Όταν ένας περιφερειακός πόλεμος λαμβάνει χώρα πέριξ της Ευρώπης, οι πολεμικοί αναλυτές
του καναπέ, του καφενείου και των σόσιαλ μίντια είναι έτοιμοι να πάρουν κι
αυτοί τα όπλα και να πολεμήσουν με λύσσα τον όποιο εχθρό. Όταν δε βρίσκονται σε
εξέλιξη ταυτόχρονα δύο περιφερειακοί πόλεμοι στη γειτονιά μας, οι ίδιοι
καταπληκτικοί παντογνώστες αναλυτές είναι σίγουροι ότι ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος
έχει ήδη ξεκινήσει και απλά είναι θέμα χρόνου να εμπλακούμε σ’ αυτόν και ως
χώρα. Αρκεί και μόνο οι περιφερειακοί αυτοί πόλεμοι να εξελίσσονται πέριξ της Ευρώπης,
γιατί αν αύριο μεθαύριο πολεμήσουν η Ταϊλάνδη με την Καμπότζη, δεν πα να
καίγεται η Μέση Ανατολή, κανείς δεν θα ενδιαφερθεί.
Τέλος
πάντων, όλη αυτή η παραφιλολογία της υπερβολής, όπως συνήθως στα σόσιαλ μίντια,
μου θυμίζει τη μαντάμ Σουσού του Δημήτρη Ψαθά, που κατά τη γνώμη μου αποτελεί
έναν από τους πλέον αντιπροσωπευτικούς τύπους του νεοέλληνα –πολύ πιο
αντιπροσωπευτικό από τον Ζορμπά του Καζαντζάκη, που εκφράζει μάλλον τον τύπο
που θα θέλαμε να έχουμε παρά το ποιοι είμαστε αληθινά ως Έλληνες.
Στην
πρώτη ιστορία, που δεν περιλαμβάνεται στο βιβλίο με επιλεκτική συλλογή
επεισοδίων των χρονογραφημάτων του Δ. Ψαθά με τις περιπέτειες της πυργοδέσποινα
του Μπίθουλα ούτε αναπαράχθηκε στην τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του ’80, μεσούντος
του πολέμου στην Ευρώπη στις αρχές του 1940 ο Παναγιωτάκης κλήθηκε για μετεκπαίδευση
ως αγύμναστος και η μαντάμ Σουσού δεν μπορούσε να χωνέψει ότι ο σύζυγός της στα
40 του θα ήταν ένας απλός στρατιώτης και όχι αξιωματικός, μέχρι που άκουσε
τυχαία –κοινώς έστησε αφτί– δυο κυρίες του Κολωνακίου να συζητούν ενθουσιασμένες
για ιδιαίτερους λόγους σχετικά με τους δικούς τους συζύγους και γενικότερα
γνωστούς, οι οποίοι επίσης είχαν κληθεί για συμπληρωματική στρατιωτική
εκπαίδευση.
Στη
δεύτερη ιστορία, που επίσης δεν περιλαμβάνεται στο βιβλίο και δεν περιλήφθηκε
στα επεισόδια του σίριαλ της δεκαετίας του ’80, συγκινημένη από το έργο των «φρουράρχων»
των συνόρων μας, η Σουσού αποφάσισε να κάνει το καθήκον της ως ευγνωμονούσα
Ελληνίδα του καλού κόσμου βοηθώντας τους καημένους τους «φρούραρχους» με μια
εξαιρετικά γαλαντόμο φιλανθρωπική πρωτοβουλία.
Απολαύστε τις!
1. Αναστάτωση, χαλασμός, θύελλα
σωστή, που απειλούσε να παρασύρει τα θεμέλια του οίκου της κυρίας Σουσούς. Το
κακό ξέσπασε ένα βράδυ που ο Παναγιωτάκης, ο άνδρας της, ήρθε στο σπίτι του
συννεφιασμένος, βλοσυρός και αμίλητος.
- Παναγιώτη!....
- Μμμμ...
- Τι έχεις;
- Μμμμμμ;;
- Τι έπαθες;
- Άσ’ τα να παν στο διάβολο,
γυναίκα! Με παίρνουν στρατιώτη...
- Στρατιώτη;
- Ναι, ντε.
- Ούτε συνταγματάρχη δεν σε
παίρνουν, παρά ντι κατά ντιπ στρατιώτη; Αυτό δεν θα γίνει ποτές!
- Μακάρι να μη γινόταν.
- Δεν θα γίνη. Παναγιώτη! Να πας
να καταταχθείς, να υπηρετήσεις την πατρίς, όχι όμως και στρατιώτης! Ωραίο είναι
τούτο! Να έχω άντρα στρατιώτη! Αυτό μου μένει! Να σου κουρέψουν τα μαλλιά με
την ψιλή, να βάλεις και την αρβύλα και να βγαίνω μαζί σου όξω σαν δουλικό! Εγώ!
Ήταν βυθισμένος σε τόση
στενοχώρια ο Παναγιώτης, ώστε δεν είχε όρεξη, αλλά ούτε και δυνάμεις για καυγά.
- Γυναίκα, άσ’ τα αυτά.
- Ναν ντ’ αφήσω; Δεν είμαστε
καλά! Σαράντα χρονών άνθρωπος στρατιώτης! Να μην έχω πρόσωπο, δηλαδής, να
εμφανιστώ στον καλό κόσμο!... Λοιπόν, Παναγιώτη, να πας να καταταχτείς
συνταγματάρχης και εν εσχάτη ανάγκη στρατηγός, μοίραρχος τέλος πάντων, αλλιώς
δεν έχεις να πας πουθενά!
Αναστέναξε ο Παναγιώτης:
- Μα τρελή είσαι, γυναίκα;
- Εγώ;
-Γίνονται αυτά που λες; Ντιπ δεν
έχεις ιδέα δηλαδή από στρατό; Δεν καταλαβαίνεις τίποτε από κόσμο;
Εμαίνετο η Σουσού:
- Καταλαβαίνω και πολυκαταλαβαίνω
από κόσμο! Και μακάρι να καταλάβαινες κι εσύ, σαχλέ! Ορίστε μας! Αυτό μας έμενε
τώρα! Τι δουλειά κάνει ο άντρας σου, μαντάμ Σουσού; Στρατιώτης! Και δεν ανοίγει
η γης για να με καταπιεί; Να δίνεις δεξίωσις στο σπίτι σου, να έρχεται ο κόσμος
και ο κύριος να είναι φαντάρος. Ποτές!
Εννοείται ότι η συζήτησις αυτή
πήρε διαστάσεις παρόλον ότι ο ατυχής Παναγιωτάκης δεν είχε καμιά όρεξη.
Προσπαθούσε να δώσει εξηγήσεις, να της δώσει να καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε.
- Είμαι αγύμναστος, γυναίκα...
- Να κάνεις γυμναστική στο σπίτι!
- Μα δεν είναι γυμναστική. Είναι
γυμνάσια. Θα μας γυμνάζουν οι αξιωματικοί.
- Να έλθουν οι αξιωματικοί στο
σπίτι. Δεν είμαστε σας όποιοι κι όποιοι. Να τους περιποιηθούμε κιόλας, δόξα σοι
ο Θεός, έχομε τα μέσα! Ορίστε μας! Να, εκεί δας στη γωνία κάθεται ο κ.
μοίραρχος, ξέρω καλά την κυρία του, θα πάω να την παρακαλέσω να σου κάνει ο
άντρας της γυμνάσια στο σπίτι και με το αζημίωτον, που λένε. Τους δίνομε και
κάτι τις! Πτωχός άνθρωπος είναι, θα δεχτεί μετά χαράς!
Όχι πως δεν καταλάβαινε η Σουσού
ότι αυτά που έλεγε ήταν ανοησίες, αλλά τέτοια ήταν η φούρια και η μανία της,
ώστε δεν κυβερνούσε πια το μυαλό της:
- Μανδράχαλε!
- Γυναίκα, θ’ αρπαχτούμε!
- Σαχλέ! Που πήγες και δηλώθηκες
μικρός, δεν ντρέπεσαι. Ποτές! Δεν θα γίνει ουδέποτες αυτό. Κι αν πας φαντάρος,
θα χωρίσουμε.
Τα πράγματα είχαν φθάσει στο
απροχώρητο. Η Σουσού ήταν ανένδοτη.
Συνέβη όμως σε δυο-τρεις μέρες να
μεσολαβήσει ένα γεγονός που μετέβαλε ριζικώς τις απόψεις της Σουσούς. Καθόταν
στου Ζωνάρ’ς. Και πλάι της κάθονταν τρεις νεαρότατες και νόστιμες κυρίες του
«καλού κόσμου». Όπως συνήθιζε η Σουσού, τέντωσε τ’ αφτί της να πάρει καμιά
κουβέντα.
Κι άκουσε ολόκληρη συνδιάλεξη,
που την ενδιέφερε απολύτως:
- Ώστε πάει και ο Ντιντής...
- Τι να κάνει, μα σερί! Κι είναι
τόσο κακομαθημένος ο καημένος. Να σου πω όμως την αλήθεια, κατά βάθος είμαι και
λιγάκι ευχαριστημένη. Θα έχομε για λίγο καιρό συζυγικές βακάνς...
- Α, βουί!
- Και ο Ριρής;
- Είναι του 28;
- Παρουσιάσθηκε;
- Νο. Ντεμαίν. Αχ, όσο το
σκέπτομαι πώς θα ναι με τα στρατιωτικά, χάρμα! Πάει και ο Τοτός, το χρυσό μου,
του λε μοντ! Είναι τόσο σικ σήμερα αυτό...
- Ε, βέβαια.
- Τρες αν βογκ, το στρατιωτικό.
Όλα τα παιδιά του κόσμου θα ντυθούν. Σα σειρά τρεζ επατάν! Όποια κυρία ρωτήσω,
ο άντρας της ετοιμάζεται να ντυθεί. Θα έχουμε βακάνς!
- Βακάνς;
- Βουί, σερ αμί! Δεν είναι οι
ωραιότερες συζυγικές βακάνς αυτές; Να σου πω, Ελέν, το πήρα πολύ α κερ το
πράγμα στην αρχή. Αλλά αφού το μέτρο είναι γενικό, πήρε τη μορφή μόδας. Όλοι οι
κομ ιλ φο νέοι θα καταταχθούν.
Η Σουσού δεν περίμενε
περισσότερα. Σηκώθηκε ενθουσιασμένη, κατασυγκινημένη και χτύπησε τα παλαμάκια,
φωνάζοντας αριστοκρατικά:
- Γκαρσόόόόόόν!
Έσπευσε το γκαρσόν.
- Τι σου χρωστώ, πτωχέ άνθρωπε;
- Έξι δραχμές.
- Περικαλώ.
Πλήρωσε κι έσπευσε τρεχάλα στο
σπίτι. Το βράδυ, που ήρθε ο Παναγιώτης κατσουφιασμένος, όπως όλες εκείνες τις
ημέρες, τον υποδέχθηκε η Σουσού με χαμόγελο:
- Παναγιώτη!
- Τι θες πάλι;
- Δεν κατατάχτηκες ακόμη;
- Για κάτσε να δούμε, γυναίκα.
Βρήκα έναν πελάτη μου αξιωματικό και ρώτησα αν μπορεί να γίνει τίποτε. Μπορεί
και να απαλλαγώ.
Η Σουσού έγινε κατακόκκινη.
- Να απαλλαχτείς;
- Ναι, ντε!
- Και γιατί;
- Να, γιατί κουτσαίνω λιγάκι και
μπορεί να με βγάλουν βοηθητικό ή να με απαλλάξουν.
- Δεν είσαι καλά, Παναγιώτη! Θα
πας! Ακούς; Θα πας εξάπαντος, θα ντυθείς! Και αν τυχόν και απαλλαχτείς, σαχλέ,
θα σου κλείσω την πόρτα και δεν θα σ’ αφήσω να μπεις μέσα! Ορίστε μας. Τέτοια
ευκαιρία σου παρουσιάζεται ν’ ανακατευτείς κι εσύ με τον καλό κόσμο και την
κλωτσήσεις! Αλίμονό σου, κακομοίρη!
Ο Παναγιώτης από καιρό είχε
πειστεί πως η γυναίκα του δεν ήταν απολύτως στα καλά της και δεν μίλησε. Την
επομένη έσπευσε στο Σύνταγμα.
Και η Σουσού γεμάτη υπερηφάνεια,
διηγείτο στις γειτόνισσες:
- Ο Παναγιώτης πάει βακάνς!
- Πού πάει;
- Βακάνς, καλέ! Τρεζ αν βογκ!
Ένεκα που είναι αγύμναστος όλος ο καλός κόσμος, τον φώναξαν κι αυτόν. Πατάν!
Πατάν! Όλους τους καθώς πρέπει κυρίους φωνάξανε. Το πήρα πολύ α κερ, του λε
μοντ, του λε μοντ αγύμναστος. Λα καραβάν, λα καραβάν, πατάν-πατατάν!...
…………………………………………………………….
2. Ένα πρωί η Σουσού διάβασε στις
εφημερίδες μια έκκληση για τους στρατιώτες. Και θυμήθηκε αμέσως ότι σε παρόμοια
έργα πρωταγωνιστούν πάντα κυρίες καλές, της ανωτάτης τάξεως, ό,τι εκλεκτόν έχει
να παρουσιάσει η ελληνική κοινωνία. Από εκείνη τη στιγμή η θαυμάσια αυτή
γυναίκα, της οποίας τα φιλάνθρωπα και πατριωτικά αισθήματα ήσαν εκτός πάσης
αμφισβητήσεως –όπως κάθε πραγματικής αριστοκράτισσας– ετέθη υπ’ ατμόν.
Ο στρατός την συγκινούσε
ανέκαθεν. Ιδιαιτέρως όμως γέμιζαν την ψυχή της με θερμά αισθήματα
υπερηφάνειας και τρυφερότητας τα παιδιά
που φρουρούν τα σύνορα της πατρίδας, οι φρουροί των ακραίων φυλακίων της χώρας:
- Αχ, οι φρούραρχοι, Παναγιωτάκη!
Οι καημένοι οι φρούραρχοι! Πρέπει να τους ενισχύσουμε όσο μπορούμε τους
πτωχούς!
- Ποιοι φρούραρχοι, μωρή;
- Οι φρούραρχοι των συνόρων.
- Φρουροί λέγονται, μωρή ζαργάνα!
Όχι φρούραρχοι! Άνοιξε και καμιά φορά και καμιά εφημερίδα. Θα βρεθούμε πουθενά,
θα πεις καμιά τέτοια σαχλαμάρα και θα με κάνεις ρεντίκολο.
Άναψε η Σουσού:
- Εγώ;
- Εσύ...
- Εγώ θα κάνω ρεντίκολο εσένα;
- Αμέ;
- Σαχλέ!
Και έστρεψε με συναρπαστική
μεταβολή αξιοπρέπειας τις πλάτες, αφού έριψε ένα βλέμμα συντριπτικής
περιφρονήσεως προς τον πτωχό αυτό άνθρωπο που τολμούσε να πει ότι ήταν δυνατόν
να γίνει ρεντίκολο από ποιόν; από την Σουσού.
- Όταν κανείς δεν έχει λίγη γνώση
σ’ αυτόν, αυτά λέει. Βλαξ! Πταίω εγώ που σου αποκτείνω τον λόγον!
Έτσι, αφήκε τον Παναγιωτάκη έξω
από αυτήν την ιστορία και ανέλαβε η ίδια να συγκεντρώσει μερικά είδη για τους
στρατιώτες...
Ρώτησε, ξαναρώτησε, έφαγε τον
κόσμο και εν τέλει ανακάλυψε το γραφείο, όπου μπορούσε να βρει τις κυρίες της
επιτροπής. Ντύθηκε λοιπόν όσο μπορούσε βαρύτερα.
Ένα κοριτσάκι από τη γειτονιά
επιφορτίστηκε να κρατήσει τον μπόγο των πραγμάτων που είχε συγκεντρώσει απ’ το
σπίτι της.
- Καλημέρα σας.
- Ορίστε, μαντάμ.
- Εδώ, σας παρακαλώ, κατοικεί η
επιτροπή για τους φρουράρχους των συνόρων μας;
- Μάλιστα.
- Σας παρακαλώ, να ιδώ την κα
πρόεδρο καθ’ όσον έφερα πράγματα, εσώρουχα και πολλά βιβλία από τη βιβλιοθήκη
του συζύγου μου, δικηγόρος Παναγιώτης Παναγιώτου, Κολωνάκι.
Η κυρία, που βρισκόταν στο
γραφείο με άλλες δυο, έβλεπε πως είχε κάτι το πολύ διασκεδαστικό αυτή η
προσφορά, αλλά κράτησε τη σοβαρότητά της και της απάντησε ότι μπορούσε να
καταθέσει ό,τι ήθελε. Όσο για την κα πρόεδρο έλειπε. Η Σουσού χωρίς άλλες
διατυπώσεις κοίταξε με τα φασαμέν της τις τρεις κυρίες, ύστερα προχώρησε με
πόζα και άνοιξε το μπογαλάκι.
- Ορίστε, περικαλώ.
- Μάλιστα, μαντάμ.
- Καταγράψετε, περικαλώ.
- Γράφω, μαντάμ.
- Σουσού Παναγιώτου προσφέρει...
Και αρχίζει να βγάζει. Πρώτον
τρεις φανέλες του Παναγιωτάκη, εκ των οποίων οι δυο με πέντε τρύπες και
δεκαπέντε μπαλώματα η κάθε μια. Τέσσερα πουκάμισα, τα τρία μελιτζανιά –ήταν το
αγαπημένο χρώμα του Παναγιωτάκη– και το άλλο φιστικί. Τα μελιτζανιά είχαν άσπρα
μανίκια και το φιστικί πράσινη πλάτη –σημείο της θαυμάσιας νοικοκυροσύνης της
Σουσούς, που δεν άφηνε τίποτε να εκμηδενισθεί. Εφτά ζευγάρια κάλτσες, τα
τέσσερα εκ των οποίων δεν είχαν φτέρνες, τα δυο δεν είχαν πατούσες και το
τελευταίο είχε πελώριες τρύπες στα δάχτυλα.
- Είναι μάλλινες, μαντάμ.
- Ωραία.
- Και ακριβές, περικαλώ. Βέβαια
δεν είναι εντελώς καινούριες, αλλά οι φτωχοί οι φρούραρχοι δεν είναι ανάγκη να
φορούν και ολοκαίνουρια πράγματα, αυτό μας έλειπε! Εδώ είναι τέσσερα εσωτερικά.
- Τι;
- Ντεσούρ.
- Α!
Η Σουσού άπλωσε επάνω στο γραφείο
μερικά σώβρακα, μακριά, άσπρα, με γκρίζα κορδόνια στο κάτω μέρος.
- Κρατάνε και ζεστασιά.
- Έχετε δίκιο.
- Και ένα πουλόβερ.
- Αυτό;
- Μάλιστα.
Ήταν μια φανέλα σκούρα με
γιακάδες, σαν σακάκι στολής Ορφανοτροφείου, που φορούσε ο Παναγιωτάκης τις
Κυριακές μέσα στο σπίτι. Ύστερα άδειασε μερικές γραβάτες και μια κουρελού.
- Αυτό;
- Είναι κουβέρτα.
- Κουβέρτα;
- Και πλεκτή από την οικογένειά
μου.
Ύστερα απ’ όλα αυτά, η Σουσού
άρχισε να βγάζει τα βιβλία «απ’ τη βιβλιοθήκη του Παναγιώτη Παναγιώτου», μια
«Γενοβέφα», το «Μυστικό του Βοσπόρου», «Ο Καραγκιόζης γιατρός», «Ο Καραγκιόζης
στο Παρίσι, «Ο μέγας ονειροκρίτης», «Ερωτική αλληλογραφία», «Πονηριές του
Μπερτόδουλου», «Ο γάμος του Καραγκιόζη», «Ο Ναστρεδίν Χότζας», «Η Θέμις έχει
κέφια» και πολλά άλλα περίφημα φιλολογικά έργα του είδους αυτού, που
αποτελούσαν το άνθος της βιβλιοθήκης του... δικηγόρου Παναγιώτη Παναγιώτου.
- Σας αρέσουν;
- Πώς...
- Λοιπόν σας τα αφήνω όλα.
- Σας ευχαριστούμε.
- Να τα στείλετε όμως, προπαντός
τα βιβλία, σε μορφωμένους στρατιώτες, διότι μερικά είναι λίγο φιλολογικά,
καταλαβαίνετε μαντάμ, και πρέπει να ξέρει κανείς πολλά γράμματα για να τα
διαβάσει. Προπαντός το «Θέμις» και τον «Μπερτόδουλο».
- Μάλιστα, μαντάμ.
Και η Σουσού έφυγε, αφού δήλωσε
ότι θα κατάρτιζε και η ίδια επιτροπή, να μαζέψει και άλλα πράγματα, για να τα
φέρει.
Ήταν Σάββατο. Και το βραδινό ο
Παναγιώτης ήθελε να αλλάξει. Αλλά ούτε φανέλα υπήρχε ούτε κάλτσα ούτε κανένα
άλλο εσώρουχο. Άδεια εντελώς ήταν τα συρτάρια;
- Μωρή Σαργάνα, πού ναι τα ρούχα
μου, μωρή;
- Δεν ξέρω.
- Πώς δεν ξέρεις, μωρή;
- Άσε με κάτω! Βλαξ! Αυτό σου χρειαζόταν ν’ αλλάξεις κιόλας, βρωμιάρη! Σ’ έπιασε όλη η καθαριότης σήμερα! Σαχλέ!
Ο Παναγιώτης έμεινε εμβρόντητος. Αλλά ουδέποτε έμαθε τι έγιναν τα εσώρουχά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου