21 Μαρτίου 2016

Γιατί ο Κωστής Παλαμάς υποστήριζε ότι το ποιητικό του έργο διαπνεόταν από "τοπικισμό" μ' ένα "ευγενικό πνευματικό νόημα", επηρεασμένο από τα τοπία της ιδιαίτερης πατρίδας του.

Ο Κωστής Παλαμάς μπορεί να είναι ένας ποιητής κοινής αποδοχής, ένας από τους σημαντικότερους - ή "εθνικούς" αν προτιμάτε τη λέξη - ποιητές της Ελλάδας, όμως κακοέπεσε, όταν το όνομα και το έργο του άρχισαν ανιστόρητα να το καπηλεύονται διάφοροι εθνικιστικοί κύκλοι, οι οποίοι απομόνωσαν μια αναφορά του ποιητή περί "εθνικισμού", αγνοώντας τις προοδευτικές του ιδέες και τη γενικότερη στάση του σε μια εποχή, όπου ο εθνικισμός είχε ένα τελείως διαφορετικό και πάντως όχι μισαλλόδοξο περιεχόμενο. Ο ίδιος ο Παλαμάς, πάντως, μιλώντας το Μάιο του 1923 στην εφημερίδα Πρόοδος του Μεσολογγίου, όπου και ο τόπος καταγωγής του, προσδιόρισε το μέχρι τότε ποιητικό έργο του ως "τοπικιστικό", σπεύδοντας να διευκρινίσει ότι χρησιμοποιούσε τη λέξη με το "ευγενικό πνευματικό νόημά" της. Σύμφωνα με τον ποιητή, που αρνούταν την ταμπέλα του "κοσμοπολίτη", μεγάλο μέρος του έργου του είχε δεχτεί άμεσες επιρροές από το Μεσολόγγι και τη γύρω περιοχή, κουβαλώντας μέσα του άσβηστες μνήμες, οι οποίες εξωτερικεύονταν μέσα από τους στίχους του. Είναι πολύ ενδιαφέρων όλος αυτός ο αυτοχαρακτηρισμός του ποιητή Παλαμά, που δίνει μια άλλη διάσταση στην προσέγγιση των ποιημάτων του, ένας φόρος τιμής στην ιδιαίτερη πατρίδα του.

Καθώς δεν μπόρεσα να εντοπίσω το αρχείο της εφημερίδας "Πρόοδος", εδώ μεταφέρεται το κείμενο, όπως αναπαρήχθηκε από την αθηναϊκή εφημερίδα Πατρίς στις 21 Μαΐου 1923, με μικρές μόνο παρεμβάσεις ως προς την ορθογραφία, που φυσικά δεν αλλοιώνουν καθόλου τα λόγια του Παλαμά. Και ο ποιητής υποστήριζε:

"Αν μου επιτρέπετε, θα χαρακτηρίσω το τραγούδι μου. (Αυτό με ξεχωρίζει, υποθέτω, περισσότερο από την πεζογραφία μου. Εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε να εμφανισθεί, διά το πλάτος του (άσχετα προς την αξία του), ως ένας ποταμός Δούναβης που, κατά τον ποιητή, "πολλά βασίλεια βρέχει". Εις εμένα ενθυμίζει, πολύ περισσότερο από τον Δούναβη, κάποιο ρέμα, καθώς ονομάζουμε στο Μεσολόγγι ένα χείμαρρο κοντά στα "βλάχικα καλύβια", το χειμώνα εξογκωμένος από τα βροχερά νερά, το καλοκαίρι κάτασπρη από τα χαλίκια η κοίτη του· πάντα κατάσπαρτος με πικροδάφνες. Όσο κι αν εξογκώνεται κι αν ξεχειλίζει, το ρέμα δεν ανήκει παρά στον τόπο του, το μικρό, πηγάζει από τον τόπο του, και τον τόπο του, πρώτ' απ' όλα ποτίζει και βρέχει, με όλες τις διαστάσεις που φαίνεται πως προσλαμβάνει συχνά μεγάλου ποταμού αερρόου. Στο τραγούδι μου που πολλοί το επαίνεσαν ή το κατηγόρησαν ως φιλοσοφικό, ευρωπαϊστικό, κοσμοπολιτικό και δεν ηξεύρω τι άλλο, είναι πρώτ' απ' όλα τραγούδι που ψυχή του έχει τον τοπικισμό (δώστε στη λέξη ευγενικό πνευματικό νόημα) και που δεν λησμονεί την καταγωγή του, δεν απαρνείται το σπίτι του.
Μιλούν τα κείμενα, "Τα τραγούδια της πατρίδας μου" στα 1886, το πρωτόβγαλτο βιβλίο μου. Η πατρίδα μου μέσα σε όλ' αυτά που νεανικά, μα κάπως πρωτότυπα για την εποχή, τραγουδιέται, ζωγραφίζεται, εξιδανικεύεται (μέσα στο βιβλίο αυτό βρίσκεται εκεί σε σπέρματα όλη σχεδόν η βαθμιαία βλάστηση του περιβολιού μου), δεν είναι η μεγάλη και δεκτή πατρίδα, είναι η πατρίδα μου η μικρή, η συγκεκριμένη, η αισθητή με τη σχηματισμένη φυσιογνωμία της και τα ξεχωρισμένα της γνωρίσματα. Ύστερ' από εικοσιπέντε χρόνια ξαναγυρίζω στο χωριό μου με τους "Καημούς της Λιμνοθάλασσας", ωριμότερος, τεχνικότερος, μα και τρυφερότερος· είναι η συγκίνηση που δένει διά απόσταση. Το τελευταίο εκεί τραγούδι, ο "Μησεμός" είναι ο αποχαιρετισμός του ποιητικού τοπικισμού. "Οι καιροί με κράζουνε και οι τόποι". Μα κι έτσι, και με του καιρού το κράξιμο και με το σταμάτημα απάνου σε τόσους λογής, ο τόπος ο στενός των πατέρων μου εξακολουθεί να με μαγνητίζει δυνατά. Κανένα μου βιβλίο δεν είδε το φως που μέσα σ' αυτό η Μούσα να μου φέρνει θερισμένα λουλουδάκια από το περιβολάκι του πρώτου χρόνου. Παραλείπω τις λεπτομέρειες. Από τα "Νιάτα της γιαγιάς" στα "Τραγούδια της Πατρίδος μου" ίσα με την "Παιδούλα στον τάφο του Μπότσαρη", "Στα Παράκαιρα" ίσα με τη θειά Βγενούλα των "Δεκατετράστιχων" δεν έπαυσε να μιλεί ο Αιτωλοακαρνάς ποιητής, ο από το Μεσολόγγι πατριώτης. Στο πλουσιότερα εμπνευσμένο από γενικές ιδέες και τα αισθήματα βιβλίο μου της "Ασάλευτης Ζωής" ο Ασπροπόταμος, ο κλασικός δηλονότι της Αιτωλίας Αχελώος, μου δίνει την πρώτη μεγάλη επικοινωνία με τη "θεία μεγάλη Πλάση".
Το επιστέγασμα στο οικοδόμημα του τραγουδιού μου θα είναι, με το θέλημα του Θεού, ο Καραϊσκάκης, η πιο μεγάλη ηρωική μορφή της Ρούμελης, και της Ελλάδος όλης αντιπροσωπευτική.
Ο "Θάνατος του Παλληκαριού", η "Τρισεύγενη", όλα μου σχεδόν τα λιγοστά διηγήματα δεν είναι παρά ιστορίες προσώπων και πραγμάτων της μικρής πατρίδας, μόλις χρωματισμένες από τη φαντασία. Στην "Ποιητική" μου,  που δεν φάνηκε ακόμα, ψυχολογικά θα εξηγηθεί το μέρος που έπαιξε στην αισθητική μόρφωσή μου, ο τόπος που έζησα παιδί και του τόπου αυτού θα είναι ζωγραφιά και ηθογραφία, γύρω σε μια ψυχή, τα ατύπωτ' ακόμα "Χρόνια μου και Χαρτιά μου"". 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου