Ο «λιμοκοντόρος» είναι μια από
τις λέξεις που δεν χρησιμοποιούμε πολύ στην καθημερινότητά μας, όμως μας είναι
κάπως οικεία. Όλοι την έχουμε ακούσει είτε σε παλιές ελληνικές ταινίες είτε από
συγγενείς και γνωστούς μεγαλύτερης ηλικίας είτε σπανιότερα από νεότερους, που
έχουν μια εξοικείωση με την παλιά αργκό, απομεινάρι της οποίας είναι και ο
«λιμοκοντόρος». Πολλοί δεν ξέρουν και τι ακριβώς σημαίνει η λέξη, πέραν του ότι
πρόκειται για έναν προφανώς μειωτικό χαρακτηρισμό, αντίστοιχο του
«τζιτζιφιόγκου» -άλλο απομεινάρι της παλιάς αργκό.
Σύμφωνα με μία εκδοχή, που
οφείλεται και στην ετυμολογία της λέξης, ο «λιμοκοντόρος» προήλθε από τα
Επτάνησα –πιθανόν από την Κεφαλλονιά. Η λέξη είναι σύνθετη, προερχόμενη από τον
«λιμό» (δηλαδή την πείνα»), τον «κόντε» (δηλαδή τον αριστοκράτη) και μια κατάληξη
πολύ συνηθισμένη εκείνη την εποχή («-όρος», «-άρος»), υποδηλωτική της υπερβολής,
όπως σήμερα χρησιμοποιούμε το «-άρας».
Το σίγουρο είναι ότι στην ηπειρωτική Ελλάδα η λέξη έγινε γνωστή γύρω στα 1885-85, την περίοδο της υποχρεωτικής επιστράτευσης διαρκείας που είχε κηρύξει η κυβέρνηση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη δημιουργώντας μια περίεργη κατάσταση «ειρηνοπολέμου» με την Οθωμανική αυτοκρατορία μετά την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στη Βουλγαρία.
Τότε, λοιπόν, οι νεοσύλλεκτοι
φτάνοντας στους λόχους τους έπρεπε να ντυθούν την προβλεπόμενη στρατιωτική
στολή. Όμως μεταξύ των νεοσυλλέκτων ήταν και πολλοί επιστήμονες, φοιτητές, αλλά
και γόνοι πλούσιων οικογενειών, οι οποίοι δυσανασχετούσαν στην προοπτική να
φορέσουν τα άξεστα και διόλου κολακευτικά ρούχα του στρατού της εποχής εκείνης.
Ένα τέτοιο ένδυμα, ήταν οι χοντροκομμένες στρατιωτικές αρβύλες, τις οποίες
ορισμένοι κατάφερναν να αποφύγουν με το αζημίωτο, κάνοντας δηλαδή μικρά δώρα
στους υπεύθυνους αξιωματικούς και αποθηκάριους, οι οποίοι πάντως υπέγραφαν για
όλους τους στρατιώτες ανεξαίρετα ότι είχαν παραλάβει όλα τα προβλεπόμενα.
Υπήρχαν βέβαια αξιωματικοί και
επιθεωρητές, οι οποίοι έβλεπαν το μη προβλεπόμενο της εξωτερικής εμφάνισης,
αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά, καθώς οι μη προβλεπόμενοι, κομψευόμενοι
στρατιώτες ήταν γόνοι σημαντικών οικογενειών ή τέλος πάντων λόγω της θέσης τους
στην κοινωνία (π.χ. γιατροί, δικηγόροι, καθηγητές πανεπιστημίου) είχαν και μια
μεγαλύτερη επιρροή, που υπερνικούσε κάθε απόπειρα επίπληξης.
Εν τω μεταξύ υπήρχαν και
νεοσύλλεκτοι, οι περισσότεροι δηλαδή, οι οποίοι δεν είχαν αντίστοιχες καταβολές,
όμως κάποιοι εξ αυτών ήθελα να παραστήσουν τους σπουδαίους, μιμούμενοι κακήν
κακώς –ελλείψει και της αντίστοιχης οικονομικής άνεσης– το ντύσιμο των
πλουσιότερων συνθαλαμιζομένων τους.
Όταν μετά τα στρατιωτικά γυμνάσια
οι νεοσύλλεκτοι είχαν έξοδο, πολλοί έβρισκαν ευκαιρία να γυμναστούν στο φλερτ.
Περιδιάβαιναν τις συνοικίες της Αθήνες και συναντούσαν «ξαδέρφες» ή τέλος
πάντων νεαρές κοπέλες, κατά κύριο λόγο υπηρέτριες, τις οποίες ήθελαν να
καταστήσουν «ξαδέρφες» τους είτε για λόγους συναισθηματικούς είτε και για
λόγους διατροφικούς, αφού μια «ξαδέρφη» που εργαζόταν παράλληλα και ως
υπηρέτρια σε κάποιο αθηναϊκό σπίτι, ήταν δηλαδή «κουζίνα» κατά τη γλώσσα της
αργκό, τους εξασφάλιζε στο φαγητό την ποιότητα που δεν μπορούσε να τους παράσχει το
στρατόπεδο.
Σύμφωνα όμως οι «κουζίνες»
(δηλαδή οι υπηρέτριες) αντιλήφθηκαν ότι οι περισσότεροι από τους κάπως παράξενα
ντυμένους στρατιώτες ενδιαφέρονταν για εκείνες μόνο για να περάσουν τον καιρό
τους χωρίς να έχουν ιδιαίτερα σοβαρές βλέψεις για το μέλλον. Αυτό αποτελούσε ασυγχώρητο
σκάνδαλο για εκείνες σύμφωνα με τα επικρατούντα ήθη της εποχής, όπου οι
γυναίκες μεγάλωναν με το όνειρο του γάμου. Το πρώτο πράγμα που έκαναν λοιπόν
ήταν να βλέπουν τα παπούτσια των κορτάκηδων στρατιωτών, αν δηλαδή ήταν άρβυλα
από τις αποθήκες του στρατού ή αν είχαν αγοραστεί από κάποιο υποδηματοποιείο της
πόλης, οπότε άρχιζαν τον εξάψαλμο: «Δεν ντρέπεσαι! Φορεία και τέτοια παπούτσια!
Α, να χαθείς λιμοκοντόρε!», προτού τους ξαποστείλουν σε αναζήτηση άλλης «ξαδέρφης».
Γρήγορα η λέξη «λιμοκοντόροι»
(στον πληθυντικό) διευρύνθηκε και για τα χαρτονομίσματα ευτελούς αξίας, δηλαδή μίας
ή δύο δραχμών. Γιατί συνέβη αυτή η αναλογία, μπορούμε να το υποπτευθούμε μάλλον
εύκολα.
Όσον αφορά τους ανθρώπους «λιμοκοντόρους»,
γρήγορα –γιατί και ο «ειρηνοπόλεμος» κάποια στιγμή σταμάτησε– η λέξη κατέληξε να
είναι επιτιμητικός χαρακτηρισμός για κάθε αχώνευτο κομψευόμενο, τον οποίο ο
πολύς λαός, η μάζα, ήθελε να χλευάσει. Έτσι γράφτηκαν και διάφορα ανέκδοτα, σατιρικά
στιχάκια και τραγουδάκια, όπως για παράδειγμα «Λιμοκοντόρος πέρασε και βρήκε
μια δεκάρα/ Κι από την πείνα την πολλή την πήρε κουραμάνα»,
Αυτή η γενίκευση περίκλειε και
υπερβολές, που όμως αποτύπωναν και τη νοοτροπία της εποχής. Ο Ζαχαρίας
Παπαντωνίου καυτηρίαζε σε χρονογράφημά του στην πρώτη σελίδα του Σκριπ στις 15
Ιανουαρίου 1900:
«Το νόστιμον είνε, ότι ο κοσμάκης υποδέχεται μετά εξαιρετικής
φαιδρότητος ό,τι δήποτε γραφόμενα περί “λιμοκοντόρων”. Εν (=Ένα) δε ακόμη
δείγμα ότι είμεθα [αστείοι;] υπό έποψιν κοινωνικής προόδου είνε η διατήρησις
ακόμη της λέξεως “λιμοκοντόρος”, με την οποίαν χαρακτηρίζεται κάθε άνθρωπος
διατηρών καθαριότητα εις τα ρούχα του. Εις τας επαρχίας εξακολουθούν να
φαντάζωνται κατά τους γνωστούς θρύλλους εν [=έναν] Αθηναίον λιμοκοντόρον, ως
περίεργον τέρας, πειναλέον ψωμοζήτην, νηστεύοντα το ψωμί επί πέντε ημέρας διά
να ψωνίζη κολλάρα. [...]
Όλα
αυτά μου εμπνέουν την λυπηράν σκέψιν, ότι εις τον τόπον μας ο μικρός κόσμος
εξακολουθεί να θεωρή την καθαριότητα ως το κωμικότερον πράγμα του κόσμου. Το
μίσος δε προς την καθαριότητα και προς το ύδωρ έπλασε τον ανύπαρκτον τύπον του
λιμοκοντόρου και σήμερον οποιοσδήποτε εκατομμυριούχος εμφανισθή εις απόκεντρον
Αθηναϊκήν συνοικίαν ή εις επαρχίαν θα χαρακτηρισθή αφεύκτως ως πειναλέος. Μου
φαίνεται ότι εσυνηθίσαμε να ρεκλαμάρωμεν εις υπερβολικόν βαθμόν την “λαϊκήν
αντίληψιν” και την “λαϊκήν μούσαν”, αντί να προσπαθήσωμεν να τας διορθώσωμεν.
Είνε φανερό πλέον ότι εδώ ο μικρός κόσμος συμπαθεί προς την ακαθαρσίαν πολύ
περισσότερον από τους φελλάχους. Φωνάζει να έλθουν τα νερά, διότι θέλει μόνον
να πίνη. Εάν όμως του επέβαλλον και να πλύνεται, θα εφώναζεν υπέρ της λειψυδρίας».
* Η ιστορία για την προέλευση της
εμφάνισης της λέξης «λιμοκοντόρος» στην Ελλάδα του 1886 προέρχεται από
δημοσίευμα στην εφημερίδα Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως στις 01.07.1895, το οποίο
υπέγραφε ο «Ξενίας ο Ανατόλιος».
Παρόμοια θέματα, που ίσως σας ενδιαφέρουν:
-- Έλληνες του 19ου αιώνα, που χαρακτηρίστηκαν «Καραγκιόζηδες»
-- Ποιος ήταν ο πρώτος που «πήρε πόδι»;
-- Η ιστορία της «δεσποινίδας»
-- Η ιστορία πίσω από τη φράση «Τα ζώα μου αργά»
-- Η πρώτη εμφάνιση των λέξεων "ομοφυλοφιλία" και "ομοφυλόφιλος"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου