Ο Θέμος Κορνάρος είναι γνωστός για το βιβλίο του "Σπιναλόγκα" του 1933, με το οποίο κατήγγειλε τις ελεεινές συνθήκες ζωής και τον κοινωνικό αποκλεισμό των απόκληρων της Σπιναλόγκας, ανθρώπων που έφεραν το κοινωνικό στίγμα μιας τότε ανίατης αρρώστιας, ώστε φυλακίστηκαν σ' έναν τόπο εξορίας, όπου ζούσαν σαν να ήταν παιδιά ενός κατώτερου, πολύ σκληρού Θεού. Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που ο Κορνάρος έγραφε για τη Σπιναλόγκα και τους κατοίκους της. Το Δεκέμβριο του 1928, η ηρακλειώτικη εφημερίδα Ελευθέρα Σκέψις δημοσίευσε μια σειρά διηγήσεων του Κορνάρου με γενικό τίτλο "Το νησί της λέπρας", από τις συναντήσεις του με κατοίκους της Σπιναλόγκα, μεταξύ των οποίων και δύο άτομα (έναν άνδρα και μια γυναίκα), που ο ίδιος είχε γνωρίσει, όταν ήταν φοιτητής στην Αθήνα. Ουσιαστικά ο συγγραφέας αναδεικνύει τα συναισθήματα τόσο των ανθρώπων που συνάντησε στο νησί (φόβος, νοσταλγία, αλλά και ελπίδα), καθώς επίσης τη δικιά του αμηχανία, αλλά και τη συμπόνοια του για τους ξεχασμένους κατοίκους της Σπιναλόγκας.
ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΛΕΠΡΑΣ
Νάτε μια λέξη που μας κάνει να αιστανόμαστε ρίγος παράξενο σαν την ακούμε.
Δεν ξέρουμε τι είν' αυτή η Σπιναλόγκα κι όμως μας παγώνει το αίμα σαν μας μιλούν γι' αυτή άλλοι, που ίσως δεν την ξέρουν και περισσότερο από μας.
Όταν ήμουν παιδί στο χωριό μου, θυμούμαι, πως στους γυναικοκαβγάδες της βρύσης, μεταχειρίζονταν συχνά την κατάρα: «να μου τ' αξιώσει ο Θεός να σε δω στη Σπιναλόγκα...».
Η μεγαλύτερη βρισιά ήταν: «Μεσκήνης...». (σ.σ. ο λεπρός).
Τώρα βρίσκομαι πάνω στον έρημο βράχο, πάνω στο ξερό βραχάδικο νησί των... μεσκήνιδων, έτοιμος ν' ακούσω τα παράπονά τους και καταδικασμένος να γενώ η αποθήκη που θα δεχτεί το μεγάλο πόνο του κόσμου τούτου, που ναι αποφασισμένος πως δε θα ξαναζήσει κοντά στους δικούς του μέσα στο σπίτι του και στα μέρη των παιδικών αναμνήσεων.
Ένα νησάκι λίγων τετραγωνικών μέτρων η Σπιναλόγκα, ένας βράχος καλύτερα άγριος κι άγονος, μέσα στον μικρό κόλπο της Ελούντας, είναι το μέρος που καταδικάστηκε να φιλοξενεί τους τραγικούς καταδίκους της μοίρας.
Μαύρος ο βράχος, τραχύς κι άγονος, λες κι αυτός ακόμα φθείρεται από τη λέπρα που φθείρει τα κορμιά των κατοίκων του.
Δε βλέπει κανένας, ούτ' ένα σημαδάκι πράσινο, παρά μόνο χαλάσματα, γκρεμούς, παραξοχές απότομες, κι όλ' αυτά τριγυρισμένα από διπλά Βενετσάνικα τείχη που τ' αγριεμένα κύματα μ' ορμή ξεσπούν πάνω τους και προσπαθούν να τα γκρεμίσουν και να καταπιούν το φοβερό νησί που κλει μέσα του μεγαλύτερο ανθρώπινο πόνο.
Απέναντι φαίνονται καταπράσινα βουνά και κάτασπρα χωριουδάκια, που ναι το συμπλήρωμα της απογοήτεψης για τους δυστυχισμένους Σπιναλογκίτες.
Αν κάποιος Θεός, τα τακτοποίησε έτσι τα πράγματα, ασφαλώς δε θά καμε μεγαλύτερο κακούργημα, από του να δημιουργήσει αυτήν την αντίθεση που μοναχεμένο σκοπό έχει να σκοτώνει μια ώρ' αρχήτερα τους καταδικασμένους αυτούς ανθρώπους.
Μόλις αντίκρισα το ξερονήσι της λέπρας από μακριά θυμήθηκα το βράχο της Αγίας Ελένης που φιλοξένησε τον Ναπολέοντα, έτσι που μου τον παρέστησαν οι δασκάλοι μου και έτσι που η παιδική μου φαντασία το ζωγράφισε στο τελάρο της μνήμης μου. Πόσο θα παρηγοριότανε ο αιχμάλωτος της Αγίας Ελένης, αν μπορούσε να φανταστεί τούτο το βράχο, όπως βρίσκεται σήμερα με τους ανθρώπους που τον κατοικούνε αποδιωγμένοι αυτοί από την υπόλοιπη κοινωνία!...
Από μακριά φαίνεται σαν ένα μεγάλο χωριό η Σπιναλόγκα, σκαρφαλωμένο στερεά στον άγονο βράχο.
Πλησιάζοντας όμως κανένας ξεχωρίζει χαλάσματα, όλο χαλάσματα και λίγα μόνο σπίτια κατοικήσιμα.
Όταν κοιτάζω τα χαλάσματα τούτα, δεν μπορεί να φύγει από το μυαλό μου η ιδέα, πως κι η πέτρα και τα σπίτια τούτα προσβλήθηκαν, φαγώθηκαν κι έπεσαν από τη φοβερή λέπρα.
Σπίτια, βράχοι κι άνθρωποι, αποτελούνε ένα σύνολο πένθιμο, λυπηρό και τρομερό μαζί.
Μαζεμένα όλα αποτελούνε της καταστροφής και του ξεχαρβαλώματος το σύμβολο, που κανείς δεν μπορεί να μεταβάλει.
Κι η επιστήμη ακόμα απογοητεμένη το παράτησε το νησί τούτο να το πάρει η μπόρα της μοιραίας καταστροφής.
Αλήθεια. Πόση απογοήτευση θα δοκιμάζει ένας γιατρός π' αγαπά και πονεί και νοιώθει την επιστήμη του και το σκοπό τη,ς όταν θα βλέπει τον άνθρωπο με την αγιάτρευτη αστένεια, να χάνεται, συνηθισμένος πια να μην ζητά από το γιατρό βοήθεια, γιατί ξέρει πως μάταια θα ζητά και θα περιμένει.
Πολλοί είπαν για τον γιατρό πως είναι σκληρός κι αναίστητος.
Εγώ δεν μπορώ να παραδεχτώ πως ένας γιατρός όπως πρέπει, σαν θ' αντικρύσει την κατάσταση π' αντικρίζω σήμερα κι εγώ και που θα σας εκθέσω πάρα κάτω, θα μπορέσει να πνίξει ένα μεγάλο κύμα συμπόνιας (που ναι γεμάτο ανθρωπισμό), κι ένα άλλο κύμα απογοήτεψης για την αδυναμία της επιστήμης.
***
Θέλω να σας δώσω όσο μπορώ πιο τέλεια την εικόνα, της ζωής και της κατάστασης των αδελφών μας τούτων, που πριν ακόμα παραλύσει ο οργανισμός του κορμιού τους, κλειστήκανε εδώ μέσα, σε τούτο τον τάφο της Σπιναλόγκας, για να περάσουν την υπόλοιπη τους ζωή μακριά από κάθε δημιουργικό αγώνα.
Λέω πως κλείστηκαν στον τάφο, γιατί έχω υπ' όψη μου, ότι ζωή δεν είναι τίποτε άλλο από αγώνας εντατικός, καθημερινός, ακατάπαυστος.
***
Θά ταν 9 η ώρα το πρωί, όταν η βάρκα σταμάτησε στη σκάλα του Λεπροκομείου.
Εκεί είχαν μαζευτεί οι περισσότεροι από τους ανθρώπους αυτούς, περιμένοντες όχι να δουν γνωστούς, αλλά για να ψωνίσουν το καθημερινό τους από τους επιτήδειους μικροεμπορευομένους που θεωρούνε τη Σπιναλόγκα για τόπο εύκολου πλουτισμού.
Παρατηρώ τους άρρωστους, και βλέπω: άλλους χωρίς δάχτυλα, άλλους χωρίς μύτη, χωρίς αυτιά, χωρίς χείλη κι άλλους με σάπιο πρόσωπο και με το κορμί γεμάτο πληγές ανοιχτές που τρέχουν πύον. Άλλους κομψοντυμένους μα ξυπόλητους, γιατί τα πόδια τους είχαν καταφαγωθεί και δεν απόμενε παρά μόνο η φτέρνα, κι έτσι δεν έμενε μέρος για να κρατηθεί παπούτσι.
Κάθε τάξης και κάθε Ελληνικής επαρχίας ο αντιπρόσωπος δεν λείπει απ' εδώ μέσα.
Βγαίνω έξω. Μαζεύουνται γύρω μου όλοι, μα προσεχτικά μου κάνουν μέρος να περάσω για να μη μ' αγγίξουν.
- Καλώς ορίσετε· μου φωνάζουν όσοι μπορούσαν να με σιμώσουν πιο πολύ.
Δεν είμαι σε θέση ακόμα, να μιλήσω μαζί τους.
Είμαι πολύ συγκινημένος από τη θέα των ανθρώπινων αυτών κουρελιών.
Για να συνέλθω πρέπει το μάτι μου να συνηθίσει να βλέπει και να μη τρομάζει από τον όγκο της ανθρώπινης δυστυχίας.
Κάνω μια βόλτα γύρω στο νησί, πάνω στα βενετσάνικα τείχη, που μια εποχή χτίστηκαν για να φυλάξουν μια χαριτωμένη πολιτεία από ξαφνικές επιδρομές, αλλά που ξέχασαν σήμερα τον προορισμό τους κι εξακολουθούν βαριά να κάθουνται πάνω στην αγριεμένη θάλασσα για να προσδίδουνε φοβερότερη όψη στην καινούργια πολιτεία που ναι όλο ερείπια, βρώμα, καταστροφή, λέπρα...
Μπαίνω μέσα στην κατοικημένη συνοικία.
Περνώ από σοκάκια στενά βρώμικα κι αναπνέω ένα αέρα ζεστό, που μυρίζει ναφθαλίνη και σουμπλιμέ.
Σε μια γωνιά της συνοικίας, δυο γριές κάθουνται και κουβεντιάζουν, ίσως τα βασανά τους, και ξαναθυμούνται την παλιά τους ζωή.
Μόλις μ' είδαν από μακριά και με κοίταξαν καλά καλά ανταλλάξανε δυο-τρία λόγια, που δεν τ' άκουσα, κι ύστερα η μια απ' αυτές μου φωνάζει.
- Ο Μάρκος είσαι παιδί μου;
- Όχι, κυρά μου. Μα τι σου είναι αυτός ο Μάρκος; Ίσως να τον γνωρίζω.
- Γιός μου παιδί μου...
Άρχισε να κλαίει και δεν μπορούσε να μιλήσει για ώρα πολλή. Σαν συνήρθε λίγο την ξαναρωτώ:
- Από ποιο μέρος είσαι κυρά;
- Από τη Μικρά Ασία, παιδί μου. Η οικογένειά μου μένει τώρα στο Βόλο κι ο Μάρκος μου σπουδάζει στην Αθήνα. Μήπως είσαι, παιδί μου, ο ίδιος και με φοβάσαι; Πες μου αν είσαι συ κι εγώ δε σε χαιρετώ, ούτε θα σου σιμώσω καθόλου...
- Μην κλαις, της λέω, μη στενοχωριέσαι τόσο. Μη θαρρείς πως είσθε για να σας φοβάται κανείς. Δεν είμ' ο Μάρκος εγώ, αλλά ό,τι θέλεις πες μου να του γράψωμε. Πάμε να δω και το σπίτι σου.
- Α! έτσι, γιόκα μου, μη φοβάσαι. Αχ πώς μοιάζεις με το παιδί μου...
Μ' οδήγησε μέσα σε μια στενή κι απαίσια τρώγλη στην οποία τα νερά της βροχής ανεμπόδιστα μπαίνουνε μαζί με τις ακαθαρσίες του γειτονικού αποχωρητηρίου.
Ένα τσουβαλένιο χιλιομπαλωμένο στρώμα και μια ξεσκισμένη κουβέρτα στρατιωτική πάνω σ' ένα στενό σανιδάκι στρωμένα, αποτελούνε το κρεβάτι της άρρωστης γριάς που μέρα με τη μέρα περιμένει το θάνατο σαν σωτηρία, να την επισκεφθεί μέσα στον απαίσιο αυτό τάφο, που η μοίρα την έθαψε ζωντανή.
Ανοίγει ένα μπαουλάκι και ξετυλίγει με προσοχή μια δεσμίδα γράμματα και δυο φωτογραφίες, μια του γιου τη και μια της οικογένειάς της ολόκληρης, και κλαίοντας μ' αναφιλητά, μου τις έδειχνε λέγοντάς μου, πως είναι η μόνη της παρηγοριά μέσα στην ερημιά και στην εξορία της.
Φίλησε με πάθος και λατρεία τα γράμματα και τις φωτογραφίες κι ύστερα πάλι προσεχτικά τα τύλιξε και τα κλείδωσε στο ξεθωριασμένο μπαούλο, προσθέτοντας πως άλλος άνθρωπος δεν κάνει να βλέπει γιατί είναι δικά της αποκλειστικά.
- Ε θέλεις, της λέω, κατασυγκινημένος, να γράψω του Μάρκου σου; Ή καλύτερα πες μου τι θέλεις και του γράφω εγώ μόλις βγω έξω.
- Όχι, γιόκα μου, δεν του γράφω, γιατί όσες φορές κι αν τού γραψα, μου γύρισε πίσω τα γράμματα χωρίς να τ' ανοίξει. Φοβάται. Ας είναι καλά το παιδί μου και δεν πειράζει πως δε θα ξαναμάθω εγώ γι' αυτό...
***
Προχωρώ στον κεντρικό δρόμο που ναι τα καφενεία, τα μαγαζιά τα κρεοπωλεία.
Όλοι με ξέρουν τώρα πια και με κοιτάζουν.
Τα καφενεία τους μέσα λάμπουν. Κι ο πιο μερακλής καφετζής του Κάστρου μας δεν έχει τόση τάξη στο καφενείο του.
Στην πόρτα ενούς μαγαζιού βλέπω ένα χαρτί καρφωμένο, με σφραγίδες απάνω και γραμμένο στη γραφομηχανή Είχε υπογραφή κάποιου υπουργού. Το περιεχόμενό του ήταν απάντηση σε μια αίτηση των λεπρών. Η απάντηση ήταν πως «για τώρα δεν μπορεί να γίνει τίποτε για την υπόθεση που ανάφεραν στο υπουργείο».
Θα μου φαινότανε πολύ παράξενο εάν έβλεπα απάντηση καταφατική τη στιγμή που το κράτος σκέφτεται πως από τους ανθρώπους αυτούς δεν έχει πια απολαβές...
Ασυναίστητα φαίνεται κούνησα το κεφάλι σαν εδιάβασα το επίσημο.. χαρτί, και γι' αυτό δυο τρεις από τους λεπρούς σταμάτησαν μπροστά μου και μου ξηγούσαν πως την ίδια απάντηση, με τα ίδια ακριβώς λόγια λαβαίνουν σε κάθε αίτησή τους.
Κάποιος από κείνους που μου μιλούσαν φαινότανε πιο μορφωμένος από τους άλλους, και σαν αρχηγός μέσα στο άρρωστο νησί.
Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο πληγές και στη θέση της μύτης είχε μια τρίγωνη θυρίδα και φορούσε μαύρα γυαλιά σφιχτά δεμένα μ' ένα σπάγκο γύρω στο κεφάλι του γιατί δεν είχε μύτη να τα στηρίξει.
Κι όμως μ' όλη την αλλοίωση αυτή του προσώπου, μου φαινότανε πως κάπου τον είχα ξαναδεί, πράμα που κι η καμπανιστή φωνή του το επιβεβαίωνε.
Τον προσέχω καλύτερα, μα δεν μπορώ να θυμηθώ.
Τον ρωτώ από πού είναι και πώς λέγεται και με την απάντησή του αναγνωρίζω ένα παλιό συγκάτοικο που χα από τας Καλάμας (σ.σ. Καλαμάτα) στην Αθήνα τον πρώτο χρόνο που πήγα για φοιτητής.
Και να τον ξέρατε πρώτα αυτό τον άνθρωπο τι λεπτός ήταν σ' όλα του και τι καθαρός!
Τον ρώτησα αν με θυμάται, φανταζόμενος πως θα τού κανα έκπληξη, σαν θα του παρουσιαζόμουν ξαφνικά ποιος είμαι.
- Σας θυμούμαι πολύ καλά, αλλά αν σας μιλούσα για τα παλιά φανταζόμουνε πως θα σας λυπούσα κι αυτή η λύπη ίσως θα σας επηρέαζε και δε θα μπορούσατε να παρατηρήσετε όπως πρέπει κείνα που πρέπει να δείτε...
Με ρώτησε για χίλια δυο πράματα, χωρίς να παραλείψει, ούτε τη μαυροφόρα μικρούλα της οδού Λάμπρου Κατσώνη 28.
Πήγα και στο δωμάτιό του.
Την ίδια τάξη και καθαριότητα που ήξερα από πρωτύτερα πως διατηρούσε στα πράματά ου είδα και τώρα...
Βιβλία μπόλικα και καλά.
Ανοιχτό στο τραπέζι απάνω είδα την «Ηθική» του Κροπότκιν.
Δε φαινότανε καθόλου να στενοχωριέται.
Ξέρω όμως καλά πως ήτανε προσποιητή η ευδιαθεσία του, για να μη με κάμει να στενοχωρηθώ. Εγώ που τον είχα γνωρίσει και κάπου αλλού, ξέρω τι μαρτύριο ηθικό θα τραβούσε, αυτός ο άνθρωπος, και τι αβάσταχτος πόνος θα του θέριζε θα σωθικά.
Κι όμως τόσο σεβάστηκε τη θέση μου και την ψυχική γαλήνη που φαντάστηκε πως είχα!!!
Τον αφήκα, με λύπη μου, για να πάω κι αλλού, τότε δάκρυσε και μου ζήτησε αλληλογραφία.
Ο πόνος ξεχείλισε πια, και δεν μπορούσε να συγκρατήσει το παράπονό, που δε χωρούσε στο άρρωστο στήθος του.
***
Μπήκα σ' ένα σπίτι νιόπαντρων. Την τάξη και την πολυτέλεια του σπιτιού αυτουνού θα ζήλευε κάθε καλή νοικοκερά του χωριού.
Ο άνδρας δεν είχε προσβληθεί ακόμη πολύ από τη φοβερή αστένεια παρά μόνο στα δάχτυλα των χεριών.
Ροδοκόκκινος και παχουλός, όπως ήταν, δεν έμοιαζε για Σπιναλογκίτης όταν θά χε τα χέρια κρυμμένα στις τσέπες.
Η γυναίκα όμως ήταν σε ελεεινή κατάσταση.
Το πρόσωπό της όλο πληγές, τα μάτια της είχαν πεταχτεί αγριωπά έξω, και τα χέρια της έμοιαζαν με χέρια σκελετού, από κείνους που βλέπουμε στους πίνακες των σχολειών που χρησιμοποιούνται για το μάθημα της ανθρωπολογίας.
Έβλεπα γύρω τις ξωμπλιαστές πατανίες (σ.σ. κουβέρτες από μαλλί προβάτου) του χωριού αραδιασμένες και τις δεξιμάτες πετσέτες κρεμασμένες στους τοίχους με εξαιρετική τάξη και φιλοκάλια.
- Ποιος να τη έλεγε αυτηνής της δυστυχισμένης, όταν καθότανε στο τελάρο της και τραγουδώντας πετούσε τη σαΐτα, με προσοχή κι επιδεξιότητα, καταχαρούμενη πως τέλειωνε άλλο ένα κομμάτι από την προίκα της, πως θα τα στόλιζε σ' ένα τέτοιο μέρος.
Την ώρα που θα τα δίπλωνε και θα τά βαζε στην κασέλα, πλάσσοντας όνειρα μελλοντικά και περιμένοντας την μέρα που θα χαιρότανε τους κόπους της στολίζοντάς τα στο σπίτι του αγαπημένο της, ποιος να της έλεγε πως προοριζόντανε να τα δεχθεί ένα τετράγωνο δωμάτιο στο νησί της λέπρας;
Κείνα τα μεταξωτά σεντόνια και τα ολοκέντητα μαξιλάρια που βλέπω πως στολίσανε το νυφικό κρεβάτι δυο μεσκίνιδων, θα ξέρουνε τα παρθενικά όνειρα που έπλασσε η όμορφη χωριατοπούλα που τα κεντούσε και τα ύφαινε με τόση υπομονή και χάρη.
Μέσα στο μυαλό της λεπρής νύμφης δυο κόσμου, θα παλεύουν ίσως ακόμα.
Κείνος που πόθησε και η σκληρή πραγματικότητα της σήμερον.
Δε θα πιστεύει στον τελευταίο· θα περιμένει ίσως ακόμα τον πρώτο νοσταλγικά.
Βρήκα εδώ μέσα και μια πολύ γνωστή γυναίκα. Δεν τό ξερα πως ήταν εδώ και προσπάθησα να την αποφύγω, από φόβο μήπως την κάμω πιο δυστυχισμένη.
Αυτή με γνώρισε όμως και με σταμάτησε. Από το σάστισμα που έπαθα, της έδιδα το χέρι να τη χαιρετήσω.
- Όχι, μου λέει, εμείς δεν κάνει να σας αγγίζωμε. Πάμε στο σπίτι που θέλω να σε ρωτήξω πολλά πράματα.
Συγκινημένος την ακολούθησα. Το σπίτι της νοικοκερεμένο, ταχτοποιημένο, στολισμένο πολύ.
Φωτογραφίες μπόλικες μέσα σε μεταξωτά λεπτοκεντημένα κάδρα.
Μου πρόσφερε καρέκλα, στην οποία από ντροπή κάθισα.
Κοιτάζω το σπίτι γύρω-γύρω, την ώρα που ρωτά για χίλια δυο πράματα.
Ανάμεσα στις πολλές φωτογραφίες φανταστείτε την έκπληξή μου, όταν είδα και τη δική μου.
- Ρώτηξα πού τη βρήκε και μ' απάντησε πως την είχε πάρει από το φίλο μου, (το φοιτητή που σας είπα), γιατί θέλει νά χει όσο μπορεί πιο πολλές φωτογραφίες γνωστών, για να μην ξεχνά την παλιά ελεύτερη κι αξέχαστη ζωή.
Τη λυπήθηκα, γιατί μ' αυτό τίποτε άλλο δεν κάνει παρά να μεγαλώνει τη δυστυχία και τον πόνο της.
Έκαιγε, διαρκώς έκλαιγε, κι η καρδιά μου ράιζε από τον πόνο που δοκίμαζα βλέποντάς την έτσι χωρίς να μπορώ να της αλλάξω τίποτε, και να την παρηγορήσω με λόγια τουλάχιστο.
Και ποια παρηγοριά θα μπορούσε να μη χαρακτηριστεί παραλογισμός, μέσα σε τούτο το μαραμένο περιβάλλον του λεπροκομείου;
Σκούπισα τα δάκρυα που πλημμύρισαν τα μάτια μου, κι έκλεισα το στόμα, αφήνοντάς την ελεύθερη να κλάψει και ν' αλαφρώσει.
- Νάτε και την εκκλησία μας, μου λέει ο λεπρός που μ' ακολουθούσε, όταν περνούσαμε από τη μικρή πλατεΐτσα της Σπιναλόγκας. Μπαίνω μέσα.
Πολυέλαιοι πολυτελείας κρέμονται, και μεγάλες εικόνες αξίας την στολίζουν.
Τέσσερις σειρές στασίδια παρατηρώ. Ανάμεσα σ' αυτά βρίσκονται και στασίδια πιο ψηλά, και λίγο περιποιημένα.
Ρώτηξα γιατί υπάρχουν δυο ειδών, κι έμαθα πως κι εκεί ακόμη εξακολουθούνε οι διακρίσεις της ευγένειας της καταγωγής.
Σκαμνιά μπόλικα εδώ κι εκεί.
Πολλά απ' αυτά είναι σημαδεμένα για να γνωρίζονται από τ' άλλα, με τ' αρχικά ψηφία των ονομάτων αυτών που τα χρησιμοποιούν.
Ο συνοδός μου μ' έδωκε την πληροφορία πως πολλοί από τους αρρώστους ελπίζουνε πως θα γίνουνε καλά και πως θα ξαναφύγουν από κει μέσα και φυλάγουνται από τους άλλους.
Προσέχουν να μην καθίσουν στο ίδιο κάθισμα που κάθισε ένας πιο ασθενής, και να μην πιούν από το ίδιο ποτήρι που πίνουν πολλοί.
Υπάρχει λοιπόν κι εδώ η ελπίδα σε μερικούς.
Οι περισσότεροι όμως είναι αποφασισμένοι πως θα ναι οι τελευταίες τους μέρες αυτές που μέσα στη Σπιναλόγκα περνούν.
* Οι όποιες παρεμβάσεις στο κείμενο περιορίστηκαν απλά στον ορθογραφικό συγχρονισμό κάποιων γλωσσικών τύπων (π.χ. "κοιτάζω" αντί "κυττάζω"),χωρίς ν' αλλοιώνεται το γλωσσικό ύφος του συγγραφέα.
Διαβάστε επίσης:
Ένα εξοργιστικό ποίημα για τη Σπιναλόγκα το 1914
Διαβάστε επίσης:
Ένα εξοργιστικό ποίημα για τη Σπιναλόγκα το 1914
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου