7 Οκτωβρίου 2018

Ο ύμνος προς την ειρήνη που έγραψε ο Παλαμάς μετά την υπογραφή του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας το 1930 κόντρα στις πατριωτικές κορώνες των συγχρόνων του. Πώς ο ίδιος ανέλυσε το νόημα του ποιήματός του.


Δεν είχε περάσει καν μια δεκαετία από τη Μικρασιατική Καταστροφή, οι πληγές της οποίας ήταν ακόμα οδυνηρά ανοιχτές και προκαλούσαν έντονες διαμάχες στο εσωτερικό του ελληνικού κράτους, όταν ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος επέλεξε να κάνει την υπέρβαση και να κάνει μια στροφή στο ρεαλισμό επιχειρώντας την προσέγγιση Ελλάδας και Τουρκίας, που κατέληξε στην υπογραφή του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας στην Άγκυρα στις 30 Οκτωβρίου 1930.

Το κλίμα στην Ελλάδα δεν ήταν θετικό τόσο μεταξύ των προσφύγων όσο και μεταξύ των λαϊκιστών υπερπατριωτών της τότε αντιπολίτευσης, που εγκαλούσαν το Βενιζέλο για προδοσία, άσχετα αν μετά την άνοδό τους στην εξουσία θα συνέχιζαν την ίδια πολιτική, που άλλωστε προήγαγε την – τόσο απαραίτητη για την εξωστρέφεια και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας – ειρήνη στην περιοχή μας. Ώστε παρότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διαταράχθηκαν ξανά και έφτασαν αρκετές φορές ακόμα και κοντά στη σύγκρουση τις επόμενες δεκαετίες, το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας του 1930 θεωρείται μια επαινετή και κινούμενη στη σωστή κατεύθυνση διπλωματική πρωτοβουλία των ηγετών των δύο κρατών, που αποφάσισαν να αφήσουν στην άκρη όσα χώριζαν τους δύο λαούς και να επενδύσουν σε όσα τους ενώνουν.

Στην Ελλάδα ου 1930, η πατριδοκαπηλία της τότε αντιπολίτευσης, που βασιζόταν σε μια – αρκετά δημοφιλή ως και σήμερα – λογική διατήρησης ανοιχτών εξωτερικών μετώπων με τα γειτονικά κράτη, για να τροφοδοτούν εθνικούς μύθους και αυταπάτες υπό το σχήμα μιας κακώς εννοούμενης «εθνικής περηφάνειας», εκφράστηκε αναπόφευκτα και στην αρθρογραφία του αντιπολιτευόμενου τύπου.

Ενδεικτικά, στις 31 Οκτωβρίου 1930 η Εσπερινή, η εφημερίδα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία χάρη στις προσφορές της και στην εμπρηστική αρθρογραφία της που συσπείρωνε τους οπαδούς της αντιπολίτευσης, παραληρούσε: «Οποία τραγική σύμπτωσης! Την στιγμήν καθ’ ην αι ψυχαί των ηρωικών ημών προγόνων περιίπτανται περί ημάς, ίνα συνεορτάσουν την αποτίναξιν της μωαμεθανικής τυραννίδος (σ.σ. το 1930 γιορτάστηκε η Εκατονταετηρίδα του ελληνικού κράτους), την στιγμήν ταύτην η ευσταλής και υψιμέτωπος Ελλάς, κατησχημένη εκ της προδοτικής χειρονομίας εφιαλτικών τέκνων της, υποβάλλει εαυτήν – τα συμφέροντά της, την ασφάλειάν της, την θαλασσίαν κυριαρχίαν της – υπό την επιβλητικήν κηδεμονίαν των Τούρκων». Άλλωστε, η εφημερίδα, συμμεριζόταν την αρχή, ότι «την ειρήνην την ποθούν ειλικρινέστερον και την κατοχυρούν απροσβλητώτερον εκείνοι, οι οποίοι προπαρασκευάζονται εις πόλεμον. Διότι η ειρήνη, ένα ανίσχυρον και ευπαθές πλάσμα, έχει ανάγκην της αρρενωπής προστασίας των όπλων και όχι των λόγων. Των λογχών και όχι των χαρτίνων εκτρωμάτων. Των τηλεβόλων και όχι των συμβολικών πρωθυπουργικών χειραψιών».

Στο στόχαστρο βρέθηκε η συμφωνία που προέβλεπε την αμοιβαία πενταετή μείωση των ναυτικών εξοπλισμών, που για την Εσπερινή ισοδυναμούσε με «ανήκουστη συμφορά» για τη χώρα μας, που είχε «ασυγκρίτως μεγαλειτέρας ανάγκας θαλασσίως», ενώ παράλληλα «κύπτομεν προ της ασυγκρίτου ναυτικής υπεροχής των Τούρκων, αναγνωρίζομεν ταύτην ως καλώς υπάρχουσαν και επί πλέον την διασφαλίζομεν και διά το μέλλον» (από το κεντρικό άρθρο της Εσπερινής στις 30.10.1930).

Για «εξευτελισμό» έκανε λόγο η Ελληνική, μια από τις πλέον «κίτρινες» ελληνικές εφημερίδες του Μεσοπολέμου, που ενοχλήθηκε από την εμφάνιση του Βενιζέλου στον εξώστη του ξενοδοχείου, όπου διέμενε και το οποίο ήταν στολισμένο με μια επιγραφή υμνητική προς τον Κεμάλ Ατατούρκ: «Και εμφανίζεται ο Βενιζέλος μειδιών επιχαρίτως, υπερήφανος, ευχαριστημένος από τον εξώστην αυτόν. Οποίος εξευτελισμός! Ουδέποτε Έλλην Πρωθυπουργός είχεν υποστή παρόμοιον εξευτελισμόν, να εμφανισθή από εξώστου τον οποίον η τουρκική υπερηφάνεια είχε κοσμήσει με τας ευχάς προς τον κυβερνήτη της Τουρκίας. [..] Αλλ’ η τουρκική Κυβέρνησις ηθέλησε να επιδείξη το γόητρον της αναμφισβητήτου νίκης της. Και επέτρεψε την τοποθέτησιν της επιγραφής αυτής. Ο δε κ. Βενιζέλος; Αυτός, αχαρακτήριστος, επονείδιστος, εξήλθεν εις τον εξώστην με την επιγραφήν μειδιών, εγκρίνων τους λόγους της επιγραφής. Γιασά Γιαζή» (Ελληνική, 30.10.1930).

Για τον αρθρογράφο της Βραδυνής πάλι, ο οποίος προφανώς αγνοούσε τους στοιχειώδεις κανόνες ευγενείς στις επίσημες επισκέψεις ανώτατων αξιωματούχων, «όταν ο κ. Βενιζέλος πλέκη το εγκώμιον της Τουρκίας και χαρακτηρίζει τους αγώνας του τουρκικού λαού “αγώνας ευγενείς” και “έθνος μεγάλων και ευγενών αγώνων”, τι δύναται να σημαίνη τούτο ή ύβριν έμμεσον κατά της Πατρίδος του; Αφού οι αγώνες των Τούρκων υπήρξαν ευγενείς και αφού επάλαισαν κατ’ αυτών επί αιώνας οι Έλληνες, βεβαίως οι βάρβαροι είμεθα ημείς οι Έλληνες. Ή αφού το τουρκικόν έθνος είνε έθνος ευγενών αγώνων, ημείς οι αντιαπλαίσαντες κατά των αγώνων τούτων επί τόσους αιώνας τι άλλο είμεθα ή (= παρά) έθνος βαρβάρων;» (Η Βραδυνή, 29.10.1930).

Σ’ ένα τέτοιο, τοξικό περιβάλλον, εντυπωσιακή ήταν η στάση του ποιητή Κωστή Παλαμά, η μνήμη του οποίου έχει αποτελέσει αντικείμενο καπηλείας και συκοφαντίας από τους σύγχρονους εθνικιστές. Γιατί όταν ο Παλαμάς δήλωνε – πριν την ήττα της Μεγάλης Ιδέας – ότι ήταν «εθνικιστής», εννοούσε κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που αντιλαμβανόμαστε σήμερα και το οποίο δεν ερχόταν σε σύγκρουση με το φιλειρηνισμό του ποιητή, εφόσον αυτό ανταποκρινόταν στο εθνικό συμφέρον.

Με αφορμή την ελληνοτουρκική προσέγγιση και ειδικότερα από μια φράση του Ελευθερίου Βενιζέλου κατά την επίσκεψή του στην Άγκυρα, ότι «Και ιδού ότι η στιγμή αυτή (σ.σ. της ελληνοτουρκικής προσέγγισης) ήλθε», ο Παλαμάς εμπνεύστηκε το ποίημα «Νέα Ιστορία», ένας ύμνος στην ειρήνη, με τον οποίο καλούσε τους λαούς να δώσουν τα χέρια, θετικά διακείμενος στην ιδέα μιας ενωμένης Ευρώπης, της τότε αποκαλούμενης ως "Πανευρώπης".  

Νέα Ιστορία γράφεται. Στα ολάσπρα της δεφτέρια
γερμένη πρωτοχάραξεν η Ελλάδα τ’ όνομά της.
Για τον πρωτόφαντο χορό, δώστε, λαοί, τα χέρια,
σέρν’ η Ελλάδα το χορό με τα νυφιάτικά της.

Της Αρμονίας ολόξανθης η Λύρα αλαφροπαίζει
πρωτακουσμένο εωθινό στην ακοή των αιώνων,
κάνουν αγάπη, στης Λαμπρής καλούνε το τραπέζι
σταυραδερφοί κι οι αντίμαχοι στη λύσσα των κλυδώνων.

Καύχημα του Ύμνου η Ελευθεριά την τρομερή στομώνει
κόψη του ανίκητου σπαθιού με τη δροσιά των κρίνων,
όχι του μίσους, της αγάπης είναι η Αντιγόνη,
νέοι δρόμοι πρωτοχάραχτοι στο βήμα των Ελλήνων.

Και η δόξα και το σάλπισμα και η δάφνη που στολίζει
χλωρή της πολεμόχαρης το μέτωπο αντρειοσύνης,
γλυκιές πατρίδες, πέστε μου: αξίζουν όσο αξίζει
μονάχα ένα χαμόγελο στα χείλη της Ειρήνης;

Απάνου από τη σύρραξη κι απ’ τη γαλήνη απάνου
και στου κελιού τη σιγαλιά και στην κραυγή της μάχης,
λογής, η αλήθεια του σοφού, το δόλωμα του πλάνου,
ήρωες, ο λόγος του Έκτορος, ο γόος της Ανδρομάχης.

Απ’ των Ολύμπων τις πλαγιές ως τις κορφές των Αίμων,
στεριές, ποταμοί, θάλασσες, δάση, κλεισούρες, κάμποι,
και ω μαύρες Λάμιες των εθνών και ω Φούριες των πολέμων
άλλη, και πνέει, δροσοπνοή, κάποιο άλλο φως, και λάμπει.

Η Νέμεσις, κι αν οδηγεί το χέρι που ξεγράφει,
πατροπαράδοτοι βωμοί και η στάχτη σας αν καίει,
μεγαλοδύναμα στοιχειά κι αν κυβερνάν οι τάφοι,
Νέα Ιστορία γράφεται, γιατί οι καιροί είναι νέοι.

Η θέρμη ανάβει την ορμή, θείο μπάλσαμο κι η υγεία,
πάντα οι αγώνες και η ζωή τους ήρωες πάντα θα ’χει,
είναι ιερός ο πόλεμος, η ειρήνη τρισαγία,
μας ευλογείτε από ψηλά, σας βλέπω, τουρκομάχοι!

Πάντα με την Ελλάδα σας, πάντα κι η Ελλάς μαζί σας,
ναός των Εκατόχρονων και η σπιθαμή στη γη της,
η Ειρήνη το στεφάνωμα στην άχραντη κορφή σας
που είν’ αψηλή ως η Λιάκουρα, τρανή όσο ο Ψηλορείτης.

Νέα Ιστορία γράφεται. Στα ολάσπρα σας δεφτέρια
τα ονόματά σας καρτερεί, βασίλεια, χώρες, τόποι!
Για τον πρωτόφαντο χορό δώστε λαοί τα χέρια,
η Ελλάδα, ω! ποια προπύλαια σου ανοίγει, Πανευρώπη!

Η πέμπτη στροφή του ποιήματος άνοιξε μια συζήτηση μεταξύ των Ελλήνων διανοουμένων της Αλεξάνδρειας ως προς την πραγματική του ερμηνεία. Ένας από αυτούς ζήτησε την άποψη του ίδιου του Παλαμά κι αυτός του απάντησε με μια επιστολή, η οποία δημοσιεύτηκε και στην πρώτη σελίδα της ελληνικής εφημερίδας Ταχυδρόμος της Αλεξάνδρειας στις 29 Νοεμβρίου 1930.

Η επιστολή έχει μεγάλο ενδιαφέρον τόσο φιλολογικό, καθώς περιγράφει τον τρόπο σκέψης ενός σπουδαίου ποιητή, ο οποίος μάλιστα αναλύει το ίδιο του έργο, όσο και για να φωτιστεί καλύτερα η προσωπικότητα του εθνικού αυτού ποιητή, που στη συγκεκριμένη φάση της ζωής του προέτασσε το φιλειρηνισμό και – επί της ουσίας χαρακτηρίζοντας λαοπλάνα την περιβόητη ομηρική φράση «ανδρών επιφανών πάσα γης τάφος» - υπογράμμιζε ότι οι ήρωες δεν αναδεικνύονται μόνο στους πολέμους.
Αυτή ήταν η επιστολή του Παλαμά:

Φίλε Κύριε,
Ενθυμούμαι πάντα τη στιγμή του συναπαντημού μας μέσα στο Βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη, στιγμή ευχάριστη, με όλη τη βραχύτητά της, ίσως, περισσότερο από άλλα πολλά και διαρκέστερα συναπαντήματα. Όταν έγραφα τη στροφή που οι δυό του στίχοι σας έκαμαν να σκοντάψετε, μου είχεν έρθει στη σκέψι μου, το ενδεχόμενον αυτό – συχνά το παθαίνω – αλλά δεν ημπορούσε να γίνη αλλοιώτικα. Η ποίηση είναι τέχνη κ’ έχει τη γλώσσα της ξεχωριστή όσο και αν δεν το υποπτεύουν πολλοί, αρκετά διαφορετική, όχι με το στίχο μόνο, από τη γλώσσα του πεζού λόγου. Η ποίηση, γεννημένη από τη συγκίνηση, είναι μια κραυγή περισσότερο και ως είδος σιωπηλή χειρονομία, που δεν της αρέσουν και αποφεύγει, όσο μπορεί, τη σαφήνεια και την ακριβορρημοσύνη του πεζογράφου, όλη τόνος, καθώς είναι, και υπονοητική παρά ρητορική στην εκφραστικότητά της· η εικών, ενώ χρωματίζει, δηλαδή λαμπρύνει, μαζί και αποσιωπά, μεταφέρει, είναι περισσότερο αποσκεπαστική. Εκείνοι που αγαπούν την ποίηση, τη διαισθάνονται αμέσως με το ν και με το σ· ολίγη προσοχή, και η κατανόηση έρχεται, πλέον ευχάριστη, ακριβώς από τη δυσκολία της. Παράδειγμα το τετράστιχο που αναφέρετε· βέβαια, δεν έχει νόημα, αν δεν συνδεθή με το όλον ποίημα. Θα μου επιτρέψετε να σας το ερμηνεύσω, σχολαστικά κάπως· δεν πειράζει. Τον ποιητή του ποιήματος αυτού «Νέα Ιστορία», φαίνεται, πως τον απασχολεί η ιδέα εκείνων που πιστεύουν, ότι μόνον τα ιδανικά τα πολεμόχαρα, τα ιδανικά των συρράξεων, πρέπει να είναι τα εθνικά μας ιδανικά, και ότι, χωρίς αυτά, η Ελλάς είναι φόβος να καταντήση λαός χωρίς ιδανικά, λαός παρακμής που παίρνει τον κατήφορο. Η ειρήνη, σα να μας λεν, είναι κάτι που ταπεινώνει, μειώνει, χαυνώνει. Αλλά, ο ποιητής δεν χαιρετίζει μόνο, κάτου από το κράτος της εντυπώσεως, που του προξενεί η πρόποση του Βενιζέλου στην Άγκυρα, καθώς το δείχνει το παρμένο από εκείνη ρητό: «και ιδού, ότι η στιγμή αυτή ήλθε»· δεν ξεχωρίζει μόνο τη «Νέα Ιστορία», που αρχίζει, αλλά μαζί, με τον ενθουσιασμό που του προξενεί το υπέροχον όραμα της ειρήνης και τονίζει τη συνύπαρξι των ιδανικών που μεγαλώνουν τα έθνη, κάθε λογής ιδανικών, και του πολέμου και της ειρήνης, σε μιάν υψηλότερη σφαίρα αντικρυζόμενα. Θα ιδήτε παρακάτου από το τετράστιχον αυτό, στην όγδοη στροφή, την ιδέα που ξεσπάσει, συνολική, καθαρώτερα:
Πάντα οι αγώνες, και η ζωή τους ήρωες πάντα θα έχη.
Και λοιπόν το τετράστιχο, που έχει το στίχο που σας έκαμε να σκοντάψετε, μπορεί έτσι να ερμηνευθή: Απάνου από την τρικυμία και από τη γαλήνην, στους υψηλούς ιδεώδεις κόσμους, παντού ευρίσκουν τρόπο να ζήσουν τα ιδανικά, και σε μιάν απόκοσμη θρησκευτική γωνίτσα, ήσυχη, και στη φωτιά, κει στη φωτιά της μάχης· και είναι κάθε λογής τα ιδανικά, και τα πλέον αντίθετα, καθώς είναι η αλήθεια που βγαίνει από το σοφό, ο απατηλός κόσμος που μπορεί να δημιουργήσει ένας λαοπλάνος, ένας λόγος σαν εκείνος του Έκτορος (εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης) και η αντίθεσή του, ένας λόγος σαν εκείνος της Ανδρομάχης, (ο γοερός, ο κατανυκτικός της αποχαιρετισμός προς τον άντρα της στον Όμηρο), ήρωες είναι λογής, ήρωες βρίσκονται παντού, ήρωες δεν είναι μόνο των πολέμων, οι ήρωες. Αυτά έπρεπε να χωρέσουν σε τέσσερους στίχους, και χωρίς παραγεμίσματα. Βλέπετε, πως το ποίημα δεν είναι μόνον ο ύμνος της ειρήνης, αλλά και η συνδιαλλαγή της ιδέας της, με την ιδέα του πολέμου, καθώς φαίνεται καθαρώτερα από τον τρόπο που καταλήγει το ποίημα με την επίκληση και τον ύμνο προς τους Τουρκομάχους, επίκαιρη στην πανηγυρική μας χρονιά της εκατονταετηρίδος.
Μου φαίνεται, φίλε κύριε, πως σας έδωκα την ερμηνεία, ίσως, αρκετή για όσους αγαπούν την ποίηση και την προσέχουν. Παρά τη συνήθειά μου, σας έκαμα την εξήγηση περισσόλογα, γιατί και η ιδέα που ενέπνευσε το ποίημα βαθειά, με είχε συγκινήσει. Όμως, η συγκίνηση που έκαμε να δακρύσουν τα μάτια μου, δεν εμποδίζει, μαζί, την ατάραχη, την αδάκρυτη προσοχή που βάζει πάντα ο ποιητής μέσα στο έργο του, μαζί με τον οίστρο και με τη λογική, και που τον ξεχωρίζουν από τον παθητικόν υπνοβάτη.
Θα μπορούσατε, αν ηθέλετε, να διαβάσετε το γράμμα μου προς τον κύκλο που είχεν ακούσει το ποίημά μου, καθώς μου γράφετε.
Με φιλικώτατα αισθήματα
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Αθήναι, 21/11/30.

Μπορεί να σας ενδιαφέρουν:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου