Είναι κάποια γεγονότα που έκαναν μεν μεγάλη εντύπωση στην εποχή τους ως νεωτερισμοί και δείγματα προόδου, όμως στη συνέχεια ξεχάστηκαν εύκολα, γιατί δεν είχαν την απαιτούμενη ισχύ ώστε ν' αλλάξουν τις ισορροπίες και να φέρουν πραγματική αλλαγή των ηθών. Ένα τέτοιο γεγονός έλαβε χώρα στις 2 Απριλίου 1900, όταν γράφτηκε
ιστορία στην αίθουσα του ελληνικού Κοινοβουλίου, καθώς για πρώτη φορά ένας βουλευτής
πήρε την πρωτοβουλία – έστω και επιπόλαια - να θέσει το ζήτημα της εργασίας των
γυναικών στα πλαίσια της κατ’ άρθρων συζήτησης επί του νομοσχεδίου περί
ταχυδρομικής, τηλεγραφικής και τηλεφωνικής υπηρεσίας.
από το Εθνικόν Ημερολόγιον του έτους 1894 |
Συγκεκριμένα, όταν η συζήτηση
έφτασε στο άρθρο 9 του νομοσχεδίου σχετικά με το προσωπικό της ταχυδρομικής και
τηλεγραφικής υπηρεσίας, ο βουλευτής Ναυπλίου Ηλίας Ποταμιάνος παρατήρησε την
ανάγκη μείωσης του αριθμού των υπαλλήλων, οι οποίοι σύμφωνα με το νομοσχέδιο θα
αυξάνονταν κατά 790 άτομα επιβαρύνοντας το δημόσιο ταμείο κατά 920 χιλιάδες
δραχμές (πέραν της μελλοντικής αύξησης της συνταξιοδοτικής δαπάνης).
Κάπου εκεί, τελείως
απροσδόκητα έριξε την πρωτοποριακή – για τα δεδομένα της εποχής – ιδέα: «Διατί να θέλετε να σπαταλάτε τόσας επί πλέον
χιλιάδας και δεν διορίζετε γυναίκας εις την υπηρεσίαν αυτήν; Εν τοιαύτη
περιπτώσει θα είχετε σημαντικωτάτην οικονομίαν. Μη μου φέρετε δε ως αντίλογον
ότι τα ήθη μας δεν επιτρέπουν τοιαύτην μεταβολήν. Διότι γνωρίζετε πολύ καλά
πόσαι γυναίκες εξέρχονται κατ’ έτος εκ του Αρσακείου και πολλαί τούτων διασκορπίζονται
εις τα διάφορα της Ελλάδος μέρη άνευ προστασίας και κηδεμονίας».
Αν διαβάσουμε πίσω από τις γραμμές
των λεγομένων του βουλευτή σε συνάρτηση με τη συνολική του τοποθέτηση κατά της μεγάλης
αύξησης των δαπανών για το διορισμό νέων υπαλλήλων στην ταχυδρομική και
τηλεγραφική υπηρεσία, θα διαπιστώσουμε ότι προφανώς ο Ποταμιάνος υπονοούσε ότι
οι γυναίκες υπάλληλοι θα πληρώνονταν λιγότερα χρήματα απ’ ό,τι οι άνδρες
συνάδελφοί τους, εκτός κι αν κάτι παρεξηγώ στην πρότασή του, η οποία πάντως
απορρίφθηκε πανηγυρικά από το σύνολο των βουλευτών, ενώ κι εκείνος δεν έδειξε
διάθεση να επιμείνει περεταίρω. Η ουσία πάντως είναι – και έτσι σχολιάστηκε από
τον τύπο της εποχής – ότι με την παρέμβασή του εκείνη ο Ηλίας Ποταμιάνος έθεσε
για πρώτη φορά ανοιχτά το ζήτημα της γυναικείας εργασίας μέσα στον πιο ιερό
χώρο μιας δημοκρατικής χώρας, το Κοινοβούλιό της.
Οι γυναίκες «ευρήκαν τον φεμινίστ των και εις την Βουλήν», παρατηρούσε η Εστία
μια μέρα μετά. «Εννοείται ότι η απόπειρα
δεν επέτυχεν· ούτε ήτο δυνατόν να επιτύχη ευθύς εξ αρχής. Το σπουδαίον είνε ότι
η πρώτη αρχή εγένετο. Η δε αρχή, όπως όλος ο άλλος κόσμος και αι γυναίκες
γνωρίζουν, είνε του παντός το ήμισυ».
Κατά το Άστυ, «ο κ. Ποταμιάνος από της χθες απέκτησεν
αναφαίρετα δικαιώματα επί της ευγνωμοσύνης του γυναικείου φύλου. Υπήρξεν ο
πρώτος βουλευτής, όστις ανεπέτα θαρραλέως την σημαίαν της χειραφεσίας των,
συνδέσας δε το ζήτημα με το οικονομικόν ζήτημα της Ελλάδος, εζήτησε την
θριαμβευτικήν είσοδόν των εις τον προϋπολογισμόν. [..] Η πρότασις του βουλευτού
Ναυπλίας δεν έγεινε δεκτή. Το πράγμα ήτο φυσικόν και το εναντίον θα μας εξέπληττεν.
Αλλά δεν σημαίνει. Το γυναικείον φύλον και η Εφημερίς των Κυριών ας σημειώσουν
την ημέραν αυτήν της 2 Απριλίου. – Είνε η 25 Μαρτίου της γυναικείας
ανεξαρτησίας! Θα έλεγεν ο Μυριανθούσης»!
Και πραγματικά, η Εφημερίς των
Κυριών της Καλιρρόης Παρρέν, που αγωνιζόταν για τη χειραφέτηση των γυναικών
(έστω και μέσα σ’ ένα συντηρητικό πλαίσιο σύμφωνο με το γενικότερο πνεύμα της εποχής
εκείνης), εξέφρασε προς τον Ποταμιάνο «την
ευγνωμοσύνην του φύλου μας», αλλά μ' έναν σημαντικό αστερίσκο, υπογραμμίζοντας ότι η ευγνωμοσύνη αυτή «θα ήτο μεγαλητέρα και δικαιοτέρα, εάν
ο κ. βουλευτής επρότεινε την καινοτομίαν του, όχι δι’ οικονομίαν του προϋπολογισμού,
αλλά διότι συνησθάνετο το καθήκον και την υποχρέωσιν να συντελέση, όπως τόσαι
γυναίκες ζητούσαι εργασίαν χρησιμοποιηθούν και τόσαι ατυχείς κόραι
κατηρτισμέναι πολύ καλλίτερον εις τον κλάδον τούτον, εις τον οποίον από δεκάδων
ετών έχουν εισαχθή αι γυναίκες όλων των άλλων κρατών του κόσμου, μη
εξαιρουμένων ούτε των Ρουμανίδων, ούτε των Βουλγαρίδων».
Η πρόταση του Ποταμιάνου ήταν
περισσότερο ένα πυροτέχνημα, καθώς δεν κατάφερε καν ν’ ανοίξει το δημόσιο
διάλογο γύρω από το θέμα της εργασίας των γυναικών. Το επιχείρημα που θα
μπορούσε ίσως να χρησιμοποιήσει ο βουλευτής Ναυπλίου, ήταν ένα κοινό μυστικό: ένας
(μικρός βέβαια) αριθμός γυναικών εργάζονταν ήδη στην τηλεγραφική υπηρεσία, όμως
το έκαναν ανεπίσημα και ξεκάθαρα ως αγγαρεία, αντικαθιστώντας τους νόμιμα
διορισμένους συζύγους τους, όταν αυτοί ήθελαν να ξεκουραστούν!
Ένα τέτοιο παράδειγμα μνημόνευε η
εφημερίδα Το Άστυ τον Ιούλιο του 1897:
«Εις τινα νήσον εγγύς του Πειραιώς εκτελεί χρέη τηλεγραφητού νεαρά γυνή,
χειριζομένη το τηλεγραφικόν χειριστήριον μετά μοναδικής επιτηδειότητος,
αναπληροί δε τον σύζυγόν την. Το μόνον ελάττωμα το οποίον έχει είναι ότι
διαβιβάζει τα τηλεγραφήματα με ανορθογράφους λέξεις. Την εδίδαξεν ο σύζυγός της,
ο οποίος ευρίσκει ανακούφισιν οσάκις κουράζεται, παραδίδων την τηλεγραφικήν
συσκευήν εις το τρυφερόν του ήμισυ. Κάποιος εκ των εν Αθήναις τηλεγραφητών είχε
το θάρρος να διαβιβάση εις αυτήν τηλεγραφικώς πειρακτικάς φράσεις, αλλ’
αντιληφθείς τούτο ο σύζυγός της έλαβεν ανά χείρας το χειριστήριον και απηύθυνε
πικροτάτας παρατηρήσεις εις τον συνάδελφόν του».
Η αλήθεια είναι ότι επίσημα οι εργαζόμενες
γυναίκες ήταν ελάχιστες μέχρι το 1900. Αρκεί ν’ αναλογιστούμε πώς
αντιμετωπίστηκε ως μεγάλος νεωτερισμός η απόφαση ενός ζαχαροπλαστείου να προσλάβει
γυναίκες υπαλλήλους το Νοέμβριο του... 1903! Ακόμη πιο αποκαλυπτικό είναι και
το σχετικό σχόλιο της εφημερίδας Σκριπ (20/11/1903):
«Ένα
ζαχαροπλαστείον της οδού Σταδίου θα προβή εις ένα νεωτερισμόν πολύ περίεργον
διά τας Αθήνας και κοινότατον εις όλον τον έξω κόσμον. Θα εισαγάγη υπηρεσίαν
κοριτσιών. [..] Η τάξις, η άμεμπτος καθαριότης, η πρόοδος έγκειται εις τα χέρια
των κοριτσιών. Τα οποίας εις τας Αθήνας περιωρίσθησαν μόνον εις τα καπέλλα και
εις φουστάνια. Το ζαχαροπλαστείον, το ζυθοπωλείον, το ξενοδοχείον, το
καπνοπωλείον, το καφενείον, το εμπορικόν κατάστημα δεν τα είλκυσε ακόμα. Όταν
τα ελκύση μία ολόκληρος Αθήνα θα γείνη πολύ διαφορετική, θα εκπολιτισθή χωρίς
να το καταλάβωμε».
Τελικά, οι πρώτες γυναίκες
τηλεφωνήτριες έκαναν την εμφάνισή τους μόλις τον Ιούνιο του 1908 και μάλιστα
ήταν οι πρώτες γυναίκες που εργάστηκαν σε δημόσια υπηρεσία στην Ελλάδα μέσα σ’
ένα κλίμα αμφισβητήσεων και ειρωνειών από βουλευτές και μερίδα του τύπου. [Σχετικά μ' αυτό το θέμα, μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ: Η πρώτη φορά που Ελληνίδες διορίστηκαν σε δημόσια υπηρεσία. Σεξιστικά υπονοούμενα και ηθικολογίες των βουλευτών στη συζήτηση του νομοσχεδίου, η επιφυλακτικότητα του τύπου και η συνέντευξη μιας από τις πρώτες υπαλλήλους 28 χρόνια μετά το διορισμό της.]
Σ' ό,τι δε, αφορά τον Ηλία Ποταμιάνο,
αξίζει να σταθεί κανείς σ’ ένα σημείο του λόγου που εκφωνήθηκε από τον
αντιπρόσωπο του δήμου Ναυπλιέων στην κηδεία του βουλευτή, ο οποίος έφυγε από
την ζωή στις 14 Αυγούστου 1911 σε ηλικία περίπου 67 ετών:
«Αν ο φωτεινός νους, η ακαταπόνητος εργασία σου, αι ευρύταται
εγκυκλοπαιδικαί σου γνώσεις, ο ένθους πατριωτισμός σου, η απαράμιλλος ρητορική
σου, δεν σε έταξαν ως έδει εις την πρώτην γραμμήν της πολιτικής σταδιοδρομίας,
μόνη αιτία ήτο ότι εγεννήθης προώρως διά τον τόπον μας, και νους, εργασία,
χρήμα, μόρφωσις, χαρακτήρ, αφοσίωσις, καθήκον, τα πάντα εγένοντο παρανάλωμα του
περιβάλλοντος. Μόνον δε ο χρόνος και η τα πάντα ερευνώσα και ταξινομούσα με
ψυχρόν όμμα Ιστορία, αύτη θέλει σοι δώσει ασφαλώς την προσήκουσαν θέσιν μεταξύ
των μεγάλων ανδρών της νεωτέρας Ελλάδος».
Κάτι σχετικό που μπορεί να σας ενδιαφέρει:
-- Οι πρωτοπόρες νομοθετικές πρωτοβουλίες του Αθανάσιου Τυπάλδου Μπασιά υπέρ της ισότητας των δύο φύλων και της θέσπισης του πολιτικού γάμου το 1919 και το 1920
-- Η χαμένη ευκαιρία της Κρήτης να πρωτοπορήσει στην αναγνώριση δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες τον Ιούνιο του 1901
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου