Στις 20 Απριλίου 1999, ένα πρωτοφανές γεγονός συγκλόνισε την Αμερική. Δύο μαθητές της τελευταίας τάξης του Γυμνασίου Κολουμπάιν στο Λίτλτον του Κολοράντο, ο 17χρονος Ντίλαν Κλέμπολντ και ο 18χρονος Έρικ Χάρις, εισέβαλαν στο σχολείο τους οπλισμένοι με πιστόλια και εκρηκτικά σκορπώντας τον τρόμο στους συμμαθητές και τους καθηγητές τους. Ο απολογισμός αδιανόητος: 15 νεκροί και 28 τραυματίες. Η ενδοσχολική βία και η νεανική εγκληματικότητα έπαιρναν μια νέα αδιανόητη - έως τότε - διάσταση, που θα δημιουργούσε μια νέα πραγματικότητα. Πολλοί συγκλονίστηκαν, πολλοί ορκίστηκαν ότι δεν θα άφηναν να συμβεί ένα νέο "Κολουμπάιν" στα σχολεία των ΗΠΑ, αλλά συνέβη ακριβώς το αντίθετο.
Γιατί έγινε το έγκλημα; Η εύκολη, όμως ανεπαρκής απάντηση θα ήταν ότι οι δυο μαθητές ήταν απλά... "οι κακοί". Η πραγματικότητα είναι πάντα πιο περίπλοκη από μια μανιχαϊστική εξήγηση του κόσμου γύρω μας, όπου το απόλυτο καλό αντιπαλεύει το απόλυτο κακό. Και τραγικές φιγούρες, οι γονείς των δραστών, οι άνθρωποι που από τη μια δεν ξέρουν αν θα μπορούσαν να αποτρέψουν ένα τόσο φρικιαστικό έγκλημα διατηρώντας ίσως στενότερη σχέση εμπιστοσύνης με τα παιδιά τους, ενώ από την άλλη υποφέρουν την απώλεια και των δικών τους παιδιών.
Δεκαεφτά περίπου χρόνια μετά τις μαζικές δολοφονίες στο Γυμνάσιο Κολουμπάιν, εκδόθηκε το βιβλίο που έγραψε η Σου Κλέμπολντ, η μητέρα του 17χρονου Ντίλαν. "A Mother's Reckoning: Living in the Aftermath of Tragedy" είναι ο τίτλος του βιβλίου, που περιγράφει το πριν και μετά της τραγωδίας μέσα από τη ματιά της μητέρας ενός των δραστών. Με συνεπήραν οι αναλυτικές περιγραφές στην ανάμνηση εκείνης της τραγικής ημέρας και η συναισθηματική φόρτιση πίσω από αυτές, όπως διαφαίνονται στην αφήγηση μιας μητέρας που μέχρι το μεσημέρι της 20ης Απριλίου 1999 νόμιζε ότι είχε μια τέλεια οικογένεια, για να καταρρεύσει μέσα σε λίγες στιγμές το σύμπαν γύρω της.
Ακολουθούν μεταφρασμένα, ορισμένα εκτενή αποσπάσματα από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, που μας διηγείται την άλλη πλευρά αυτής της ανείπωτης τραγωδίας στο Κολουμπάιν (αλλά και τόσων άλλων, παρόμοιων τραγωδιών με περιστατικά μαζικών δολοφονιών - και όχι μόνο), το ανείπωτο δράμα των γονιών ενός δράστη και δη ανηλίκου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
"Έπεσαν πυροβολισμοί στο Γυμνάσιο Κολουμπάιν"
20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1999, 12.05. Μ.Μ.
Βρισκόμουν στο γραφείο μου στο κέντρο του Ντένβερ και ετοιμαζόμουν να φύγω για μια συνάντηση σχετικά με υποτροφίες κολεγίου για μαθητές με αναπηρίες, όταν πρόσεξα ότι αναβόσβηνε το κόκκινο φωτάκι μηνυμάτων στο τηλέφωνο του γραφείου μου.
Το έλεγξα, σε περίπτωση που τυχόν είχε ακυρωθεί η συνάντηση, όμως το μήνυμα ήταν από το σύζυγό μου, Τομ. Η φωνή του [ήταν] σφιχτή, ράκος, επείγουσα.
"Σούζαν, είναι επείγον! Τηλεφώνησέ μου αμέσως!"
Δεν είπε τίποτε περισσότερο. Δεν χρειαζόταν. Ήξερα και μόνο από τον ήχο της φωνής του ότι κάτι είχε συμβεί σ' ένα από τα αγόρια μας.
Αισθάνθηκα ότι χρειάστηκαν ώρες για τα τρεμάμενα χέρια μου να πληκτρολογήσουν τον αριθμό τηλεφώνου του σπιτιού μας. Ο πανικός με συνέτριψε σαν κύμα. Άκουγα τον ήχο της καρδιάς μου. Ο μικρότερος γιος μας, ο Ντίλαν, ήταν στο σχολείο. Ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Μπάιρον, ήταν στη δουλειά. Είχε γίνει κάποιο ατύχημα;
Ο Τομ απάντησε και αμέσως φώναξε: "Άκου στην τηλεόραση"! Όμως δεν μπορούσα να πω διακριτές λέξεις. Με τρομοκράτησε το γεγονός πως ό,τι είχε συμβεί ήταν τόσο μεγάλο, ώστε το έδειχνε η τηλεόραση. Ο φόβος μου, προ ολίγων δευτερολέπτων, μήπως είχε συμβεί κάποιο τροχαίο ξαφνικά έδειχνε γελοίο. Ήμασταν σε πόλεμο; Η χώρα δεχόταν επίθεση;
"Τι συμβαίνει;" φώναξα στο ακουστικό. Ακουγόταν μονάχα ένας σταθερός και ακατανόητος ήχος τηλεόρασης από την άλλη άκρη της γραμμής. Τελικά, ο Τομ ήρθε και πάλι στη γραμμή, όμως ο συνήθως ακλόνητος σύζυγός μου ακουγόταν σαν τρελός. Οι μπερδεμένες λέξεις που έβγαιναν σπαστά από το στόμα του δεν έβγαζα νόημα: "ένοπλος..;;..σκοπευτής...;;... σχολείο".
Δυσκολεύτηκα να καταλάβω τι μου έλεγε ο Τομ: Ο Νέιτ, ο καλύτερος φίλος του Ντίλαν, είχε τηλεφωνήσει στο γραφείο του Τομ στο σπίτι λίγα λεπτά νωρίτερα για να ρωτήσει "Είναι ο Ντίλαν στο σπίτι;". Ένα τέτοιο τηλεφώνημα στο μέσο του σχολικού προγράμματος ήταν αρκετά ανησυχητικό, όμως ο λόγος για το τηλεφώνημα του Νέιτ ήταν η πραγματοποίηση του χειρότερου εφιάλτη κάθε γονιού: ένοπλοι πυροβολούσαν ανθρώπους στο Γυμνάσιο Κολουμπάιν, στην τελευταία τάξη του οποίου φοιτούσε ο Ντίλαν.
Υπήρχαν κι άλλα: Ο Νέιτ είπε ότι οι σκοπευτές φορούσαν μαύρες καμπαρντίνες σαν μία που είχαμε αγοράσει για τον Ντίλαν.
"Δεν θέλω να σας ανησυχήσω" είπε στον Τομ. "Όμως ξέρω όλα τα παιδιά που φορούν μαύρα παλτά και τα μοναδικά που δεν μπορώ να βρω είναι ο Ντίλαν και ο Έρικ. Δεν ήταν ούτε στο μπόουλινγκ το πρωί".
Η φωνή του Τομ ήταν βραχνή από φόβο, καθώς μου έλεγε ότι έκλεισε το τηλέφωνο στον Νέιτ και αναστάτωσε το σπίτι ψάχνοντας για το αδιάβροχο παλτό του Ντίλαν, έχοντας ειρωνικά την πεποίθηση ότι αν μπορούσε να το βρει, ο Ντίλαν θα ήταν καλά. Όμως το παλτό έλειπε και ο Τομ πήγαινε να τρελαθεί.
"Έρχομαι στο σπίτι" είπα με τη σπονδυλική μου στήλη μουδιασμένη από πανικό. Κλείσαμε χωρίς να πούμε αντίο.
Προσπαθώντας μάταια να αυτοσυγκρατηθώ, ζήτησε από ένα συνάδελφο να ακυρώσει το ραντεβού μου. Φεύγοντας από το γραφείο, διαπίστωσα ότι τα χέρια μου έτρεμαν τόσο ανεξέλεγκτα, ώστε έπρεπε με το αριστερό μου χέρι να σταθεροποιήσω το δεξί, προκειμένου να πατήσω το κουμπί στο ασανσέρ. Οι άλλοι συνομιλούσαν μεταξύ τους χαρούμενοι πηγαίνοντας για γεύμα. Εξήγησα την παράξενη συμπεριφορά μου λέγοντας, "Έγινε ένοπλη επίθεση στο Γυμνάσιο Κολουμπάιν. Πρέπει να πάω στο σπίτι να βεβαιωθώ ότι ο γιός μου είναι καλά". Ένας συνάδελφος προσφέρθηκε να με πάει στο σπίτι με το αυτοκίνητο. Ανίκανη να μιλήσω περισσότερο, κούνησα το κεφάλι μου.
Μόλις μπήκα στο αυτοκίνητο, το μυαλό μου έτρεχε. Δεν μου πέρασε από το μυαλό ν' ανοίξω το ραδιόφωνο. Με δυσκολία κρατούσα το αυτοκίνητο πάνω στο δρόμο. Η μόνη σταθερή σκέψη μου, καθώς οδηγούσα για είκοσι έξι μίλια μέχρι το σπίτι μας: ο Ντίλαν κινδυνεύει.
Παροξυσμοί φόβου έσφιξαν το στήθος μου, ενώ εξέταζα ξανά και ξανά τα ίδια στοιχεία. Το παλτό μπορούσε να είναι οπουδήποτε, είπα στον εαυτό μου: στο σχολικό ερμάριο του Ντίλαν ή στο αυτοκίνητό του. Σίγουρα, το να λείπει το παλτό ενός εφήβου δεν σήμαινε κάτι. Ωστόσο, ο στιβαρός και αξιόπιστος σύζυγός μου ακούστηκε σχεδόν υστερικός. Ποτέ πριν δεν το είχα ακούσει έτσι.
Η οδήγηση μου φάνηκε ένας αιώνας, σαν να ταξίδευα σε αργή κίνηση, παρότι το μυαλό μου έτρεχε με ταχύτητα φωτός και με τ' αυτιά μου άκουγα το χτύπο της καρδιάς μου. Προσπαθούσα διαρκώς να ενώσω τα κομμάτια του παζλ ώστε να βγει σωστό, όμως λίγη παρηγοριά υπήρχε στα λιγοστά στοιχεία που είχα και ήξερα ότι δεν θα μπορούσα να συνέλθω αν οτιδήποτε είχε συμβεί στον Ντίλαν.
[...]
Φτάνοντας στο σπίτι, ο πανικός μου έγινε ακόμη μεγαλύτερος. Ο Τομ μου είπε όσα σκόρπια ήξερε: σκοπευτές στο σχολείο, ο Ντίλαν και ο Έρικ αγνοούνταν. Ό,τι κι αν συνέβαινε, ήταν σοβαρό. Είχε τηλεφωνήσει στο μεγαλύτερο γιο μας, τον Μπάιρον, ο οποίος είπε ότι θα έφευγε από τη δουλειά και θα ερχόταν κατευθείαν σ' εμάς.
Ο Τομ κι εγώ τρέχαμε γύρω στο σπίτι σαν παράφρονες, γεμάτοι αδρεναλίνη, ανίκανοι να σταματήσουμε ή να ολοκληρώσουμε μια δουλειά. Τα σε άγνοια κατοικίδιά μας, κούρνιασαν στις γωνίες αναστατωμένα.
Ο Τομ επικεντρωνόταν αποκλειστικά στο παλτό που έλειπε, όμως εγώ ήμουν σαστισμένη, επειδή ο Νέιτ είπε ότι ο Ντίλαν δεν πήγε για μπόουλινγκ. Όταν είχε από το σπίτι εκείνο το πρωί είχε πάρα πολύ χρόνο στη διάθεσή του για να φτάσει εκεί. Είπε αντίο φεύγοντας. Ενώ το αναλογιζόμουν, τρόμαξα από την περίεργη φύση εκείνου του αποχαιρετισμού.
Εκείνο το πρωινό, το πρωινό της 20ης Απριλίου, ο συναγερμός μου είχε χαλάσει πριν το πρώτο φως. Καθώς ντυνόμουν για τη δουλειά, κοίταξα το ρολόι. Ξέροντας πόσο πολύ ο Ντίλαν μισούσε το να ξυπνάει νωρίς, ο Τομ κι εγώ προσπαθήσαμε να τον πείσουμε να μη γραφτεί σ' ένα μάθημα μπόουλινγκ στις 6.15. Όμως ο Ντίλαν επέμενε. Θα ήταν ωραίο, είπε. Αγαπούσε το μπόουλινγκ και ορισμένοι φίλοι του παρακολουθούσαν το μάθημα. Κατά τη διάρκεια του εξαμήνου είχε κάνει εξαιρετική δουλειά να βρίσκεται στην αίθουσα στην ώρα του - ένα σχεδόν τέλειο ρεκόρ. Παρόλα αυτά, έπρεπε να προσέχω την ώρα. Όσο ευσυνείδητα κι αν ρύθμιζε το ξυπνητήρι του, τα πρωινά που είχε μπόουλινγκ ο Ντίλαν συνήθως χρειαζόταν μια εξτρά φωνή από μέρους μου από την άκρη της σκάλας για να σηκωθεί από το κρεβάτι.
Όμως το πρωινό της 20ης Απριλίου, ακόμη ντυνόμουν όταν άκουσα τον Ντίλαν να κατεβαίνει με φόρα τη σκάλα, να περνά την κλειστή πόρτα του δωματίου μας στον κύριο όροφο. Με εξέπληξε που είχε σηκωθεί και ντυθεί τόσο νωρίς χωρίς παρακίνηση. Κινούταν γρήγορα και έμοιαζε να βιαζόταν να φύγει, αν και είχε αρκετό χρόνο να κοιμόταν λίγο ακόμη.
Πάντοτε φτιάχναμε μαζί τα σχέδιά μας για τη μέρα, έτσι άνοιξα την πόρτα του δωματίου και ξεπρόβαλα. "Ντιλ;" φώναξα. Το υπόλοιπο σπίτι ήταν πολύ σκοτεινό για να δω το οτιδήποτε, όμως άκουσα την μπροστινή πόρτα ν' ανοίγει. Μέσα στο σκοτάδι, η φωνή του κοφτερή και αποφασιστική. Άκουσα το γιό μου να φωνάζει "Αντίο" και μετά η μπροστινή πόρτα έκλεισα δυνατά πίσω του. Είχε φύγει προτού να μπορέσω ν' ανάψω το φως του διαδρόμου.
Ανήσυχη επέστρεψα στο κρεβάτι και ξύπνησα τον Τομ. Υπήρχε κάτι ιδιαίτερο στη φωνή του Ντίλαν σ' αυτήν τη μοναδική λέξη, που δεν είχα ξανακούσει μέχρι τότε, σχεδόν μια ειρωνεία σαν να είχε μπλέξει σε κανέναν καβγά.
Δεν ήταν το πρώτο σημάδι που είχαμε εκείνη την εβδομάδα και έδειχνε ότι ο Ντίλαν ήταν αγχωμένος. Δυο μέρες νωρίτερα, την Κυριακή, ο Τομ με είχε ρωτήσει: "Πρόσεξες τη φωνή του Ντίλαν τελευταία; Ο τόνος του είναι σκληρός και πιο υψηλός απ' ό,τι συνήθως". Ο Τομ έδειξε στις φωνητικές του χορδές με τον αντίχειρα και το μεσαίο δάχτυλο. "Η φωνή του πηγαίνει κάπως έτσι, όταν βρίσκεται σε ένταση. Νομίζω ότι κάτι ίσως τον απασχολεί". Το ένστικτο του Τομ για τα αγόρια ήταν πάντα εξαιρετικό και συμφωνήσαμε να καθίσουμε με τον Ντίλαν να δούμε αν κάτι του συνέβαινε. Έβγαζε νόημα ότι ο Ντίλαν θα μπορούσε να αισθάνεται αγωνία, όσο πλησίαζε η αποφοίτησή του από το γυμνάσιο. Τρεις εβδομάδες νωρίτερα, είχε επισκεφτεί το κολέγιο της πρώτης επιλογή του, το Πανεπιστήμιο της Αριζόνα. Αν και ο Ντίλαν ήταν αρκετά ανεξάρτητος, το να φύγει από την πολιτεία για το σχολείο θα ήταν μια μεγάλη προσαρμογή για ένα παιδί που ποτέ του δεν είχε φύγει μακριά από το σπίτι.
Όμως ήμουν ανήσυχη από την απότομη φωνή του Ντίλαν όταν έλεγε αντίο και μου φάνηκε περίεργο που δεν είχε σταματήσει να μοιραστεί τα σχέδιά του για τη μέρα. Δεν είχαμε ακόμα την ευκαιρία να καθίσουμε και να συζητήσουμε μαζί του, καθώς ο Ντίλαν είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος του σαββατοκύριακου με διάφορους φίλους. "Νομίζω ότι είχες δίκιο την Κυριακή" είπα στον σύζυγό μου, που κοιμόταν. "Κάτι απασχολεί τον Ντίλαν".
Από το κρεβάτι, ο Τομ με καθησύχασε. "Θα του μιλήσω μόλις επιστρέψει στο σπίτι". Καθώς ο Τομ δούλευε από το σπίτι, οι δυο τους συχνά διάβαζαν μαζί τα αθλητικά παίρνοντας ένα σνακ, όταν ο Ντίλαν επέστρεφε απ' το σχολείο. Ηρέμησα και συνέχισα να ετοιμάζομαι για τη δουλειά ως συνήθως, ανακουφισμένη από την ιδέα ότι μέχρι να επέστρεφα στο σπίτι ο Τομ θα ήξερε αν κάτι απασχολούσε τον Ντίλαν.
[...]
Το τηλεφώνημα, φυσικά, έφερε πολύ, πολύ χειρότερα νέα. Ο δικηγόρος με τον οποίο είχε επικοινωνήσει ο Τομ, ο Γκάρι Λόζοου, είχε επικοινωνήσει με το γραφείο του σερίφη. Τηλεφώνησε για να πει στον Τομ ότι το αδιανόητο είχε επιβεβαιωθεί. Αν και οι πληροφορίες ήταν πολύ αντιφατικές, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι κάτι τρομερό σχετικά με ενόπλους συνέβαινε στο Γυμνάσιο Κολουμπάιν. Το γραφείο του εισαγγελέα επιβεβαίωσε στον Γκάρι Λόζοου πως υποπτεύονταν ότι ο Ντίλαν ήταν ένας από τους ενόπλους. Η αστυνομία ερχόταν ήδη προς το σπίτι μας.
Όταν ο Τομ έκλεισε το τηλέφωνο, ο ένας κοιτούσε τον άλλο με τρόμο και δυσπιστία. Αυτό που άκουγα δεν μπορούσε να είναι αληθινό. Κι όμως ήταν. Και ταυτόχρονα δεν μπορούσε να είναι. Ακόμη και τα χειρότερα εφιαλτικά σενάρια που περνούσαν από το μυαλό μου επιστρέφοντας με το αυτοκίνητο στο σπίτι, ωχριούσαν μπροστά στην πραγματικότητα που αναδυόταν. Ανησυχούσα ότι ο Ντίλαν βρισκόταν σε κίνδυνο ή είχε κάνει κάτι παιδιάστικο κι έμπλεξε σε μπελάδες. Τώρα φαινόταν ότι άνθρωποι είχαν πληγωθεί εξαιτίας αυτού που εκείνους έκανε. Ήταν αληθινό. Συνέβαινε. Κι όμως ο εγκέφαλός μου δεν μπορούσε να συλλάβει αυτό που άκουγε.
Τότε ο Τομ μου είπε ότι θα προσπαθούσε να πάει στο σχολείο.
Φώναζα "Όχι! Τρελάθηκες; Μπορεί να σκοτωθείς!".
Με κοίταξε σταθερά και μετά είπε, "Ε, και;".
Όλη η θορυβώδης σύγχυση, που στροβιλιζόταν γύρω μας, κόπηκε μαχαίρι καθώς κοιταζόμασταν. Μετά από μια στιγμή, πήρα πίσω τις διαμαρτυρίες μου και υποχώρησα. Ο Τομ είχε δίκιο. Ακόμη κι αν πέθαινε, τουλάχιστον θα ήταν σίγουρος ότι είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να σταματήσει ό,τι συνέβαινε.
Λίγο μετά τη μία, τηλεφώνησα στην αδερφή μου. Τα δάχτυλά μου έτρεμαν καθώς σχημάτιζα τον αριθμό. Και οι δυο γονείς μου είχαν πεθάνει, όμως η μεγαλύτερη αδελφή μου και ο μικρότερος αδερφός μου έμεναν κοντά ο ένας στον άλλο σε μια άλλη πολιτεία. Σ' ολόκληρη την ζωή μου, η αδερφή μου ήταν εκείνη στην οποία απευθύνομαι, όταν τα πράγματα πάνε καλά και όταν δεν πάνε. Πάντοτε με φρόντιζε.
Τη στιγμή που άκουσα τη φωνή της, όποια αντίσταση διατηρούσα, κατέρρευσε και ξέσπασα σε κλάματα. "Κάτι φρικτό συμβαίνει στο σχολείο. Δεν ξέρω αν ο Ντίλαν κάνει κακό σε ανθρώπους ή αν αυτός έχει πάθει κακό. Λένε ότι εμπλέκεται". Η Νταϊάν δεν μπορούσε να πει κάτι για να σταματήσει τα δάκρυά μου, όμως υποσχέθηκε να τηλεφωνήσει στον αδερφό μας και σ' όλη την οικογένεια. "Είμαστε εμείς εδώ για σένα" είπε αποφασιστικά καθώς λέγαμε αντίο, ώστε να κρατήσω τη γραμμή ανοιχτή. Δεν είχα ιδέα πόσο θα τη χρειαζόμουν τα επόμενα χρόνια.
Μόλις έφτασε ο μεγαλύτερος γιος μας, ο Μπάιρον, οι φρενήρεις μου προσπάθειες να κάνω κάτι - οτιδήποτε - είχαν σταματήσει και καθόμουν στον πάγκο της κουζίνας μουλιάζοντας απ' το κλάμα σε μια πετσέτα για τα πιάτα. Μόλις ο Μπάιρον έβαλε τα χέρια του γύρω μου, κάθε ίχνος δύναμης εγκατέλειψε το σώμα μου και κατέρρευσα, έτσι περισσότερο με κρατούσε όρθια παρά με αγκάλιαζε.
"Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό; Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό;" ρωτούσα συνέχεια. Δεν είχα ιδέα τι ήταν το "αυτό". Ο Μπάιρον κούνησε το κεφάλι του με σιωπηλή δυσπιστία, με τα χέρια του πάντα να με αγκαλιάζουν. Δεν είχε κάτι να πει. Ένα κομμάτι μου σκεφτόταν ότι είμαι η μητέρα του. Πρέπει να αναδιοργανωθώ, να είμαι ένα πρότυπο, να είμαι δυνατή για τον Μπάιρον. Όμως ήταν αδύνατο για μένα να κάνω οτιδήποτε άλλο από το να κλαίω αλύπητα, μια κουρελιασμένη κούκλα στα χέρια του γιου μου.
Η αστυνομία άρχισε να έρχεται και μας έβγαλαν έξω από το σπίτι, στο δρόμο. Ήταν μια όμορφη μέρα, ηλιόλουστη και ζεστή, μια μέρα που σε κάνει να αισθάνεται ότι η άνοιξη ήρθε επιτέλους για να μείνει. Κάτω από άλλες συνθήκες θα χαιρόμουν που αφήσαμε πίσω μας ακόμη ένα μακρύ χειμώνα του Κολοράντο. Αντίθετα, η ομορφιά του καιρού έμοιαζε με χαστούκι στο πρόσωπο. "Τι θέλουν;" ρωτούσα. "Μπορούμε να βοηθήσουμε;". Τελικά, ένας αστυνομικός μας είπε ότι έψαχναν το σπίτι μιας και το διαμέρισμα του ενοικιαστή μας για εκρηκτικά.
[...]
Μείναμε εκεί έξω στο δρόμο, παρατημένοι σε αβεβαιότητα. Οι ώρες που περνούσαν, χαρακτηρίζονταν από την σύγχυσή μας ενώ μεταπέφταμε από την ελπίδα στην απελπισία. Το τηλέφωνο χτυπούσε και χτυπούσε και χτυπούσε. Μετά, η γυάλινη πόρτα του σπιτιού μας άνοιξε ακόμη μια φορά και αυτήν τη φορά μπορούσα ν' ακούσω την τηλεόραση που ο Τομ είχε αφήσει ανοιχτή στο δωμάτιό μας. Ένα παρουσιαστής τοπικού καναλιού έδινε το ρεπορτάζ έξω από το Γυμνάσιο Κολουμπάιν. Τον άκουσα να λέει τις τελευταίες πληροφορίες ότι υπήρχαν είκοσι πέντε νεκροί.
Όπως οι μητέρες όλου του Λίτλετον, προσευχόμουν για την ασφάλεια του γιου μου. Όμως, όταν άκουσα τον παρουσιαστή να κάνει λόγο για είκοσι πέντε νεκρούς, οι προσευχές μου άλλαξαν. Αν ο Ντίλαν ήταν μπλεγμένος στον τραυματισμό ή στο θάνατο άλλων ανθρώπων, έπρεπε να τον σταματήσουν. Ως μητέρα, αυτή ήταν η πιο δύσκολη προσευχή που είχα πει ποτέ μέσα στη σιωπή των σκέψεών μου, όμως εκείνη τη στιγμή ήξερα ότι η μεγαλύτερη ελεημοσύνη, για την οποία μπορούσα να προσευχηθώ, δεν ήταν η ασφάλεια του γιου μου, αλλά ο θάνατός του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου