Δεκατέσσερα χρόνια από το θάνατό
του στις 3 Μαΐου 2011, ο Θανάσης Βέγγος εξακολουθεί να αποτελεί ένα σπάνιο παράδειγμα λαϊκού
κωμικού, που όχι απλά δεν έχει ξεπεραστεί από τον αδυσώπητο χρόνο και τα νέα
καλλιτεχνικά ρεύματα που αυτός φέρνει (αλλάζοντας κατά κανόνα το περιεχόμενο
της λαϊκότητας στην τέχνη), αλλά εξακολουθεί να αγαπιέται από όλες τις ηλικίες,
μικρούς και μεγάλους. Και οι τηλεθεατές που επιστρέφουν ξανά και ξανά στις
ταινίες του, δεν επιλέγουν απλά ένα σενάριο (πολλές ταινίες του άλλωστε έχουν
ένα σενάριο υποτυπώδες, που μεγαλώνει σε αξία από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή),
αλλά επιλέγουν να δουν την όποια «ταινία με τον Βέγγο» και το μοναδικό, πηγαίο
παίξιμό του, που χαρίζει πηγαίο άφθονο γέλιο.
«Χρωστάω τα πάντα στον κόσμο και στο Νίκο Κούνδουρο, που είναι ο άνθρωπος που άλλαξε τη ζωή μου... Τι θα ήμουνα, αν δεν μ’ εύρισκε; Ένας μικροβιοτέχνης...» παραδεχόταν σε συνέντευξή του, που δημοσίευσε η εφημερίδα Έθνος στις 10 Μαρτίου 1966.
Με τον Κούνδουρο είχαν γνωριστεί
το 1949 στη Μακρόνησο, εξόριστοι και οι δύο σε μια περίοδο έντονης πολιτικής
αναταραχής. Και ο Θανάσης, ο ένας και μοναδικός Θανάσης του ελληνικού
κινηματογράφου, θυμόταν πώς είχαν ξεκινήσει όλα: «Εκεί στη Μακρόνησο ήμασταν ο
Κούνδουρος κι εγώ στο ψυχαγωγικό τμήμα, εκείνος ντεκορατέρ, εγώ ηθοποιός. Ποτέ
δεν είχα τη φιλοδοξία να γίνω ηθοποιός, ούτε είχα σκεφθεί ποτέ ότι θα ήμουνα
στη θέση που βρίσκομαι τώρα... Όλα έγιναν αστραπιαία. Το 1952 με θυμήθηκε ο
Κούνδουρος, θυμήθηκε ότι “ο φίλος του ο Βέγγος έχει πολύ ταλέντο” και αποφάσισε
να με χρησιμοποιήσει για την πρώτη του ταινία, τη “Μαγική Πόλη”, που ήταν και η
πρώτη μου εμφάνιση στο πανί.»
Η ζωή του Βέγγου άλλαξε, όμως ο
ίδιος δεν βιάστηκε να χριστεί πρωταγωνιστής, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι
φιλόδοξοι σταρ του τότε και του σήμερα. «Παράτησα τις τσάντες και τα
πορτοφόλια, κι έγινα τεχνικός του κινηματογράφου» θυμόταν σ’ εκείνη τη
συνέντευξη. «Αυτή ήταν η βασική μου δουλειά. και το εισόδημά μου το συμπλήρωνα
με αστραπιαίες εμφανίσεις μου σε ταινίες».
Πράγματι, ο Θανάσης Βέγγος έπαιξε
σε αρκετές δεκάδες ταινίες των δεκαετιών του 50 και του 60 σε μικρούς ρόλους
κλέβοντας όμως πάντα την παράσταση, προτού γίνει επιτέλους πρωταγωνιστής.
«Μπορεί να άρεσα στον κόσμο, καλέ μου φίλε. Αλλά εγώ ένοιωθα ότι ήθελα ακόμη
πολλή δουλειά για να μπορέσω να περάσω σε πρώτο πλάνο» ήταν η εξήγηση που έδωσε
στο δημοσιογράφο Π. Γεωργάκη και την εφημερίδα Έθνος στις 28 Ιουλίου 1969. Κι
όταν τότε ο δημοσιογράφος τον ρώτησε αν πίστευε ότι το είχε πετύχει, του
αποκρίθηκε: «Ναι! Ύστερα από χρόνια. Αφού προηγουμένως είχα πιστέψει ότι μπορώ
να συνεχίσω να παίζω στον κινηματογράφο, όπως ήθελα εγώ. [Δηλαδή] να κάνω τίμια
δουλειά. Και δοξάζω το Θεό που μέχρι τώρα με βοήθησε στο σημείο αυτό. Κι έτσι
θα συνεχίσω...».
Αφοπλιστικά ειλικρινής,
αναγνώριζε στις συνεντεύξεις του ότι αυτή ακριβώς η αυθεντικότητά του ήταν που
του χάρισε απλόχερα όλη εκείνη την επιτυχία, καθώς στο πρόσωπό του οι θεατές
του κινηματογράφου έβλεπαν πραγματικά έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας με
ξεχωριστό ταλέντο.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 1962, στο
περιθώριο των γυρισμάτων της ταινίας «Η νύφη τό σκασε» στο πλευρό της Τζένης
Καρέζη –και πάλι στο Έθνος! – ο «καλός μας άνθρωπος» αποκάλυπτε το μυστικό της
επιτυχίας του: «Έχω ένα πρόσωπο χωρίς κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, σαν τα
χιλιάδες πρόσωπα που βλέπουμε κάθε μέρα στο δρόμο, στην αγορά, στη δουλειά.
εξάλλου δεν προσπαθώ να παίξω το ρόλο, που μου αναθέτουν, αλλά λέω τα λόγια
όπως μού ρχονται. Έτσι, είμαι φυσικός, όπως φαίνεται, κι αρέσω».
Όμως και στη συνέντευξη του 1966
επιβεβαίωνε: «Κατάρτιση δεν υπάρχει. Ό,τι κάνω, το κάνω από ένστικτο. Οι
κινήσεις μου στην οθόνη είναι οι ίδιες μ’ αυτές που κάνω στο σπίτι μου, στο
δρόμο, παντού. Μιλώ στον κινηματογράφο, όπως μιλώ στα δυο μου παιδιά. Οι
μορφασμοί μου είναι οι ίδιοι μ’ αυτούς που κάνω, όταν τρώω με τη γυναίκα μου ή
όταν συζητώ με εμπόρους. Αυτό που βλέπουν όλοι στον κινηματογράφο, είναι
μεταφορά της ζωής μου...».
Και πρόσθετε: «Μπορώ να κάνω πολλές
θυσίες για τον κόσμο. Ακόμα και τότε που
θα με βγάλει απ’ την καρδιά του, δεν θα χω να πω γι’ αυτό ούτε μια κακή
κουβέντα. Ίσως ν’ αποχωρήσω με βαριά καρδιά, αλλά...».
Μόνο που αυτό δεν χρειάστηκε ποτέ να συμβεί. Ο Θανάσης Βέγγος κράτησε μια ξεχωριστή ζεστή θέση στην καρδιά του κόσμου όχι μόνο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, αλλά, όπως είπαμε και στην αρχή, παραμένει εξίσου δημοφιλής τόσα χρόνια μετά το βιολογικό του τέλος, επιβεβαιώνοντας ότι τα πραγματικά αστέρια εξακολουθούν να λάμπουν για πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου