1 Αυγούστου 2020

Τρεις φιλολογικές επαναστάσεις στο ελληνικό θέατρο το καλοκαίρι του 1912 που αναστάτωσαν τους θεατρικούς κύκλους!

Τον Ιούλιο του 1912 συντελέστηκε μια μικρή επανάσταση στην ιστορία του θεάτρου στην Ελλάδα. Για πρώτη φορά ακούστηκαν σε δύο διαφορετικές παραστάσεις δύο λέξεις, που βέβαια ο λαός τις χρησιμοποιούσε συχνά στην καθημερινότητά του και οι οποίες σήμερα πλέον ακούγονται συχνότατα στο θέατρο (όπως και στον κινηματογράφο και την τηλεόραση), αλλά ποτέ πριν τον Ιούλιο του 1912 δεν είχαν ακουστεί σε ελληνική θεατρική σκηνή. Ίσως δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι επρόκειτο για μεταφράσεις ξένων έργων, αμφότερων γαλλικών, ώστε οι μεταφραστές δεν είχαν και πολλά περιθώρια ελιγμών.

Δεν θα γνωρίζαμε τίποτα γι’ αυτές τις μικρές φιλολογικές επαναστάσεις, αν η εφημερίδα Εστία δεν έγραφε στις 01.08.1912 για την ζωηρή συζήτηση που είχαν προκαλέσει στους θεατρικούς και φιλολογικούς κύκλους «δύο λέξεις δανεισμένες από το λεξιλόγιο των δρόμων», χωρίς όμως να τολμά να τις κατονομάσει.

Ακατανόμαστες παρέμειναν οι δύο αυτές λέξεις και στα κείμενα όσων χρονογράφων αποπειράθηκαν ν’ ασχοληθούν μαζί τους τις επόμενες ημέρες, περιοριζόμενοι να τις περιγράψουν και να κριτικάρουν την απάθεια του κοινού, που έδειξε ελάχιστα σοκαρισμένο ακούγοντας από σκηνής λέξεις τόσο οικείες ως προς εκείνο.

Στο χρονογράφημά του στην εφημερίδα Χρόνος, ο Γ.Β. παρατήρησε με εκνευρισμό ότι «το κοινόν κατέπιε και την μίαν και την άλλην λέξιν με απάθειαν αξιοζήλευτον». Από την άλλη ο Γεώργιος Τσοκόπουλος στους Καιρούς περιέγραψε πιο αμήχανες αντιδράσεις:
«Την πρώτην στιγμήν η εντύπωσις αυτή ήτο εκπληκτική. Κομψαί κυρίαι των πρώτων καθισμάτων ύψωσαν την εβαντάγιαν (= βεντάλια) των ως διά να προστατευθούν. Μία αόριστος υπόνοια ότι αυτή η φρασεολογία θα είχε και συνέχειαν έκαμε στρογγυλούς ώμους να ριγήσουν ελαφρώς. Αλλ’ όταν το ακροατήριον επείσθη ότι ο σεισμός εκείνος επέρασε και δεν υπάρχει κίνδυνος να επαναλειφθή, η εβαντάγια εγκατέλειψε την προστασίαν του προσώπου, και οι κομψοί ώμοι επανέκτησαν την ακινησίαν των. Και εις τα τέλη των δύο πράξεων με τας τολμηράς λέξεις, το κοινόν που τας ήκουσεν εκάλεσεν εις την σκηνήν τους ηθοποιούς και τους εχειροκρότησε».

Ο ίδιος πάντως εμφανιζόταν δεκτικός σ’ αυτούς τους νεωτερισμούς: «Προ ολίγων ετών ακόμη ελευθεροστομία αυτού του είδους θ’ απετέλει έγκλημα καθοσιώσεως κατά της σεμνότητος του ακροατηρίου. Είμεθα ηθικώτεροι τότε και τώρα επήραμεν τον κατήφορον της διαφθοράς; Δεν το πιστεύω. Απλώς αρχίζομεν να έχωμεν υγιεστέραν την αντίληψιν της τέχνης. Τίποτε δεν υπάρχει το άσεμνο και το κακόηθες όταν είνε καλά βαλμένον εις την θέσιν του και εκεί που πρέπει, χωρίς σκοπόν να γαργαλίση τα ταπεινότερά μας ένστικτα, αλλ’ από την αντίληψιν της πραγματικής, της φυσικής ανάγκης. Και εις τας δύο δε περιστάσεις κατά τας οποίας οι ποιηταί επέτρεψαν εις την πένναν των να γράψη τας λέξεις αυτάς καμμία άλλη λέξις δεν θα είχε την δύναμίν των και καμμία περίφρασις δεν θα ημπορούσε να τας αντικαταστήση».

Ποιες ήταν όμως οι περιβόητες «δύο λέξεις»;

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ νο.1:
Η πρώτη λέξη ήταν ο «κερατάς» και πρωτακούστηκε στις 24 Ιουλίου (/6 Αυγούστου με το νέο ημερολόγιο) του 1912 στο θέατρο Κοτοπούλη, όταν δόθηκε η πρεμιέρα του «Συρανό ντε Μπερζεράκ» του Γάλλου συγγραφέα Εντμόν Ροστάν σε μετάφραση Γεωργίου Στρατήγη. Ακούστηκε δύο φορές όλες κι όλες από τον ηθοποιό Μήτσο Μυράτ, υποδυόμενο το ρόλο του Συρανό, ο οποίος έλεγε στην έβδομη σκηνή της δεύτερης πράξης:
«Αυτοί ‘ναι οι Γασκόνοι οι παινεμένοι,
Που τον ζηλιάρη κάνουν κερατά·
Ψοφίμι, συ, γυναίκα λατρευμένη,
Αυτοί ‘ναι οι Γασκόνοι οι παινεμένοι,
Που τρέμουνε οι γέροι οι πανδρεμένοι.
Οι σάλπιγγες κτυπάτε: τραμ, τα, τα!
Αυτοί ‘ναι οι Γασκόνοι οι παινεμένοι,
Που τον ζηλιάρη κάνουν κερατά».


Ιδού πώς επιχείρησαν να περιγράψουν τον «κερατά» οι χρονογράφοι της εποχής.
-- Ο Γ.Β. στο «Χρόνο»: «[..] χαρακτηρίζει λαϊκώτατα των άνθρωπον, του οποίου η σύζυγος εφρόντισε να καλλιεργήση το μέτωπον».
-- Ο Γεώργιος Τσοκόπουλος στους «Καιρούς»: «Εις την Νέαν Σκηνήν κάθε βράδυ ο Συρανό εις τον λεβέντικον και δροσερώτατο ύμνον των παλλικαριών της Γασκόνης εκτοξεύει προς το ακροατήριον ωμήν την λέξιν με την οποίαν χαρακτηρίζονται οι ατυχήσαντες σύζυγοι. Αυτή η λέξις είχεν ανέβη επανηλειμμένως εις την σκηνήν αλλά μετημφιεσμένη, με προσωπίδα, σκεπασμένη, περιφραστική. Ο «απατηθείς σύζυγος» π.χ.! Έτσι ωμή, ανεπιφύλακτος, κυριολεκτική, δεν είχεν ακουσθή έως τώρα. Τώρα ακούεται».
- Ο Διονύσιος Κόκκινος στην «Πατρίδα» επέκρινε τους σοκαρισμένους: «Η λέξις. Καλέ τόσαι κυρίαι πηγαίνουν εις το θέατρον. Αι ίδιαι κυρίαι πηγαίνουν και εις την γαλλικήν φάρσαν, όπου βλέπουν πώς γίνεται εκείνο διά το οποίον εκαυχώντο οι Γασκώνοι και δεν κοκκινίζουν. Επίσης δεν κοκκινίζουν και οι κριτικοί. Κοκκινίζουν μόνο τα μάγουλα μερικών νέων και νεανίδων, αλλ’ όχι από εντροπήν».
Λόγω της μεγάλης επιτυχίας του έργου η εφημερίδα Αθήναι δημοσίευσε σε συνέχειες όλη τη μετάφραση του θεατρικού, ώστε η πρώτη φορά που εντοπίζεται η λέξη «κερατάς» γραμμένη σε εφημερίδα είναι στην «Αθήναι» του… δεκαπενταύγουστου του 1912 – τι ημερολογιακή σύμπτωση κι αυτή για μια λέξη, που απ’ ορισμένους θεωρείται ακατανόμαστη μέχρι και σήμερα!

Για όσους ενδιαφέρονται, όλη η μετάφραση του έργου από τον Στρατήγη υπάρχει ανεβασμένη στο ίντερνετ και μπορείτε να τη βρείτε εδώ:

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ νο.2:
Η δεύτερη λέξη πρωτακούστηκε στο θέατρο Κυβέλης στις 30 Ιουλίου(/12 Αυγούστου) 1912 από τον Ευτύχιο Βονασέρα στην τέταρτη πράξη του έργου «Το Γράπωμα» (La Griffe) του Ανρί Μπερνστέν (Henri Bernstein), όταν ο ήρωας, που υποδυόταν, μάθαινε ότι η κυβέρνηση θα έπεφτε, αν αυτός πήγαινε στη Βουλή. Ήταν η περιβόητη «ηρωική λέξη του Καμπρών», η οποία επίσης ακούστηκε δύο φορές κατά τη διάρκεια της παράστασης, η πολύ συνηθισμένη – κατά τ’ άλλα – δύσοσμη βρισιά, «σκατά».

Κατά τον Γ.Β. στο «Χρόνο», η λέξη αυτή «είνε διεθνής μόνον όπως την είπεν ο Καμπρών εις την στιγμήν που την είπε. Άμα την μεταφράσης – αλλοίμονον – λησμονείς και τον Καμπρών και το Βατερλώ και το καλόν του και ενθυμείσαι το πράγμα».
Διαφωνούσε ο Κόκκινος στο χρονογράφημά του στην «Πατρίδα»: Η ακατανόμαστη λέξη «σκατά» ήταν «όχι λέξιν του Καμπρών μόνον, αλλά και ελληνικήν, εκφράζουσαν όχι μόνον το πράγμα, αλλά και επιφώνημα όχι σπάνιον και εις τας ιδεολογικωτέρας των Ελληνικών συζητήσεων».

Αν αναρωτιέστε πώς και γιατί η περιβόητη αυτή λέξη ταυτίστηκε με το Γάλλο στρατηγό Πιέρ Καμπρόν και τη μάχη του Βατερλό – με ολίγη από Βίκτορα Ουγκώ – μπορείτε να μάθετε περισσότερα εδώ :https://sarantakos.wordpress.com/2013/04/23/cambronne/

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ νο.3:
Όμως στον τίτλο του θέματος αναφέρομαι σε τρεις φιλολογικές επαναστάσεις στο ελληνικό θέατρο κατά το καλοκαίρι του 1912. Η τρίτη δεν αφορούσε κάποια ακατανόμαστη λέξη, αλλά για την πρώτη έγγραφη αποτύπωση της τόσο συνηθισμένης σήμερα «πρεμιέρας».

Η λέξη είχε πρωτοεισαχθεί στην ελληνική πραγματικότητα από τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, το γνωστό δάσκαλο της αυτοκράτειρας Σίσσυ της Αυστροουγγαρίας, συγγραφέα της «Κερένιας Κούκλας» και εκσυγχρονιστή του ελληνικού θεάτρου με την ίδρυση της Νέας Σκηνής το 1901. Ωστόσο από την εποχή της Νέας Σκηνής μέχρι τις 24 Αυγούστου 1912 ήταν μια λέξη που ακουγόταν μόνο προφορικά και δεν είχε αποτυπωθεί ποτέ γραπτά. Τότε μόνο, στις 24.08.1912, εμφανίστηκε για πρώτη φορά γραμμένη σε αφίσα του θεάτρου Κυβέλης, που άρχιζε με τις λέξεις «Απόψε Πρεμιέρα» διαφημίζοντας τη νέα παράσταση του θιάσου με τίτλο «Το Κορόιδο».

Και την επομένη εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε ελληνική εφημερίδα, την Εστία, που σχολίαζε εξαιρετικά αρνητικά το φιλολογικό αυτό νεωτερισμό. Μέχρι τότε, αλλά και για πολλά χρόνια ακόμα οι εφημερίδες θα συνέχιζαν ν’ αναγγέλλουν την πρεμιέρα μιας θεατρικής παράστασης με το ελληνικό τακτικό αριθμητικό «η πρώτη του νέου έργου δίδεται σήμερον κλπ. κλπ.».

Στις 25.08.1912 η Εστία ξιφουλκούσε:
«Κάμνομεν έκκλησιν προς την καλαισθησίαν της διευθύνσεως του θεάτρου. Δεν πρόκειται περί λέξεως ξένης η οποία είνε καλοκαμωμένη, εύηχος, αρμονική και απαραίτητος. Δεν πρόκειται περί αμεταφράστου θεατρικού όρου, ο οποίος επί τέλους να αξιώση να εισέλθη εις την Ελληνικής γλώσσαν και να καταλάβη θέσιν πενήν.
Πρόκειται περί ενός τέρατος με σώμα Γαλλικόν και ουράν Ελληνικήν, περί ακαλαισθήτου κατασκευάσματος, το οποίον δεν αρμόζει εις το θέατρον, εις ο πρωταγωνιστεί κυρία (σ.σ. εννοεί την Κυβέλη) τόσον καλαίσθητος εις το κτένισμά της, εις τας τουαλέττας της, εις την εν γένει εξωτερικήν της παράστασιν».

________________________________________
Κάτι σχετικό που ίσως σας ενδιαφέρει:
-- Πότε και πώς ο "υποκριτής" μετονομάστηκε επισήμως σε "ηθοποιό";

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου