5 Μαρτίου 2016

Ένα αποκριάτικο παραμύθι από τη Βουλγαρία. Τα αποκριάτικα έθιμα των γειτόνων μας.

Αν είχατε ποτέ την απορία πώς γιορτάζουν τις απόκριες οι γειτονικοί μας, βαλκανικοί λαού, τι έθιμα δηλαδή έχουν και πόσο αυτά μοιάζουν με τα ελληνικά, το παρακάτω βουλγαρικό, λαϊκό παραμύθι δίνει μια πολύ καλή ιδέα. Με άξονα τη φτωχή γριά Ζαφέρκω, που λόγω της φτώχειας της δεν μπορούσε να φτιάξει την παραδοσιακή τυρόπιτα της Αποκριάς, η ιστορία αφηγείται πατροπαράδοτα, βουλγαρικά έθιμα των ημερών επιχειρώντας παράλληλα να τα εξηγήσει. Η αφήγηση, όπως τουλάχιστον δημοσιεύτηκε η ιστορία στο παλιό ελληνικό περιοδικό Μπουκέτο το Μάρτιο του 1929, είναι καθηλωτική.

Η ΠΙΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια γριά, που τη λέγανε Ζαφέρκω. Η μπάμπω η Ζαφέρκω ήταν τόσο φτωχή, που δεν είχε ούτε αλεύρι ούτε αβγό να φτιάξει πίτα εκείνη τη χρονιά. Οι κότες της από το κρύο δεν γεννούσαν και το μικρό το χωραφάκι της το έκαψε ο ζεστός ο λίβας του καλοκαιριού και δεν έκαμε παρά μισό σινίκι σιτάρι. Το σκόρπισε κι εκείνη στο χωράφι να το φάνε τα πουλιά και τα φτωχά τα μυρμηγκάκια, που ήταν μαύρα, γυαλιστερά και στρογγυλά σαν γυάλινες χαντρούλες, φωνάζοντας:
- Ελάτε, ελάτε μυρμηγκάκια μου, πάρτε να φάτε στάρι να χορτάσετε!
Και γύρισε πιο φτωχή και νηστική η καλή γριούλα στην καλύβα της.
Πέρασε το χειμώνα όπως-όπως, αλλά σαν ήρθαν οι απόκριες, δεν είχε ούτε ένα δράμι στο αμπάρι της για την αποκράτικη την πάνιτσα, δηλαδή την πίτα που έπρεπε να φτιάξει για το καλό του χρόνου.
Όλες οι νοικοκυρές ετοιμάζουνε τις πίτες τους, πλάστες και πλαστήρια αναδεύονται, κορίτσια κουβαλούν ταψιά στους φούρνους και μέσα από τις φουρνόπορτες βγαίνουν αχνιστά και μοσχοβολημένα τα "σινιά" (γυριστάρια), και μόνο η γριούλα κάθετα έρμη και μαραμένη...
Εκεί που καθόταν και μοιριολογόταν, να και βγήκε από τη χαραμάδα ένα μυρμηγκάκι. 
- Τι έχεις θειά και κλαίγεσαι; τη ρώτησε.
- Τι έχω και να μην κλαίω μυρμηδιάρικο, τοσούλικο, καλό μου μυρμηγκάκι; του αποκρίθηκε η γριά και του διηγήθηκε την πίκρα της.
- Γι' αυτό στενοχωριέσαι; Σιτάρι να σου φέρουμε, όσο θες, εμείς.
- Εσείς; Και πού θα το βρείτε, μαύρες και καλές χανδρούλες μου, που πάτε στη σειρά γραμμή- γραμμή και γεμίζετε τον τόπο; Τι μπορείτε εσείς να κάνετε για μένα;
- Μπορούμε ό,τι θες να κάνουμε. Είμαστε μικροί, μα είμαστε πολλοί. Είμαι μιλιούνια μιλιούνια. Άναψε μόνο, σαν νυχτώσει, μια φωτιά μεγάλη, να ζεσταθεί η γης, να ξεπαγώσει ο τόπος, να ξεμουδιάσουμε και μεις και τότε θα δεις το σιτάρι άφθονο και τ' αμπάρια γεμισμένα.
Αυτά είπε το μυρμηγκάκι και τρύπωσε στη φωλιά του. Πήρε τότε η γριούλα τη μασιά, μάζεψε κάμποσα κάρβουνα, μάζεψε τσακνάκια και προσανάμματα, φύσηξε κι έβαλε φωτιά και άναψε ο κάμπος και ζεστάθηκε η γης και ζωντάνεψαν τα μυρμήγκια και όλη τη νύχτα κουβαλούσανε σπυριά-σπυριά σιτάρι κάτω βαθιά από τις ατέλειωτες φωλιές τους και γέμισαν τ' αμπάρι της γριάς.
ΚΑι από τότε, έμεινε η συνήθεια, την Αποκριά το βράδυ ν' ανάβουνε παντού φωτιές, που τις λένε "τζουτζουνάτες", για να ζεσταθεί η γη, γιατί αν δεν ζεσταθεί το χώμα την Αποκριά, η γη δεν ξεμουδιάζει και το νέο σιτάρι που σπάρθηκε, ποτέ δεν θα φυτρώσει ή, αν φυτρώσει, θα φυτρώσει παγωμένο κι άρρωστο και θ' αποδώσει καρπό αχαμνό και χαλασμένο. 
Η μπάμπω η Ζαφέρκω, σαν είδε γεμάτα τ' αμπάρια της, φορτώθηκε και πήγε μια βασταγιά σιτάρι στο μύλο και χέρι-χέρι έκαμε τ' αλεύρι της, ζύμωσε το χαμούρι της κι άνοιξε τα φύλλα. Αλλά πώς να τα γεμίσει; Και με τι; Πού τυρί, πού αβγό, πού βούτυρο;
Πάλι τρέξανε τα μυρμηγκάκια στα πουλιά και ζήτησαν αβγά. Μα πού αβγά; Γεννούνε τα πουλάκια το χειμώνα;
Τότε τα μυρμηγκάκια μπήκαν μέσα στα κατάβαθα της γης και ξύπνησαν όλα τα χορταρικά και τα λουλούδια, που κοιμόντουσαν, τραγουδώντας:
Παπαρούνες κόκκινες
και κίτρινες ζωχίδες
και σεις μαρτούλες ταπεινές
και ασπρολουλουδάκια
και ανεμώνες ντροπαλές
του κούκου τα σταφύλια
κατσίτκες και κουκόσκιγκες
και δυο αδερφών το αίμα
σκωθείτε και ξυπνήσατε
κι άνοιξη ζυγώνει.
Αποκριές μας ήρθανε
και οι φωτιές ανάψαν...
Κι αμέσως ξεμούδιασαν κι ανάδεψαν όλα τα φυτά και τα αγριολούλουδα. Και τα μυρμηγκάκια πήραν της μαρτούλας την καρδιά (μαρτούλα ή μαρίνγκα λέγεται στα βουλγαρικά το κίτρινο αγριολούλουδο, που ανθίζει τέλη Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου) και την πήγαν για κροκάδι αβγού στη γριά, πήραν κι άσπρα φύλλα από τ' ασπρολούλουδα (στα βουλγαρικά "κουκόσκιγκες"), που βιάστηκαν κι αυτά ν' ανοίξουν και τα πήγαν για τυρί, πήραν γάλα από τα χιονολούλουδα και την ψίχα από την κουφοξυλιά και την πήγανε για βούτυρο και ζύμωσε μια πίτα η γριά, που μοσχοβόλησε ο τόπος και ξανάσανε η πλάση και μοσχανάσαναν τα φυτά κι άνοιξαν τα λουλούδια και ανακουφίστηκε η γη και καθάρισε ο ουρανός κι έλαμψε ο ήλιος και λάμπρυνε και ξαπλώθηκε η άνοιξη στον κόσμο κι ανατριχιάσανε τα έγκατα της σφαίρας κι απόδωσε η φύση και γέλασε η Αποκριά και χάρηκε ο κόσμος και λουλούδιασαν τα λιβάδια τα πλατιά και φρεσκοφυλλιάσαν τα κλαριά και ίσκιωσαν οι βουνοκορφές και φάνταξαν οι κάμποι και κελαϊδήσαν τα πουλιά και γέννησαν οι κότες και ξεμυτίσανε τα στάρια και οι σπορές και πήξαν οι τσομπαναρέοι λευκό κι αγνό σαν τ' ασπρολούλουδα και βγάλαν βούτυρο γερό σαν την ψίχα της κουφοξυλιάς και λουλούδιασαν οι μαρτούλες και τα μυρμηγκάκια, σαν ατέλειωτα συμπεθέρια, πέρναγαν και ξαναπέρναγαν από το περβάζι της γριάς και πήγαιναν στη δουλειά τους!
Και η γριούλα τους πετούσε τώρα μπουκιά-μπουκιά από την πίτα της κι εκείνα τις μάζευαν και τις πήγαιναν στα κατάβαθα της γης για να ψιχωθούνε τα φυτά και να πάρουν τα λουλούδια δύναμη πιο μεγάλη.
Κι από τότε είναι συνήθεια να ρίχνουν από την πίτα που θα κάμουν για την Κυριακή της Τυροφάγου ("μπάνιτσα σουστρέινα", δηλ. πίτα από τυρί) μερικά κομμάτια έξω στη γη (αλλά ποτέ στο δρόμο ή σε πατημένο μέρος) λέγοντας την εξής επίκληση:
Πάρε ό,τι μου έδωσες
και πάλι να μου δώσεις,
πάρε ό,τι μου έδωσες,
να λείψουν μη μ' αφήνεις,
πάρε και ξαναδώσε μου,
πάλι δικά σου θά ναι...
Κι έτσι γιόρτασε η γριά Ζαφέρκω αποκριές, γιατί ήταν καλόκαρδη και άφηνε σπόρους στο χωράφι για τα πουλιά και τα μυρμήγκια και χάρηκε και χόρεψε και πήδησε στη φωτιά κι έζησε αυτή καλά και άμποτε και μεις να ζήσουμε καλύτερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου