Πηγαία, πληθωρική, αυθεντική,
ανεπανάληπτη κωμική ηθοποιός η Ρένα Βλαχοπούλου, παρότι αυτοδίδακτη και κατά
κύριο λόγο αυτόφωτη, αποτελεί ένα από τα διαχρονικά σημεία αναφοράς της
ελληνικής κωμωδίας, ενώ όλοι λίγο-πολύ έχουμε αναρωτηθεί απολαμβάνοντάς την
στις ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου: Πόσο ψηλά θα μπορούσε να
φτάσει σε παγκόσμιο επίπεδο, αν η χάρη της έφτανε στο Χόλυγουντ;
Βέβαια η φήμη της Ρένας
Βλαχοπούλου ως απολαυστικής κωμικής ηθοποιού δεν ξεπέρασε τα σύνορα του
ελληνισμού, υπήρχε όμως μια εποχή κατά την οποία η Ρένα μεσουράνησε στο
εξωτερικό και σημείωσε τεράστια επιτυχία ως τραγουδίστρια, επιβεβαιώνοντας τον
τίτλο που της είχαν αποδώσει, ότι ήταν η Ελληνίδα «βασίλισσα της τζαζ».
Άνοιξη 1946. Η Ρένα Βλαχοπούλου συνοδεύει το συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο σε μια μεγάλη περιοδεία στην Κωνσταντινούπολη. Η επιτυχία που σημειώνουν είναι πρωτοφανής. Ειδικά η Ρένα αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού αντίστοιχου εκείνου που απολάμβαναν οι μεγαλύτεροι σταρ του κινηματογράφου. Οι Τούρκοι έμαθαν να τραγουδούν «Θα σε πάρω να φύγουμε» ενώ αποθεωτικά για την τραγουδίστρια ήταν και τα σχόλια των τουρκικών εφημερίδων.
Στις 30 Μαΐου η εφημερίδα Έθνος περιέγραφε λεπτομερώς το θρίαμβο που η Ρένα σημείωνε στη γειτονική χώρα και πιο συγκεκριμένα στην Κωνσταντινούπολη:
Στα τέλη Ιουλίου, ο Σπάρτακος και
η Ρένα αναχώρησαν για το Λίβανο, έχοντας ήδη συνάψει ετήσιο συμβόλαιο για μια
μεγάλη περιοδεία σε πολλές χώρες της ευρύτερης περιοχής! Η αλήθεια είναι ότι
στο Λίβανο η επιτυχία τους δεν είχε τα θριαμβευτικά χαρακτηριστικά που είχαν
συναντήσει στην Κωνσταντινούπολη, όμως η προβολή τους από τον τοπικό τύπο ήταν
μεγάλη και οι κριτικές εξαιρετικές.εφημερίδα Ανεξαρτησία, 30.09.1946
Επόμενος σταθμός, το Δεκέμβριο
του 1946, η Αίγυπτος: Αλεξάνδρεια και Κάιρο. «Σπάνια καλλιτέχνες του είδους των
πέρασαν από το Κάιρον και κράτησαν επί σχεδόν μήνες την πόλι μας σε
καλλιτεχνική αναστάτωση» παρατηρούσε η ελληνόφωνη εφημερίδα «Ταχυδρόμος» στις
27 Φεβρουαρίου 1947 περιγράφοντας την επιτυχία του ντουέτου ως «πλήρη» και
«ολοκληρωτική».
Στη συνέχεια ήταν η σειρά της
Κύπρου να γνωρίσει και να χειροκροτήσει τη σπουδαία τραγουδίστρια την άνοιξη
του 1947, για ν’ ακολουθήσει η Νότιος Αφρική, ώσπου την επόμενη χρονιά η
περιοδεία του Γιάννα Σπάρτακου και της Ρένας Βλαχοπούλου κατέληξε στην άλλη
άκρη του Ατλαντικού, στη Νέα Υόρκη.
