Φωτογραφία της Παξινού το 1930, σε ηλικία 30 ετών. |
Η Κατίνα Παξινού υπήρξε μια σπουδαία
ηθοποιός, η μόνη Ελληνίδα ηθοποιός βραβευμένη με Όσκαρ, για το χαρακτήρα της
οποίας όμως γνωρίζουμε ελάχιστα. Δεν έδινε συχνά συνεντεύξεις στον ελληνικό
τύπο, ενώ δεν πρόλαβε την περίοδο της μεγάλης άνθισης της ελληνικής τηλεόρασης
με τις μεγάλες αφιερωματικές εκπομπές, καθώς η ίδια έφυγε από τη ζωή
υποκύπτοντας στον καρκίνο στις 22 Φεβρουαρίου 1973.
Για όποιον ενδιαφέρεται να σκιαγραφήσει καλύτερα την Κατίνα πίσω από την Παξινού, ιδιαίτερα κατατοπιστικές είναι συνεντεύξεις του εγγονού της, του ηθοποιού Αλέξανδρου Αντωνόπουλου, ο οποίος κατά καιρούς έχει θυμηθεί αρκετές απολαυστικές στιγμές της γυναίκας/γιαγιάς Κατίνας Παξινού έξω από το χώρο του θεάτρου. Οι απαντήσεις του Αντωνόπουλου δίνουν το προφίλ μιας ακομπλεξάριστης γυναίκας, μάλλον απλής και αξιαγάπητης στην καθημερινή της ζωή παρά τα όποια αναπόφευκτα ελαττώματά της, με άφθονο και αφοπλιστικό χιούμορ.
Η αγγελία των αρραβώνων της με τον Ιωάννη Παξινό, το επώνυμο του οποίου κράτησε σ' όλη τη διάρκεια της θεατρικής της πορείας, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πατρίς στις 05.03.1916. |
Η Νένα Μεντή, που ήταν μαθήτρια της Παξινού
στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου αλλά και συνεργάστηκε μαζί της στη
σκηνή, σε συνέντευξή της ανέφερε για εκείνη ότι «είχε και στοιχεία μουρλέγκως». Και φαίνεται ότι δεν είχε άδικο. Ήταν όμως μια αξιαγάπητη μουρλέγκω για όσους την είχαν γνωρίσει...
Διαφωτιστική στο να γνωρίσουμε καλύτερα
την εξαιρετικά γοητευτική προσωπικότητα μιας σπουδαίας εκπροσώπου του ελληνικού
θεάτρου του 20ου αιώνα, ήταν και η αφήγηση μιας άλλης μαθήτριας της Παξινού, της
ηθοποιού και κριτικού θεάτρου Αριστούλας Ελληνούδη, όπως δημοσιεύτηκε στην
εφημερίδα Ριζοσπάστης στις 22 Φεβρουαρίου 1975, ακριβώς δύο χρόνια μετά το
θάνατό της. Τα περιστατικά είναι άφθονα και η αφήγηση ρέει σα νερό, ώστε
επέλεξα να την αναπαράξω ολόκληρη παρά τη μεγάλη έκτασή της:
«Θυμόμουν τη μεγάλη μας ηθοποιό από δυο παραστάσεις που είχα δει όταν ήμουν
μαθήτρια. Υπολόγιζα ότι ήταν πανύψηλη. Κι όταν την πρωτοείδα στα γραφεία της
σχολής του Εθνικού με τα μαργαριταρένια της βραχιόλια, τα κολιέ, τη μακριά πίπα
της, μια χυμώδης παρουσία, διαπίστωσα πως ήταν μετρίου αναστήματος. Το ταλέντο
της και η παρουσία της στη σκηνή την έκαναν να μοιάζει αγαλματώδης.
Δίδασκε μόνο στο τρίτο έτος και εμείς ακόμη ήμαστε πρωτάκια. Ανυπομονούσαμε
να μας διδάξει. Παρακολουθούσαμε ομαδικά τις δοκιμές του θεάτρου. Στη γενική
της «Τρελής του Σαγιώ», η Παξινού έπαιζε πλέκοντας ένα τιρκουάζ ταγιέρ που
ήθελε να πάρει μαζί της στο Λονδίνο για τις παραστάσεις που θά διναν την
άνοιξη. Κάποια στιγμή ο Μινωτής ενοχλήθηκε από το πλέξιμό της και της είπε να
το σταματήσει. Η Παξινού, μ’ όλο της το χιούμορ του φώναξε «Σκάσε Αλέκο» και
όλοι γέλασαν. Η πρόβα συνεχίστηκε, όταν σε μια στιγμή η Παξινού μ’ ένα νεύμα
στο Μινωτή βγαίνει από τη σκηνή. Περνάν 10 λεπτά και ο Μινωτής στέλνει το
διευθυντή της σκηνής να την φωνάξει. Ο διευθυντής επιστρέφει και λέει πως η
κυρία Παξινού γράφει νότες στον πίνακα και θα έρθει σε λίγο. Δεν μπορούσα να
καταλάβω πώς άφησε την πρόβα για να γράφει νότες. Τό σκασα από το θεωρείο και
πήγα από την πίσω πόρτα στα παρασκήνια. Σε μια γωνιά ενός τοίχου ήταν ένας
μαυροπίνακας και πάνω του η Παξινού είχε γράψει νότες και φράσεις από το
κείμενό της. Δούλευε με μουσική. Δεν έκανε τίποτα τυχαία αυτή η μεγάλη γυναίκα.
Το πηγαίο, θείο ταλέντο της το ενίσχυε με την τεχνική της που την καλλιεργούσε
συνεχώς.
Φθάσαμε στο τρίτο έτος και μια ωραία μέρα εμφανίζεται η Παξινού φωνάζοντας.
Κάτι έλεγε σε κάποιο καθηγητή. Με το «Καλημέρα» μας, κουνάει το εκφραστικό της
χέρι και λέει: «Καθίστε και σκάστε». Γελάσαμε και την τρώγαμε με τα μάτια μας.
Μας κοίταξε καλά και ξαφνικά μας λέει: «Τι κομμάτια να δώσω σ’ εσάς. Εσείς δεν
είστε για τίποτα». Μετά από 10 λεπτά μας δίνει μονόλογους από τραγωδίες μόνο
και μόνο, μας λέει, για να καταλάβουμε πως δεν θα καταφέρουμε ποτέ να παίξουμε
καλά τραγωδία και φεύγει αφήνοντάς μας άφωνους.
Σο επόμενο μάθημα δεν ήρθε. Στο τρίτο εμφανίστηκε στην πόρτα φορτωμένη με
σακούλες και φωνάζοντας: «Ελάτε βρε να με βοηθήσετε». Τρέξαν δυο-τρεις. «Βγάλτε
τα πράγματα». Τα παιδιά άρχισαν να βγάζουν μέσα από τις σακούλες αβγά, τυριά,
σαλάμια, ψωμάκια, πορτοκαλάδες. Μας μοίρασε τα φαγώσιμα θέλαμε δε θέλαμε.
Θυμάμαι που κάποιο αγόρι δεν ήθελε αβγό και κείνη του φώναξε:» Θα το φας,
αλλιώς θα σου πετάξω το τασάκι». Την τρυφεράδα της με τέτοιους τρόπους την
έδειχνε. Μόλις τέλειωσε το φαΐ άρχισε να παίζει την Κλυταιμνήστρα. Διέκοπτε την
απαγγελία της για να κάνει ορισμένες παρατηρήσεις για τη μουσικότητα του λόγου,
για τον όγκο των συλλαβών, για τις λέξεις που έχουν το βάρος, για το πώς πρέπει
να καταλήξει φωνητικά μια ερωτηματική φράση με τον κλασικό τρόπο. Την ενοχλούσε
ηχητικά το έντονο ερωτηματικό. Τότε κατάλαβα καλά πόσο σημαντικός παράγοντας
ήταν η μουσική και ο ήχος, η απόχρωση του ήχου στην τέχνη της. Τελικά δεν
κάναμε ούτε μια πρόβα τραγωδίας.
Μια μέρα ένα αγόρι την ρώτησε πώς βγήκε στο θέατρο. Είναι μια χαριτωμένη
Ιστορία μας είπε. «Όταν ήμουν μικρό, πολύ μικρό κοριτσάκι, τραγούδαγα και μια
μέρα εκεί που τραγούδαγα σε μια συναυλία, ήρθε ένας μεγάλος κύριος και μου
είπε: “Εσύ κοριτσάκι μου πρέπει να βγεις στο θέατρο, είσαι μεγάλη ηθοποιός”.
Και με βοήθησε. Ποιος ήταν ο μεγάλος κύριος; Ο Αλέκος ο Μινωτής!».
Εμείς αρχίσαμε τα κρυφόγελα και τα χάχανα, γιατί ξέραμε από το δάσκαλό μας,
το Γιάννη Σιδέρη, πως η Κατίνα Παξινού βγήκε στο θέατρο στα σαράντα της χρόνια.
[Σ.σ. Δεν ίσχυε η διαφορά ηλικίας με τον Μινωτή, με τον οποίο ήταν συνομήλικοι,
γεννημένοι αμφότεροι το 1900. Ούτε ίσχυε ότι η Παξινού βγήκε στο θέατρο σε
ηλικία 40 ετών. Σ’ αυτήν την ηλικία παντρεύτηκε με το Μινωτή]
Σε δυο από τους μαθητές της σχολής είχε δώσει μια σκηνή από το «Ματωμένο
γάμο του Λόρκα. Ποτέ δεν τους άφησε να φτάσουν μέχρι το τέλος της σκηνής. Αυτή
η τέλεια ηθοποιός δεν μπορούσε να δεχτεί τη μαθητική μας μετριότητα. Μια μέρα
ζήτησε να της παραγγείλουμε καφέ και παξιμαδάκια. Ήρθε η παραγγελία. Η Παξινού
βγάζει το πλεχτό της και λέει: «Τώρα θα δείτε πώς μπορώ να παίζω κάνοντας
πολλές δουλειές μαζί. Να τρώω παξιμάδι, να πίνω καφέ, να πλέκω και να κλαίω» Να
μάθετε να βοηθιέστε από τα γύρω σας αντικείμενα και όχι να τα νιώθετε σαν εμπόδια».
Βουτά το παξιμάδι στον καφέ, τρώει λίγο κι αρχίζει να παίζει τη μάνα από το
«Ματωμένο γάμο», ενώ συγχρόνως πλέκει. Στο σημείο που έπρεπε, τρέχαν μαύρα
δάκρυα από τα μάτια της και εκείνη συνέχιζε να πλέκει, να παίζει και να πίνει
καφέ. Τίποτ’ άλλο στο θέατρο δεν μ’ έχει μαγέψει όσο η Παξινού αυτήν τη μέρα.
Όταν τέλειωσε το μονόλογό της απομείναμε άφωνοι και δακρυσμένοι. Όταν έπαιζε τη
μάνα, ένιωθες πως ήταν η μάνα όλου του κόσμου. Μας ομολόγησε πως ιδιαίτερα στη
μάνα του Λόρκα είχε πάντα την αίσθηση της παιδιού της, που ο πόνος για το χαμό
του δεν μαλάκωσε με τα χρόνια που πέρασαν. Πάντα μιλούσε με απέραντη λατρεία
γι’ αυτό το αδικοχαμένο παιδί της.
Ήταν τόσο απελευθερωμένη, που δεν λογάριαζε ποτέ τους τύπους. Μια μέρα μέσα
στην Αγίου Κωνσταντίνου φώναξε σ’ ένα μαθητή στο απέναντι πεζοδρόμιο να
τηλεφωνήσει στο σπίτι της να ετοιμάσουν τα κεφτεδάκια!
Εμένα μου είχε δώσει για τις εξετάσεις την κυρία Άλβιγκ από τους
«Βρυκόλακες». Μου τό δωσε, όπως μου είπε, για να καταλάβω πως δεν μπορώ να το
παίξω σαν εκείνη. Ούτε η Ελεονώρα Ντούζε, έλεγε, δεν τό χε παίξει όπως εκείνη.
Στο μάθημα που μού κανε, μόλις που προλάβαινα να αρθρώσω τις τρεις πρώτες
λέξεις. Με έκοβε και έπαιζε εκείνη το ρόλο. Ήταν η μεγάλη ερμηνεία της καριέρας
της. Δεν με άφησε να κάνω πρόβα ούτε στη γενική δοκιμή την παραμονή των
εξετάσεων. Ήταν ένα κομμάτι της ψυχής της αυτός ο ρόλος και αρνιόταν σαν μικρό
παιδί να τον δει παιγμένο από κάποιον άλλο. Το καταλάβαινε αυτό και το
σεβόμουν.
Τέτοια ήταν η προσωπικότητα της Παξινού. Άπλωνε τη σκιά της παντού. Τα
πάντα τα σημάδευε με την παρουσία της. Μια τέτοια ανθρώπινη φύση δεν μπορείς να
την μετρήσεις με τα κοινά μέτρα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου