20 Αυγούστου 2018

Μια περιγραφή της Μυκόνου το 1930 κι ένα κοσμικό ρεπορτάζ από το νησί του 1935

Την περίοδο του Μεσοπολέμου, το ταξιδιωτικό ρεπορτάζ ήταν εξαιρετικά δημοφιλές στις αθηναϊκές εφημερίδες, οι περισσότερες των οποίων συχνά φιλοξενούσαν τις αφηγήσεις των ειδικά απεσταλμένων συνεργατών τους, συνήθως λογοτεχνών, σε διάφορους - εγχώριους και μη - προορισμούς. Ήταν αφηγήσεις αναπόφευκτα με περισσότερο λογοτεχνικό και ελάχιστα δημοσιογραφικό χρώμα, που πάντως μετέδιδαν εύστοχα την καθημερινότητα της ζωής.

Μεταξύ των ελληνικών νησιών, περιγραφές των οποίων δημοσιεύτηκαν στον αθηναϊκό τύπο της εποχής, δεν θα μπορούσε να μην περιλαμβάνεται η Μύκονος, που ήταν ένας από τους δημοφιλέστερους νησιωτικούς προορισμούς, αν και βέβαια ο τουρισμός βρισκόταν ακόμη στα γεννοφάσκια του και ουδεμία σχέση είχε με τη μαζικότητα των μεταπολεμικών χρόνων, ιδιαίτερα από τα τέλη της δεκαετίας του 50 και μετά. Ένα ωραίο κείμενο, που εκθείαζε τις ομορφιές της Μυκόνου, καθώς και τη γαλήνη της απλής καθημερινότητας των κατοίκων της, φιλοξενήθηκε στην εφημερίδα Ημερήσιος Τύπος στις 11 Μαΐου 1930 και έφερε την υπογραφή του Κώστα Καιροφύλα, ο οποίος περιέγραφε τις προσωπικές, ταξιδιωτικές του εντυπώσεις.

Μεγάλο μέρος του δημοσιεύματος αναφερόταν στο Μουσείο της Μυκόνου με αρχαιότητες της Δήλου και στα προβλήματά του, ενώ ο συγγραφέας και δημοσιογράφος είχε μόνο επαίνους για τον Έφορο αρχαιοτήτων Δημ. Πίππα, ο οποίος περιγραφόταν ως ένας «πολύτιμος ζωντανός οδηγός. Διότι και η τελευταία πέτρα του είνε γνωστή και γνωρίζει να διανθίζη την ομιλίαν του με τόσην χάριν ώστε ένας περίπατος μαζύ του ανά τα αθάνατα μνημεία της Δήλου να αποτελή αληθινήν ψυχικήν απόλαυσιν».

Επειδή όμως η ανάρτηση αυτή θέλει να αναδείξει το νησί της Μυκόνου, το συγκεκριμένο απόσπασμα γύρω από το μουσείο και τον έφορο αρχαιοτήτων θα παραλειφθεί, ώστε να αναδειχτεί η πολύ διαφορετική και πολύ πιο απλή καθημερινότητας ενός νησιού, που σήμερα έχει εξελιχθεί σε κοσμοπολιτικό τουριστικό προορισμό. Δυστυχώς, το δημοσίευμα του 1930 δεν συνοδευόταν από φωτογραφίες, που θα το συμπλήρωναν έξοχα. 

Αφού σημειωθεί ότι έγιναν πολύ διακριτικές παρεμβάσεις στην ορθογραφία ορισμένων (ελάχιστων) λέξεων, ας περάσουμε στην περιγραφή της Μυκόνου από τον Κώστα Καιροφύλα το Μάιο του 1930:

«Μέσα εις τα διαμάντια που στολίζουν το γαλανό Αιγαίον, η Μύκονος μπορεί να ονομασθεί «το λευκό διαμάντι». Όταν πλησιάζει κανείς εις το νησί αυτό καταπλήσσεται από την λευκότητα των σπιτιών του. Και όταν αποβιβασθεί, καμαρώνει την καθαριότητα της μικράς πολίχνης που απλώνεται εις την αμμουδιά με κοκέτικη νωχέλεια.
Από όλα τα νησιά, την Μύκονο την αγάπησα περισσότερο κατά το διάστημα της εκεί διαμονής μου. Και μου είναι εξ ίσου συμπαθείς και οι κάτοικοί της ευγενικότατοι, πολιτισμένοι, φιλόνομοι.
Το έγκλημα είναι πράγμα άγνωστο. Πέρυσι μόνον έγινε ένας φόνος. Όταν το έμαθα είπα: «Δεν είναι δυνατόν ο φονεύς να είναι Μυκόνιος». Και πράγματι ήτο ένας ξένος προ ολίγου εγκατασταθείς εις την νήσο. Ένας χωροφύλαξ θα ήτο ικανός να φρουρήσει την νήσο. Το ειρηνοδικείο πολύ ολίγη εργασία έχει. Ολίγο λαθρεμπόριο διεξήγετο άλλοτε, αλλά σήμερον εξέλιπε χάρις εις την αποτελεσματική καταδίωξή του.
Τον χειμώνα βασιλεύει μεγάλη γαλήνη, ένα αναπαυτήριο απέραντο γίνεται η Μύκονος, διότι και από τους κατοίκους της πολλοί φεύγουν διά τας Αθήνας. Αλλά το καλοκαίρι παίρνει εξαιρετική ζωή. Διότι είναι κέντρο παραθερισμού εκλεκτών Αθηναίων, οι οποίοι γυρεύουν ένα κλίμα υγιές και μία κοινωνία ευγενική. Και ομολογουμένως δεν μπορούν να διαλέξουν καλύτερο και καταλληλότερο αναπαυτήριο διά την καλοκαιρινή ζέστη. Εις την Μύκονο η ζέστη είναι άγνωστη και κατ’ αυτήν ακόμη την περίοδο των κυνικών καυμάτων. Το μελτέμι φροντίζει να διατηρεί αιωνία δροσιά, κάποτε δε το βράδυ του Ιουλίου οι παραθερίζοντες αναγκάζονται να συγκεντρώνονται μέσα εις τα διάφορα κέντρα, διότι η ψύχρα δεν επιτρέπει την παραμονή εις το ύπαιθρο.
[...] Ένα από τα χαρακτηριστικά της Μυκόνου είναι τα αναρίθμητα παρεκκλήσια. Κάθε σπίτι έχει και ένα δικό του ναό. Εις μία πλατεία γύρω είναι πέντε εκκλησίες. Κάθε Μυκονιάτης πρέπει να έχει και το δικό του εκκλησάκι, το οποίο θεωρεί ως κάτι απαραίτητο, ως παράρτημα αναπόφευκτο διά το σπίτι του. Φυσικά τα ξωκκλήσια αυτά δεν λειτουργούν παρά μία φορά το έτος, κατά την εορτή του πάτρωνα αγίου.
Ένα από τα περιεργότερα θεάματα για τον ξένο τον επισκεπτόμενο τη Μύκονο είναι το άσπρισμα του Σαββάτου.  Κάθε απόγευμα Σαββάτου οι νοικοκυρές της Μυκόνου θεωρούν απαραίτητο καθήκον των να βγουν έξω από την πόρτα των με ένα κουβά ασβέστη και να ασπρίσουν όχι μόνον τους τοίχους του σπιτιού των, αλλά και όλο το προαύλιο και τις πλάκες του δρόμου. Διά τούτο ολόκληρη η πόλη ασπρίζει από μακριά σαν ένα κοπάδι λευκών περιστερών που έχουν απλωθεί γύρω εις το ακρογιάλι μες τα χάδια του μπάτη και το νανούρισμα των γαλανών κυμάτων, που σπουν φλισβίζοντα εις το ακρογιάλι».

ΚΟΣΜΙΚΟ ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Και τι καλύτερο συμπλήρωμα σ’ αυτό το αφιέρωμα στη Μύκονο του ’30 από την προσθήκη ενός ρεπορτάζ με την καλοκαιρινή, κοσμική κίνηση του νησιού; Τότε ο τουρισμός ήταν ακόμα προνόμιο των λίγων και οικονομικά ευκατάστατων, το δε νησί δεν διέθετε ιδιαίτερες τουριστικές υποδομές φιλοξενίας και αναψυχής. Το ρεπορτάζ που ακολουθεί (και στο οποίο έγιναν επίσης κάποιες διακριτικές ορθογραφικές παρεμβάσεις) δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μπουκέτο στις 29 Αυγούστου 1935:
«Την περασμένη εβδομάδα το γραφικό νησί του Αιγαίου, η ποιητική Μύκονος, με τα κατάλευκα σπιτάκια της, που είναι σα κρητιδογραφία πάνω στο αιωνίως γαλανό φόντο του ουρανού συγκέντρωσε ό,τι κομψό και εκλεκτό και ωραίο έχει να επιδείξει η πρωτεύουσα.
Ο ωραιόκοσμος αυτός κατέπλευσε, για να μην πούμε ενέσκηψε στο ωραίο νησί, επί ατμακάτων, γιωτ, καϊκιών, ατμοπλοίων της γραμμής.
Οι αγαθοί νησιώτες τα είχαν χάσει προ της επιδρομής αυτής του καλού και ωραίου κόσμου.
Γέμισαν τα ξενοδοχεία και τα σπίτια.
Κάθε σπιτόπουλο του νησιού είχε και το μουσαφίρη του ή μάλλον τη μουσαφίρισσά του.
Τα δροσερά πρωινά όλος αυτός ο κόσμος τραβούσε για τον άγιο Στέφανο, τη γραφικοτέρα αμμουδιά της Μυκόνου.
Μεταξύ των εκδρομέων διεκρίναμε την κα Ν. Καμπάνη κομψοτάτη με «παρέο» Χαβανέζικο, την κα Μ. Μεσσηνέζη πρώτο βραβείο «σορτς», την κα. Μαλαμίδη, την κα. Αποστολίδη, την κα. Μάτσα, την κα. Γκίνη, την κα. Βάσσου, την κα. Συριώτη και τας δίδας Κουμαντάρου, Αλεξοπούλου με «σορτς», Μαζαράκη με πυτζάμες, Καμπάνη, Γρυπάρη κλπ.
Δεν έλειπαν και οι πάντοτε κεφάτοι κύριοι. Ο κ. Ν. Μπαλτατζής, ο κ. Κ. Καμπάνης, με περιβολή κουρσάρου, ο κ. Χατζηλάζαρος, ο κ. Ν. Καμπάνης, ο κ. Γρυπάρης, ο κ. Νομικός, ο κ. Ευγενίδης, ο κ. Αξελός, ο κ. Βλάχος, ο κ. Κανελλόπουλος, ο κ. Χαρακόπουλος κλπ. κλπ.
Κάθε βράδυ γλέντι στην «Φάμπρικα», μια ταβέρνα χωμένη μέσα σ’ ένα καταπράσινο περβολάκι.
Εκεί τραγούδι και κιθάρα ως το πρωί.
Επί κεφαλής των κανταδόρων ο κ. Μπαλτατζής, ο κ. Βάσσος και η κυρία Νέλλη Αργυροπούλου.
Οι δίδες Νομικού και Γρυπάρη είχαν εγκατασταθεί εις ένα σπιτάκι, στο «Χαλίκι», όπου εδέχοντο τους φίλους των,
Προσεφέροντο μεζέδες και ρετσινάτο και η διασκέδαση τελείωνε με μεταμεσονύκτιες βαρκάδες κάτω από το θαυμάσιο ολόγιομο φεγγάρι.
Η κοσμικοτέρα συγκέντρηση στο νησί έγινε το Σαββατόβραδο, εις την οικία Γρυπάρη. Εδέχετο ο κ. και η κα. Μεσσηνέζη και ο κ. Κανελλόπουλοε.
Διεκρίναμε την κ. Μάτσα ωραιοτάτη με άσπρα, την κ. Μαλαμίδη πολύ κομψή με ταγιέρ λευκό, την κ. Συριώτη με εμπριμέ, την κ. Χαροκόπου, την κ. Ψαρρού, την κ. Γρυπάρη, την κ. Γκίνη, την κ. Καμπάνη, την κ. Μελά, τις δίδες Γρυπάρη, Αξιώτη, Κουμαντάρου, Νομικού, Αλεξοπούλου, Καμπάνη, Μαζαράκη, τον κ. Δενεξά, τον κ. Μακ Φάρλεν, τον κ. Συριώτη και πολλούς άλλους».


Κάτι σχετικό που μπορείτε να διαβάσετε στο ιστολόγιο: 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου