Ελλάς, 11.04.1913 |
Βάλντεμαρ Ψίλαντερ. Ήταν ένας Δανός ηθοποιός, ο πιο ακριβοπληρωμένος της εποχής του, που είχε γνωρίσει τεράστια, παγκόσμια επιτυχία τη δεκαετία του 1910, δηλαδή στα πολύ πρώτα χρόνια του κινηματογράφου, σε μια εποχή που οι ηθοποιοί δεν μιλούσαν, αλλά γοήτευαν το κοινό μόνο με το υποκριτικό τους ταλέντο και την εξωτερική τους εμφάνιση. Ανάμεσα σ' εκείνες που δεν άντεξαν να μην υποκύψουν στη γοητεία του Δανού ηθοποιού ήταν και οι Αθηναίες της εποχής, που έκοβαν τις φλέβες τους για τον Ψίλαντερ - που στη χώρα μας τονιζόταν στο "λα" (Ψιλάντερ).
Η πρώτη του ταινία ήταν το "Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι", παραγωγής 1910. Στην Ελλάδα, οι ταινίες, στις οποίες πρωταγωνιστούσε, διαφημίζονταν ως "η νέα ταινία του Ψιλάντερ", χωρίς κάποιον άλλο τίτλο, καθώς και μόνο το όνομά του αποτελούσε μαγνήτη για το γυναικείο κυρίως πληθυσμό. Μάλιστα, τον Απρίλιο του 1913, στο διάλειμμα των δύο βαλκανικών πολέμων, οι εφημερίδες ασχολήθηκαν αρκετά με τις ερωτευμένες μαζί του Αθηναίες, ένα σχετικό καινούργιο φαινόμενο στη χώρα, ο έρωτας για κάποιο πρόσωπο της μεγάλης οθόνης.
Όλα ξεκίνησαν από ένα χρονογράφημα που δημοσιεύτηκε σε εφημερίδα στις 03.04.1913, όπου ο συντάκτης περιέγραφε πώς μια νεαρή κοπέλα έκλαιγε με πύρινα δάκρυα, επειδή δεν είχε προφθάσει ν' αγοράσει μία από τις πεντακόσιες εικόνες του ηθοποιού που πωλούνταν και είχαν γίνει ανάρπαστες.
"Το γεγονός αυτό δεν το είδα, αλλά το πιστεύω ανεξετάστως, όπως πιστεύω εις την μίαν και αδιαίρετον Τριάδα", σχολίαζε την επόμενη μέρα ο χρονογράφος της Νέας Ημέρας, που βεβαίωνε ότι "ο κ. Βαλδεμάρ Ψίλλαντερ (σ.σ. ο μόνος που τόνιζε σωστά το επίθετό του, επικαλούμενος την επικοινωνίας μιας φανατικής θαυμάστριας του ηθοποιού με την.. Κοπεγχάγη!) αποτελεί το αντικείμενον της λατρείας εξήντα επτά χιλιάδων τριακοσίων δεκαεννέα δεσποινίδων, κυριών εγγάμων, χηρών και ζωντοχηρών".
Μάλιστα, θυμήθηκε κι ένα άλλο περιστατικό όταν ο ίδιος είχε δει στο ταμείο του κινηματογράφο Πανελλήνιον εκπροσώπους του ωραίου φύλου ν' απευθύνονται στον ταμία "με φωνήν κυμαινομένην μεταξύ λα-μινόρε και σι-μπεμόλ", ρωτώντας τον αν ο Ψίλαντερ έπαιζε στην ταινία του κινηματογράφου. Και όταν πήραν καταφατική απάντηση, "μία ανεκλάτητος ευχαρίστησις εζωγραφίζετο εις προσωπάκια μελαχροινά και εις προσωπάκια ξανθά. Και αι κυρίαι εμάζευαν με νευρικήν ταχύτητα τα εισιτήρια και τα ρέστα και έσπευδον να χαθούν εις το ημίφως της αιθούσης, όπου το μόνον φωτεινόν σημείον είναι ο πολυθέλγητρος Δανός ηθοποιός".
Από την άλλη, όμως, οι άνδρες δεν ήταν και τόσο χαρούμενοι με τη δημοφιλία του Ψίλαντερ. "Όταν ζηλεύης ένα ζωντανόν συμπολίτην σου, και υποπτεύεσαι ότι προτιμάται από εκείνην της θέτεις καθαρά το ζήτημα, και πέρνεις το καπελλάκι σου και φεύγεις. Πώς όμως να τολμήσης, σε παρακαλώ, να υποβάλης οίαν δήποτε ερώτησιν παρομοίας φύσεως εις μίαν γυναίκα, δι' ένα άνθρωπον, ο οποίος ζη εις την Κοπεγχάγην και ο οποίος δεν είναι ούτε άνθρωπος, αλλά είναι μόλις σκιά;", αναρωτιόταν ένας Αθηναίος, ενώ ένας άλλος χαρακτήριζε τον Δανό ηθοποιό "κλόουν ιπποδρομίου", όπως τουλίαχστον ισχυριζόταν ο χρονογράφος της Νέας Ημέρας, ο οποίος πάντως προέβλεπε έκρηξη διαζυγίων "εξ αιτίας του ανθρώπου, του οποίου η φωνή δεν ηκούσθη ακόμη και ο οποίος κωφάλαλος και ασυγκίνητος, προκαλεί εν τούτοις τόσας συγκινήσεις".
Με το ίδιο θέμα καταπιάστηκε στις 05.04.1913 και ο χρονογράφος της Εφημερίδος, που είχε διαλέξει το - προφανώς όχι τυχαίο - ψευδώνυμο "Σπληνάντερ"! Αυτός δεν φαίνεται να είχε ιδιαίτερα κολακευτική άποψη για τις Ελληνίδες, κρίνοντας από το σχόλιό του ότι "εάν εις όλα τα μέρη της γης ερωτηθούν τι θέλουν (σ.σ. οι γυναίκες), θ' απαντήσουν ότι ζητούν πολιτικά δικαιώματα και την γυναικείαν ψήφον· εάν δ' ερωτηθούν αι γυναίκες της παλιάς ημών χώρας, καταλαμβάνετε τι θα γυρέψουν; Ζωντανόν τον Ψιλάνδερ! Τι αιμοβορία!".
Στο συγκεκριμένο χρονογράφημα γινόταν και μια αναδρομή στην πρώτη ταινία του Δανού ηθοποιού που είχε προβληθεί στην Αθήνα, με αποτέλεσμα εκείνος να γοητεύσει τις γυναίκες της πρωτεύουσας. Στην ταινία εκείνη, ο Ψίλαντερ είχε ερωτευτεί μια κόρη πολύ καλής (δηλ. πλούσιας) οικογένειας της Κοπεγχάγης. Η οικογένεια της κοπέλας παρακάλεσε τον ήρωα, που τον υποδυόταν ο Ψίλαντερ, ν' αφήσει ήσυχη την κόρη τους. Εκείνος πείστηκε και άρχισε να της φέρεται με υποτιμητικό τρόπο, ώστε να την εξαναγκάσει να τον παρατήσει και να επιστρέψει στους δικούς της, όπως και τελικά έγινε - και κάπου εκεί τελείωσε η ταινία.
"Αλλοίμονον από την στιγμήν εκείνην όλαι αι δέσποιναι και αι δεσποινίδες της πρωτευούσης εθεώρησαν εαυτάς υποχρέους να εκδηλώσωσιν διά στεναγμών προς την άκαρδον σινδόνα του κινηματογράφου τα αισθήματά των", περιέγραφε ο.. "Σπληνάντερ", που πάντως παραδεχόταν ότι ο γυναικείος πληθυσμός δεν είχε και πολύ άδικο, αφού "Ο Ψιλάνδερ είνε ψηλός, είνε λιγνός, είνε καμαροφρύδης, είνε κερασομάγουλος και χαμηλοβλεπούσης. Η κάθε του κίνησις είνε ποίησις. Αι στάσεις του έπος, τα βλέμματά του δράμα, το πένθος του τραγωδία και τα μειδιάματά του τραγωδία", σχολίαζε ο χρονογράφος, που παραδεχόταν ότι "περί του ποία είνε τα μέσα της θεραπείας του κακού, δυνάμεθα να είπωμεν ότι αλλοίμονον δεν υπάρχει κανέν".
Στην "επιδημία έρωτος" που είχε ενσκήψει στην Αθήνα για το πρόσωπο του Ψιλάντερ αναφερόταν σε άρθρο της και η εφημερίδα Ελλάς στις 11.04.1913, μεταφέροντας κάποια από τα σχόλια των ερωτοχτυπημένων Ατθίδων, όπως "Τι ωραίος που είναι!", "Πώς τον αγαπώ!", "Τι ωραία που ντύνεται! Τι σικ!", "Με τι καλαισθησία δένει τον λαιμοδέτην του!" κλπ. Πάντως στο συγκεκριμένο άρθρο μεταφερόταν και η αρνητική άποψη μιας γυναίκας, που χαρακτήριζε το φαινόμενο ως "αποτέλεσμα του πιθηκισμού που μαστίζει την κοινωνίαν μας", ότι δηλαδή υπήρξαν κατ' αρχήν δυο-τρεις γυναίκες που εξέφρασαν το θαυμασμό τους για τον ηθοποιό και στη συνέχεια αυτός ο θαυμασμός εξαπλώθηκε και στις υπόλοιπες Αθηναίες ως επιδημία.
Πάντως, ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος επιχείρησε και μια ανόρθωση ηθικού στους άνδρες: "Μας πληροφορούν, ότι εις όλην την Ευρώπην αι κυρίαι και αι δεσποινίδες, αι μάλλον επηρεαζόμεναι από τα σύγχρονα γεγονότα (σ.σ. το βαλκανικό πόλεμο), έχουν ξετρελλαθή από έρωτα προς τους Βαλκανίους, ιδίως δε προς τους Έλληνας. Ώστε, όσοι δεν έχετε άλλη δουλειά, τραβάτε αυτήν την εποχήν προς εύρεσιν τύχης εις το Εξωτερικόν. Είνε ευκαιρία πρώτης τάξεως".
Η σωρεία περιπαικτικών δημοσιευμάτων φαίνεται ότι ενόχλησε αρκετές γυναίκες, ενώ στις 22.04.1913, ο λογοτέχνη Σωτήρης Σκίππης μετέφερε από τη στήλη του στο Σκριπ την ενόχληση μιας Αθηναίας, που εκτιμούσε ότι όλος εκείνος ο θόρυβος είχε δημιουργηθεί απλά και μόνο επειδή στις εφημερίδες χρονογραφούσαν μόνο άνδρες: "Λοιπόν, κύριε, πέστε μου αν είνε δίκαιον αυτό που γίνεται εις τον τόπον μας. Εσείς οι άνδρες έχετε το δικαίωμα να ερωτεύεσθε την Σουζάναν Γκραντέ... Ενώ εμείς, επειδή εξεφράσθημεν ότι μας αρέσει το παίξιμο και η μορφή και το σύνολον επί τέλους του Ψίλλαντερ, μας διακωμωδείτε και μας σατυρίζετε εις τα άρθρα σας, ότι είμεθα όλαι ερωτευμέναι μαζί του. Είμαι βεβαία ότι με την Γκραντέ είσθε όχι μόνον ερωτευμένοι όλοι σας, αλλά τρελλοί, και προσπαθείτε μόνον να μην εκφράζετε το συναίσθημά σας, ενώ εμείς είμεθα ειλικρινέστεραι και σας το λέμε ξάστερα ότι μας αρέσει ο Ψίλλαντερ διότι παίζει ωραία και είνε συμπαθής. Τι το άτοπον ευρίσκετε εις αυτό;".
Πάντως, η μόδα του Ψίλαντερ δεν ήταν μικρής διάρκειας, αλλά συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια ακόμη, παρόλο που μετά την έκρηξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου υπήρχαν ανησυχίες για τη διανομή ξένων κινηματογραφικών ταινιών στην Ελλάδα. Στις 24.09.1914, το Εμπρός σχολίαζε: "Ευτυχώς που ο Ψιλάντερ και η Νιέλσεν δεν θα λείψουν από την οθόνην. Η εξαφάνισις έστω και δι' ένα χειμώνα αμφοτέρων, θα εστοίχιζε πάρα πολύ και εις τα δύο φύλα των κινηματογραφιζομένων Αθηναίων".
Η γοητεία του Δανού ηθοποιού συνεχιζόταν έστω και με σκαμπανεβάσματα. Για παράδειγμα, στις 21.12.1915 το Εμπρός περιέγραφε πώς "ο περίφημος Ψιλάντερ κατά την τελευταίαν του εμφάνισιν εις το λευκόν πανί του κινηματογράφου έχασε πολύ απέναντι των Ατθίδων, αι οποίαι έδειχναν πάντοτε εξαιρετικήν συμπάθειαν εις τον Δανόν καλλιτέχνην", επειδή στο δεύτερο μέρος μιας ταινίας του εμφανιζόταν ως χασάπης με βρώμικα και ματωμένα ρούχα. Ευτυχώς, που στο τρίτο μέρος "σπεύδει και... φορεί το φράκο του και τα πράγματα αποκαθίστανται"!
Να σημειωθεί, τέλος, ότι η επιτυχία του Ψίλαντερ συνεχίστηκε ακόμη και μετά την αυτοκτονία του το Μάρτιο του 1917 σε ηλικία 32 ετών, μιας και ταινίες του προβάλλονταν τουλάχιστον μέχρι και τον Ιανουάριο του 1918 στους αθηναϊκούς κινηματογράφους. Και μπορεί σήμερα ο Ψίλαντερ να έχει περιπέσει στη λήθη, ωστόσο ήταν ο πρώτος μεγάλος σταρ, ο πρώτος μεγάλος εραστής του κινηματογράφου, τουλάχιστον για τις Αθηναίες της δεκαετίας του 1910, οι οποίες είχαν και το πλεονέκτημα (έναντι των υπολοίπων Ελληνίδων) να παρακολουθούν ξένες κινηματογραφικές ταινίες.
Διαβάστε το βιογραφικό του Βάλντεμαρ Ψίλαντερ από την αγγλική σελίδα της Wikipedia, εδώ:
Valdemar Psilander - Wikipedia, the free encyclopedia
Αν πάλι έχετε περιέργεια να δείτε τον Ψίλαντερ επί οθόνης, στο youtube υπάρχουν τουλάχιστον δυο ταινίες του μεγάλης διάρκειας. Μπορείτε να πάρετε μια ιδέα παρακολουθώντας την ερωτική σκηνή με τη συμπατριώτισσα του Άστα Νιέλσεν, που με τη σειρά της ήταν ο πόθος των ανδρών, στο παρακάτω λινκ (μεταξύ 7΄30΄΄ και 8΄55΄΄) και να καταλάβετε τι περίπου φαντασιώνονταν οι προ-προγιαγιάδες μας! Den sorte Drøm (Urban Gad, 1911) (En, Dan subs) - YouTube
Διαβάστε το βιογραφικό του Βάλντεμαρ Ψίλαντερ από την αγγλική σελίδα της Wikipedia, εδώ:
Valdemar Psilander - Wikipedia, the free encyclopedia
Αν πάλι έχετε περιέργεια να δείτε τον Ψίλαντερ επί οθόνης, στο youtube υπάρχουν τουλάχιστον δυο ταινίες του μεγάλης διάρκειας. Μπορείτε να πάρετε μια ιδέα παρακολουθώντας την ερωτική σκηνή με τη συμπατριώτισσα του Άστα Νιέλσεν, που με τη σειρά της ήταν ο πόθος των ανδρών, στο παρακάτω λινκ (μεταξύ 7΄30΄΄ και 8΄55΄΄) και να καταλάβετε τι περίπου φαντασιώνονταν οι προ-προγιαγιάδες μας! Den sorte Drøm (Urban Gad, 1911) (En, Dan subs) - YouTube
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου