Όταν τη δεκαετία του 1930 κυκλοφόρησε στα ελληνικά μια συλλογή ιστοριών με ήρωα των Νασρεντίν Χότζα, αυτός παρουσιάστηκε ως ένας "Αίσωπος της Τουρκίας". Βέβαια, η τουρκική καταγωγή του Χότζα αμφισβητείται από πολλούς λαούς, οι οποίοι τον διεκδικούν με τον ίδιο ζήλο, όπως στην αρχαιότητα έριζαν επτά πόλεις για το ποια από αυτές γέννησε τον Όμηρο. Το μυστήριο δεν θα λυθεί σύντομα, όμως δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία τελικά να το λύσουμε - αν και όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι ο Νασρνετίν ήταν μάλλον ιρανικής καταγωγής, αλλά έζησε το 13ο αιώνα στο Ακ Σεχίρ της περιοχής του Ικονίου, που τότε ανήκε στο κράτος των Σελτζούκων Τούρκων. Οι σατιρικές και σε μεγάλο βαθμό διδακτικές ιστορίες του Χότζα δεν έχουν σύνορα, αλλά χαρακτηρίζονται από οικουμενικότητα και διαχρονικότητα, ώστε διαβάζονται το ίδιο ευχάριστα και τον 21ο αιώνα. Ας πάρουμε μια μικρή μόνο γεύση από τέσσερις ιστορίες του Χότζα.
1.
1.
Ο Νασρεντίν ήταν πια δεκαπέντε χρονών και τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του. Τότε ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει στο Ικόνιο, για να σπουδάσει αυτό το μεγάλο παιδί που άρχιζε ήδη να βγάζει τρίχες στο πιγούνι του και να κοιτάζει παράξενα τα κορίτσια του χωριού.
Ένα πρωί, λοιπόν, ο Νασρεντίν αποχαιρέτησε τους γονείς και το δάσκαλό του, ανέβηκε στο γάιδαρό του και έφυγε χωρίς πολλή λύπη και με τη χαρά πως θα έβλεπε κι άλλους τόπους. Αναγκάσθηκε να σταματήσει οκτώ ημέρες στο Ακ Σεχίρ. Μερικοί άνθρωποι από το χωριό του, που περνούσαν απ' αυτήν την πόλη, διέδωσαν πως ήταν ηλίθιος κι αυτό έδωσε θάρρος σ' έναν κάτοικο του Ακ Σεχίρ να τον σταματήσει μια μέρα στο δρόμο και, χωρίς να του πει λέξη, να του σκάσει μια καρπαζιά γελώντας:
Ο Νασρεντίν δεν ήθελε να προκαλέσει σκάνδαλο σε μια πόλη, όπου ήταν ξένος. Είπε απλώς:
- Ασφαλώς θα υπάρχει δικαστήριο σ' αυτόν τον τόπο.
Και πήγε να παραπονεθεί στον καδή. Αλλά ο καδής ήταν ξάδελφος του ανθρώπου που χτύπησε τον Νασρεδίν. Ο καδής κάλεσε και τους δύο αντιδίκους και είπε στον Νασρεδίν:
- Το χτύπημα που σου έδωσε αξίζει αποζημίωση ένα γρόσι. Αυτός ο άνθρωπος θα σου δώσει αμέσως ένα γρόσι.
Ο Νασρεδίν δεν μπορούσε να παραδεχθεί πώς μια τέτοια πράξη είχε μια τόσο ελαφριά ποινή.
- Λοιπόν, είπε στον καδή, σ' αυτόν τον τόπο δεν αξίζει παρά ένα γρόσι η καρπαζιά;
- Ναι, απάντησε ο καδής, που ήθελε να σώσει τον ξάδελφό του.
Τότε ο Νασρεδίν πλησίασε τον καδή και του έδωσε μια δυνατή καρπαζιά:
- Αφού στη χώρα σας η καρπαζιά αξίζει μόνο ένα γρόσι, είπε στον ζαλισμένο καδή, πάρε το γρόσι που μου χρωστά ο άνθρωπος αυτός. Όσο για μένα, παραιτούμαι.
2.
Ένα διάστημα, στο Ακ Σεχίρ έπεσε μεγάλη πείνα και ο κόσμος δεν είχε να φάει. Και δεν έφτανε μονάχα αυτό, αλλά ο καϊμακάμης και ο καδής τυραννούσαν τον κόσμο και τον πίεζαν να τους πηγαίνουν τα καλύτερα τρόφιμα, που είχαν για να περνάνε αυτοί καλά. Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και οι κάτοικοι του Ακ Σεχίρ αναγκάστηκαν να στείλουν επιτροπή στο νομάρχη και να ζητήσουν τη μετάθεση του καϊμακάμη. Ο νομάρχης, όμως, που ευνοούσε τον καϊμακάμη, δεν ήθελε ούτε ν' ακούσει τα παράπονα της επιτροπής. Απελπισμένοι οι κάτοικοι μαζεύθηκαν στον αυλόγυρο του τζαμιού και αποφάσισαν να στείλουν τον Νασρεντίν Χότζα στην Κωνσταντινούπολη, να εκθέσει την κατάσταση στον Βεζύρη.
Ο Χότζας δέχθηκα και ύστερα από λίγες μέρες έφθασε στην Πόλη και ζήτησε ακρόαση από το Βεζύρη. Μετά τρεις μέρες, ο Βεζύρης τον ειδοποίησε να παρουσιασθεί και ο Χότζας, αφού έβαλε την καινούρια γούνα του, πήγε στην Υψηλή Πύλη. Όταν παρουσιάστηκε στο Βεζύρη, ο Χότζας έκανε έναν τεμενά και είπε:
- Ενδοξότατε, έρχομαι εκ μέρους του λαού του Ακ Σεχίρ να σας εκθέσω μερικά παράπονα.
Ο Βεζύρης, που ήξερε ότι στο Ακ Σεχίρ υπήρχε πείνα, έδωσε προσοχή και πριν ρωτήσει τι παράπονα είχαν οι κάτοικοι, ρώτησε:
- Έμαθα ότι στο Ακ Σεχίρ υπάρχει πείνα και ότι ο κόσμος εκεί υποφέρει. Είναι αλήθεια;
- Ψέματα, Βεζύρη μου. Λίγες μέρες πριν φύγω από κει, ο κόσμος όλος διασκέδαζε και τα κρέατα στα χασάπικα βρωμούσαν.
-Πώς αυτό, ενώ στο Ακ Σεχίρ υπάρχει πείνα;
- Έμαθαν ότι θα μετατεθεί ο καϊμακάμης μας και γι' αυτό.
Ο Βεζύρης κατάλαβε τι εννοούσε ο Χότζας, ωστόσο πρόσθεσε:
- Μα και στο Μπαϊράμι ο κόσμος όλος σφάζει αρνιά.
- Ναι, μα στο Μπαϊράμι σφάζουν μονάχα οι Μουσουλμάνοι, ενώ τώρα και οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι και οι Αρμένηδες ακόμη τό ριξαν στο γλέντι, μόλις έμαθαν ότι θα μετατεθεί ο καϊμακάμης.
- Και ο καδής σας τι άνθρωπος είναι;
- Πρώτης τάξεως άνθρωπος, απάντησε ο Χότζας. Ό,τι του πάνε δεν το γυρνά πίσω, για να μην προσβάλει κανέναν.
Ο Βεζύρης κατάλαβε και διέταξε αμέσως να μετατεθούν οι δυο κακοί υπάλληλοι.
3.
Στο Ακ Σεχίρ ζούσε ένας κακός και ελεεινός άνθρωπος, που τον φώναζαν "πάπια", επειδή έκανε πάντα τον φιλήσυχο, όταν ήθελε ν' αναστατώσει την παρέα. Μια μέρα, μπήκε σ' ένα καφενείο και κάθισε να πιεί καφέ. Στο διπλανό τραπέζι καθόταν ο Νασρεντίν Χότζας μ' ένα φίλο του και κουβέντιαζαν. Σε μια στιγμή, ο φίλος του Χότζα βλέποντας να συννεφιάζει, γύρισε και είπε:
- Χότζα εφέντη, φαίνεται πως θα βρέξει. Βλέπεις, ο ουρανός άρχισε να συννεφιάζει.
Δεν πρόφθασε όμως να τελειώσει τα λόγια του και δέχεται μια καρέκλα στο κεφάλι από τον ταραξία, ο οποίος του φώναξε:
- Να, για να μάθεις να μην με πειράζεις.
Οι θαμώνες έτρεξαν αμέσως να δουν τι συμβαίνει και ρώτησαν τον Χότζα. Ο Νασρεντίν τους εξήγησε ότι ο άνθρωπος δεν είπε τίποτα, παρά μόνο ότι θα βρέξει.
- Και τι σχέση έχει αυτό με την πάπια;
- Δεν καταλαβαίνετε, απάντησε θυμόσοφα ο Χότζας. Όταν βρέχει, πέφτει νερό, το νερό γίνεται ρέμα, το ρέμα σχηματίζει λίμνη και μέσα στη λίμνη πλέουν οι πάπιες. Ο άνθρωπος, όχι πως είναι κακός, αλλά αυτό φαίνεται θα εννοούσε.
4.
Μια μέρα, ο Νασρεντίν Χότζας στενοχωρημένος βγήκε έξω από το Ακ Σεχίρ να πάρει λίγο αέρα. Εκεί, καθώς περνούσε ανάμεσα από τα αμπέλια, βρήκε στο δρόμο ένα κομμάτι χαρτί και το πήρε για να δει τι έγραφε. Κατά τύχη, από την αντίθετη μεριά του δρόμου ερχόταν ένας παλιός φίλος του Χότζα, ο οποίος, μόλις αντίκρισε τον Νασρεντίν, τον πλησίασε και αφού τον χαιρέτισε του λέει:
- Πώς από δω τέτοια ώρα, Χότζα εφέντη;
- Βγήκα να πάρω λίγο αέρα, απάντησε ο Χότζας.
- Τι είναι αυτό το χαρτί που διαβάζεις;
- Αυτό εδώ;
- Ναι, αυτό που κρατάς στα χέρια σου.
- Δεν ξέρεις;
- Πού να ξέρω!
- Α, φίλε μου, είπε ο Χότζας παίρνοντας σπουδαίο ύφος. Αυτό που βλέπεις είναι φιρμάνι.
- Και τι γράφει το φιρμάνι, Χότζα εφέντη;
- Το φιρμάνι αυτό γράφει, ότι όλα τ' αμπέλια που βλέπεις γύρω σου, από δω κι εμπρός θα είναι πια δικά μου.
- Αλήθεια, Χότζα εφέντη;
- Αμ τι, ψέματα;
Ο αγαθός χωρικός, που δεν μπορούσε να φανταστεί τον Χότζα να λέει ψέματα, τον κοίταξε με ζηλοτυπία και ύστερα παίρνοντας ένα ύφος παραπονιάρη είπε:
- Τα συγχαρητήριά μου, Χότζα εφέντη, αλλά φαίνεται δεν είσαι πια φίλος μου.
- Γιατί;
- Γιατί, αν ήσουν φίλος μου, θα μου λεγες ένα "ορίστε" να δοκιμάσουμε από τα σταφύλια των κτημάτων σου.
- Μπράβο, αδερφέ, γιατί όχι; Και δεν μπαίνουμε σ' ένα αμπέλι να φάμε όσα σταφύλια θέλεις; Αστείο πράγμα! Με ξέρεις για τσιγκούνη;
Ο χωρικός χάρηκε και σε λίγο χύθηκαν και οι δύο μέσα στο διπλανό αμπέλι και άρχισαν να τρώνε σταφύλια.
- Ωραία σταφύλια, Χότζα εφέντη; είπε ο χωριάτης.
- Έκτακτα, απάντησε ο Χότζας. Αν θέλεις, μπορείς να κόψεις και πέντε έξι οκάδες να τα πας στο σπίτι σου, να φάνε τα παιδιά.
- Ο Αλλάχ να σε κάνει πάντα ευτυχισμένο, απάντησε ο χωριάτης και άρχισε να γεμίσει το μαντίλι του με σταφύλια.
Εκείνη τη στιγμή, τα σκυλιά που φύλαγαν το αμπέλι πήραν μυρωδιά και όρμησαν εναντίον του Χότζα και του χωριάτη. Ο Χότζας, μόλις άκουσε τα σκυλιά από μακριά να γαβγίζουν, χωρίς να χάσει καιρό, πήδηξε το φράχτη και μ' ένα πήδημα βρέθηκε στο δρόμο. Ο χωριάτης, που δεν φανταζόταν τον κίνδυνο, εξακολουθούσε να κόβει σταφύλια. Όταν όμως τα σκυλιά πλησίασαν αρκετά τα χρειάστηκε και από το φόβο του μήπως τον κατασπαράξουν, το βαλε κι αυτός στα πόδια. Καθώς όμως έκανε να πηδήξει το φράχτη, σκάλωσε το σαλβάρι το σ' ένα κλαδί και κινδύνεψε να πέσει στα δόντια των σκυλιών. Εκείνη τη στιγμή πρόφθασαν και οι φύλακες με τα τουφέκια και άρχισαν να πυροβολούν. Ο χωριάτης στη δύσκολη εκείνη θέση έμπηξε μια φωνή στον Χότζα, που βρισκόταν ήδη στο δρόμο.
- Χότζα εφέντη, έλα σε παρακαλώ και δείξε σ' αυτούς το φιρμάνι για να με αφήσουν.
- Φίλε μου, απάντησε θυμόσοφα ο Χότζας, τώρα τα σκυλιά γαβγίζουν, οι φύλακες πυροβολούν, ο κόσμος χαλάει, ποιος ακούει σε τέτοια στιγμή φιρμάνια. Φύγε να γλιτώσεις καλύτερα!
Άλλες λογοτεχνικές περιηγήσεις:
-- Από τη διδασκαλία του Σααδή
-- Ο Σααδή για το φως του έρωτα που νικά το σκοτάδι
-- 9 + 1 μικρές ιστορίες από τον Πάουλο Κοέλιο
-- Γιατί πρέπει οι άνθρωποι να κάνουν όνειρα (απόσπασμα από "το Ημερολόγιο ενός Μάγου" του Πάουλο Κοέλιο)
____________________________
2.
Ένα διάστημα, στο Ακ Σεχίρ έπεσε μεγάλη πείνα και ο κόσμος δεν είχε να φάει. Και δεν έφτανε μονάχα αυτό, αλλά ο καϊμακάμης και ο καδής τυραννούσαν τον κόσμο και τον πίεζαν να τους πηγαίνουν τα καλύτερα τρόφιμα, που είχαν για να περνάνε αυτοί καλά. Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και οι κάτοικοι του Ακ Σεχίρ αναγκάστηκαν να στείλουν επιτροπή στο νομάρχη και να ζητήσουν τη μετάθεση του καϊμακάμη. Ο νομάρχης, όμως, που ευνοούσε τον καϊμακάμη, δεν ήθελε ούτε ν' ακούσει τα παράπονα της επιτροπής. Απελπισμένοι οι κάτοικοι μαζεύθηκαν στον αυλόγυρο του τζαμιού και αποφάσισαν να στείλουν τον Νασρεντίν Χότζα στην Κωνσταντινούπολη, να εκθέσει την κατάσταση στον Βεζύρη.
Ο Χότζας δέχθηκα και ύστερα από λίγες μέρες έφθασε στην Πόλη και ζήτησε ακρόαση από το Βεζύρη. Μετά τρεις μέρες, ο Βεζύρης τον ειδοποίησε να παρουσιασθεί και ο Χότζας, αφού έβαλε την καινούρια γούνα του, πήγε στην Υψηλή Πύλη. Όταν παρουσιάστηκε στο Βεζύρη, ο Χότζας έκανε έναν τεμενά και είπε:
- Ενδοξότατε, έρχομαι εκ μέρους του λαού του Ακ Σεχίρ να σας εκθέσω μερικά παράπονα.
Ο Βεζύρης, που ήξερε ότι στο Ακ Σεχίρ υπήρχε πείνα, έδωσε προσοχή και πριν ρωτήσει τι παράπονα είχαν οι κάτοικοι, ρώτησε:
- Έμαθα ότι στο Ακ Σεχίρ υπάρχει πείνα και ότι ο κόσμος εκεί υποφέρει. Είναι αλήθεια;
- Ψέματα, Βεζύρη μου. Λίγες μέρες πριν φύγω από κει, ο κόσμος όλος διασκέδαζε και τα κρέατα στα χασάπικα βρωμούσαν.
-Πώς αυτό, ενώ στο Ακ Σεχίρ υπάρχει πείνα;
- Έμαθαν ότι θα μετατεθεί ο καϊμακάμης μας και γι' αυτό.
Ο Βεζύρης κατάλαβε τι εννοούσε ο Χότζας, ωστόσο πρόσθεσε:
- Μα και στο Μπαϊράμι ο κόσμος όλος σφάζει αρνιά.
- Ναι, μα στο Μπαϊράμι σφάζουν μονάχα οι Μουσουλμάνοι, ενώ τώρα και οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι και οι Αρμένηδες ακόμη τό ριξαν στο γλέντι, μόλις έμαθαν ότι θα μετατεθεί ο καϊμακάμης.
- Και ο καδής σας τι άνθρωπος είναι;
- Πρώτης τάξεως άνθρωπος, απάντησε ο Χότζας. Ό,τι του πάνε δεν το γυρνά πίσω, για να μην προσβάλει κανέναν.
Ο Βεζύρης κατάλαβε και διέταξε αμέσως να μετατεθούν οι δυο κακοί υπάλληλοι.
_____________________________
3.
Στο Ακ Σεχίρ ζούσε ένας κακός και ελεεινός άνθρωπος, που τον φώναζαν "πάπια", επειδή έκανε πάντα τον φιλήσυχο, όταν ήθελε ν' αναστατώσει την παρέα. Μια μέρα, μπήκε σ' ένα καφενείο και κάθισε να πιεί καφέ. Στο διπλανό τραπέζι καθόταν ο Νασρεντίν Χότζας μ' ένα φίλο του και κουβέντιαζαν. Σε μια στιγμή, ο φίλος του Χότζα βλέποντας να συννεφιάζει, γύρισε και είπε:
- Χότζα εφέντη, φαίνεται πως θα βρέξει. Βλέπεις, ο ουρανός άρχισε να συννεφιάζει.
Δεν πρόφθασε όμως να τελειώσει τα λόγια του και δέχεται μια καρέκλα στο κεφάλι από τον ταραξία, ο οποίος του φώναξε:
- Να, για να μάθεις να μην με πειράζεις.
Οι θαμώνες έτρεξαν αμέσως να δουν τι συμβαίνει και ρώτησαν τον Χότζα. Ο Νασρεντίν τους εξήγησε ότι ο άνθρωπος δεν είπε τίποτα, παρά μόνο ότι θα βρέξει.
- Και τι σχέση έχει αυτό με την πάπια;
- Δεν καταλαβαίνετε, απάντησε θυμόσοφα ο Χότζας. Όταν βρέχει, πέφτει νερό, το νερό γίνεται ρέμα, το ρέμα σχηματίζει λίμνη και μέσα στη λίμνη πλέουν οι πάπιες. Ο άνθρωπος, όχι πως είναι κακός, αλλά αυτό φαίνεται θα εννοούσε.
____________________________________
4.
Μια μέρα, ο Νασρεντίν Χότζας στενοχωρημένος βγήκε έξω από το Ακ Σεχίρ να πάρει λίγο αέρα. Εκεί, καθώς περνούσε ανάμεσα από τα αμπέλια, βρήκε στο δρόμο ένα κομμάτι χαρτί και το πήρε για να δει τι έγραφε. Κατά τύχη, από την αντίθετη μεριά του δρόμου ερχόταν ένας παλιός φίλος του Χότζα, ο οποίος, μόλις αντίκρισε τον Νασρεντίν, τον πλησίασε και αφού τον χαιρέτισε του λέει:
- Πώς από δω τέτοια ώρα, Χότζα εφέντη;
- Βγήκα να πάρω λίγο αέρα, απάντησε ο Χότζας.
- Τι είναι αυτό το χαρτί που διαβάζεις;
- Αυτό εδώ;
- Ναι, αυτό που κρατάς στα χέρια σου.
- Δεν ξέρεις;
- Πού να ξέρω!
- Α, φίλε μου, είπε ο Χότζας παίρνοντας σπουδαίο ύφος. Αυτό που βλέπεις είναι φιρμάνι.
- Και τι γράφει το φιρμάνι, Χότζα εφέντη;
- Το φιρμάνι αυτό γράφει, ότι όλα τ' αμπέλια που βλέπεις γύρω σου, από δω κι εμπρός θα είναι πια δικά μου.
- Αλήθεια, Χότζα εφέντη;
- Αμ τι, ψέματα;
Ο αγαθός χωρικός, που δεν μπορούσε να φανταστεί τον Χότζα να λέει ψέματα, τον κοίταξε με ζηλοτυπία και ύστερα παίρνοντας ένα ύφος παραπονιάρη είπε:
- Τα συγχαρητήριά μου, Χότζα εφέντη, αλλά φαίνεται δεν είσαι πια φίλος μου.
- Γιατί;
- Γιατί, αν ήσουν φίλος μου, θα μου λεγες ένα "ορίστε" να δοκιμάσουμε από τα σταφύλια των κτημάτων σου.
- Μπράβο, αδερφέ, γιατί όχι; Και δεν μπαίνουμε σ' ένα αμπέλι να φάμε όσα σταφύλια θέλεις; Αστείο πράγμα! Με ξέρεις για τσιγκούνη;
Ο χωρικός χάρηκε και σε λίγο χύθηκαν και οι δύο μέσα στο διπλανό αμπέλι και άρχισαν να τρώνε σταφύλια.
- Ωραία σταφύλια, Χότζα εφέντη; είπε ο χωριάτης.
- Έκτακτα, απάντησε ο Χότζας. Αν θέλεις, μπορείς να κόψεις και πέντε έξι οκάδες να τα πας στο σπίτι σου, να φάνε τα παιδιά.
- Ο Αλλάχ να σε κάνει πάντα ευτυχισμένο, απάντησε ο χωριάτης και άρχισε να γεμίσει το μαντίλι του με σταφύλια.
Εκείνη τη στιγμή, τα σκυλιά που φύλαγαν το αμπέλι πήραν μυρωδιά και όρμησαν εναντίον του Χότζα και του χωριάτη. Ο Χότζας, μόλις άκουσε τα σκυλιά από μακριά να γαβγίζουν, χωρίς να χάσει καιρό, πήδηξε το φράχτη και μ' ένα πήδημα βρέθηκε στο δρόμο. Ο χωριάτης, που δεν φανταζόταν τον κίνδυνο, εξακολουθούσε να κόβει σταφύλια. Όταν όμως τα σκυλιά πλησίασαν αρκετά τα χρειάστηκε και από το φόβο του μήπως τον κατασπαράξουν, το βαλε κι αυτός στα πόδια. Καθώς όμως έκανε να πηδήξει το φράχτη, σκάλωσε το σαλβάρι το σ' ένα κλαδί και κινδύνεψε να πέσει στα δόντια των σκυλιών. Εκείνη τη στιγμή πρόφθασαν και οι φύλακες με τα τουφέκια και άρχισαν να πυροβολούν. Ο χωριάτης στη δύσκολη εκείνη θέση έμπηξε μια φωνή στον Χότζα, που βρισκόταν ήδη στο δρόμο.
- Χότζα εφέντη, έλα σε παρακαλώ και δείξε σ' αυτούς το φιρμάνι για να με αφήσουν.
- Φίλε μου, απάντησε θυμόσοφα ο Χότζας, τώρα τα σκυλιά γαβγίζουν, οι φύλακες πυροβολούν, ο κόσμος χαλάει, ποιος ακούει σε τέτοια στιγμή φιρμάνια. Φύγε να γλιτώσεις καλύτερα!
Άλλες λογοτεχνικές περιηγήσεις:
-- Από τη διδασκαλία του Σααδή
-- Ο Σααδή για το φως του έρωτα που νικά το σκοτάδι
-- 9 + 1 μικρές ιστορίες από τον Πάουλο Κοέλιο
-- Γιατί πρέπει οι άνθρωποι να κάνουν όνειρα (απόσπασμα από "το Ημερολόγιο ενός Μάγου" του Πάουλο Κοέλιο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου