Μια μέρα, την ώρα που πρόβαρε την καινούρια του ρεντιγκότα, ο Χαρίλαος Τρικούπης ρώτησε το ράφτη του: «Ξέρετε ποιος είναι ο μεγαλύτερος κόπτης του κόσμου;». Εκείνος του υπέδειξε έναν διάσημο Λονδρέζο συνάδελφό του ονόματι Πουλ. «Όχι, κύριε, και κρίμα που είστε Έλληνας», του απάντησε απότομα ο Έλληνας πρωθυπουργός. «Αγνοείτε ότι ο μεγαλύτερος ράπτης - κόπτης δηλαδή - του κόσμου είναι ένας Έλληνας ονόματι Λεωνίδας της Avenue de l' Opera»!
Πράγματι, αν γύρω στα 1890 ρωτούσατε τυχαία στο δρόμο μια Παριζιάνα, «Κυρία μου, γνωρίζετε ποιος είναι ο Λεωνίδας;», πολύ πιθανό να παίρνατε μια απάντηση σαν κι αυτή: «Μα, κύριέ μου, είναι ο άνδρας που στις μέρες μας ξέρει να ράβει ένα μανίκι καλύτερα απ’ όλους». Κανείς δεν ξέρει πότε ακριβώς και πώς αυτός ο Λεωνίδας, ο οποίος εργαζόταν σε οίκο μόδας ως δοκιμαστής (αν προτιμάτε, έδινε συμβουλές στις πελάτισσες του μαγαζιού), βρέθηκε στο Παρίσι. Άγνωστό είναι και το επίθετό του, ενώ δεν έχει εντοπιστεί και κάποια φωτογραφία του. Το σίγουρο όμως είναι ότι στους κατοίκους του Παρισιού ήταν τότε πολύ πιο διάσημος από το συνονόματό του αρχαίο Σπαρτιάτη βασιλιά.
Πράγματι, αν γύρω στα 1890 ρωτούσατε τυχαία στο δρόμο μια Παριζιάνα, «Κυρία μου, γνωρίζετε ποιος είναι ο Λεωνίδας;», πολύ πιθανό να παίρνατε μια απάντηση σαν κι αυτή: «Μα, κύριέ μου, είναι ο άνδρας που στις μέρες μας ξέρει να ράβει ένα μανίκι καλύτερα απ’ όλους». Κανείς δεν ξέρει πότε ακριβώς και πώς αυτός ο Λεωνίδας, ο οποίος εργαζόταν σε οίκο μόδας ως δοκιμαστής (αν προτιμάτε, έδινε συμβουλές στις πελάτισσες του μαγαζιού), βρέθηκε στο Παρίσι. Άγνωστό είναι και το επίθετό του, ενώ δεν έχει εντοπιστεί και κάποια φωτογραφία του. Το σίγουρο όμως είναι ότι στους κατοίκους του Παρισιού ήταν τότε πολύ πιο διάσημος από το συνονόματό του αρχαίο Σπαρτιάτη βασιλιά.
Ενδιαφέρουσα είναι μια περιγραφή του Λεωνίδα σε γαλλική
εφημερίδα της εποχής: «Στο μαγαζί του κυκλοφορεί με τα δάχτυλά του
παραστολισμένα με δαχτυλίδια, ντυμένος σαν νεκρομάντης με σατέν και γούνες.
Πραγματικά, του λείπει μόνο το αιχμηρό καπέλο. Στο εξοχικό του σπίτι ζει σαν
Σαρδανάπαλος. Κάποια εποχή, παπαγάλοι, που απελευθερώθηκαν σ’ ένα θερμοκήπιο, του
έφαγαν δυσεύρετα φυτά αξίας 25000 φράγκων. Στα γρασίδια των κήπων του απλώνονται
λουλούδια Σμύρνης. Το σαλόνι του στηρίζεται χάρη σε μαρμάρινες κολώνες, που τις
έφερε από το παλάτι του Σεντ Κλάουντ, και σ’ αυτό μπορεί κανείς να δει επίσης ένα
ποτήρι αξίας έξι λιάρδων τρυπημένο από μία σφαίρα, που βρέθηκε σ’ ένα δωμάτιο
υπηρεσίας, κάτω από το οποίο κρέμεται αυτή η επιγραφή» (Le Temps, 20.03.1890).
Πώς απέκτησε τόσα πολλά χρήματα; Από τις χρυσές δουλειές
που έκανε κατακτώντας με το ψαλίδι του τις Παριζιάνες της εποχής. Τα κέρδη του
υπολογίστηκαν – μετά το θάνατό του – σε είκοσι τέσσερις χιλιάδες φράγκα το
χρόνο, ενώ πολλές πελάτισσες τον πλήρωναν όχι μόνο με χρήματα, αλλά και με
εκλεκτά δώρα, όπως μπουκάλια σαμπάνιας, πούρα Αβάνας, χρυσά ρολόγια,
διαμαντένιες καρφίτσες κλπ.
Σ’ ένα άλλο αφιέρωμα στο γαλλικό τύπο μετά το θάνατό του,
αναφερόταν ότι ο Λεωνίδας «δεν ήταν δημιουργός, αλλά ένας εκτελεστής σπάνιου
ταλέντου. Οι πελάτισσες του οίκου [μόδας] ήθελαν να τις ντύνει μόνο αυτός.
Εκείνος περηφανευόταν γι’ αυτήν την προτίμηση, ισχυριζόταν ότι ήταν καλλιτέχνης
και όχι τεχνίτης, και φρόντιζε μόνο όποιον αποδεχόταν τις μικρές του
φαντασιώσεις» (Le Gaulois, 27.09.1892).
Μια μέρα, ο διευθυντής του οίκου μόδας, βρήκε το Λεωνίδα
να χορεύει βαλς στη μεγάλη αίθουσα του μαγαζιού με μια πολύ διάσημη και κομψή
ηθοποιό. Όταν του ζήτησε το λόγο, εκείνος του απάντησε θαρρετά, «Ελάτε, κύριε,
έχω τόσο λίγο χρόνο να ζήσω...». Δεν είχε άδικο ως προς το τελευταίο!
Όσο μεγάλος ήταν ο θρίαμβος και η καταξίωση του Λεωνίδα,
τόσο απρόσμενος ήταν ο θάνατός του το Σεπτέμβριο του 1892 σε ηλικία μόλις 26
ετών. Ένα βράδυ πήγε στο θέατρο, συνοδευόμενος, ως συνήθως, από ωραίες
γυναίκες. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη μέσα στην αίθουσα και ο Λεωνίδας θέλησε να
δροσιστεί τρώγοντας παγωτά. Τρεις μέρες αργότερα βρέθηκε νεκρός. Υπήρχε κάποια
αιτιατή σύνδεση ανάμεσα στο περιστατικό με τα παγωτά και το θάνατό του;
Άγνωστο! Πάντως οι γαλλικές εφημερίδες έτσι περιέγραψαν το τέλος του.
Και ένα μικρό απόσπασμα από μια υμνητική νεκρολογία της γαλλική Le Figaro, προς το «μοναδικό Λεωνίδα, έναν Έλληνα της παρακμής», που όμως «στο Παρίσι ήταν πραγματικά κάποιος». «Όλες οι πελάτισσές του θα σας διαβεβαίωναν: ήταν ένας κύριος. Τα δάχτυλά του έκοβαν, έραβαν, ντράπαρε (έφτιαχνε) τα υφάσματα σαν να ήταν δάχτυλα νεράιδας! Ένα τίποτα, ένα κομμάτι ύφασμα, ένα κουρέλι το μεταμόρφωνε σε κάτι φτερωτό, Αμέσως, σαν άριστος καλλιτέχνης, διάλεγε το κοστούμι που ταίριαζε στην ομορφιά όσων συμβούλευε, οι οποίες ανησυχούσαν για τη νέα μόδα. Και όταν έβρισκε ότι τις είχε ντύσει σαν κούκλες, αναφωνούσε: «Πόσο σικ! Πόσο χαριτωμένες είστε»»! (Le Figaro, 25.09.1892).
Και ένα μικρό απόσπασμα από μια υμνητική νεκρολογία της γαλλική Le Figaro, προς το «μοναδικό Λεωνίδα, έναν Έλληνα της παρακμής», που όμως «στο Παρίσι ήταν πραγματικά κάποιος». «Όλες οι πελάτισσές του θα σας διαβεβαίωναν: ήταν ένας κύριος. Τα δάχτυλά του έκοβαν, έραβαν, ντράπαρε (έφτιαχνε) τα υφάσματα σαν να ήταν δάχτυλα νεράιδας! Ένα τίποτα, ένα κομμάτι ύφασμα, ένα κουρέλι το μεταμόρφωνε σε κάτι φτερωτό, Αμέσως, σαν άριστος καλλιτέχνης, διάλεγε το κοστούμι που ταίριαζε στην ομορφιά όσων συμβούλευε, οι οποίες ανησυχούσαν για τη νέα μόδα. Και όταν έβρισκε ότι τις είχε ντύσει σαν κούκλες, αναφωνούσε: «Πόσο σικ! Πόσο χαριτωμένες είστε»»! (Le Figaro, 25.09.1892).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου