εκ των νέων σερβοβουλγαρικών συνόρων επί της οροσειράς Μπελασίκας και Πλατίνας και θα καταλήγουν εις τας εκβολάς του Νέστου εις το Αιγαίον πέλαγος. Τα περί μικτής επιτροπής και διαιτησίας είνε τα αυτά μετά του προηγουμένου άρθρου.
Άρθρον 5. Συνεφωνήθη ρητώς, ότι η Βουλγαρία παραιτείται από τούδε πάσης αξιώσεώς της επί της νήσου Κρήτης."

Μία μέρα πριν την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης, ο Γεώργιος Σουρής πανηγύριζε στο "Ρωμηό", ενώ δεν ξεχνούσε τους στρατιώτες, που έπεσαν στη μάχη:
Κι εγώ για την Ειρήνη τρελά πανηγυρίζω,
κι εγώ με τηλεβόλα Βουλγαρικά γυρίζω,
κι ασπάζομαι στα χείλη Βουλγάρους αιχμαλώτους,
που τώρ' από τους Τούρκους τραβούν τον διάβολό τους.

Ειρήνης πανηγύρι
τον κόσμο εξεγείρει.
Παντού χαρά μεγάλη, κανείς μην πολεμεί...
επήραμ' επιτέλους του Νέστου την γραμμή.

Ευφήμησε καθένα Ρουμανικό στοιχείο,
κι ο Βενιζέλος πήγε σ' ένα ξενοδοχείο,
οπού το λένε Κάψα, κι ο Τόντσεφ το βουβάλι
ζητούσε τον Λευτέρη στην κάψα να τον βάλει.

ειρήνης πανηγύρι με δόξα και τιμή...
την πήραμ' επιτέλους του Νέστου τη γραμμή.
τώρα στον Τόντσεφ λέω: κακή ψυχρή σας φλάσκα
μα και στον Μαγιορέσκο: Ρουμάνια τραγιάσκα.

Τώρα λόγχες δεν τρυπάνε...
πόσα παλικάρια πάνε!..
ποιος δεν έχει μέσα πόνο;

Το μπορώ γι' αυτά να λέω;
δώσ' μου μάτια να τα κλαίω,
δάφνες να τα στεφανώνω.



1920
Ο Ιούλιος του 1920 συνόψιζε δύο αντιφατικά στοιχεία. Από τη μια ήταν ο θρίαμβος της Συνθήκης των Σεβρών της 28ης Ιουλίου, ακριβώς επτά χρόνια μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, με την οποία πραγματωνόταν το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας κι από την άλλη υπήρχε ο τυφλός πολιτικός φανατισμός, που εκφράστηκε με την απόπειρα δολοφονίας κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Παρίσι κατά την αναχώρησή του το απόγευμα της 30ης Ιουλίου, όταν ετοιμαζόταν να επιστρέψει θριαμβευτής στην Ελλάδα.
Σύντομα έγιναν γνωστά τα ονόματα των δύο δραστών, Απόστολος Τσερέπης και ο Γεώργιος Κυριάκης, δύο απόστρατοι αξιωματικοί - ο πρώτος βρισκόταν στο Παρίσι ως ανταποκριτής οικονομικής εφημερίδας - υποκινούμενοι από το πολιτικό τους μίσος για τον άνθρωπο που μέσα σε μια δεκαετία άλλαξε τη μοίρα της χώρας και έφτασε την Ελλάδα στο αποκορύφωμα της δόξας της.
Η είδηση της δολοφονικής απόπειρας κατά του πρωθυπουργού έγινε γνωστή στην Αθήνα το επόμενο πρωί. Αυτό ήταν το πρώτο τηλεγράφημα, όπως δημοσιεύτηκε στον "Ελεύθερο Τύπο" την 1η Αυγούστου:
"ΠΑΡΙΣΙΟΙ, 31 (Του ειδικού απεσταλμένου μας). ΕΠΕΙΓΟΝ. -- Χθες την 8ην εσπερινήν ενώ ο κ. Βενιζέλος επεβιβάζετο εις τον σταθμόν της Λυών, επυροβολήθη εκ των όπισθεν υπό των αποτάκτων αξιωματικών Τσερέπη και Γεωργίου ΄Κυριάκη. Οκτώ σφαίραι ερρίφθησαν εναντίον του κ. Πρωθυπουργού. Ο Θεός προστατεύει την πατρίδα μας. Ο πρόεδρος χαίρει άκραν υγείαν. 
Μίαν των σφαιρών του έψαυσεν ολίγον το δέρμα παρά την κοιλίαν, μόλις ψαύσασα αυτόν. Η άλλη ενεσφηνώθη εις την δεξιάν ωμοπλάτην. Ο ίδιος ο κ. Βενιζέλος ετηλεγράφησεν εις τους υιούς του.
"Είμαι καλά, μη ανησυχήτε. Σας φιλώ! ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ".
Αύριο εις την κλινικήν Μπιζέ θα γίνη η εξαγωγή της σφαίρας εκ της ωμοπλάτης. Ο κ. Βενιζέλος επανέρχεται εντός της εβδομάδας. Χαίρετε. Ζήτω ο Βενιζέλος. 
Β. ΒΕΚΙΑΡΕΛΛΗΣ".
Οι δυο συλληφθέντες ομολόγησαν αμέσως την ενοχή τους. Σύμφωνα με τηλεγράφημα από τη Ρώμη, που δημοσιεύτηκε στον "Ελεύθερο Τύπο" (01.08.1920), ο Τσερέπης περιέγραψε τις συνθήκες τέλεσης του εγκλήματος ως εξής: "Ήμην αξιωματικός του ναυτικού, απεστρατεύθηνα κατά το 1918, καταδικασθείς εις εξορίαν. Όταν αφέθην ελεύθερος μετέβην εις Βερολίνον, έπειτα εις Στεστίνον, ένθα συνηντήθην μετά του Κυριάκη. Αφίχθημεν ομού εις Παρισίους την  9ην Ιουλίου.
Διατελέσαντες αξιωματικοί του Βασιλέως Κωνσταντίνου είμεθα αποφασισμένοι να φονεύσωμεν τον Βενιζέλον, διότι ούτος εθυσίασε τα συμφέροντα της Ελλάδος. Την πρωίαν της ημέρας της αποπείρας συνήντησα φίλον τινά Έλληνα δημοσιογράφον και βενιζελικόν, όστις με ηρώτησεν αν θα παρευρισκόμην εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν όπως αποχαιρετήσω τον Βενιζέλον, επιστρέφοντα εις τας Αθήνας. Απεκρίθην ότι ευχαρίστως θα έπραττον τούτο. Είδον ακολούθως τον Κυριάκην, τω ωμίλησα περί της συναντήσεως και μετέβημεν όπως προμηθευθώμεν δύο ριβόλβερ διαμετρήματος οκτώ χιλιοστομέτρων. Ευρέθημεν έπειτα εις την γωνίαν των οδών Καμπών και Ριβολέ και εισελθόντες εις τον σταθμόν ανεμένομεν εν τω υποστέγω την έλευσιν του Βενιζέλου, όστις μετ' ολίγον ενεφανίσθη, έχων παρά το πλευρόν του τον πρεσβευτήν Ρωμανόν. 
Είχομεν τα ρεβόλβερ ημών πλήρη εις τα θυλάκιά μας με εικοσάδα επί πλέον φυσιγγίων. Επειδή η θέσις εις την οποίαν ευρισκόμην ήτο τοιαύτη, ώστε δεν θα ηδυνάμην να πυροβολήσω χωρίς να τραυματίσω τον Ρωμανόν, άφησα τον Κυριάκην να πυροβολήση πρώτος, ως ευρισκόμενος εις θέσιν ευνοϊκωτέραν. Όταν είδον τον Βενιζέλον να κύπτη, καθ' ην στιγμήν ο Κυριάκης ήρχισε να πυροβολή, επυροβόλησα και εγώ".

Εν τω μεταξύ, στις 31 Ιουλίου η δεύτερη πράξη του πολιτικού δράματος παίχτηκε στην Αθήνα. Μόλις έγινε γνωστή η είδηση της δολοφονικής απόπειρας κατά του Βενιζέλου, πλήθος εξαγριωμένων οπαδών του πρωθυπουργού εξέφρασε την αγανάκτησή του στους δρόμους της πρωτεύουσας, ενώ όχλος επιτέθηκε σε στελέχη της αντιπολίτευσης, πολλοί εκ των οποίων συνελήφθησαν ως ύποπτοι για εξύφανση συνωμοσίας, στα γραφεία αντιπολιτευόμενων εφημερίδων ("Νέα Ημέρα", "Αθηναϊκή", "Πολιτεία", "Καθημερινή", "Ριζοσπάστης", "Πρωινή" και "Εσπερινή"), αλλά και σε "κωνσταντινικά κέντρα", όπως το θέατρο Κοτοπούλη, το καφενείο Χρυσοσπάθη και η οικία του πρώην πρωθυπουργού Σκουλούδη, που υπέστησαν μεγάλες φθορές.
Ωστόσο, το αποκορύφωμα της εξαλλοσύνης του πλήθους ήταν η δολοφονία του μετριοπαθούς βουλευτή της αντιπολίτευσης, Ίωνα Δραγούμη, επί της λεωφόρου Κηφισίας. Οι συνθήκες της δολοφονίας του Δραγούμη ήταν αδιευκρίνιστες με τις μεν βενιζελικές εφημερίδες της εποχής να επιρρίπτουν μέρος της ευθύνης στο βουλευτή υποστηρίζοντας ότι είχε στραφεί με όπλο κατά των διαδηλωτών, ενώ οι αντιβενιζελικές εφημερίδες, όσων τα γραφεία δεν είχαν καταστραφεί και εκδόθηκαν κανονικά τις επόμενες ημέρες, έκαναν λόγο για προσχεδιασμένο έγκλημα.
Μέσα σε μια μέρα, ο θρίαμβος των Σεβρών, για την επίτευξη του οποίου απαιτήθηκαν πολλοί μήνες έντονων διπλωματικών διεργασιών, έγινε καπνός και το εσωτερικό της χώρας πολώθηκε για ακόμη μια φορά - ξυπνώντας τις νωπές μνήμες του Εθνικού Διχασμού - γύρω από την απόπειρα κατά του Βενιζέλου και τη δολοφονία του Δραγούμη. Αν προσθέσει κανείς και την κόπωση των πολιτών από τους συνεχείς πολέμους και την παρατεταμένη ισχύ του στρατιωτικού νόμου στο εσωτερικό της χώρας, μοιραία τα γεγονότα της τελευταίας ημέρας του Ιουλίου άνοιξαν το δρόμο για την εκλογική ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου. Και κάπως έτσι, μοιραίοι άνθρωποι βρέθηκαν στο τιμόνι της χώρας και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την πανωλεθρία της Μικρασιατικής Εκστρατείας.


1965
Τα γεγονότα του Ιουλίου του 1920 έχουν μείνει στην ιστορία γνωστά ως τα "Ιουλιανά", όπως και εκείνα του Ιουλίου του 1965, ένας άλλος μοιραίος μήνας, που άνοιξε το δρόμο για μια άλλη εθνική τραγωδία.
Στις 25 Ιουνίου 1965 η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή επιβεβαιώνοντας την ενότητα στο εσωτερικό της. Μόνο ένας από τους 164 παρόντες βουλευτές του κόμματος είχε ψηφίσει λευκό, επικαλούμενος "επικίνδυνη επιπολαιότητα της κυβέρνησης", αλλά δεν ήταν τίποτε το ανησυχητικό. Το πολιτικό δράμα θα εξελισσόταν τις επόμενες μέρες, όταν ο πρωθυπουργός, Γεώργιος Παπανδρέου, θα συγκρουόταν με το βασιλιά Κωνσταντίνο, μετά την απόφαση του πρώτου ν' απομακρύνει από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας τον Π. Γαρουφαλλιά.
Σκοπός του πρωθυπουργού ήταν να προχωρήσει σε μια ευρύτερη εκκαθάριση του στρατεύματος, καθώς δεν έλειπαν οι πληροφορίες για περίεργες κινήσεις στρατιωτικών κύκλων, και γι' αυτό το λόγο ο Παπανδρέου προετίθετο ν' αναλάβει προσωπικά το υπουργείο. Από την άλλη, η αντιπολίτευση κατηγορούσε τον πρωθυπουργό για ανοίκεια συμφέροντα, συνδέοντάς την επιλογή του αυτή με τη δικαστική εξέλιξη της υπόθεσης "Ασπίδα", στην οποία φερόταν εμπλεκόμενος και ο γιος του, Ανδρέας Παπανδρέου.
Και ενώ η πολιτική αντιπαράθεση χτυπούσε "κόκκινο", το παλάτι ήταν απασχολημένο μ' ένα άλλο... "καυτό" θέμα, την εγκυμοσύνη της βασίλισσας Άννα-Μαρίας, ο τοκετός της οποίας καθυστερούσε δραματικά. Οι εφημερίδες έκαναν λόγο για "αμηχανία" και "αδημονία" στην Κέρκυρα, όπου βρισκόταν το βασιλικό ζεύγος (στη θερινή οικία του Μον Ρεπό), ιατρικά συμβούλια συγκαλούνταν, αλλά το μωρό αργούσε να βγει. Και μαζί αργούσε η επίλυση της πολιτικής κρίσης. Θα λυνόταν όμως η κρίση ή η κατάσταση θα περιπλεκόταν ακόμη περισσότερο;
Τελικά, στις 10 Ιουλίου το μωρό γεννήθηκε και ο Κωνσταντίνος ασχολήθηκε απερίσπαστος με το αίτημα του πρωθυπουργού ν' αντικαταστήσει τον υπουργό του. Καθώς, όμως, στην Ελλάδα οι βασιλείς είχαν παράδοση ν' ανακατεύονται δραστήρια με την πολιτική ζωή, ο Κωνσταντίνος δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να μην περιοριστεί στον πολιτειακό του ρόλου, αλλά εξώθησε τον Παπανδρέου στην υποβολή προφορικής παραίτησης.
Η συνάντηση Κωνσταντίνου και Γεωργίου Παπανδρέου έγινε στις 15 Ιουλίου, στις 7 το απόγευμα, ενώ κράτησε 10 λεπτά, καθώς εξ αρχής διαπιστώθηκε ρήξη. Στις 8 ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι προτίθεται να υποβάλει την παραίτησή του το επόμενο πρωί και στις 8 και μισή, χωρίς να έχει υποβληθεί τυπικά καμία παραίτηση, ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, έως τότε πρόεδρος της Βουλής, ορκιζόταν στα ανάκτορα ως νέος πρωθυπουργός.
Το ίδιο κιόλας βράδυ, σε ραδιοφωνικό διάγγελμα που μεταδόθηκε από το ΕΙΡ μετ' εμποδίων, ο Γεώργιος Παπανδρέου κατήγγειλε το επιχειρούμενο βασιλικό πραξικόπημα:
"Συνετελέσθη σήμερον παραβίασις του Πολιτεύματος. Η Κυβέρνησις του Λαού εξηναγκάσθη εις παραίτησιν. Και εκλήθη να κυβερνήση μία ομάς προδοτών της Ενώσεως Κέντρου. 
Αλλά δεν συνέβη μόνον παραβίασις του Πολιτεύματος. Συνέβη επίσης και διακωμώδησις. Ο τρόπος της καταλήψεως της Αρχής από την Κυβέρνησιν των ανδρεικέλων έχει προσλάβει τον χαρακτήρα φαιδρού πραξικοπήματος. 
Εις τα Ανάκτορα ενήδρευεν ο ακατανόμαστος Πρόεδρος, διά να ορκισθή αμέσως μετά την αναχώρησίν μου. Και ωρκίσθη, χωρίς την ιδικήν μου παρουσίαν, κατά παράβασιν της κοινοβουλευτικής τάξεως. Και οι νέοι υπουργοί του Βασιλέως ανέλαβον χωρίς την παρουσίαν των Υπουργών του Λαού.
Καταγγέλλω προς τον Δημοκρατικόν κόσμον της Χώρας την ομάδα των προδοτών και των καλώ εις πάνδημον ειρηνικήν εκδήλωσιν εναντίον της προδοσίας. Και του παρέχω την βεβαίωσιν ότι θα επανέλθωμεν, διότι ημείς εκφράζομεν την θέλησιν του κυριάρχου Λαού. 
Αρχίζει από σήμερον νέος ανένδοτος αγών υπέρ της Δημοκρατίας..... Και θα νικήσωμεν. Θα επνάλθωμεν συντομώτατα θριαμβευταί. Και πάλιν η Δημοκρατία θα νικήση".

Από την πρώτη στιγμή, η κινητοποίηση του λαού της Αθήνας ήταν μεγάλη με αυθόρμητες διαδηλώσεις και συνθήματα κατά του βασιλικού πραξικοπήματος. Ένας μικρός αριθμός βουλευτών της Ένωσης Κέντρου πρόθυμα έτρεξε να στηρίξει την κυβέρνηση Νόβα με αντάλλαγμα κάποιο υπουργικό αξίωμα, όμως ο αριθμός αυτός δεν ήταν αρκετός να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση.
Η χώρα παρέμεινε ακυβέρνητη μέχρι τα τέλη Αυγούστου, καθώς ο βασιλιάς αρνείτο πεισματικά να δεχτεί τη διενέργεια πρόωρων εκλογών, ώστε να μιλήσει ο λαός δια της ψήφου του και να επιλυθεί δημοκρατικά η πολιτική κρίση, αλλά επέμενε να επιχειρεί την εξεύρεση μεσοβέζικων λύσεων, που δεν εγγυόντουσαν την πολιτική σταθερότητα. Εν τω μεταξύ, στις 21 Ιουλίου, ο 23χρονος φοιτητής της Ανωτάτης Εμπορικής Σωτήρης Πέτρουλας έχασε την ζωή του κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στο κέντρο της Αθήνας, κατά την οποία ο αριθμός των τραυματιών έφτασε τους 200.
[Διαβάστε αποσπάσματα από την περιγραφή της εφημερίδας "Τα Νέα" για τα γεγονότα της 21ης Ιουλίου στον παρακάτω σύνδεσμο: Σαν σήμερα: 21 Ιουλίου]
Το βασιλικό πραξικόπημα του Ιούλη του 1965 άνοιξε το δρόμο για το στρατιωτικό, που εκδηλώθηκε τον Απρίλη του 1967, αλλά και για την τραγωδία της Κύπρου. Θα έλεγε κανείς ότι τα Ιουλιανά του 1965 και οι πολιτικές συμμαχίες που τότε διαμορφώθηκαν, συνέβαλαν στην εμφάνιση του νέου πολιτικού σκηνικού της Μεταπολίτευσης.


1974 
Οκτώ μήνες μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, η χούντα του Ιωαννίδη, που εν τω μεταξύ είχε ανατρέψει τη χούντα του Παπαδόπουλου, έμοιαζε πανίσχυρη, μέχρι που έκανε το μοιραίο λάθος στις 15 Ιουλίου. Υπό τις ευλογίες του ελληνικού καθεστώτος, εκδηλώθηκε πραξικόπημα και στην Κύπρο κατά του Μακάριου, γεγονός που έδωσε στην Τουρκία, που εξάλλου ήταν μία εκ των τριών εγγυητριών δυνάμεων, την αφορμή για την εκδήλωση στρατιωτικής επέμβασης στο μαρτυρικό νησί (επιχείρηση Αττίλας). Η επίθεση εκδηλώθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 20ης Ιουλίου αιφνιδιάζοντας τόσο το κυπριακό όσο και το ελληνικό καθεστώς.
Και ενώ ο Ιωαννίδης, γνωστός και ως ο "αόρατος δικτάτορας", ήταν εξαφανισμένος, στις 3 το απόγευμα της 20.07, ο διορισμένος ως πρόεδρος της δημοκρατίας, στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό:
"Ελληνικέ Λαέ, 
Την 5ην πρωινήν τη σήμερον, οι τουρκικαί ένοπλαι δυνάμεις άνευ ουδεμίας αφορμής, ουδέ προειδοποιήσεως, ενήργησαν απόβασιν και εισέβαλον εις την νήσον Κύπρον. Κατά πλήρη περιφρόνησιν προς πάσαν αρχήν του Διεθνούς Δικαίου και υφισταμένους δεσμούς συμμαχίας, τα τουρκικά όπλα στρέφονται κατά  των Ελλήνων και των Κυπρίων αδελφών μας. Πλήττονται ζωτικά εθνικά μας συμφέροντα. Παραβιάζονται δικαιώματά μας απορρέοντα εκ διεθνών συνθηκών.....
Έλληνες, διατηρήσατε την ψυχραιμίαν σας και την πίστιν εις το δίκαιον και το άφθαρτον της ελληνικής φυλής και τας λαμπράς παραδόσεις της. Με πλήρη συναίσθησιν των ιστορικων στιγμών, καλούμεθα άπαντες όπως ανταποκριθώμεν εις ρας προσδοκίας και τας απαιτήσεις του Έθνους".
Η ελληνική κυβέρνηση κήρυξε επιστράτευση και απείλησε να εμπλακεί σε πολεμική σύρραξη, ενώ μάλλον ανακουφίστηκε από την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας δυο μέρες αργότερα και την κήρυξη ανακωχής των εχθροπραξιών.
Στις 23 Ιουλίου, κάτω από το βάρος των δραματικών εξελίξεων και συναισθανόμενος την ανάγκη επιστροφής στην πολιτική ομαλότητα, δηλαδή στη δημοκρατία, ο στρατηγός Γκιζίκης συγκάλεσε έκτακτες συσκέψεις με τη συμμετοχή πολιτικών παραγόντων, στις οποίες συμφωνήθηκε ο σχηματισμός πολιτικής κυβέρνησης υπό των Κωνσταντίνο Καραμανλή, που ζούσε στο Παρίσι επί σειρά ετών.
"Εν όψει των εξαιρετικών περιστάσεων υπό τας οποίας τελεί η πατρίς, αι ένοπλοι δυναμεις απεφάσισαν όπως αναθέσουν την διακυβέρνησιν της χώρας εις πολιτικήν κυβέρνησιν....", έλεγε το πρώτο ανακοινωθέν, που εκδόθηκε στις 17.45΄, ενώ ακολούθησε ένα δεύτερο στις 22.20΄: "Ο πρώην πρωθυπουργός κ. Κ. Καραμανλής ανεχώρησεν ήδη εκ Παρισίων δι' Αθήνας, κληθείς όπως συμμετάσχη της συσκέψεως την οποίαν συνεκάλεσε ο πρόεδρος της δημοκρατίας στρατηγός Γκιζίκης".
Ο Καραμανλής αποδέχθηκε την πρόσκληση και αναχώρησε το ίδιο κιόλας βράδυ με αεροσκάφος, που του είχε παραχωρήσει ο Γάλλος πρόεδρος, Ζισκάρ ντ' Εσταίν. "Επιστρέφοντας στην πατρίδα μου, όπου κλήθηκα για να προσφέρω τις υπηρεσίες μου, δεν θέλω να εγκαταλείψω το γαλλικό έδαφος χωρίς να εκφράσω στην υμετέρα εξοχότητα και δι' υμών σ' ολόκληρο το γαλλικό λαό την βαθιά ευγνωμοσύνη μου για την φιλοξενία, η οποία μου προσφέρθηκε κατά τη μακρά παραμονή μου στην ωραία χώρα σας", του απάντησε ο Καραμανλής, ο οποίος, λίγο πριν αναχωρήσει από το Παρίσι, δήλωσε στους δημοσιογράφους: "Θα επαναλάβω τις λέξεις του αντιπροέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, όταν του ανακοινώθηκε ο θάνατος του προέδρου Ρούσβελτ: Προσεύχεστε για μένα".
Στις 2 το πρωί της 24ης Ιουλίου, ο Καραμανλής έφτασε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, όπου τον υποδέχτηκαν χιλιάδες κόσμου. Εξάλλου, από τη στιγμή που ανακοινώθηκε η επαναφορά της Δημοκρατίας, οι πολίτες είχαν κατακλύσεις τους δρόμους και τις πλατείες πανηγυρίζοντας για την πολιτειακή αλλαγή. Λίγες ώρες αργότερα έγινε η ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης εθνικής ενότητας, που απαρτιζόταν από στελέχη του κέντρου και της δεξιάς, ενώ το ίδιο απόγευμα ελήφθησαν και τα πρώτα πέντε μέτρα:
- Καταργήθηκε το στρατόπεδο της Γυάρου
- Απολύθηκαν όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι
- Αμνηστεύθηκαν όλα τα πολιτικά αδικήματα
- Αποδόθηκε η ιθαγένεια σ' όσους την είχαν στερηθεί
- Ακυρώθηκαν οι αποφάσεις απαγόρευσης αποδημίας.
Και ενώ σημαντικές προσωπικότητες, που τα χρόνια της χούντας ζούσαν εξόριστοι στο εξωτερικό, επέστρεφαν σιγά-σιγά στην Αθήνα, ο Ιούλιος έμοιαζε να κλείνει αισιόδοξα και όσον αφορά το μέτωπο του Κυπριακού, με την επίτευξη συμφωνίας των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας (ο Γεώργιος Μαύρος), Τουρκίας, Κύπρου και Μ. Βρετανίας στη Γενεύη στις 30 του μηνός. Όμως, δυο εβδομάδες αργότερα η αισιοδοξία θα έδινε τη θέση της και πάλι στην ανησυχία, αλλά και την οργή, με την εκδήλωση της δεύτερης φάσης της τουρκικής επίθεσης στην Κύπρο.
Γενικά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Ιούλιος του 1974 ήταν ένας εξαιρετικά αντιφατικός μήνας όσον αφορά τα συναισθήματα που προκάλεσαν στον κόσμο οι εξελίξεις. Ενδεικτικές ήταν οι δηλώσεις του Ελληνοκύπριου σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη:
"Δεν αντέχω σε μια τέτοια στιγμή να κατεβώ στην Ελλάδα και να πανηγυρίσω. Καταλαβαίνω την ανακούφιση, αλλά πώς είναι δυνατόν μέσα σ' αυτόν τον ωκεανό της ευτυχίας να μη χωρά ένα δάκρυ; Περίμενα ότι κάποια εκδήλωση πένθους θα γινόταν για όλους τους Κυπρίους, που έχυσαν το αίμα τους εκεί κάτω. Αυτό δεν το είδα. Δεν άκουσα μια φωνή από κανένα κράτος να πει; "Εμείς θα συμβάλουμε στο να ξαναφτιαχτούν τα ερείπια". Έχει εγκαταλειφθεί η Κύπρος κατά ένα τρόπο τρομακτικό..... Επί επταετία αρνήθηκα να δουλέψω στην Ελλάδα. Η εξορία είναι πικρή. Εν τούτοις είναι γνωστό ότι πήρα μια θέση. Αλλά να γυρίζω αυτήν τη στιγμή για να πανηγυρίσω, δεν μπορώ. Δεν μπορώ να το κάνω".
[Κείμενα και δηλώσεις σχετικά με τα γεγονότα του Ιουλίου του '74 και την επαναφορά της Δημοκρατίας, μπορείτε να διαβάσετε στα Σαν σήμερα 23 Ιουλίου24 Ιουλίου25 Ιουλίου26 Ιουλίου και 29 Ιουλίου.


Σχετικά θέματα:
Οι ταραχώδεις Νοέμβριοι της ελληνικής ιστορίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου