Σύμφωνα με τον ΝΔ Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, που συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ στην Κωνσταντινούπολη το έτος 692, απαγορεύεται σε δύο αδέρφια να παντρευτούν δύο αδερφές. Όποιος προλάβει, πρόλαβε, καθώς το κώλυμα είναι γενικό και δεν υπάρχει καμία δυνατότητα παράκαμψης - ούτε αν οι δύο γάμοι τελεστούν ταυτόχρονα! Η μη τήρηση της απαγόρευσης αυτής αποτελεί λόγο αφορισμού. Και ενώ δεν γνωρίζω αν σήμερα η Εκκλησία της Ελλάδας καταφεύγει γενικότερα στη λύση των επίσημων αφορισμών όσων μελών της δεν τηρούν τους κανόνες της, κάποτε δεν το είχε σε τίποτα να εκδίδει αφορισμούς και μάλιστα όχι μόνο στην ελληνική γλώσσα, αλλά και στο αρβανίτικο ιδίωμα!
Παραθέτω το κείμενο του αφορισμού ενός ζευγαριού που παντρεύτηκε παρά το γεγονός ότι τα αδέρφια τους είχαν ήδη συνάψει γάμο, άρα θεωρούνταν συγγενείς εξ αγχιστείας σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας. Ο αφορισμός αυτός χρονολογείται στο μακρινό 1837 και υπογράφεται από τον Μητροπολίτη Αθηνών. Πρωταγωνιστής της ιστορίας ήταν ένας "λόγιος ανήρ", που όμως δεν κατονομαζόταν, ενώ γι' αυτόν γνωρίζουμε μονάχα ότι ήταν υπάλληλος του κόμη Άρμανσμπεργκ
Το κείμενο έχει πολλαπλό ενδιαφέρον. Κατά πρώτο λόγο μας δίνεται η ευκαιρία να διαβάσουμε το περιεχόμενο ενός αφορισμού: πώς συντάσσεται το έγγραφο, σε ποιους απευθύνεται (όχι μόνο στους άμεσα "αμαρτωλούς" εν προκειμένω) και τι κατάρες περιέχει. Έπειτα, εντυπωσιάζει το γεγονός ότι για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, ο συγκεκριμένος αφορισμός, που ιστορικά ανάγεται στα πρώτα χρόνια από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, συντάχθηκε όχι μόνο στην ελληνική γλώσσα, αλλά και στα αρβανίτικα, που ήταν ένα μείγμα λίγων ελληνικών με μεγάλες δόσεις αλβανικών. Προφανώς κάποιο ή κάποια από τα πρόσωπα της ιστορίας είχαν αρβανίτικη καταγωγή, είναι όμως εντυπωσιακό ότι η αρβανίτικη γλώσσα χρησιμοποιείται ελεύθερα σ' ένα επίσημο εκκλησιαστικό κείμενο!
Αυτό ήταν το κείμενο του αφορισμού στα ελληνικά:
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ
Ιερείς και πάντες υμείς, ευλογημένοι Χριστιανοί, να έχητε την ευλογίαν και την αγάπην του Κυρίου ημών παντοκράτορος.
Λέγω υμίν - κατά μήνα Ιούλιον του έτους 1837 - ότι υπάλληλος τις του Άρμεσνπεργ, λόγιος ανήρ, απήγαγεν εξ έρωτος την αδελφήν της συζύγου του αδελφού του - τουτέστι δύο αδελφοί συνεζεύχθησαν δύο αδελφάς - έφυγε λάθρα, απελθών έξω των Αθηνών, και, στεφανωθείς, επανήλθεν εις τας Αθήνας ως καλός γαμβρός και σύγγαμβρος του αδελφού του. Εκραύγαζεν ο κόσμος, έκλαιον ο πατήρ και η μήτηρ του και πάντες οι συγγενείς αυτού, συνήχθησαν ιερείς και προέτρεψαν αυτούς να χωρισθώσιν, αλλ' αυτοί ουδένα ήκουσαν.
Αυτοί όμως, επειδή ετόλμησαν και διέπραξαν το κακόν, από τούδε και εις το εξής έστωσαν αφωρισμένοι, αποχωρισμένοι πάντων των άλλων ορθοδόξων Χριστιανών και εστιγματισμένοι· έστωσαν εις το εξής αφωρισμένοι αυτοί τε και πάντες οι παρακινήσαντες και συνδράμοντες εις ταύτην την παράνομον πράξιν, αφωρισμένοι δ' έστωσαν και οι γόνοι αυτών.
Αποκεκηρυγμένος έστω ο γάμος αυτών ως παράνομος και ως κακή πράξις, επειδή η Εκκλησία των Χριστιανών θεωρεί αφωρισμένους τους παρά τον νόμον συζευχθέντας ως και τους βοηθήσαντας, διότι κατεπάτησαν τ' άγια μυστήρια και τους κανόνας της εκκλησίας ημών, προσέτι δε και τον στεφανώσαντα αυτούς ιερέα αφωρισμένον θεωρεί.
Τοιούτοι άνθρωποι έστωσαν ασυγχώρητοι, και μετά θάνατον να μη διαλυθή το σώμα των. Οι λίθοι και ο σίδηρος να διαλυθώσιν, αλλ' αυτοί να μη διαλυθώσι. Ν' ανοίξη η γη να τους καταπίη, να κληρονομήσωσι την λώβαν και την λέπραν των Ιουδαίων και την αγχόνην του Ιούδα, όστις εσταύρωσε τον Χριστόν. Να έχωσι την κατάραν του Χριστού, της Παναγίας και πάντων των αγίων της ημετέρας εκκλησίας.
Ο παρών αφορισμός εξεδόθη εν Αθήναις τη 8 Ιουλίου του έτους 1837.
Ο Μητροπολίτης Αθηνών
... Και εδώ στα αρβανίτικα! (Επειδή μου φαίνεται δύσκολο να αποφύγω κάποια χοντρά λάθη αντιγράφοντας ένα ολόκληρο κατεβατό από μια γλώσσα με την οποία δεν έχω καμία εξοικείωση κι επειδή υπάρχουν κάποια "ι" που έχουν έναν ιδιαίτερο τρόπο γραφής, παραθέτω το κείμενο από το δημοσίευμα της εφημερίδας Ραμπαγάς το Δεκέμβριο του 1883, απ' όπου και αλίευσα το θέμα)
Παραθέτω το κείμενο του αφορισμού ενός ζευγαριού που παντρεύτηκε παρά το γεγονός ότι τα αδέρφια τους είχαν ήδη συνάψει γάμο, άρα θεωρούνταν συγγενείς εξ αγχιστείας σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας. Ο αφορισμός αυτός χρονολογείται στο μακρινό 1837 και υπογράφεται από τον Μητροπολίτη Αθηνών. Πρωταγωνιστής της ιστορίας ήταν ένας "λόγιος ανήρ", που όμως δεν κατονομαζόταν, ενώ γι' αυτόν γνωρίζουμε μονάχα ότι ήταν υπάλληλος του κόμη Άρμανσμπεργκ
Το κείμενο έχει πολλαπλό ενδιαφέρον. Κατά πρώτο λόγο μας δίνεται η ευκαιρία να διαβάσουμε το περιεχόμενο ενός αφορισμού: πώς συντάσσεται το έγγραφο, σε ποιους απευθύνεται (όχι μόνο στους άμεσα "αμαρτωλούς" εν προκειμένω) και τι κατάρες περιέχει. Έπειτα, εντυπωσιάζει το γεγονός ότι για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, ο συγκεκριμένος αφορισμός, που ιστορικά ανάγεται στα πρώτα χρόνια από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, συντάχθηκε όχι μόνο στην ελληνική γλώσσα, αλλά και στα αρβανίτικα, που ήταν ένα μείγμα λίγων ελληνικών με μεγάλες δόσεις αλβανικών. Προφανώς κάποιο ή κάποια από τα πρόσωπα της ιστορίας είχαν αρβανίτικη καταγωγή, είναι όμως εντυπωσιακό ότι η αρβανίτικη γλώσσα χρησιμοποιείται ελεύθερα σ' ένα επίσημο εκκλησιαστικό κείμενο!
Αυτό ήταν το κείμενο του αφορισμού στα ελληνικά:
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ
Ιερείς και πάντες υμείς, ευλογημένοι Χριστιανοί, να έχητε την ευλογίαν και την αγάπην του Κυρίου ημών παντοκράτορος.
Λέγω υμίν - κατά μήνα Ιούλιον του έτους 1837 - ότι υπάλληλος τις του Άρμεσνπεργ, λόγιος ανήρ, απήγαγεν εξ έρωτος την αδελφήν της συζύγου του αδελφού του - τουτέστι δύο αδελφοί συνεζεύχθησαν δύο αδελφάς - έφυγε λάθρα, απελθών έξω των Αθηνών, και, στεφανωθείς, επανήλθεν εις τας Αθήνας ως καλός γαμβρός και σύγγαμβρος του αδελφού του. Εκραύγαζεν ο κόσμος, έκλαιον ο πατήρ και η μήτηρ του και πάντες οι συγγενείς αυτού, συνήχθησαν ιερείς και προέτρεψαν αυτούς να χωρισθώσιν, αλλ' αυτοί ουδένα ήκουσαν.
Αυτοί όμως, επειδή ετόλμησαν και διέπραξαν το κακόν, από τούδε και εις το εξής έστωσαν αφωρισμένοι, αποχωρισμένοι πάντων των άλλων ορθοδόξων Χριστιανών και εστιγματισμένοι· έστωσαν εις το εξής αφωρισμένοι αυτοί τε και πάντες οι παρακινήσαντες και συνδράμοντες εις ταύτην την παράνομον πράξιν, αφωρισμένοι δ' έστωσαν και οι γόνοι αυτών.
Αποκεκηρυγμένος έστω ο γάμος αυτών ως παράνομος και ως κακή πράξις, επειδή η Εκκλησία των Χριστιανών θεωρεί αφωρισμένους τους παρά τον νόμον συζευχθέντας ως και τους βοηθήσαντας, διότι κατεπάτησαν τ' άγια μυστήρια και τους κανόνας της εκκλησίας ημών, προσέτι δε και τον στεφανώσαντα αυτούς ιερέα αφωρισμένον θεωρεί.
Τοιούτοι άνθρωποι έστωσαν ασυγχώρητοι, και μετά θάνατον να μη διαλυθή το σώμα των. Οι λίθοι και ο σίδηρος να διαλυθώσιν, αλλ' αυτοί να μη διαλυθώσι. Ν' ανοίξη η γη να τους καταπίη, να κληρονομήσωσι την λώβαν και την λέπραν των Ιουδαίων και την αγχόνην του Ιούδα, όστις εσταύρωσε τον Χριστόν. Να έχωσι την κατάραν του Χριστού, της Παναγίας και πάντων των αγίων της ημετέρας εκκλησίας.
Ο παρών αφορισμός εξεδόθη εν Αθήναις τη 8 Ιουλίου του έτους 1837.
Ο Μητροπολίτης Αθηνών
... Και εδώ στα αρβανίτικα! (Επειδή μου φαίνεται δύσκολο να αποφύγω κάποια χοντρά λάθη αντιγράφοντας ένα ολόκληρο κατεβατό από μια γλώσσα με την οποία δεν έχω καμία εξοικείωση κι επειδή υπάρχουν κάποια "ι" που έχουν έναν ιδιαίτερο τρόπο γραφής, παραθέτω το κείμενο από το δημοσίευμα της εφημερίδας Ραμπαγάς το Δεκέμβριο του 1883, απ' όπου και αλίευσα το θέμα)