Σίγουρα οι Αμερικανοί δεν ήταν
έτοιμοι να δεχτούν με ανοιχτές αγκαλιές τους δύο Έλληνες καλλιτέχνες, οι οποίοι
δυσκολεύτηκαν πολύ για να καταφέρουν μετά από ένα χρόνο παραμονής στις ΗΠΑ να
κλείσουν εμφανίσεις και σε μεγάλα νυχτερινά κέντρα. Όμως ο χρόνος ήταν απλά ένα
εμπόδιο. Το ταλέντο της Ρένας δεν μπορούσε να μείνει κρυφό και όταν ήρθε το
πλήρωμα του χρόνου οι εμφανίσεις διαδέχονταν η μία την άλλη σε μεγάλους χώρους
και με μεγάλη επιτυχία. Εμφανίστηκαν ακόμη και στην αμερικανική τηλεόραση!
Το 1951, η Ρένα επιστρέφει στην
Ελλάδα, με διάθεση αυτή η επιστροφή να είναι προσωρινή, καθώς είχε ήδη
σχεδιάσει συνεργασίες στην Αμερική για την επόμενη χρονιά. Φτάνει στο λιμάνι
του Πειραιά στις 3 Αυγούστου και σύντομα ξεκινάει εμφανίσεις στο πλαίσιο του
θιάσου «Σαμαρτζή» -ως τραγουδίστρια πάντα. Λανσάρει και δυο νέα τραγούδια, που
γράφτηκαν ειδικά για εκείνη: «Πάμε στην Ελλάδα» το συνθέτη Κορολόγου και «Μ’
έχει πια κουράσει η ξενιτιά» του Μ. Ορφανίδη.
Το πρώτο από αυτά τα τραγούδια
γράφτηκε στο πλοίο της επιστροφής από τη Νέα Υόρκη. Οι εμφανίσεις της Ρένας στο
υπερωκεάνειο «Νέα Ελλάς» πότε με μαγιό στο κατάστρωμα και πότε με έξωμες
τουαλέτες στα σαλόνια της πρώτης θέσης προκάλεσαν το θαυμασμό του πλοιάρχου, ο
οποίος αποκαλούσε τη Ρένα ως «φάιρ», δηλαδή «φωτιά», ο δε Κορολόγος, που
διηύθυνε την ορχήστρα του υπερωκεάνιου, έγραψε το «Πάμε στην Ελλάδα» για
εκείνη.
εφημερίδα Ανεξαρτησία, 23.01.1950
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1951, η
εφημερίδα Αθηναϊκή δημοσίευσε μια μίνι συνέντευξη με την τραγουδίστρια, η οποία
θυμόταν τις εμπειρίες της από την Αμερική:
«Τον πρώτο χρόνο που φθάσαμε εκεί με τον Σπάρτακο, μπορώ να πω ότι
υποφέραμε. Μας δυσκόλευε η γλώσσα και προ παντός η προφορά. [Η πρώτη εμφάνιση
έγινε] Στο Τζόνσταουν της Πενσυλβανίας. Γνωρίσαμε τυχαίως κάτι
Ελληνοαμερικανούς, που είχαν ένα κέντρο εκεί. Μας πήραν, λοιπόν, για μια
εβδομάδα, αρέσαμε όμως και μείναμε δέκα εβδομάδες. Απ’ εκεί γνωρισθήκαμε κι
άρχισαν να μας κάνουν διάφορες προτάσεις. Έτσι πήγαμε στο Πίτσμπουργκ, στη
Φιλαδέλφεια, στο Οχάιο, στο Ατλάντικ Σίτυ, όπου εμφανισθήκαμε στο Τράμορ Οτέλ,
που θεωρείται το ωραιότερο ξενοδοχείο του κόσμου.
Μετά
λοιπόν από τέσσερα χρόνια εντατικής δουλειάς, μου έγινε η εξαιρετική πρόταση να
εμφανισθώ στην τηλεόραση. Φυσικά δέχθηκα αμέσως και νόμισα ότι είχε πλέον
πετύχει και θα μπορούσα να ησυχάσω λίγο και να ξεκουρασθώ. Διαλύσαμε τότε τη
συνεργασία μας με τον Σπάρτακο και πήγα στη Νέα Υόρκη. Αντί όμως για ησυχία και
ξεκούραση, βρήκα την πιο σκληρή δουλειά που μπορούσα να φαντασθώ. Κάναμε επτά
ώρες την ημέρα δοκιμές, για να ετοιμάσουμε μια πλήρη επιθεώρηση –«σόου», όπως την
λένε εκεί– και την εμφανίζαμε μέσα σε μια εβδομάδα, μόνο δυο φορές. Κάθε
εβδομάδα είχαμε και νέα επιθεώρηση. Είναι γεγονός ότι αν θέλεις να πετύχεις
στην Αμερική, πρέπει να δουλέψεις σκληρά, δουλειά και μόνο δουλειά, για να μπορέσεις
να συναγωνισθείς και να διακριθείς από τους χιλιάδες άλλους καλλιτέχνες του
τόπου».
Στην ίδια συνέντευξη, η Ρένα παραδέχτηκε
ότι «δεν μπορώ να ζήσω χωρίς να
εργάζομαι, σκέπτομαι διαρκώς τη δουλειά μου και πώς θα γίνω καλύτερη», ενώ αποκάλυψε
–ή μάλλον επιβεβαίωσε τη φήμη– ότι είχε τελέσει ένα γάμο κατά την παραμονή της στις
Ηνωμένες Πολιτείες. Ο γάμος αυτός δεν αναφέρεται στις βιογραφίες της και η
εξήγηση ίσως δίνεται από τον τρόπο με τον οποίο η Ρένα τον σχολίασε μιλώντας το
δημοσιογράφο της Αθηναϊκής: «Ναι,
[παντρεύτηκα] τον Ντοβερνιέ. Είναι ένας μεγάλος κομμωτής, που δίνει το στυλ του
κτενίσματος σε κάθε μια από τις σταρ του Χόλιγουντ. Με το γάμο μου αυτό
απέκτησα και την αμερικανική υπηκοότητα».
Τελικά, η Ρένα Βλαχοπούλου δεν
επέστρεφε για έξι μήνες στην Ελλάδα, όπως ήταν τα αρχικά σχέδια της, αλλά
έμεινε μόνιμα και έτσι άνοιξε ο δρόμος να μεταπηδήσει λίγα χρόνια αργότερα στο
θέατρο ως ηθοποιός και αρκετά αργότερα στον κινηματογράφο, σαρώνοντας τους πάντες
και τα πάντα.
Εν τω μεταξύ, ένα μικρό δείγμα
του πηγαίου κωμικού ταλέντου, που χαρακτήριζε τη Ρένα Βλαχοπούλου ως προσωπικότητα,
εντοπίζουμε σ’ ένα δημοσίευμα ελληνικής εφημερίδας το Νοέμβριο του 1951:
«Η Ρένα Βλαχοπούλου εύρε ένα εξυπνότατον τρόπον διά να αντιμετωπίζη τας παραβάσεις της Τροχαίας ενώ περιφέρεται με την “Ολντσμομπίλ” της εις τους Αθηναϊκούς δρόμους. Όταν αντικρύζη κανένα αστυφύλακα, που αντιλαμβάνεται ότι έχει προθέσεις να της κάμη παρατηρήσεις, αρχίζει να ομιλή αγγλιστί. Έτσι, βοηθούντος και του ξένου αριθμού του αυτοκινήτου της, κατορθώνει παρά την γνησίαν Κερκυραϊκήν προφοράν της να περνά ως Αμερικανίς και να γλυτώνη τας συνεπείας των παραπτωμάτων της»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου